Σάββατο 18 Ιουνίου 2016

ΑΡΚΑΔΙΑ ΤΟΠΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ.



     
              Γράφει ο
        Παν. Ευαγ. Βέμμος

Αρκαδία τόπος μεταναστών και προσφύγων

Αρκαδία, η μεσόγειος Πελοπόννησος, τόπος ορεινός και φτωχός, σε επαφή με τους ισχυρούς Δωριείς της Σπάρτης στην αρχαιότητα, που διαχρονικά επεδίωκαν να τη θέσουν υπό την κυριαρχία τους. Αυτοί είναι δύο βασικοί λόγοι που από τα προϊστορικά χρόνια έχουμε εξόδους Αρκάδων. Οι έξοδοι αυτοί είτε ως μετανάστες, είτε ως πρόσφυγες διαπιστώνεται πέρα από ιστορικές πηγές και από την διάδοση της αρκαδικής διαλέκτου στον Πόντο (Τραπεζούντα), στα παράλια της Μικράς Ασίας, στην Κύπρο και Κρήτη (πόλεις Αρκαδία και Γόρτυνα). Στο ίδιο διάστημα οι αρκαδικές πόλεις δέχονται πρόσφυγες από γειτονικές πόλεις - κράτη αποτέλεσμα των εμφυλίων αντιπαραθέσεων σ' αυτές.

 Στα μεσαιωνικά χρόνια να μνημονεύσουμε πρώτα την μετανάστευση στην Αρκαδία σλαβικών φυλών (6ος αιώνας μ.Χ.) και αργότερα στα υστεροβυζαντινά χρόνια Αλβανών. Οι κάτοικοι αυτοί σταδιακά προσαρμόσθηκαν και τελικά αφομοιώθηκαν από τον πιο ισχυρό πολιτιστικά ντόπιο ελληνικό πληθυσμό. Αυτό που έμεινε απ' αυτά τα γεγονότα είναι διάφορα τοπωνύμια σλάβικα (Στεμνίτσα, Βυτίνα κ.α) και αρβανίτικα (Σιλίμνα, Αλβάνιτσα κ.α.)

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και ιδιαίτερα μετά την εξέγερση του 1770 έχουμε την είσοδο στο Μωριά ισχυρών τουρκο-αλβανικών δυνάμεων για την καταστολή της. Οι διώξεις που ακολούθησαν ανάγκασε πολλούς κατοίκους να καταφύγουν ως πρόσφυγες στην Ύδρα και στην απροσπέλαστη και αραιοκατοικημένη τότε Κυνουρία. Απ' τους πρόσφυγες της Ύδρας, σε 7.000 τους ανεβάζει ο ιστορικός Μ. Σακελλαρίου στο βιβλίο του «Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν τουρκοκρατίαν» διεπεραιώθησαν στα νησιά του Αιγαίου και την Μ. Ασία (Πέργαμο και Σμύρνη). Μεταξύ αυτών, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, και οικογένειες από Δημητσάνα και Ζάτουνα.


ΑΥΣΤΟ –ΑΜΕΡΙΚΑΝΑ ΕΛΛΑΣ ΑΜΕΡΙΚΗ από ΠΑΤΡΑΙ.

 Στα νεώτερα χρόνια αναφέρουμε ότι στην οικονομική κρίση στα τέλη του 19ου αιώνα, ποιός ξεχνά το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Χ. Τρικούπη, χιλιάδες Αρκάδες μετανάστες οδηγήθηκα στην Ευρώπη και κυρίως στις Η.Π.Α..

 Ακολούθησε η Μικρασιατική Καταστροφή και περίπου 1,5 εκατ. πρόσφυγες φθάνουν στην Ελληνική επικράτεια, κάποιες εκατοντάδες απ' αυτούς στην Τρίπολη. Η αντιμετώπισή τους από τον ντόπιο πληθυσμό δεν ήταν ιδιαίτερα φιλική παρά το γεγονός ότι ήταν ομοεθνείς και ομόθρησκοι. Έπρεπε να περάσουν είκοσι χρόνια και η σκληρή περίοδος της Κατοχής για να γίνει η οριστική ενσωμάτωσή τους στην τοπική κοινωνία.

Ο Εμφύλιος στη συνέχεια, που στην αποκομμένη Πελοπόννησο πήρε τον πιο άγριο και φρικτό χαρακτήρα και οι μετεμφυλιακές τοπικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν, οδήγησαν δεκάδες χιλιάδες Αρκάδες σε φυγή. Συνηθίσαμε να τους χαρακτηρίζουμε ως μετανάστες, μήπως όμως σημαντικό μέρος απ' αυτούς είχε τα χαρακτηριστικά του πρόσφυγα;

Με αυτές τις ιστορικές καταβολές καλούμαστε σήμερα να διαχειρισθούμε ως τοπική κοινωνία το προσφυγικό πρόβλημα. Σίγουρα δεν είμαστε εμείς υπεύθυνοι  για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, όμως είναι γεγονός ότι ελάχιστα αντιδράσαμε στις πολιτικές των επεμβάσεων και των πολέμων που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα των πολυεθνικών, που και οι δικές μας κυβερνήσεις σιγόνταραν. Μπορούσαμε όμως και μπορούμε να συμβάλλουμε στην ενίσχυση ενός εξελισσόμενου κινήματος αντιπαράθεσης στον πόλεμο και το φασισμό που επιχειρείται και δημιουργεί προϋποθέσεις έντασης του προσφυγικού προβλήματος. Να κατανοήσουμε ότι ο πρόσφυγας δεν είναι ο θύτης στο δικό μας πρόβλημα της ανεργίας και της φτώχειας, αλλά είναι και αυτός κυρίως το θύμα.
Το προσφυγικό πρόβλημα είναι αποτέλεσμα των εξωτερικών επεμβάσεων, των εμφύλιων πολέμων και της κλιματικής αλλαγής, δεν είναι ένα πρόσκαιρο ζήτημα και δεν αντιμετωπίζεται με προσωρινά μέτρα. Η γεωγραφική κατανομή, ενός μικρού σήμερα αριθμού προσφύγων, δεν λύνει ούτε ανακουφίζει το πρόβλημα αφού δεν αντιμετωπίζει τις άμεσες συνέπειές του.

Δεν λύνεται το πρόβλημα της τοπικής εργασιακής απασχόλησης των προσφύγων, της μόρφωσης των νέων και της ένταξής του στις τοπικές κοινωνίες. Έτσι θα έχουμε εντάσεις και αντιπαραθέσεις που ήδη κάποιες διαφαίνονται στα κέντρα κράτησης και τους καταυλισμούς και τις αντιδράσεις τοπικών κοινωνιών που συνδαυλίζονται από φασιστικά στοιχεία. Οι «φράχτες» και η κοινωνική αντιπαράθεση στους πρόσφυγες γίνεται το μέσο για αντεργατικά, αντιδημοκρατικά μέτρα που πλήττουν συνολικά τους εργαζόμενους.


1915 George Τσάκωνας στο μανάβικό του στην Washington, D.C. (Photo: Harris & Ewing via Shorpy).

Η περισυλλογή, η περίσκεψη και η ανθρωπιστική αντιμετώπιση των προσφύγων είναι "εκ των ουκ άνευ " αρχές που οφείλουμε να υπηρετήσουμε, ταυτόχρονα με μια πρόταση ανασυγκρότησης του τόπου, διότι δεν φθάνει να θέλεις αλλά πρέπει και να μπορείς.

Σ' αυτό το πρόγραμμα κυρίαρχη θέση  πρέπει να έχει η παραγωγική ανασυγκρότηση του τόπου με αξιοποίηση: των χέρσων αγροτικών εκτάσεων, των υποδομών της βιομηχανικής περιοχής και του ενεργειακού κέντρου, την επαναλειτουργία του τραίνου, τη στήριξη του εμπορίου και του ορεινού τουρισμού. Να γίνει κυρίαρχο αίτημα να αρθούν οι αιτίες που οδήγησαν στην κρίση και τα μνημόνια για μια άλλη προοπτική ώστε να σταματήσει ο μαρασμός και η ερήμωση του τόπου.

Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ.



                         
 Του Γιάννη Γρηγ. Κουρόγιωργα.
 Αγιαννίτη της διασποράς.

Μουσείο Κυνουρίας, “ιερός χώρος, Σχολή Καρυτσιώτη,  Μουσείο Άστρους, έπαυλη Ηρώδη: Τι πρέπει να κάνουμε και γιατί πρέπει να λέμε  τα “πράγματα με το oνομά τους “.

Στο μικρό χώρο μας γίνεται  ένας ατέλειωτος  διάλογος για περίπου δέκα χρόνια, χωρίς κανένα ουσιαστικό έργο, σχετικά με τους  αρχαιολογικούς χώρους της περιοχής μας, του "ιερού  χώρου" της Β”. Εθνικής Συνέλευσης των Ελλήνων, της Σχολής Καρυτσιώτη που στεγάζει το κλειστό για μερικά χρόνια Μουσείο Άστρους  και της έπαυλης του Ηρώδη,  όπως για ευκολία τον λένε μερικοί, που ήταν ο Ρωμαίος Έπαρχος συνεργάτης των Ρωμαίων κατακτητών. 

Ειδικότερα τα θέματα που ασχολούνται οι συμπολίτες  είναι:  πότε θα ανοίξει το Μουσείο  Άστρους, που πρέπει να φτιάξουμε το Mουσείο Κυνουρίας , τι μουσείο θέλουμε , τι γίνεται με τα έργα στη έπαυλη του Ηρώδη. Ειδικά για το έργο της έπαυλης του Ηρώδη υπάρχουν  πολλά ερωτηματικά  όπως“ Το έργο, προϋπολογισμού 4.298.000 ευρώ,…… από αυτό το ποσό “απορροφήθηκαν”   περίπου 2.000.000 €; Αλήθεια που πήγαν αυτά τα χρήματα; “,
 Για ποιους λόγους το έργο της κατασκευής του στεγάστρου απεντάχθηκε και ποιοι ευθύνονται για το ότι εγκεκριμένα Κοινοτικά και Εθνικά κονδύλια για το έργο χάθηκαν;”

 
                                                                       Το Κλειστό Μουσείο του Άστρους. 

“H μελέτη για την κατασκευή του περιβόητου στεγάστρου και του έργου «ΥΠΑΙΘΡΙΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΚΗΣ ΕΠΑΥΛΗΣ  ΗΡΩΔΗ ΑΤΤΙΚΟΥ ΣΤΗ ΛΟΥΚΟΥ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ», εκπονήθηκε, θεωρήθηκε, αμφισβητήθηκε, αναθεωρήθηκε και πάλι αναθεωρήθηκε. Το έργο, προϋπολογισμού  4.298.000 ευρώ, χρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης. Π.Ε.Π., αλλά δυστυχώς  απεντάχθηκε και οι συμπολίτες μας  δικαιολογημένα περιμένουν απαντήσεις και διευκρινίσεις  από τους αρμόδιους  φορείς. (ο τονισμός των λέξεων είναι δικός μου).
Για όσους θέλουν να μάθουν περισσότερα για τα ερωτηματικά της έπαυλης δείτε το σύνδεσμο, η άλλες σελίδες από το Αstrosnews  .

Σε αυτό το διάλογο, για λίγα χρόνια, συμμετείχαμε για μερικά θέματα  με τις αυθόρμητες απόψεις μας στον ηλεκτρονικό τύπο εδώ και εκεί , και  τώρα είναι αναγκαίο να μιλήσουμε για όλα , να τα πούμε όλα με το ονομά τους και να μαζέψουμε όλες τις απόψεις μας σε ένα κείμενο, για να γίνουμε περισσότερο αντιληπτοί , για να μην υπάρχουν  ερωτηματικά και υπόνοιες.Έτσι θα βοηθήσουμε τις προσπάθειες των συμπολιτών μας για μια αρτιότερη ενημέρωση. Έχουμε  μεγάλη υποχρέωση  και δικαίωμα  να κάνουμε τις προτάσεις μας και να πούμε τη ταπεινή γνώμη μας  και συνιστούμε έντονα να κάνουν το ίδιο όλοι οι συμπολίτες μας, γιατί άμα δεν το κάνουμε "θα το κάνουν άλλοι για μας που θα είναι χειρότεροι". Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε συνοπτικά  και  καθαρά, χωρίς βέβαια με σειρά, στα παραπάνω και άλλα ερωτήματα , και σχετικά θέματα και θα προτείνουμε καθαρά  “τι πρέπει να κάνουμε”.   

Δεν χρειάζεται να θυμίσουμε σε κανένα ότι ζούμε πια την εποχή "της αλήθειας του κόπτη", που ηθελημένα η άθελα κατά βάση συμφωνούμε όλοι μας , και αυτό θα έχει σαν συνέπεια τα χρήματα  για όλες τις ανάγκες μας στο μέλλον θα είναι δυσκολότερο να βρεθούνε  από όλες της πηγές. Δεν ξέρουμε ποιός είναι ο αρμόδιος φορέας για τη μελέτη και κατασκευή ενός μουσείου, ο δήμαρχος, ο περιφερειάρχης η κυβέρνηση. Ξέρουμε ότι τελικά “έτσι η αλλιώς” εμείς θα το πληρώσουμε. Ξέρουμε ότι εμείς είμαστε αναρμόδιοι για να αποφασίσουμε και μόνο μπορούμε να λέμε τη γνώμη μας δημόσια και να ευχόμαστε το καλύτερο, είναι πιθανόν κάποτε να ακουστούμε, άμα δεν γινόμαστε υπερβολικοί και άμα άλλοι πολλοί συμφωνούνε μαζί μας. Ακόμα μπορούμε να κάνουμε  δημόσιες παρεμβάσεις, να  καταθέτουμε γραπτώς  τις θέσεις  και προτάσεις μας στο τύπο και να κάνουμε  θεσμικές γραπτές προτάσεις με όνομα ,διεύθυνση , ημερομηνία και υπογραφή  γραπτώς στους αρμόδιους φορείς  εκλεγμένους από μας η οχι .Οι δημόσιες παρεμβάσεις και οι θεσμικές προτάσεις των πολιτών , που ξέρουν καλύτερα το χώρο και τις μικρές λεπτομέρειες ,όταν δεν είναι υπερβολικές ,βοηθούν τις περισσότερες φορές τους άρμοδιους φορείς να πάρουν σωστότερες αποφάσεις.

Πρέπει να θυμόμαστε , εμείς ψηφίζουμε τους αρμόδιους φορείς.

1)Μουσείο Κυνουρίας
Είναι εποχή να αποκτήσουμε και εμείς ένα μουσείο στο τόπο μας, το  Μουσείο Κυνουρίας , “με τον καλύτερο  αποτελεσματικό  και  οικονομικό τρόπο”.
O καλύτερος αποτελεσματικός   τρόπος
Τι μουσείο θέλουμε ,γιατί θέλουμε μουσείο, τι θέλουμε να δείξουμε περισσότερο, που πρέπει να γίνει.
Θέλουμε ένα  Μουσείο , γενικού ενδιαφέροντος, στην υπηρεσία της κοινωνίας  και της ανάπτυξής της ,που έχει ως έργο του τη συλλογή, τη μελέτη, τη διατήρηση, τη γνωστοποίηση και την έκθεση τεκμηρίων του ανθρώπινου πολιτισμού και περιβάλλοντος, με στόχο τη μελέτη, την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία. Βασική παράμετρο των εργασιών αποτελεί και η κοινωνική διάσταση της λειτουργίας του, η επικοινωνία με το κοινό .Εκτός  από τις ξεναγήσεις, το μουσείο θα έπρεπε να παρέχει εκπαιδευτικές δυνατότητες…” Ένα μουσείο για όλη την Κυνουρία και για όλη την μακρά τρισχιλιετή ιστορία μας.

Τα παραπάνω είναι επιλεγμένα  από την Βικιπαίδεια , όσοι θέλουν να μάθουν  περισσότερα δείτε το σύνδεσμο, η άλλες σελίδες από την Βικιπαίδεια, ο τονισμός των λέξεων είναι δικός μου.
Ας αρχίσουμε από ότι συμφωνούμε όλοι μας, να φτιάξουμε μια σοβαρή και αδιαφιλονίκητη πρόταση, που οι αρμόδιοι φορείς θα την μελετήσουν και δεν θα την πετάξουν στα σκουπίδια.
Θέλουμε μουσείο για όλους τους γνωστούς λόγους  προβολής και διατήρησης της κληρονομιάς μας, το μουσείο πρέπει να γίνει για ότι καλύτερο και γνωστότερο έχει να προσφέρει ο τόπος μας όλη η Κυνουρία , αλλά και να περιέχει σαν ένα μεγάλο θέμα  τη   Β” Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων,  και  για ότι  ήταν οι πρόγονοι μας , για ότι είμαστε εμείς , για να δείξουμε  τον Ελληνικό πολιτισμό.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένα τέτοιο μουσείο πρέπει να κτηστεί στο φυσικό του χώρο του , που δεν είναι άλλος από το χώρο της εθνοσυνέλευσης , απο τον “ιερό χώρο”. Ο ακριβής χώρος του μουσείου είναι ανατολικά της σχολής, βόρεια του "ιερού χώρου", στο τέλος του προαυλίου της σχολής και απέξω τοu τοίχοu που υπήρχε κάποτε.

Το κτήριο του μουσείου θα σέβεται τον χώρο και ο "ιερός χώρος " και η  Σχολή  δίπλα στο μουσείο θα συμπληρώνουν αρμονικά τι θέλουμε να δείξουμε. Η Σχολή φυσικά θα χρησιμοποιείται για  ότι σχετικό θέλουμε . Η Σχολή Καρυτσιώτη  ήταν ένας από τους βασικούς λόγους για να γίνει η Εθνοσυνέλευση σε αυτό το τόπο, γιατί επίσης υπήρχαν εδώ πολλοί μορφωμένοι απόφοιτοι της σχολής, οι λεγόμενοι καλαμαράδες. Οι  δύο χώροι συνυπάρχουν και είναι δεμένοι μεταξύ τους.

Τα μουσεία κυρίως γίνονται για τους νέους, τους νέους επιδιώκουμε να φέρουμε στα μουσεία μας .Ο προτεινόμενος χώρος είναι τέλειος για ότι θέλουμε  και πρέπει να επιδιώκουμε γιατί είναι στο κέντρο του Άστρους και οι νέοι μας μαζί με τους ηλικιωμένους που δεν έχουν η δεν μπορούν να οδηγούν αυτοκίνητα  με τα πόδια σε πολύ κοντινή απόσταση  θα έχουν μια εύκολη πρόσβαση.
  
Δίπλα βρίσκεται το Ίδρυμα Ζαφείρη που παρέχει κατάλληλες και αναγκαίες υποδομές για τους επισκέπτες, (πιούνε έναν καφέ, ένα αναψυκτικό), και άλλα πολλά ιδιωτικά κτήρια που εύκολα μπορούν να γίνουν υποδομές   μαγαζάκια κ.λπ. η κεντρική πλατεία και  όλα αυτά “με τα πόδια ,σε πολύ κοντινή απόσταση  , εύκολη πρόσβαση”.  Όλα αυτά είναι αναγκαία, πρέπει να υπάρχουν  για κάθε σύγχρονο μουσείο και πρέπει να είναι εύκολα προσβάσιμα.

Συνοπτικά  τέλειος χώρος  για τους νέους και τους επισκέπτες μας , σχολεία, απέραντη πλατεία Καρυτσιώτη  , γήπεδο, Ίδρυμα Ζαφείρη με βιβλιοθήκη …και χώρους υποδομής, iερός χώρος, σχολή Καρυτσιώτη , μουσείο, ιδιωτικά κτήρια έτοιμα για μαγαζάκια, κεντρική πλατεία  και όλα αυτά σε πολύ κοντινή απόσταση  με τα πόδια.
Για την πρόσβαση των λεωφορείων… Είναι θέμα ρύθμισης. Υπάρχει άπλετος χώρος πίσω από το Μουσείο όπου η πρόσβαση είναι πάρα πολύ εύκολη και με λίγη περιποίηση του χώρου αλλά και πινακίδες το πρόβλημα λύνεται” , μας προτείνουν οι φίλοι μας. Υπάρχει και η πλατεία Καρυτσιώτη που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε έξυπνα.

Δεν είναι καθόλου υπερβολή να πούμε όλα αυτά μαζί, άνετα και εύκολα προσβάσιμα δεν υπάρχουν πουθενά σε κανένα μουσείο του κόσμου. Αυτά καλούμαστε να "πουλήσουμε" και να διαφημίσουμε  στους  αρμόδιους φορείς, που μαζί με τα περιεχόμενα  και τα θέματα του μουσείου που θα είναι από όλη την Κυνουρία  και από όλη την Ιστορία μας θα πείσουν όλους ότι  “αυτό πρέπει να κάνουμε”.

O καλύτερος  οικονομικός  τρόπος
Πόσο θα στοιχίσει , ποιός θα τα πληρώσει, μπορούμε να φτιάξουμε κάτι με λιγότερα χρήματα. Είμαστε τυχεροί, οι αρμόδιοι φορείς θα αποφασίσουν για μας. Η χρηματοδότηση θα γίνει μάλλον  από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης ή άλλους θεσμούς.

Ο Δημοσθένης έλεγε στους Αθηναίους, σε ανάλογους χρόνους , χωρίς χρήματα τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε. Θέλουμε κάτι αποτελεσματικό και οικονομικό. Γιατί από όπου και  να προέρχονται τα χρήματα σε τελευταία ανάλυση “έτσι η αλλιώς” εμείς τα πληρώνουμε. Άμα ξοδέψουμε κάτι υπερβολικό, ξέρουμε θα κοπεί από κάπου αλλού. Το κτήριο του μουσείου πρέπει να σέβεται τον χώρο, να είναι "σεμνό" και να μην έχει  πολυτέλειες , υπερβολές και χλιδές.Oι αρμόδιοι φορείς θα αποφασίσουν.

Επίσης οι αρμόδιοι φορείς θα αποφασίσουν και για δεύτερο σχέδιο σε περίπτωση αποτυχίας της χρηματοδότησης, πρέπει αυτό το σχέδιο να το ετοιμάσουμε, να το “πουλήσωμε” στους αρμόδιους φορείς.
                                                
Ακολουθεί  το Β Μέρος

Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

ΘΥΜΗΣΕΣ.




Το 1939, που γεννήθηκα, ο πατέρας μου βρέθηκε να υπηρετεί ως διαχειριστής στο Δημόσιο Ταμείο του Παράλιου Άστρους. Εκείνη την εποχή όλες οι δημόσιες υπηρεσίες ήταν στο Παράλιο και όχι στο Μεσόγειο Άστρος. Η έγκυος μητέρα μου, λόγω κάποιων προβλημάτων, με γέννησε με «καισαρική τομή» στην Αθήνα. Αυτός ο τρόπος τοκετού την καταδίκασε να μείνει με ένα παιδί, αφού τότε απαγορευόταν δεύτερος τοκετός, και γω ν' αποκτήσω όλα τα κακά των μοναχοπαιδιών: κακομαθημένος, εγωιστής, απόλυτος, ταραξίας, πεισματάρης, επαναστάτης και ό,τι άλλο σκεφτείτε για κάθε μοναχοπαίδι. Ο παππούς μου -από τον πατέρα μου- με έγγραψε στα μητρώα αρρένων του χωριού του, το Ζυγοβίστι.

Για τα επόμενα δέκα χρόνια έζησα σε αυτό το τότε μικρό χωριό, με τους λίγους κάτοικους και τα λίγα σπίτια. Για κατοικία «μας» είχαμε νοικιάσει τον απάνω όροφο του διώροφου σπιτιού του καθηγητή της Νομικής Σχολής Ράμμου -γι' αυτούς που γνωρίζουν το Άστρος. Ήταν ένα όμορφο σπίτι, πέτρινο, με εσωτερική σκάλα, αλλά και μία βοηθητική εξωτερική στο πλάι του σπιτιού, που επικοινωνούσε με την κουζίνα. Η μπροστινή πλευρά του σπιτιού έβλεπε στον χωμάτινο κεντρικό δρόμο και η πίσω στην όμορφη παραλία, που η αμμουδιά της άπεχε από το σπίτι μόλις μερικά μέτρα και τον χειμώνα, όταν είχε δυνατό κύμα, αυτό ερχόταν κι έσκαζε στα ρίζια του σπιτιού.

Εκείνο που τότε δε μου έκανε εντύπωση (διότι είχα μάθει από τη στιγμή που γεννήθηκα ότι έτσι γινόταν, ότι αυτό ήταν καθημερινό φαινόμενο), αλλά μου έλειψε όταν τον έχασα μετά τα δέκα μου χρόνια, ήταν ο φλοίσβος των κυμάτων, αυτός ο μόνιμα επαναλαμβανόμενος ήχος, αυτή η ακουστική απόλαυση, που τα καλοκαίρια, με τα ανοιχτά παράθυρα ακουγόταν μέρα-νύχτα.
Αλλά και τον χειμώνα ήταν όμορφη η θάλασσα. Καθόμουνα πίσω από το τζάμι και χάζευα τα κύματα που έσκαγαν στο Μώλο και στο Φανάρι (φάρος).

Όλες οι θύμησες είναι ανάκατες στο μυαλό μου, κάποιες αμυδρές, κάποιες τις είχα ακούσει από τους γονείς μου. Θυμάμαι καλά κάποιους συμμαθητές μου. Με μερικούς από αυτούς  ξαναβρεθήκαμε στην Αθήνα σαν φοιτητές: Ο Κυριάκος Μαρούδης, στενός φίλος στην Αθήνα για πολλά χρόνια, το σπίτι του το είχα σαν δικό μου. Επίσης, θυμάμαι στα φοιτητικά χρόνια να κάνουμε παρέα με τον Δημήτρη Συρεγγέλα και με τον Νίκο Ματζουράνη. Θυμάμαι να έρχεται στο ιατρείο μου ο καλός μου φίλος και τότε συμμαθητής μου Άρης Γογονάς. Ακόμα, θυμάμαι τον Βασίλη Δασκολιά.

 Εκείνα τα χρόνια ο Βασίλης ήταν ο πιο καλός μου φίλος. Αλλά όλο μαλώναμε. Κι η αγάπη μας φαίνεται από το ότι δεν εννοούσαμε να χωρίσουμε από φίλοι. Όταν κάποτε θυμώσαμε πολύ, είπαμε δε θα ξαναμιληθούμε. Και για κάποιες μέρες το κρατήσαμε. Αλλά, μετά, βρήκαμε τη σολομώντεια λύση: Πάψαμε να φωνάζουμε ο ένας τον άλλο με το μικρό του όνομα και το αντικαταστήσαμε με παρατσούκλι.
 «Εγώ δε θα ξαναπώ τ' όνομά σου», ο πεισμωμένος Βασίλης.
 «Ούτε κι εγώ. Δε θα σε ξαναπώ Βασίλη», εγώ, ο θυμωμένος.
 «Εγώ θα σε λέω «Βουνίσιε».
 «Γιατί;»
 «Γιατί 'σαι βουνίσιος, απ' τα βουνά είσαι», ήξερε την καταγωγή μου και ήξερε ότι το χωριό του πατέρα μου ήταν στο βουνό!
 «Κι εγώ θα σε λέω «Καμπίσιε», γιατί 'σαι απ' τον κάμπο.»

Κι όταν ξανασυναντηθήκαμε μετά από πολλά χρόνια, μεγάλοι πια, μία από τις πρώτες λέξεις που μου 'πε ήταν «Βουνίσιε, θυμάσαι πώς σε φώναζα;» Και γω του απάντησα «Έλα, βρε Καμπίσιε, ξεχνιούνται αυτά!»
                 Παλιά άποψη του Νησιού με το φάρο στην άκρη. 
Το παιδικό μυαλό είναι ένα σφουγγάρι. Ό,τι άκουγα απ' τους μεγάλους μου έμεινε. Δεν ήξερα τους μεγάλους Αστρινούς, αλλά άκουγα τα ονόματά τους. Ο δάσκαλός μου ο Συρεγγέλας -μια χρονιά είχα και κάποιον άλλο δάσκαλο, που μου διαφεύγει το όνομά του-, «Το εργοστάσιο του Καλλίτση», ο γιατρός Μαρούδης, η ταβέρνα του Κουτσογιάννη», ο Μαυροθαλασσίτης, ο Φύτηρης, (συγγνώμη αν σκοτώνω την ορθογραφία στα ονόματα), ο Φούφας, ο παπά-Αβραντίνης, ο Κουράκος (διευθυντής στο Δημ. Ταμείο), ο Φάκλαρης, ο Δουζένης, ο Μπακούρης, ο Κούκλης. Γνώριζα καλά -και κάποιες φορές συναντηθήκαμε και στην Αθήνα και στο Άστρος- τα κορίτσια της «Μήτραινας», της Παναγιώτας Παπαδάκου, της πιο στενής φίλης της μητέρας μου. Και πιο πολύ την Ελένη, που ήμασταν πιο κοντά στην ηλικία. Αλλά πολύ καλά θυμάμαι σαν παρέα στα παιχνίδια μας και τη γειτόνισσά μου Κική Μεταβελή.

Και τι 'τανε τα παιχνίδια μας τότε. Το φτιαγμένο από τυλιγμένα κουρέλια τόπι. Το ψάρεμα με κλωστή απ' αυτές που έραβε η μάνα μου και γι' αγκίστρι έβαζα μια γυρισμένη καρφίτσα. Είχαμε και βάρκες, από χαρτί, που σιγά-σιγά μαλάκωνε στο νερό και βούλιαζε. Παίζαμε και ξυλίκι -δε θυμάμαι πώς το λέγαμε εμείς, νομίζω ότι του είχαμε δώσει άλλο όνομα. Είχαμε και τον «Μάρτη». Πολύχρωμες κλωστές τυλιγμένες στον καρπό για να μη μας κάψει ο μαρτιάτικος ήλιος.
Είχαμε και τις παγίδες στην αμμουδιά: Σκάβαμε μικρές γούβες στην άμμο, βάζαμε απάνω καλάμια και τις σκεπάζαμε μ' ένα χαρτί κι από πάνω ρίχναμε άμμο για να τις καλύψουμε. Μετά, καθόμασταν πιο πέρα και περιμέναμε να έρθει το θύμα, να παραπατήσει, να πέσει στην άμμο κι εμείς να σκάσουμε στα γέλια! Είχαμε και το «κουτσό». Δε θυμάμαι πώς το παίζαμε, αλλά θυμάμαι το όνομα και κάτι τετράγωνα που χαράζαμε μ' ένα ραβδί στο χώμα και κει μέσα πηδάγαμε με το ένα πόδι.

 Είχαμε και τους «βόλους», που τους φτιάχναμε ζυμώνοντας και πλάθοντας με τα δάχτυλα λάσπη και τους αφήναμε στον ήλιο για να ψηθούν. Πετάγαμε στο δρόμο το βόλο και το άλλο παιδί προσπαθούσε να τον χτυπήσει με τον δικό του βόλο. Αν τον πετύχαινε τον έπαιρνε. Αν όχι, τότε έριχνε ο πρώτος για να χτυπήσει τον δεύτερο. Ή παίζαμε το «ματάκι». Το άλλο παιδί έβαζε μπροστά στο παπούτσι μας ένα βόλο κι εμείς, με τον δικό μας βόλο, φέρνοντάς τον κοντά στο μάτι μας για να σημαδέψουμε, τον αφήναμε να πέσει. Αν χτύπαγε τον κάτω βόλο, τον παίρναμε, αν όχι, μας έπαιρνε τον βόλο μας ο αντίπαλος. Μετά, σημάδευε το άλλο παιδί κι αυτό γινόταν γι' αρκετή ώρα, μέχρι να βαρεθούμε αυτό το παιχνίδι.

Βέβαια, το κρυφτό και το κυνηγητό ήτανε κι αυτά σε ημερήσια διάταξη. 
Ένα άλλο παιχνίδι ήταν με το «στεφάνι». Αυτό ήτανε το μικρότερο από αυτά που βάζανε γύρω από τα βαρέλια. Παίρναμε ένα ίσιο ξύλο  ή, άλλοτε, με την παλάμη μας, και χτυπάγαμε το όρθιο στεφάνι (τσέρκι) και παραβγαίναμε ποιος θα το κρατήσει περισσότερο χρόνο όρθιο κυλώντας το -ας μην ξεχνάμε ότι οι δρόμοι τότε στο χωριό μας ήταν χωμάτινοι, με γούβες και πέτρες.

Ένα άλλο παιχνίδι μας ήτανε με τις σφαίρες. Αυτές ήτανε άφθονες στο χωριό, τις βρίσκαμε πεταμένες στα χωράφια, είχανε και οι μεγάλοι και μας δίνανε. Στήναμε μερικούς κάλυκες όρθιους και από κάποια απόσταση σημαδεύαμε με έναν άλλο κάλυκα κι αυτός που έριχνε πρώτος, τους σημάδευε με έναν άλλο κάλυκα κι όσους έριχνε τους έπαιρνε. Μετά, ήταν η σειρά του δεύτερου και πήγαινε λέγοντας.

Αλλά, ένα παιχνίδι που παίζανε τότε τα μεγαλύτερα παιδιά και παίρναμε μέρος σαν θεατές κι εμείς, οι μικρότεροι, ήτανε πολύ κακό -λόγω άγνοιας του κινδύνου, βέβαια. Ανάβανε μία φωτιά στην αμμουδιά, πέφταμε όλοι μπρούμυτα και από κάποια απόσταση πετάγανε μέσα στη φωτιά άσκαστες σφαίρες. Ευτυχώς, κανένας μας δεν έπαθε τότε το παραμικρό.

Κι από παπούτσια τι κάναμε; Απλά πράγματα: Το καλοκαίρι τριγυρνάγαμε ξυπόλυτα. Στο σπίτι είχαμε τα τσουράπια, δε θυμάμαι ακριβώς πώς ήτανε αυτά, νομίζω κάτι σαν μάλλινα παπούτσια. Κι όταν μεγαλώναμε και δε μας χώραγαν τα παπούτσια, κόβανε τη μύτη και τη φτέρνα και γινόντουσαν «ξώφτερνα»!


                                                  Παράλιο Άστρος τουρίστες το 1961 
Ένα άλλο θυμητικό που έχω από το Παράλιο είναι μία σφηνοειδής ουλή στον μηρό, μήκους σήμερα περίπου εφτά εκατοστών και μέγιστο πλάτος ένα και κάτι εκατοστά.
Εκείνη την εποχή, που όλοι οι δρόμοι ήταν χωμάτινοι, όταν έβρεχε η λάσπη κόλλαγε  στα παπούτσια. Κάποια σπίτια, ευκατάστατα, αριστερά από την πόρτα, αλλά και δεξιά μερικές φορές, είχανε ένα μεταλλικό έλασμα μήκους περίπου 12-15 εκ. και ύψους 7-8 εκ. πακτωμένο στη γη. Σε αυτό οι εισερχόμενοι στο σπίτι σκούπιζαν τις σόλες των παπουτσιών για να μην μπάζουν τις λάσπες στο σπίτι.
Αλλά, «πενία τέχνας κατεργάζεται». Τα φτωχικά σπίτια που δεν είχανε ποδόμακτρον, έβαζαν δίπλα στα σκαλοπάτια μία μεγάλη πέτρα, που το απάνω μέρος της ήτανε πολύ λεπτό, λείο και κοφτερό κι έκανε άριστα τη δουλειά του ποδόμακτρου.

Παίζοντας κυνηγητό είχα την ατυχία να πέσω σε μία τέτοια πέτρα και να σχίσω το πόδι μου πάνω από το γόνατο, σε μεγάλο μήκος και ικανό βάθος. Αίματα, κλάματα, πόνος, φόβος, ο μοναδικός γιατρός του χωριού έλειπε σε ταξίδι. Μπήκαν σε ενέργεια τα γιατροσόφια, τα οποία, σε πολλές περιπτώσεις, όχι μόνο βασίζονται σε κάποιες εμπειρικές ιατρικές πρακτικές, αλλά είναι και εξίσου αποτελεσματικές.
Αφού έπλυναν καλά το τραύμα με νερό και οξυζενέ, στην ανοιχτή πληγή ρίξανε «ταμπάκο» -θυμάμαι ακόμα τη λέξη, δηλαδή, καπνό καπνίσματος- και το δέσανε.
Όταν μετά από κάποιες ημέρες επέστρεψε  γιατρός και με πήγανε για να δει το τραύμα, θυμάμαι που είπε «Τυχερός είναι που έλειπα, γιατί εγώ θα του έραβα το τραύμα. Τώρα δεν έχει ανάγκη. Θα του μείνει μία ουλή, αλλά δεν πειράζει, άντρας είναι, θα φοράει παντελόνια και δε θα φαίνεται»!

Λουρδής. Αν δε με γελάει η μνήμη μου, Τάκης. Μου ήρθε στο νου αυτό το όνομα. Ανιψιός της Διονυσίας και της Ελένης ή μικρότερος αδελφός (;) Δε θυμάμαι, κάποια πολύ κοντινή σχέση υπήρχε. Κάποτε μου έφτιαξε μία βάρκα από μία κονσέρβα. Μέχρι τότε είχα μόνο χάρτινες. Τι χαρά πήρα! Καμάρωνα για το απόχτημά μου σα να την είχα φτιάξει εγώ ο ίδιος!

Θυμάμαι ότι με τις δύο αυτές αδερφές υπήρχε μία ιδιαίτερη φιλία με τους δικούς μου. Με τον Τάκη είχα και μία άλλη εμπειρία: Πρέπει να ήταν η πρώτη χρονιά που πήγαινα στο σχολείο και η πρώτη φορά που θα πήγαινα στην εκκλησία χωρίς κάποιον γονιό μου. Με είχε αναλάβει ο Τάκης, που ήτανε μεγαλύτερος. Πήγαμε στην εκκλησία, αυτός βρήκε ένα στασίδι και με 'βαλε να καθίσω. Πού να καταλαβαίνω εγώ σε κείνη την ηλικία για σεβασμό στους μεγάλους και άλλα τέτοια.
 Την άλλη μέρα στο σχολείο ο δάσκαλος μου είπε να σηκωθώ. Μου έβαλε φωνές γιατί καθόμουνα στο στασίδι ενώ δεν έπρεπε κι ετοιμαζόταν να μου τις βρέξει με τον χάρακα στο χέρι. Αλλά ήρθε συνήγορος και υπερασπιστής μου ο Τάκης, ο οποίος είπε «Εγώ τον έβαλα να καθίσει. Εγώ τον έφερα στην εκκλησία κι επειδή είχε κουραστεί του είπα να καθίσει». Έτσι γλίτωσα το ξύλο αλλά και άρχισα να μαθαίνω τι σημαίνει «σεβασμός στους μεγαλύτερους».

Τα περισσότερα παιχνίδια μας τα παίζαμε στον πίσω δρόμο, εκεί είχε περισσότερη ησυχία και απομόνωση. Από την πλευρά του δρόμου προς τη θάλασσα ήτανε το πίσω μέρος των σπιτιών του κεντρικού δρόμου με τους κήπους τους, και από την άλλη πλευρά ήτανε τα χτήματα και οι μπαξέδες και πολύ λίγα, ανάρια σπίτια.

Κάτι ακόμα που έμεινε χαραγμένο καλά στη μνήμη μου ήτανε δύο ξύλινοι σταυροί στη μέση του πουθενά, μέσα σ' ένα χωράφι λίγο πιο έξω από χωριό. Ήταν δύο «περίεργοι» σταυροί, κάπως διαφορετικοί από τους δικούς μας, δίπλα-δίπλα, χωρίς μνήμα. Μου είπαν ότι εκεί είχαν ενταφιαστεί δύο σκοτωμένοι Ιταλοί. Δε μ' ενδιέφερε να μάθω περισσότερα, ούτε πώς και γιατί σκοτώθηκαν, ούτε γιατί τους θάψανε εκεί κι όχι στο νεκροταφείο, ούτε γιατί οι σταυροί τους ήταν διαφορετικοί από αυτούς που εγώ ήξερα από το δικό μας νεκροταφείο. Κανένα παιδί σε αυτή την ηλικία δεν έχει τέτοιου είδους απορίες.

Ακόμα, θυμάμαι πάρα πολύ καλά μία αποφράδα ημέρα. Το πρωί περάσανε από το σπίτι μας μπροστά δυο φορτηγά γεμάτα στρατιώτες. Με ιαχές και τραγούδια πηγαίνανε να κυνηγήσουνε τους αντάρτες. Κόσμος είχε βγει στα μπαλκόνια και τους χαιρέταγε με διάφορες ευχές. Κάποιοι κόβανε λουλούδια απ' τις γλάστρες στα μπαλκόνια και τους έραιναν.

 Μετά από λίγη ώρα ακούσαμε πολλούς πυροβολισμούς κι εκρήξεις. Καταλάβαμε ότι γίνεται μάχη, όλοι τρέχαμε να κρυφτούμε σε υπόγεια, η μάνα μου μού έβαλε στο κεφάλι μία κατσαρόλα αντί για κράνος. Ψάχναμε για τον πατέρα μου, κανένας δεν ήξερε να μας πει πού βρισκόταν. Το γραφείο του ήτανε δυο σπίτια πιο πέρα από το δικό μας, κανονικά θα έπρεπε να ήταν εκεί.

 Όταν σταμάτησαν οι ντουφεκιές κάποιες θαρραλέες γυναίκες πήγανε στο τόπο της μάχης, ενώ ένα αεροπλάνο έκανε βόλτες πάνω από το χωριό, αφού η μάχη είχε τελειώσει. Όπως έμαθα μετά, ο πατέρας μου είχε ανέβει στο κάστρο με τους άλλους υπάλληλους και τους λίγους χωροφύλακες που είχανε μείνει οπισθοφυλακή και είχανε όλοι ταμπουρωθεί εκεί. Ακόμα, μετά, μας είπε ότι το αεροπλάνο τους έριξε ένα σημείωμα, στο οποίο έγραφε «Βλέπω δύο μαυροφορεμένες γυναίκες και πολλά αίματα». Η φράση αυτή μου έμεινε όπως ακριβώς την είπε ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν αυτός που πήγε και μάζεψε το σημείωμα.

Αυτό που ακολούθησε ήτανε αληθινή τραγωδία. Οι στρατιώτες είχανε πέσει σε ενέδρα των ανταρτών. Φέρνανε απάνω σε ζώα τους τραυματίες, άλλος χωρίς χέρι, άλλος με δεμένο το κεφάλι, άλλος χωρίς πόδι, με βογγητά και γόους, μία κατάσταση απερίγραπτη. Μετά, φέρανε τους νεκρούς -αν θυμάμαι καλά έντεκα στον αριθμό- και τους βάλανε τον έναν δίπλα στον άλλο απάνω σε σεντόνια που είχανε στρώσει στο πάτωμα, στο ισόγειο ενός σπιτιού κοντά στην πλατεία.

Περάσαμε όλοι από κει, μικροί - μεγάλοι. Ο ένας ήταν αξιωματικός, ανθυπολοχαγός, νέο παλικάρι. Πάνω από το κεφάλι του, στημένο στον τοίχο, ήτανε ένα κομμάτι από τον κορμό μιας ελιάς κι επάνω του ένα κομμάτι από το μυαλό εκείνου του ανθρώπου. Εγώ τότε πρέπει να ήμουνα έξι έως οκτώ-οκτώμισι ετών.
 Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν κι ο οδηγός του πρώτου φορτηγού, ένας οικογενειάρχης, του οποίου είχανε επιτάξει το φορτηγό. «Παράπλευρες απώλειες». Πάντα σε αυτές βρίσκονται αυτοί που δε φταίνε σε τίποτα, που δεν έχουνε κάνει απολύτως τίποτα για να «αξίζουνε» αυτή την «τύχη». Δε μ' ενδιέφερε να πάω να δω τους νεκρούς. Ούτε ν' ακούω τις γυναίκες που μοιρολογάγανε. Με πήγανε.

Ένα άλλο περιστατικό που έμεινε χαραγμένο στη μνήμη μου ήτανε μια συζήτηση που άκουσα ανάμεσα στους γονείς μου. Ο πατέρας μου είχε οδηγηθεί σε κάποιο δικαστήριο μαζί με τον Ζάχο Μαρούδη και τον Αλευρομύτη (δε θυμάμαι το μικρό του όνομα), με την κατηγορία ότι συνεργάστηκαν με τους αντάρτες.

Άκουσα τον πατέρα μου να λέει στη μητέρα μου ότι αθωώθηκε διότι είπε στο δικαστήριο ότι πράγματι, όταν ερχόντουσαν οι αντάρτες στο χωριό, τους έκανε τον ταμία, αλλά γι' αυτό τον υποχρέωναν αυτοί, αφού αυτή ήτανε και η δουλειά του στο γραφείο. Δεν μπορούσε να αρνηθεί διότι θα κινδύνευε η ζωή του. Και ο Μαρούδης αθωώθηκε. Αλλά άκουσα ότι ο Αλευρομύτης καταδικάστηκε και τον διώξανε από το Δημόσιο. Κι εκείνο που μου έμεινε ήταν τα λόγια των γονέων μου, ότι ήτανε κρίμα αυτό, δεν την άξιζε αυτή την ποινή, ήτανε σκληρή και άδικη, είχε μεγάλη οικογένεια, τι θα γινόντουσαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι!

Πολλά χρόνια αργότερα, βρήκα ένα έγγραφο του πατέρα μου. Ήτανε πάρα πολύ τακτικός σε όλα του, και στην υπηρεσία του και στην ιδιωτική του ζωή. Για κάθε έγγραφο, ακόμα και για την ιδιωτική αλληλογραφία του, κράταγε αντίγραφο με καρμπόν. Ψάχνοντας, λοιπόν, τα χαρτιά του, βρήκα μία «Δήλωση» προς την Αστυνομία του Μελιγαλά, όπου αυτός τότε ήτανε Διευθυντής του Δημόσιου Ταμείου και όλες τις προαγωγές του τις είχε πάρει, όπως ο ίδιος καμάρωνε, «κατ' απόλυτον επιλογήν». Η τότε συνεργασία του με τους αντάρτες φαίνεται ότι τον συνόδευε παντού, ακόμα και αρκετά χρόνια μετά τη λήξη του εμφύλιου.

Παρ' ότι και με τον Αστυνόμο, όπως και με τον Αγρονόμο και τον Γυμνασιάρχη και τους άλλους δημόσιους υπάλληλους κάνανε καθημερνή παρέα, αφού ο Μελιγαλάς ήτανε μία, σχετικά μικρή, κωμόπολη και όλοι ήτανε γνωστοί μεταξύ τους σαν την κάλπικη δεκάρα. Με αυτή τη δήλωση καταδίκαζε τον κομμουνισμό, κ.λπ., κ.λπ. Ήτανε, δηλαδή, «δηλωσίας». Και όσο και αν κάποιοι θεωρούν αυτήν τη λέξη προσβλητική, σας βεβαιώνω ότι για μένα δεν είναι καθόλου.

Στο βιβλίο μου με τίτλο «Η μεταξένια ευαισθησία της αξιοπρέπειας» παίρνω σαφή και καθαρή θέση απάνω σε αυτό το ζήτημα, που η τότε ηλίθια ηγεσία του Κ.Κ.Ε. το ανάγαγε σε θέμα προδοσίας, ενώ τα ίδια αυτά υποκείμενα βάζανε την ουρά κάτω απ' τα σκέλια, παρατάγανε τους οπαδούς τους και τους μαχητές στη μέση της καταστροφής και λακάγανε στα γύρω πρώην Ανατολικά κράτη. Κι αν ακούγομαι πολύ αγριεμένος, είναι διότι τον Κομμουνισμό τον θεωρώ πάρα πολύ Υψηλό Ιδανικό για να καθοδηγείται από ηλίθιες μαριονέτες.

Εμείς είχαμε τον απάνω όροφο του σπιτιού. Στο ισόγειο έμενε ο «φραγκοράφτης» μαστρο-Χαράλαμπος, με την κυρά-Μαριάνθη και τα παιδιά τους, πρόσφυγες από τη Μικρασία. Η μητέρα μου, όταν καθάριζε το σπίτι συνήθιζε, δυο-τρεις φορές το χρόνο, να το σφουγγαρίζει. Όλα τα σπίτια αυτό κάνανε. Έπαιρνε κλαδιά κάποιου δέντρου και με τα πόδια δώσ' του απάνω-κάτω, και μαζί με το νερό έτριβε το πάτωμα. Αλλά το νερό έτρεχε στους αποκάτω, δεν υπήρχε ταβάνι, τρύπες υπήρχανε παντού. Όσο και να πρόσεχες το νερό θα ξέφευγε.

Γκρίνιαζε η κυρά-Μαριάνθη: «Το Ρηγκοπουλίνα κάνει παρέα με αστυνόμος και αγορανόμος, τι να πω εγώ που μου ρίχνει νερά»! Η μητέρα μου, από την άλλη πλευρά, έλεγε, «Σου το είπα πριν από πέντε μέρες ότι θα σφουγγαρίσω, δεν μπορώ να μένω όλο το χρόνο με τις σκόνες και τα χώματα, τι να κάνω!». Παρ' όλες αυτές τι μικρογκρίνιες υπήρχε μία καλή συγκατοίκηση. Υπήρχε αγάπη και εκτίμηση και σεβασμός του ενός προς τον άλλο.

Μου το έδειχναν με την αγάπη τους, και «το Φρειδερίκη», που ήταν ηλικιακά κοντά σε μένα, αλλά και η μεγαλύτερη, «το Αρίστο», που έφευγε κολυμπώντας από το χωριό κι έφτανε απέναντι, στον Αγιαντρέα, με την κυρά-Μαριάνθη να βγαίνει στην παραλία και να σκούζει «Αρίστοοοο! Αρίστο μουουουου! Θα 'ρθει ψάρι, θα σε φάει, γύρνα πίσωωωω!».

Το σπίτι είχε και υπόγειο. Η μία και μοναδική φορά που το επισκεφθήκαμε ήταν όταν ένα βράδυ βομβαρδίστηκε από τους Γερμανούς το λιμάνι μας. Κατεβήκαμε όλοι κάτω κι ακούγαμε από πάνω τα στούκας να βουίζουν και μετά από λίγο τις εκρήξεις από τις βόμβες. Και η απόσταση σε ευθεία του λιμανιού από το σπίτι να είναι στα εκατό με εκατόν πενήντα μέτρα! Και μπράβο σημάδι! Το επόμενο πρωί το λιμάνι ήταν γεμάτο ξύλα από τα διαλυμένα καΐκια και τις βάρκες.
'Όταν, λοιπόν, οι άνθρωποι αγκαλιάζονται για να φυλαχτούν από τον κίνδυνο, όταν πεινάνε κι ο ένας δίνει μια μπουκιά ψωμί στον άλλο πεινασμένο, όταν η τύχη και ο πόνος είναι κοινά, τότε υπάρχει αγάπη και σύμπνοια και αλληλοϋποστήριξη ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο πόνος δένει σφιχτά τον έναν με τον άλλο. Και η κυρά-Μαριάνθη ήξερε από πόνο, είχε χάσει τον γιο της από τους Γερμανούς και η μάνα μου είχε χάσει δύο αγόρια πριν από μένα.

Ένα πρωί  ξύπνησα στο σπίτι και ήμουνα μόνος. Άρχισα να κλαίω. Ψυχή. Κατέβηκα τη σκάλα και βγήκα στο δρόμο κλαίγοντας -τότε δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες στο χωριό για να με πατήσουν. Αλλά ήμουνα γυμνός από τη μέση και κάτω και ντρεπόμουνα. Καλοκαίρι ήτανε, εγώ μικρουλάκος και τα κορίτσια της κυρά-Μαριάνθης αναλάβανε να με περιποιηθούν. Με καθησυχάσανε λέγοντάς μου ότι οι γονείς μου θα έρθουν γρήγορα, είχανε πάει με μία βάρκα και κάποιους άλλους στο απέναντι χωριό, τον Αγιαντρέα, ψάχνοντας να βρουν ν' αγοράσουνε τρόφιμα.
                                   Το Ιταλικό διοικητήριο – κολαστήριο για τους αγωνιστές. 
Όταν γύρισαν και με πήραν στο σπίτι πρέπει να ήτανε απογοητευμένοι. Θυμάμαι τη φράση που είπανε, «Άδικα κάναμε τον κόπο, ούτε καν εκατό δράμια, για να πούμε ότι κάτι πήραμε!». Εμένα, εκείνο που μου είχε κοστίσει και γι' αυτό ακόμα το θυμάμαι, ήτανε το ότι ντρεπόμουνα που είχα εμφανιστεί γυμνός στα κορίτσια!

Κάποτε, ήρθε κι εγκαταστάθηκε στο χωριό μας ο στρατός. Και το μόνο καλό που μας έφερε -για μένα, το μικρό παιδάκι, που δεν ήξερα και δεν καταλάβαινα τίποτα από επαναστάσεις και πολέμους και τέτοια- ήτανε μία γεννήτρια που εγκαταστήσανε στην πλατεία και βάλανε φώτα σε μερικές γωνίες των δύο δρόμων που τότε είχαμε, για να τους ελέγχουν τη νύχτα με τις σκοπιές τους και να μην μπορούν να τους αιφνιδιάσουν οι αντάρτες. Επίσης, είχανε επιτάξει τα μπαλκόνια κι από τις δύο πλευρές του σπιτιού μας. Γύρω είχανε βάλει σακούλες με άμμο και τις νύχτες φυλάγανε σκοπιές.

Πάνω από το Παράλιο Άστρος είναι το Μεσόγειο Άστρος. Και από κει άρχιζε ένας στενός, ανηφορικός, χωματένιος, κορδελιαστός δρόμος που έφτανε στον Αγιάννη και συνέχιζε για τ' άλλα χωριά της ορεινής Αρκαδίας.
Βρίσκομαι στην ηλικία που το μικρό παιδί αρχίζει ν' αποτυπώνει στο μυαλό του πρόσωπα και γεγονότα. Στον Αγιάννη γίνεται πανηγύρι και ο αστυνόμος αποφάσισε πως έπρεπε να το επισκεφτεί το απόγευμα. Και πήρε, εκτός από τον οδηγό τού ανοιχτού τζιπ της αστυνομίας, και μας τους τρεις.

Εκεί, οι μεγάλοι πρέπει να περνάγανε καλά, εγώ ούτε που θυμάμαι τίποτα από το πανηγύρι. Οι ώρες κυλήσανε, σκοτείνιασε, ήρθε η ώρα να φύγουμε.
Όταν βγήκαμε λίγο έξω από το χωριό, ο αστυνόμος είπε στον οδηγό να σβήσει τα φώτα και τη μηχανή και να κατέβουμε έτσι όλο τον κορδελιαστό κατήφορο, γιατί φοβόταν μη μας πάρουν είδηση οι αντάρτες. Ο οδηγός, θυμάμαι, γκρίνιαζε, «Αν δε πάμε από σφαίρα, θα πάμε από τουμπάρισμα»! Εγώ, βλέποντας τον φόβο των μεγάλων είχα φοβηθεί πιο πολύ. Κάποτε τελείωσε αυτό το μαρτύριο, βγήκαμε στο Μεσόγειο κι από κει και κάτω ήταν εύκολα τα πράγματα με τη μηχανή και τα φώτα αναμμένα.

Αυτός ο φόβος, να κατηφορίζουμε αργά μέσα στο μαύρο σκοτάδι με το φως μόνο των αστεριών και τους μεγάλους από κάποια στιγμή και μετά να έχουνε μουγκαθεί, έμεινε βαθιά χαραγμένος στη θύμησή μου.

Ακόμα, θυμάμαι τον κουρέα μας, στον κεντρικό δρόμο, πηγαίνοντας προς την πλατεία αριστερά. Είχε μία πολυθρόνα για τους μεγάλους κι απάνω στα χερούλια της έβαζε μία σανίδα κι εκεί καθόμασταν εμείς, τα παιδιά. Αλλά δεν τον συμπαθούσα, με το ζόρι πήγαινα. Διότι κάθε φορά που με κούρευε η μηχανή του με «τσίμπαγε» κι έκλαιγα.

Ακόμα, είχαμε κι έναν εξαιρετικό παπά, το άκουγα απ' τους μεγάλους, πραγματικός ποιμένας. Ο παπά-Άνθιμος. Και πρέπει να είχε και πολύ καλή φωνή, αυτό το θυμάμαι. Και ήτανε πάντα χαμογελαστός, καλοσυνάτος. Δεν ήτανε παντρεμένος και κούτσαινε ελαφρά από το ένα πόδι. Αν η μνήμη μου δε με απατά, είχε αντικαταστήσει τον παπά-Αβραντίνη.

Εχθρούς μας τότε, εκτός από τους Γερμανούς και τους μαυραγορίτες, είχαμε και τους κοριούς. Οι δικοί μου κάνανε αγώνα για να τους εξαφανίσουνε. Θυμάμαι να βγάζουν κάθε τόσο στο μπαλκόνι ένα-ένα τα κρεβάτια και να τους χύνουν ζεματιστό νερό, ή, άλλοτε, να τα περνάνε με πετρέλαιο.

Ανάκατες οι θύμησες. Πώς να τις βάλεις σε τάξη όταν αυτές αναφέρονται στην ηλικία των πρώτων δέκα χρόνων! Και κάποιες είναι θαμπές κι άλλες αμυδρές. Αλλά και γιατί να μπουν σε τάξη, καλύτερα όπως έρχονται μία-μία, χωρίς σειρά, σκόρπιες κι άταχτες.

Κάποια χρονιά συμφώνησα με άλλα δυο παιδιά -δεν θυμάμαι ποια- να πούμε τα κάλαντα. Κι όταν τελειώσαμε και μοιράσαμε τα λεφτά πήγαμε και οι τρεις στο μικρό μπακάλικο, που ήτανε στον κεντρικό δρόμο, κοντά στην πλατεία, δεξιά πηγαίνοντας προς αυτήν, και τι νομίζετε πως αγοράσαμε! Χαλβά! Δεν είχαμε γλυκά τότε, δεν είχαμε σοκολάτες και καραμέλες και μπισκότα, αυτά τα πρωτογευτήκαμε όταν ήρθε η «Ούντρα». Ούτε παιχνίδια είχαμε για να τα ζηλεύουμε.

Παιδιά της κατοχής, της στέρησης, της φτώχειας, της ανέχειας. Σκεφτείτε τι σήμαινε τότε για μας λίγος χαλβάς! Ούτε μολύβια ούτε τετράδια είχαμε ούτε ξύστρες ούτε γομολάστιχες. Μία «πλάκα» κι ένα κοντύλι, με το οποίο απάνω της γράφαμε και το σβήναμε μ' ένα σφουγγαράκι. 
Και μία κωμικοτραγική ιστορία: Όλο το χωριό βούιξε, αναστατώθηκε. Ενός παιδιού κινδύνεψε η ζωή! Τι είχε γίνει; Κάποιο μεγαλύτερο παιδί είπε στον μικρό ότι αν θέλει να μεγαλώσει το πουλάκι του, να το δέσει σφιχτά μ' ένα σπάγκο! Το παιδάκι τον πίστεψε και το έκανε. Το πράγμα ήτανε αστείο αλλά και παρά λίγο τραγικό. Εγώ τότε δεν ήξερα το γιατί, απλά έβλεπα την αναστάτωση κι έβλεπα κάποιους να χαμογελάνε και κάποιους να  ρωτάνε «Θα ζήσει το παιδί;». Δε θυμάμαι τι συνέχεια;, εκεί είχε τελειώσει η ιστορία για μένα.

Πριν εγκατασταθεί στο χωριό μας η χωροφυλακή και ο στρατός, και μετά την «επίσκεψη» των ανταρτών στο χωριό μας, που κάψανε τα χαρτιά της Εφορίας και του Ταμείου, αυτές οι δύο Υπηρεσίες μεταφερθήκανε στο Ναύπλιον. Ο πατέρας μου πήγε εκεί, νοίκιασε ένα δωμάτιο κι εγώ πήγαινα κάθε Σάββατο πρωί για να τον δω κι έφευγα πάλι την Κυριακή το απόγευμα γιατί είχα το σχολείο.

 Η συγκοινωνία γινόταν αποκλειστικά και μόνο με το καΐκι -ακόμα δεν υπήρχε αμαξιτός δρόμος που να ενώνει το χωριό με το Άργος και το Ναύπλιον. Και το πρωινό ταξίδι ήτανε καλό, κάλμα, η θάλασσα λάδι, απόλαυση. Το μόνο ενοχλητικό ήτανε το ντούκου-ντούκου-ντούκου της μηχανής κι ο καπνός που αυτή έβγαζε. Αλλά το απόγευμα η επιστροφή ήτανε σκέτο μαρτύριο. Το κύμα μεγάλο, το καΐκι σχετικά μικρό, χοροπήδαγε κι έγερνε από δω κι από κει σαν καρυδότσουφλο κι εμένα η καρδιά μου χτύπαγε σαν τρελή από το φόβο. Κι αν ο φόβος μου ήτανε μεγάλος και κάθε φορά πριν μπω στο καΐκι έκανα το σταυρό μου να είναι αυτή τη φορά ήσυχη η θάλασσα, η απόλαυση του σαββατιάτικου απογεύματος υπερίσχυε του φόβου.

Ο πατέρας μου με πήγαινε σ' ένα ζαχαροπλαστείο και με κέρναγε ένα κοκ! Γι' αυτό, και μόνο γι αυτό, έκανα αυτό το ταξίδι! Βέβαια, μια-δυο φορές με πήγε και στον κινηματογράφο. Κι εκεί να δεις απορίες! Πώς χωράγανε τα βουνά μέσα στην αίθουσα, πώς φέρνανε το καράβι μπροστά μας χωρίς να υπάρχει εκεί μέσα θάλασσα και άλλα τέτοια, και να εκφράζω τις απορίες μου με δυνατή φωνή, οπότε ο πατέρας μου μού έλεγε «Θα σου πω αργότερα, στο διάλειμμα, κράτα τις απορίες σου και θα σου πω μετά».

Αργότερα, ο πατέρας μου βρήκε και νοίκιασε σπίτι και μεταφερθήκαμε εκεί όλοι, αλλά όχι για πολύ καιρό, διότι, όταν «αποκαταστάθηκε η τάξη», οι Δημόσιες Υπηρεσίες γύρισαν στη θέση τους και μετά από λίγο ο πατέρας μου πήρε μετάθεση για το Άργος. Στο Ναύπλιον άκουσα και για πρώτη φορά να παίζονται τραγούδια απ' το γραμμόφωνο. Σε έναν δρόμο υπήρχε ένα καφενεδάκι κι από κει πέρναγα κάθε μέρα για να πάω στο σχολείο και να γυρίσω. Κι απ' αυτό άκουγα τα τραγούδια της εποχής -μόνο που κάθε μέρα είχε σχεδόν τα ίδια και τα ίδια. Αλλά τα είχα μάθει τόσο καλά, που όταν γυρίσαμε στο Άστρος, όταν οι συμμαθήτριές μου με ρώταγαν τι είδα και τι έμαθα στο Ναύπλιον, εγώ τους έλεγα για τα καινούργια τραγούδια που είχα ακούσει κι αυτές μου ζήταγαν να τους τα μάθω.

Άλλη ανάμνηση: Καθώς περπατάμε στον δρόμο για τον Ατσίγγανο, κάπου, στο αριστερό μας χέρι, υπάρχει μία σειρά δέντρων, κυρίως ευκαλύπτων. Κάποια χρονιά είχε έρθει στο σχολείο μας μία νέα μαθήτρια. Ο πατέρας της ήταν δημόσιος υπάλληλος και είχε πάρει μετάθεση στο Άστρος. Τη λέγανε Δώρα Παπαδημητρίου και τον πατέρα της Δημήτρη. Ε, όλοι οι μαθητές ήμασταν ερωτευμένοι μαζί της. Και αυτό τον έρωτα τον πλήρωναν οι ευκάλυπτοι, διότι απάνω σχεδόν σε όλους τους κορμούς τους ήτανε χαραγμένα με σουγιά τα αρχικά Δ Δ Π.! Μόνον εγώ θα πρέπει να μην είχα γράψει -διότι δε διέθετα σουγιά!

Η μητέρα μου, για να βοηθήσει την οικονομία της οικογένειας έκανε και τη ράφτρα και την κομμώτρια. Θυμάμαι που όταν τελείωνε ένα φόρεμα μου το έδινε να το πάω στην πελάτισσα και κάθε φορά μου θύμιζε να πω στην κυρία που θα το έπαιρνε: «Μεγειά και το μπαξίσι»! Και, πράγματι, τότε το μπαξίσι ήτανε καθιερωμένο, αλλά μόνο στον ιδιωτικό τομέα, όχι στον δημόσιο!

Αλλά έκανε και την κομμώτρια. Είχε ένα μικρό ξύλινο κουτί κι εκεί μέσα έβαζε τα μπικουτί και τα φάρμακά της κι εγώ τη βόηθαγα στη μεταφορά του κουτιού στα σπίτια των πελατισσών της και να της δίνω τα μπικουτί πάνω στα οποία τύλιγε τα μαλλιά. Κάποια φορά, θυμάμαι, πήγαμε σ' ένα χωριό, πρέπει να ήταν στον Αγιαντρέα. Με τα πόδια βέβαια, δεν υπήρχε και κάτι άλλο! Έβαλε η μητέρα μου τα μπικουτί και τα φάρμακα στα μαλλιά της άλλης, περιμέναμε λίγο, και όταν πήγε να τα αφαιρέσει διαπιστώθηκε το κακό! Με πήρε με τρόπο παράμερα και μου είπε σιγά: «Να μαζέψεις γρήγορα τα μπικουτί και να φύγουμε γρήγορα, γιατί τα 'καψα τα μαλλιά της». Όταν τα έβγαλε όλα, θυμάμαι που της είπε ότι έπρεπε να μείνει ένα τέταρτο με το κεφάλι τυλιγμένο με την πετσέτα και μετά θα ήταν έτοιμη. Κι εμείς, όπου φύγει, φύγει.

Με την οικογένεια Κοράλη βρεθήκαμε μαζί στον Μελιγαλά. Θυμάμαι το Βασίλη, τη Φανή, την Αντωνία και τη Στέλλα. Πρέπει να ήμουνα τότε μαθητής της Εβδόμης γυμνασίου. Ο Βασίλης με πήρε και πήγαμε στο Άστρος για 3-4 ημέρες. Φιλοξενήθηκα από το φίλο μου Βασίλη Δασκολιά. Κι εδώ θα πω για το «μαρτύριό» μου: Ο πατέρας μου, ο Χαρίτος, είχε αφήσει πίσω του πάρα πολλούς φίλους. Και κάποιοι από αυτούς -όσοι πρόλαβαν- όταν άκουσαν ότι ήμουνα εκεί, με καλούσαν για να φάμε μαζί στο σπίτι τους, «στο όνομα της παλιάς φιλίας με τον Χαρίτο». Και για να με περιποιηθούν μου πρόσφεραν ότι εκλεκτότερο είχε το Παράλιο. Έτσι, κάθε μέρα έτρωγα ψάρι! Έπαθα ψαρίαση!

Αλλά η μεγαλύτερη απόλαυση εκείνων των ημερών ήταν ένα βράδυ στην παραλία. Λίγες ώρες νωρίτερα είχα ανέβει στο «Νησί», προς την εκκλησία. Βγήκα στο ξέφωτο κι αγνάντευα τη θάλασσα. Είχε ένα δυνατόν αέρα και πολύ μεγάλα κύματα. Και, ξάφνου, ακούω μέσα από τη θάλασσα κάποιον να τραγουδάει. Μέσα από το νερό! Έψαξα να τον βρω. Και μέσα από τα κύματα ορθώθηκε κάποια στιγμή, στην κορφή τους, μία βάρκα, για να ξαναχαθεί και να ξαναφανεί λίγο πιο πέρα. Τι μάγεμα ακουστικό αλλά και οπτικό ήταν αυτό! Μια δυνατή φωνή μέσ' απ' τα κύματα και μια βάρκα να σκαμπανεβάζει στη φουρτουνιασμένη θάλασσα!

 Όταν κατέβηκα στο χωριό είπα αυτό που με εντυπωσίασε στο Βασίλη. Κι αυτός μου είπε πως εκείνος ο θαρραλέος τραγουδιστής ήτανε ο παλιός συμμαθητής και φίλος μας Άρης Γογονάς. Και, μάλιστα, για το βράδυ μού είχε μία έκπληξη. Πράγματι, το βράδυ, ο Βασίλης -είχε τότε το καφενείο- έβγαλε ένα τραπεζάκι μπροστά στην αμμουδιά, ο Άρης άναψε φωτιά δίπλα μας κι απολαύσαμε τα ψάρια που λίγες ώρες πριν είχε ψαρέψει!

Ένα άλλο περιστατικό που θυμάμαι από τη ζωή μου στο Παράλιο ήταν αυτό που έχω περιγράψει και σ' ένα βιβλίο μου. Βρισκόμαστε στην καρδιά της χαμένης επανάστασης, κάπου στα χρόνια 1945-1948. Το σπίτι «μας» ήταν μεγάλο, ήταν μπροστά στη θάλασσα, είχε πολλά δωμάτια, εμείς ήμασταν μόνο τρία άτομα και κάποια φορά που είχαν έρθει οι αντάρτες -ακόμα δεν είχαν έρθει η Χωροφυλακή και ο στρατός- οι γονείς μου πήραν για να φιλοξενήσουν έναν ή δύο αντάρτες.

Την άλλη μέρα η μητέρα μου διαπίστωσε ότι έλειπε η βέρα της. Είχε τη συνήθεια να την κρεμάει, για να μη λιώνει στις μπουγάδες, σε ένα καρφί πίσω από την πόρτα της τουαλέτας, ψηλά, για να μην τη φτάνω εγώ. Όταν εκείνο το πρωί δεν τη βρήκε το είπε στον πατέρα μου κι εκείνος βρήκε τον επικεφαλής των ανταρτών, του είπε για το περιστατικό και μετά από λίγο μας επέστρεψε τη βέρα. Θυμάμαι, από τη σχετική συζήτηση με τη μητέρα μου, ότι ο αντάρτης που την είχε πάρει δικαιολογήθηκε ότι δεν ήξερε ότι ήταν χρυσή, αλλά την πέρασε για έναν κρίκο από αυτούς που κρεμάγανε τα παγούρια τους! Τα πάντα υπάρχουν παντού. Και τα καλά και τα κακά. Και οι άγγελοι και οι διάβολοι.

Κάτι άλλο που θυμάμαι: Κάποια καλοκαίρια πήγαινα με τη μητέρα μου για να παραθερίσουμε στο σπίτι του παππού Ρηγόπουλου, στο Ζυγοβίστι. Πολύ αμυδρά θυμάμαι ότι παίρναμε το καΐκι για το Ναύπλιον κι από κει με το τρένο για την Τρίπολη. Από κει, με το λεωφορείο για Δημητσάνα κι από κει, με το ζω ή με τα πόδια μέσα απ' το μονοπάτι, για το χωριό. Το ταξίδι κράταγε όλη μέρα. Γι' αυτό και όλος ο κόσμος για τα μακρινά ταξίδια είχε και την καρό πετσέτα, όπου εκεί υπήρχε ντομάτα και κεφτεδάκια κι ελιές και κάνα-αβγό. Το Ζυγοβίστι, όπως πολλά χρόνια μετά έλεγε η κόρη μου, «βγάζει μόνο κοτρώνια και κολοκοτρώνια». Πώς να παίξω εγώ στο ορεινό χωριό, που είχα μάθει να χτίζω πύργους στην άμμο και να μαζεύω αχιβάδες;

 Μια φορά, λοιπόν, βρήκα ένα μεγάλο χάρτινο κουτί, το γέμισα με άμμο και το κουβάλησα στο Ζυγοβίστι παρά τα παρακάλια της μάνας μου να μην το πάρω, αφού τότε οι αποσκευές ζυγιζόντουσαν και το χαρτόκουτο ήταν ασήκωτο!

Όταν άφησα το παράλιο ήταν ένα τυπικό ελληνικό χωριό. Χωρίς νερό, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, χωρίς αποχετεύσεις, με χωμάτινους δρόμους, χωρίς άλλες συγκοινωνίες εκτός αυτές των καϊκιών, με αυτό που λέμε «ζωή», περιορισμένη. Έτσι, όταν ήμουνα φοιτητής ο πατέρας μου μού είπε ότι του είχε γίνει μία πρόταση: Ο πρόεδρος της κοινότητας είχε πάρει μία εξαιρετικά πρωτότυπη και, όπως αποδείχτηκε από τα αποτελέσματα, σωστή απόφαση: Για να δώσει ζωή στο χωριό έβγαλε απόφαση να μοιράσει δωρεάν οικόπεδα στο «Νησί», με τον όρο μέσα σε μία διετία να φτιαχτεί ένα δωμάτιο με τουαλέτα και κουζίνα.

 Πρώτα θα έπαιρναν οι Αστρινοί και μετά οι φίλοι του Άστρους. Φαίνεται πως κάποια οικόπεδα δε δόθηκαν κι έγινε πρόταση στον πατέρα μου (πάνω από είκοσι χρόνια από τότε που φύγαμε από το Άστρος, τέτοιους φίλους είχε!) να πάρει ένα οικόπεδο. Αλλά, εγώ, ο έξυπνος αρνήθηκα. «Σιγά, του είπα, μη φτιάξουμε σπίτι στο Άστρος! Πώς θα πηγαίνουμε κει πέρα, με το λεωφορείο; Εκεί δεν έχει ούτε ρεύμα ούτε νερό ούτε δρόμους, τι να κάνουμε όταν θέλουμε πέντε ώρες για να φτάσουμε με το λεωφορείο;». Τη χάσαμε την ευκαιρία. Αλλά δεν ήτανε η μοναδική.

 Όταν μετά από πολλά χρόνια η μητέρα μου συναντήθηκε με τη φίλη της, την Παναγιώτα Παπαδάκου, εκείνη την παρακάλεσε να της δώσει σχεδόν δωρεάν ένα οικόπεδο για να πηγαίνει στο Άστρος και να θυμούνται τα παλιά χρόνια που ζήσανε μαζί -τότε είχανε αρχίσει τα χτήματα να γίνονται οικόπεδα. Εγώ, είπαμε, πανέξυπνος! Αρνήθηκα. Δεν είχα αυτοκίνητο, τότε φτιάχναμε το σπίτι μας στις Τρεις Γέφυρες, οι σπουδές δεν ήτανε -ποτέ δεν υπήρξανε πραγματικά- δωρεάν, όλα τα έβλεπα δύσκολα. Ας μην ξεχνάμε ότι μόλις πριν λίγα χρόνια είχαμε αρχίσει να βγαίνουμε από τη φτώχεια και τις στερήσεις της Γερμανικής Κατοχής και ν' ανασαίνουμε λίγο καθαρόν αέρα. Πάει κι αυτή η ευκαιρία.

Την τρίτη φορά επέλεξα εγώ να πάρω σπίτι στο Άστρος. Ήμουνα μεγάλος πια, παντρεμένος με παιδί και με σίγουρο, κατά κάποιον τρόπο, εισόδημα. Εδώ, να αναφέρω ότι όταν αγόρασα το πρώτο μου αυτοκίνητο, άρχισα πλέον να επισκέπτομαι το Παράλιο -όσο μου το επέτρεπαν, βέβαια, οι πολλές υποχρεώσεις που τότε είχα. Μάλιστα, ένα καλοκαίρι είχα παραθερίσει εκεί, στο ξενοδοχείο του Γεωργακάκου -τον είχα γνωρίσει όταν κάποια φορά ήρθε στο πανεπιστήμιο και τον χειρούργησα. Κάποτε, λοιπόν, κατεβήκαμε με τη γυναίκα μου στο Άστρος για να βρούμε να αγοράσουμε ή σπίτι ή οικόπεδο.

Καταλάβαινα ότι για σπίτι θα ήταν μάλλον αδύνατο να βρω, οπότε ρίξαμε το βάρος στα οικόπεδα. Βρήκαμε ένα στον Ατσίγγανο. Εκείνα, τα παλιά χρόνια τον Ατσίγγανο δεν τον θέλαμε, διότι είχε πολύ κουνούπι λόγω του τέλματος και η θάλασσά του ήταν πάρα πολύ ρηχή. Παρ' όλα αυτά κοιτάξαμε κι εκεί γιατί είδαμε ότι ήτανε μία αναπτυσσόμενη περιοχή και όλα θα πηγαίνανε καλύτερα. Αλλά η τιμή που ακούσαμε ήταν εξωπραγματική! Ούτε στην Εκάλη να ήμασταν!

Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής απογοητευμένοι. Πάει, λοιπόν, η ελπίδα για να φτιάξουμε κάτι στο Άστρος. Έτσι, μετά από κάποιον καιρό, αποφάσισα να φτιάξω το σπίτι του παππού μου στο Ζυγοβίστι. 

ΣΧΟΛΙΑ  Παρατηρήσεις.

►1   Φώτο από το Διαδίκτυο Astros paralio.
►2 Βιογραφικό του Άγγελου Ρηγόπουλου και το συγγραφικό του έργο στους ΠΑΡΝΩΝΙΤΕΣ Μάιος 2016 «ΜΙΑ ΖΩΗ ΤΙΜΙΟΣ