Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

Η ΠΗΓΗ ΤΟΥ ΤΣΕΓΓΟΥ.


   
               Γράφει                         
 Ο Γιάννης Γρηγ. Κουρόγιωργας.
 Αγιαννίτης της διασποράς.

                     Η πηγή του Τσέγγου ►1

«…με τις νεραΐδες, πως έμαθα τα τρανζίστορ ραδιόφωνα  και  ιστορίες της παιδικής ηλικίας και οι πηγούλες …»

Υπάρχει και μια πηγή που τι λέγανε  του Τσέγγου και ήταν στο τέλος των περβολιών   πολύ κοντά στο ρέμα  με τα πλατάνια, ιτιές, βάτα και άλλα δένδρα. Είναι ακριβώς απέναντι από το εκκλησάκι του Αιλιά αλλά πολύ χαμηλά στο ρέμα, (απέναντι από την πηγή προς το Αιλιά ήταν τα περβόλια του Ζαχούλια-Ζάχου Λεμπέση), που είχε λίγο νερό αλλά έβγαινε όλο το καλοκαίρι.

Η πηγή ήταν χωμένη σχεδόν μέσα στα βάτα. Στο τέλος των περβολιών υπήρχε ένα πολύ μικρό δρομάκι ας πούμε 10-15 μέτρων και όταν σε μια μικρή στρόφουλα έφτανες στο τέλος ας πούμε στα 3-5 μέτρα την έβλεπες. Δεν φαινότανε από μακρυά, αλλά ο δρόμος ήταν πολύ κατηφόρα, μεγαλύτερη κατηφόρα από τη κατηφόρα των  περβολιών  των Μύλων, ήταν σαν να έμπαινες σε ένα μεγάλο πηγάδι!!!. Από την άλλη μεριά ήταν σε 2-3 μέτρα το ρέμα πολύ απότομο με πέτρες σαν ξυράφι  και βαθύ 8-10 μέτρα  με μεγάλα πλατάνια , που άμα παραπάταγες σίγουρα θα χανόσουνα.


Αγιαννιτάκια το 1985 στα περβόλια, λίγο παραπάνω από την πηγή του Τσέγγου. ►2

Εκεί πήγαινα μικρός  όταν είμαστε στα περβόλια του Αιλιά, τώρα είναι όλο βάτα και η πρόσβαση είναι αδύνατη, για να φέρω νερό σ΄ ένα παγούρι στους μεγάλους που έκαναν δουλειές.
Τα περβόλια μας που ήταν κοντά στο ρέμα ήταν πολύ μικρά, 50 τ.μ! το καθένα , και ήταν δυο μικρά κομμάτια. Ο μπάρμπα Τάσης ο Βλαχάκης, πατέρας του Νίκου του φιλολόγου καθηγητού,  είχε τα  άλλα δυό μικρά κομμάτια και δεν ήταν συνεχόμενα. Ε, έτσι τα μοίραζαν οι συγγενείς για να είναι πιο δίκαιη η μοιρασιά, είχαμε εμείς ένα, το άλλο ο μπάρμπα Τάσης, μετά το δικό μας και μετά μέσα στο ρέμα σχεδόν του μπάρμπα Τάση.

   Ευτυχώς που δεν είχαν πάρει όλα τ αδέρφια, τότε θα είχαμε από πέντε τ. μ. ο καθένας. Θυμάμαι ο μπάρμπα Τάσης είχε πολύ καλές ντομάτες και αγγουριές.  Εδώ πήγαινα πολύ μικρός , ας πούμε 10-12 χρόνων, πολύ πρωί σχεδόν νύκτα και πότιζα το περβόλι από το νερό που έτρεχε στο ρέμα από τους μύλους. Την ημέρα λιγόστευε, και φοβόμουνα να  πάω βαθειά μέσα στο ρέμα να αλλάξω το νερό στο αυλάκι, από πάνω ήταν μεγάλα βάτα και τίποτα άλλο.

Θυμάμαι ότι έλεγαν ότι εκεί  στη πηγή του Τσέγγου ήταν νεραίδες  και φοβόμουνα πολύ όταν έφτανα κοντά στη πηγή στα τελευταία πέντε μέτρα. Εκεί κανένας δεν σ έβλεπε πια, ας ήταν γεμάτα τα περβόλια από κόσμο, ήταν σαν πανηγύρι , πολλοί τραγούδαγαν ή μιλάγανε από πολύ μακρυά ο ένας από τον άλλο και τους άκουγε όλο το χωριό. Γέμιζα το παγούρι  με νερό γρήγορα και χωρίς να πιώ νερό από την πηγή, χωρίς να κοιτάξω στο βαθύ ρέμα με τα πλατάνια, έφευγα γρήγορα  με πιασμένη την ανάσα μέχρι να ανέβω τα 5-10 μέτρα της μεγάλης τώρα ανηφοριάς.

Μετά μπορούσες πια να αγναντέψεις μακρυά, είχες σωθεί και άκουγες τον κόσμο, άμα ερχόντουσαν οι νεράιδες θα φώναζες και κάποιος θα σε άκουγε.

Απέναντι ήταν ο μπάρμπα Ζάχος με τη θειά Μάρω και με τα τρία κορίτσια τους, ο Πάνος Κουτίβας ή Πίπας ή Γιάννακας- με το γιο του  Γιάννη (Πλαστήρα ). Όπως μας έλεγε και ο ίδιος  χαριτολογώντας όταν πήγαινε στο πόλεμο, « είχε πηδήσει το Ισθμό της Κορίνθου με τα κολλητά» . ►3 Ευτυχώς που υπήρχε μια ασφάκα στο τέλος και πιάστηκε, αλλιώς θα έπεφτε μέσα.

Παραπάνω ήταν ο μπάρμπα Θοδωρής ο Άρχοντας, πατέρας του Μήτσιου που ήταν δάσκαλος και θεολόγος, και νομίζω πούλαγε υφάσματα στο Άστρος δίπλα στου Παπαδάκου το σπίτι και το σπίτι του ήταν στον Αγιάννη κοντά στου Κώστα Δικαίου-Μακαρούνα στη πλατεία του Αγιώργη.
 Ο μπάρμπα Θοδωρής ήταν πολύ κοντός αδύνατος και σκυφτός και τον αναφέρω εδώ γιατί είχε ένα  μαύρο γαϊδούρι και στο σαμάρι στα μπροστινά κολιτσάκια είχε κρεμάσει τότε ένα πολύ μικρό τρανζίστορ ραδιόφωνο, σαν τα δάκτυλα του χεριού μας, και όπως ερχόμουνα από τη πηγή του Τσέγγου και κατέβαινα στο ρέμα  άκουγα τα τραγούδια από το ραδιόφωνο.

 Έλεγα ότι θα ήταν νεραίδες κάπου εκεί κοντά  και από το φόβο πήγαινα πιο κοντά στο μπάρμπα Θοδωρή με το γαϊδούρι  αλλά τόσο δυνάμωνε η μουσική .Τότε ο μπάρμπα Θοδωρής μου έδειξε το ραδιόφωνο  στα κολιτσάκια του σαμαριού και τότε έμαθα ........οτι υπήρχαν τρανζίστορ ραδιόφωνα, δεν είχα ξαναδεί άλλη φορά τόσο μικρό ραδιόφωνο.

Αγιαννίτης αγρότης καβάλα στο γάιδαρο του το μουλάρι του είναι φορτωμένο φουσκιά ► 4

Στις Βάγιες είχαμε, και το έχουμε ακόμα, ένα πολύ μεγάλο κτήμα, καμιά δεκαριά στρέμματα. Ήταν καλός τόπος για σιτάρι , από αυτό έζησαν στην Κατοχή οι δικοί μας. Επίσης εκεί τα καλοκαίρια είχαμε περβόλια με ντομάτες φασολάκια, κολοκυθιές, αραποσιτιές και πολλά δένδρα με φρούτα συκιές, μιλιές, αχλαδιές, αμυγδαλιές , ροδιές , παλιά μερικό ήταν αμπέλι, που όπως έλεγαν ήταν ένα από τα καλύτερα του χωριού. Το ποτίζαμε από τον Πρόδρομο ,το νερό πήγαινε με αυλάκι τσιμεντένιο  μέχρι τη μέση και μετά μέσα  στο δρόμο , τόσο νερό είχε ο πρόδρομος. Στη μέση και επάνω μεριά του χωραφιού είχαμε και ένα πηγάδι  και λίγο  πιο κάτω υπήρχε και μια μικρή βρυσούλα που πάντοτε το καλοκαίρι στέρευε η έβγαινε πολύ λίγο νερό.
 Υπήρχε  μια πολύ μεγάλη συκιά στη μέση του χωραφιού,  η μεγαλύτερη στο χωριό;; και σχεδόν στη κορυφή 3-4  μέτρα πάνω από το έδαφος είχε ο παππούς μου φτιάξει μια κρεβάτα από καλάμια ,που ήταν ένα μικρό κρεβάτι, και ανέβαινα και καθόμουνα ή καμιά φορά κοιμόμουνα όταν πήγαινα  τα ζωντανά, μουλάρια και γιδοπρόβατα, για βοσκή.

Σχόλια – επεξηγήσεις Παν. Ι. Δ. Βλαχάκη.

►1 Πολλές φορές θυμάμαι την πηγή του Τσέγγου. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση το σημείο που ήταν. Πηγαίναμε  μαζί με τον πατέρα μου, η αλήθεια είναι ότι φοβόμουν.
►2 Τα παιδάκια είναι του ξάδελφου μου Γιάννη του Δικαίου- Κολίκου και της Ευγενείας. Ο Νίκος και η Σοφία.
►3  Ο Πάνος Κουτίβας ή Πίπας ή Γιάννακας έλεγε φανταστικές ιστορίες. Υποτίθεται ότι το γεγονός έγινε μετά την Μικρασιάτικη Καταστροφή. Οι Γιαννακέοι είχαν πολλά ποτιστικά χωράφια στην περιοχή, είχαν και νερόμυλο. Ο ποιο καινούργιος του Aγιάννη χρονικά. Ο Μύλος  περιήλθε στην κατοχή της Κατίνας που είχε παντρευτεί με  ένα Δολιανίτη τον -  Αραβανάκο, νομίζω ότι ήταν παρατσούκλι. Οι έγειραν αξιώσεις ιδιοκτησίας στα νερά!!  Συχνά έκαναν καυγάδες με τους άλλους γείτονες…
►4 Κάπως έτσι συναντούσες τους συγχωριανούς μας στις στράτες του Χωριού. Εδώ ο μπάρμπα Τάσης ο Αλουπογιάννης ή Τασούλιας – ψάλτης στην εκκλησία – Η Φώτο το 1985 -86  στο δρόμο προς το Μποστανάκι.

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ.


Γράφει ο ©
Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης. .

          Κάθοδος στο Γιαλό.

Μπήκε ο Σεπτέμβρης, πέρασε το καλοκαίρι, πάνε πέρασαν οι γιορτές και τα πανηγύρια φύγανε οι ξένοι, μαζεύτηκε το Χωριό. Άλλαξαν οι ρυθμοί μας ζούμε στο φθινόπωρο. 
  Η καμπάνα του Αγιώργη κτύπησε γοργά και χαρούμενα. Αρχή του Σχ. Έτους 1966 -67 Τα παιδιά μαντρώθηκαν στο σχολείο άρχισαν σιγά – σιγά να παλεύουν με τα γράμματα και τους αριθμούς. Οι δάσκαλοι πιστοί στο καθήκον τους. 
   Ο κ Ανάργυρος μας ήρθε φέτος με καινούργιο αυτοκίνητο ένα FIAT NEGRO, συμπαθητικούλη που είναι! Η θεία Ματίνα η δασκάλα κυρία για το σχολείο και θεια για το σπίτι, έστειλε το γιο της το Γιώργο και εμένα να κτυπήσουμε την καμπάνα που ήταν κρεμασμένη στην Πλατάνα του Αγιώργη για να μαζευτούν τα παιδιά στο σχολείο. Μας είδε που τρέχαμε κάποιο μεγαλύτερο παιδί- o ξάδερφος μας ο Γιάννης - ο Κολίκος - και την κτύπησε εκείνος!


Αγιαννίτης ζευγολάτης- Νίκος Αλουπογιάννης – Κανέλιας  από τους τελευταίους ζευγολάτες του Χωριού. Εδώ είναι στην Θυρέα. ΦΩΤΟ θυρεατις γη.
   Οι ζευγάδες, οι ζευγολάτες, τα ζευγάρια όργωναν, βαράγανε - σκάβανε - τις άκρες με το ξυνιάρι οι γυναίκες σπέρνανε ακόμα και πάνω στις πέτρες. Σπέρναμε στις τοποθεσίες: Σαραντάψυχο, Γερτή γκορτσιά, Λεπίδα, Ξεροκάμπι, Σπαθοκομένο, Πλάκα, Καβουκάς, Μάντρα, Βατάκι, Σπασμένη βρύση, Μπολιάνα, Χτίρια ή Μάντρα, Καλογεροβούνι, Βρωμίστρα, Λυκοστράτη, Αστραπάλωνα….
    Μύριζε ζωντάνια το φρεσκοοργωμένο χώμα. Αχ αυτή η μυρωδιά του χώματος, της γης μας! Ο ιδρώτας των μουλαριών και των ανθρώπων πήγαινε ποτάμι.
Πήγαινα μερικά απογεύματα στα χωράφια αλλά ο πατέρας με άφηνε λίγο να «κάνω ζευγάρι», να οργώσω με το δίφτερο ή μονόχειρο αλέτρι. Πολλές και επικίνδυνες για ένα παιδί οι «κόντρες», το χωράφι στην Πλάκα είχε τις περισσότερες!!
   Οι τσοπαναραίοι, οι βοσκοί, οι βλάχοι, αυτό τον καιρό πρόσεχαν περισσότερο τα ζωντανά τους γιατί ήταν γκαστρωμένα. Ταχτοποιούσαν  τις προμήθειες, και προγραμμάτιζαν την κάθοδο τους στα χειμαδιά. Ξεχειμώνιαζαν άλλοι στο Γιαλό άλλοι στα Χαντάκια άλλοι απέναντι από το Ποτάμι στα Δικαιανέικα, άλλοι στη Λουκού στα Μπαρλέικα ακόμα και στο Ξεροπήγαδο κατέβαζε τα παιδιά και τα ζωντανά του ο μπάρμπα Γρηγόρης …
   Οι μπακάληδες μετράγανε τα κέρδη το καλοκαιριού και ασφάλιζαν το βιος τους για το χειμώνα. Μόνο ο Μητρούσης ο Φρούραρχος του Aγιάννη δεν ετοιμαζότανε για τα χειμαδιά.
   Ο μπάρμπα Θοδωρής ο Καψάλης ( Χουτ) ο καλός γείτονας μας μάζεψε τα κατακόκκινα μήλα του από την Τσιφορά. Τι γλυκά, μεγάλα και κόκκινα που ήταν! Μας τα χάριζε με την καρδιά του αλλά ο  γιός του Πέτρος ο (Πητ) συνομήλικος και φίλος μου, « απαλλοτρίωνε» μερικά ακόμα στην τσάντα του.  Έδινε ακόμα ένα με την ψυχούλα του στα παιδιά που δεν είχαν μηλιές, ανάμεσα τους και εγώ.
   Ήταν μεγάλος πειρασμός εκείνα τα μήλα. Τα ανταγωνίζονταν του παππού του Μιχάλη του Σκαρπέλου (Μονεμιχάλη) στο κάτω μέρος του χωριού κοντά στο Σουληνάρι. Μπες μέσα στις μηλιές και φάε όσα μπορείς! Φωνές κακό η θεια Μαρίκα και η μάννα μου μην με πιάσει το στομάχι μου βλέπεις τα έτρωγα άπλυτα!


O Μιχάλης Σκαρπέλος ο «Μονεμιχάλης» με τη σύζυγο του Μαρίκα.

  Ο παππούς ο Μιχάλης τις έλουζε με φωνές και γαλλικά όποτε σταματούσανε τις έντονες παραινέσεις. Έτρωγα δυο τρία τα ποιό ζουμερά θαυμάζοντας ταυτόχρονα τις φορτωμένες μηλιές, τι τρομερή εικόνα!
  Τώρα, έφυγαν οι γέροι, ψόφησε η καλιακούδα το μουλάρι του, ξεράθηκαν οι μηλιές του, οι κληρονόμοι του φύτεψαν ελιές, έπεσε η βίλλα του... Είχε και μια φιρικιά με πεντανόστιμα κατακόκκινα μικρά μηλάκια αλλά αυτά δεν τα καταδεχόμουν! 
  Εκείνοι που είχαν περβόλια μάζευαν και τους τελευταίους καρπούς. Όσοι είχαν καρυδιές μάζευαν τα καρύδια. Εμείς δεν είχαμε δικά μας δένδρα τα δοκιμάζαμε αν μου έδινε κανένας φίλος ή κάποιος γείτονας συνήθως ο μπάρμπα Νίκος ο Κολοβός, έχει καλώς. 
   Κάποια παιδιά κλέβανε, οι αγροφύλακες τα πιάνανε τα συνέτιζαν αλλά και τα διαπόμπευαν! Προσωπικά δεν ήμουν για τέτοια. Σεβόμουν και ντρεπόμουν τους ιδιοκτήτες, τους γονείς μου, φοβόμουν το διασυρμό ευτυχώς ή δυστυχώς δεν έμαθα να κλέβω σε τίποτα.
  Στα βαγένια ο μούστος με την βοήθεια του μικροκλίματος, των μυκήτων του ρετσινιού και της έννοιας μας έβραζε. Του Αγιοδημητριού μας χάριζε το ξακουστό Αγιαννίτικο κρασί. Τι κρίμα που δεν μου δίνανε τότε ένα ποτήρι. Όταν μεγάλωσα τα αμπέλια εκφυλιστήκαν, οι άνθρωποι φύγαμε, τα βαρέλια ξερομάχιασαν, παιδιά δεν υπάρχουν να φτιάξουν ρετσινάνθρωπο … ρήμαξε το Χωριό, άστα να πάνε!
  Γιορτάσαμε σεμνά με σεβασμό την εθνική εορτή της 28η Οκτώβριου 1940, το Αλβανικό έπος. Ο Δάσκαλος μας ο κυρ Ανάργυρος ο Σπετσιώτης με Βερβενιώτικη ρίζα εκφώνησε τον πανηγυρικό της ημέρας.
   Ζούσαν αρκετοί μαχητές του Αλβανικού μετώπου, τους έβλεπα με σεβασμό να παρακολουθούσαν κατασυγκινημένοι με κατάνυξη την δοξολογία. Άκουγαν με προσοχή τα πατριωτικά λόγια του δάσκαλου μας αλλά δεν μιλούσαν ποτέ για την μεγάλη τους προσφορά στην πατρίδα. 
  Φτωχοί αγρότες, εργάτες και βοσκοί άφησαν το αλέτρι στο χωράφι, τα ζωντανά στους γέρους. Οι γυναίκες ανάψανε τους φούρνους και στέγνωσαν μια δύο αλλαξιές ρούχα και φύγαμε για το μέτωπο. 
   Ήταν βροχερός και κρύος εκείνος ο Οκτώβρης του 1940 θυμότανε η μάννα μου επτά χρονών τότε. Μου τα έλεγε σαν παραμύθι κάθε τέτοια μέρα« Πέταξαν τους Ιταλούς μέχρι τη θάλασσα…»  τιμώντας με αυτό τον τρόπο τους αφανείς πατριώτες. Προσθέτω ότι μεγαλούργησαν στο βωμό της πατρίδας.
   Δυο παππούδες μας ήταν μαχητές του Αλβανικού Έπους. Ο Μιχάλης Σκαρπέλος ο «Μονεμιχάλης» και ο Στράτης ο Μπάρλας «ο Λαβιός» . Παρόλο ότι τους είχα ρωτήσει πολλές φορές, δεν μου είχαν ποτέ διηγηθεί για μάχες και ανδραγαθήματα. Ανάφεραν κάτι για χιόνι, λάσπες, κρύο και κρυοπαγήματα .... Σεμνή και ανιδιοτελής η προσφορά τους στην πατρίδα. 
   Τραγική ήταν η περίπτωση του μπάρμπα Γιώργη του Βλαχάκη θειου του πάτερα μου. Μεγάλο μυαλό ο παππούς αλλά δυστυχώς τυφλώθηκε μάλλον από τις αντανακλάσεις του φωτός στα χιόνια. Ήταν και άλλοι χωριανοί μας Αλβανομάχοι, ο Κωστάκης ο Αλουπογιάννης – Ιππέας, ο Σπύρος ο Τρυποσκούφης – Μαχαίρας, ο Μαρίνος ο Γαρδικιώτης- Μαϊστόπ,  κ.α.
   Έφτασε τις Παναγίας της Μισοσπορίτισσας «Μισόσπειρες μισόφαγες μισά αποκράτιε να’ χεις» …λέει η σοφή λαϊκή παροιμία. Στον Πρόδρομο στην μητρόπολη του Χωριού μας, ο μακαριστός παπαγιώργης ο Γαρδικιώτης - Γεωργουλής λειτουργούσε πάντα με κατάνυξη, έψελνε ο Τάσης ο Αλουπογιάννης (Τασούλιας).
   Χθες ήρθε ο Λουφολιάς να αποχαιρετήσει τον παππού για το χειμώνα. Μιλούσαν χαμηλόφωνα, δοκίμασαν σιωπηλοί το καινούργιο κρασί.Παραξενεύτηκα που Λουφολιάς το στριφογύριζε στο ποτηράκι και έλεγε στον παππού μμμμμ καλό – καλό... και εξαφάνισαν το κανατάκι της μισής οκάς.
   Είπαν απλά « καλό χειμώνα» δώσανε τα χέρια, το μεγάλο παιδί  έκανε μια αστεία γκριμάτσα προς έμενα. Με αυτό τρόπο με αποχαιρέτησε.  Όταν κατηφόριζε στο σφεντάμι του Κοντόπανου, πάππους του φώναξε: «Να είμαστε καλά, καλή αντάμωση την άνοιξη».
    Δεν ξέρω αν είχαν ετοιμαστεί ψυχολογικά για τα χειμαδιά οι πρώην ορεσίβιοι βοσκοί. Μάλλον τα βουνά τους θα τους έλειπαν γιατί θυμάμαι ότι ο παππούς ερχότανε με τα ζά του στο Χωριό μέσα στο καταχείμωνο. 
   Παραδόξως ο Λουφολιάς το φθινόπωρο ησύχαζε, δεν φώναζε ίσως τον βάραινε η σκέψη των χειμαδιών. Όταν άρχιζαν τα αστραπόβροντα με τα πρωτοβρόχια άφηνε το Σφεντάμι του, μαζευόταν και φώλιαζε στο φτωχικό σπιτάκι του. 
   Μελαγχολικό αλλά πανέμορφο είναι αλήθεια το φθινόπωρο. Στρώμα κάτω τα φύλλα από τις πλατάνες. Αυτή η μεγάλη του Προδρόμου είχε μιλιούνια, α ρε και να τα τρώγανε τα ζωντανά!
   Λύθηκαν τελικά οι διαφωνίες για την ημερομηνία καθόδου του σχολείου στην χειμερινή έδρα του στο Γιαλό - στο Άστρος. Ορίστηκε με τα πολλά στο τέλος του Νοέμβρη. Αφήναμε το σχολείο κόσμημα και θα πηγαίναμε στα νοικιασμένα κατώγια - ισόγεια. 
    Φορτώσαμε κάποια κουτιά με έγγραφα του σχολείου, ένα τραπέζι και κάποια αναχρικά του σχολικού συσσιτίου στο φορτηγό του Χαρή του Δικαίου (Γυρολόγου). 
   Λάβαμε την μικρή άτυπη άδεια των λίγων ήμερων μέχρι την εγκατάσταση μας στα χειμαδιά. Κάποιοι πονηροί πείθανε τους γονείς τους και κέρδιζαν παραπάνω μέρες!
Δεν ξέρω τι κάνανε αυτοί που πήγαιναν σε άλλα σχολεία των Χαντακίων, του Ξεροπηγάδου και των Κουτρούφων.
   Ο πατέρας είπε : «φέτος έχουμε λίγα χρήματα, να μην μεταφέρουμε τα πράγματα μας στο Γιαλό με το φορτηγό του Σωτήρου του Μακρή ή Γκορτσούλη.» Η απόφαση πάρθηκε θα τα πάμε με τα ζά. Δυο δρομολόγια και είμαστε ένταξη, εγώ θα τραβάω μόνο το μουλάρι μου! Για τα άλλα σκοτίστηκα, το δήλωσα ευθαρσώς και παραλίγο να γίνει χαμός.
   Έφυγα και έκανα μια τελευταία βόλτα σε όλο το Χωριό και που δεν πήγα!! Την άλλη μέρα την αυγή φορτώσαμε τα πράγματα μας και ξεκινήσαμε.

Το χάνι του Κοπανίτσα – Γεώργιος Κανατάς Κοπανίτσας το 1983 – κοντά στο πάλε ποτέ χάνι του Κουλουρά. 
    Περάσαμε την Αγιαπαρασκεύη , του Λαϊνά, την Πάνω Μελιγού, το ερειπωμένο χάνι του μπάρμπα Γιώργη του Κουλούρα, δίπλα του το Χάνι του Κοπανίτσα, μπάρμπα Γιώργης είχε και ένα βάζο με καραμέλες !! Άπλωσε το βλέμμα μας στον κάμπο της Θυρέας, κάρφωσα τα μάτια μου στο Κάστρο πάνω στο νησί του Παραλίου - γιατί να μη μας διδάσκουν την τοπική ιστορία για να ξέρω από τότε για τον Πάνο τον Άκουρο; 
Φτάσαμε στο Σαββανά, την Παράγκα, είδαμε από πάνω μας το Τοιχειό, κατεβήκαμε τις Κοδέλλες, πήραμε το μονοπάτι και κατεβήκαμε  στη Συκιά.
   Εδώ έπεσε το σχετικό πείραγμα στη μάννα, ότι γεννήθηκε στο μαντρί κάτω από την Ξυλοκερατιά- χαρουπιά και δεν είναι πολιτισμένη! Η μάννα κουβέντα, είχε σοβαρές σκέψεις σχετικά με τη γέννηση της και δεν μας άκουγε σχεδόν. Είχε χαθεί η μάννα της στη γέννα, η γιαγιά μου μια ώρα μόνο είχε χαρεί το μωρό της! Σίγουρα αυτές ήταν οι σκέψεις που την βασάνιζαν αλλά που να καταλάβουμε εμείς. 
  «Κάντε το σταυρό σας στην Παλιοπαναγιά μας είπε για να είμαστε όλοι καλά! Αφήστε τα πειράγματα και να προσέχετε στο Γιαλό. Δεν θέλω καυγάδες με τα παιδιά στη γειτονιά φέρε εδώ το λάστιχο - την σφεντόνα - γρήγορα.»
   Άρχισε και ο πατέρας το κήρυγμα όχι παιχνίδι στο πάνω γήπεδο στη Χωραφιά, όχι στο Αγροκήπιο, όχι στο κάτω γήπεδο… γιατί; Γιατί πρέπει πρώτα να μαζέψουμε τα χαμολόγια στις ελιές και μετά βλέπουμε.  
   Αφήσαμε πίσω τα Γεφυράκια, τη Συκιά στου Αρκούδη, στου Ταλιαδούρου, περάσαμε το ξερόρεμα του Μάρτη και φτάσαμε στη Ρίζα. Αντικρίσαμε το καλύβια του μπάρμπα Πέτρου του Κοντοπετράκου και του παππού είδαμε και τα πρώτα σπίτια του Άστρους. 
   Άρχισα να μελαγχολώ για το χειμώνα και να σκέπτομαι την άνοιξη, τα βουνά μας. Ελιές χαμολόγια, αυτά τα καλόπαιδα τα Αστρινάκια, τα φαντασμένα τα εγωιστάκια, ούτε πέτρες δεν ξέρουν να ρίχνουν!  Έκτος από τα παιδιά της γειτονιάς τους άλλους τους έχω …. Θα πάω να δω τους δυο καλούς μου φίλους, το Σωτηράκη και το Γιάννη. Θα μου δώσουν άραγε να κάνω ποδήλατο ή το ξέκαναν;
- Μάννα ο μπάρμπα Γιώργης ο Μπατίρης έχει βόδια; Τα πορτοκάλια κιτρίνισαν;
 - Πρόσεχε ρε νεραϊδοπαρμένε η γαϊδούρα θα στα γυρίσει! Συγκεντρώσου ρε ονειροπαρμένο, πρόσεχε ρε μη χαζεύεις η γίδα θα αρπάξει καμιά ελιά, που έχεις το μυαλό σου;
- Στα βουνά ρε μάννα αλλά τι να σου πω!
Θέα του κάμπου της Θυρέας. 

   Φτάσαμε στο ισόγειο πέτρινο σπιτάκι μας στο Γιαλό. Βάλαμε το μεγάλο γύφτικο κλειδί στην κλειδαριά ξεφορτώσαμε τα ζά. Μόλις δέσαμε τον Ψαρή στο παχνί του τα παράτησα όλα και πύραυλος στη γειτονιά για να δω τα παιδιά.
    Συνάντησα το Σωτήρη τον Καλούδη και μετά το Γιάννη Μπούζιο που τώρα είναι πολίτης του άλλου κόσμου.
– Παιδιά ήρθα τι νέα; Κάνατε μπάνια; Είσαστε καλά;
-Καλά είμαστε εσύ;
- Τι θα γίνει ρε θα μου δώσετε μια βόλτα με το ποδήλατο ή το ξεκάνατε; Έχει φρένα;
 – Έτσι και έτσι βάλε τα πόδια σου κάτω και φρέναρε αν χρειαστεί! Έλα ρε πάρτο καβάλα το και άντε μέχρι τη Ρίζα για να το ευχαριστηθείς που δεν έχεις κάνει ποδήλατο όλο το καλοκαίρι !! Μετά έλα στο σπίτι να φάμε ρόδια …τα έχουν φέρει από το χωράφι μας στο Βάλτο. 
Φεύγω βολίδα, θα έρθω γρήγορα….
Καλό Χειμώνα να έχουμε όλοι μας.

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΧΑΙΡΑΣ.



ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ  ΜΑΧΑΙΡΑΣ
 (Η εκδημία ενός γενναίου ) Γράφει ο Χρίστος Κυρκιντάνος.

Την Πέμπτη 12 Νοεμβρίου απεβίωσε σε ηλικία 97 ετών  ο Ευάγγελος Μαχαίρας, ένας από τους αυθεντικούς εκπροσώπους της γενιάς των αντιστασιακών που απέμειναν, επίτιμος πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας, με πλούσιο ενεργητικό στους δημοκρατικούς και συνδικαλιστικούς αγώνες όπως και στους αγώνες για την ειρήνη και την διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων. Ελάχιστοι γνωρίζουν σήμερα ότι ο Μαχαίρας, διοικητής της μονάδας του, πήρε εκδίκηση, για λογαριασμό του ΕΛΑΣ, για την εκτέλεση των 118 στο Μονοδένδρι εξοντώνοντας στην ίδια περιοχή μεγάλη γερμανική φάλαγγα αυτοκινήτων.
 
Ο Ευάγγελος Μαχαίρας, γεννήθηκε στα Αγιωργίτικα Αρκαδίας. Τελείωσε το Γυμνάσιο στην Τρίπολη και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πήρε το πτυχίο του το 1941 και τελείωσε την άσκησή του το 1943, αλλά το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου κατατάχθηκε στον ΕΛΑΣ και συνεπώς άρχισε τη δικηγορία το 1945, μετά την Συμφωνία της Βάρκιζας.

Η μεταβαρκιζιανή τρομοκρατία τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει το γραφείο του και να καταφύγει στην Αθήνα, όπου συνελήφθη κατά τα τέλη του 1947 και εκτοπίστηκε στην Ικαρία. Τον Ιανουάριο του 1949 μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο και από εκεί στο Στρατοδικείο της Τρίπολης με σκοπό την εξόντωσή του, η οποία αποφεύχθηκε ύστερα από διεθνή κινητοποίηση και κατά τα τέλη του 1949 διακόπηκε προσωρινά η προφυλάκισή του.

Το 1950 -αν και υπόδικος- έκανε από τις στήλες της εφημερίδας "ΜΑΧΗ" την δημοσιογραφική εκστρατεία κατά της Μακρονήσου, η οποία είχε διεθνή απήχηση και υποχρέωσε την Κυβέρνηση να καταργήσει το στρατόπεδο πολιτικών εξόριστων της Μακρονήσου.
Το 1952 μετατέθηκε στο Δικηγορικό Σύλλογο του Πειραιά και το 1956 στο Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας. Από τότε ασχολήθηκε με τα προβλήματα της Δικαιοσύνης και των δικηγόρων ως Γενικός Γραμματέας και Πρόεδρος της "Νέας Κίνησης των Δικηγόρων" (1956-1980), αντιπρόεδρος του Δ.Σ.Α. (1975-1980) και πρόεδρός του (1981-1984). Από το 1987 είναι επίτιμος Πρόεδρος του Δ.Σ.Α.

Παραλλήλως ασχολήθηκε με πολλά προβλήματα του δημόσιου βίου (διεύρυνση της δημοκρατίας 1-1-4, αντιδικτατορικό αγώνα, απλή αναλογική, αγώνας για την Ειρήνη, την παιδεία, την υγεία κ.λ.π.).
Το 1989 εκλέχτηκε Πρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και την Ειρήνη και το 1990 Πρόεδρος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης. Από το 1994 είναι επίτιμος πρόεδρός του.

Ως έφεδρος αξιωματικός πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41 και τραυματίστηκε κοντά στο Τεπελένι. Πήρε επίσης μέρος στην Εθνική Αντίσταση 1941-1944 ως Διοικητής μονάδων του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου και έγραψε τραγούδια της Αντίστασης ("Η μάνα του αντάρτη", "Μέσ' τα κατάμαυρα ντυμένη" και το "Νέο αρματολίκι") που τραγουδιούνται μέχρι σήμερα. Έγραψε το χρονικό της Αντίστασης με τίτλο "50 χρόνια μετά" και ένα πολύτιμο βιβλίο για την "Τέχνη της Αντίστασης", που είναι και το μοναδικό για την πνευματική μας αντίσταση.

Παρασκευή, 13 Νοεμβρίου 2015 11:54 πμ|http://seirios.pblogs.gr/2015/11/efaggelos-mahairas-hekdhmia-enos-gennaioy.html

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΑΝΝΗ.


             Γράφει                         
 Ο Γιάννης Γρηγ. Κουρόγιωργας.
 Αγιαννίτης της διασποράς.

Στο κάτω μέρος του χωριού υπήρχε η μεγάλη πηγή του « Προδρόμου». ►1 που βγαίνει κάτω από την εκκλησία με άφθονο νερό που την νύκτα το νερό πήγαινε στη μεγάλη στέρνα και από κει στους τέσσερις νερόμυλους και στα περβόλια τους Μύλους ».►2 Την ημέρα στην άλλη κατεύθυνση στον Eλαγό για τα άλλα περβόλια στο κάτω μέρος του χωριού. "Οι ποτιστάδες "  ►3 κανόνιζαν ποιος θα πάρει το νερό με κάποια σειρά.
 Εδώ οι γυναίκες πλένανε τα χονδρικά ρούχα με τον κόπανο σχεδόν κάτω από την πλατάνα πριν την στέρνα και πολλοί με τα βαρέλια φορτωμένα στα γαϊδούρια έπαιρναν νερό για τις ανάγκες των σπιτιών, μόνο το νερό του προδρόμου ήταν λίγο "βαρύ" στο πιόσιμο και πολλοί προτιμούσαν για πιόσιμο άλλες πηγές.

                        Πηγές του Προδρόμου. 
Ο Πρόδρομος με τα νερά του που πότιζαν τα περβόλια όλου του χωριού έζησε χωρίς υπερβολή όλο το χωριό για πολλά χρόνια.
Λίγο πιο πάνω από τον Πρόδρομο, όχι σε μεγάλη απόσταση, υπήρχε μια άλλη πηγή το Πηγαδάκι που το νερό ήταν πολύ καλύτερο στο πιόσιμο αλλά πολύ λίγο. Έβγαινε από μια λεκάνη και υπάρχει μια επιγραφή στον τοίχο στα αραβικά από ένα τούρκο πασά που έλεγε ήταν τιμή του να δώσει αυτή την πηγή στο λαό τα χρόνια της τουρκοκρατίας. ».►4
Στη λεκάνη της βρύσης όμως πότιζαν και οι κάτοικοι τα μουλάρια τους και πολλές φορές έτρεχαν τα σάλια τους μέσα στη λεκάνη και όταν τελείωναν τα μουλάρια έπαιρναν νερό για να πιούνε και οι κάτοικοι. Αυτό τελείωσε γύρω στα 1960 ο θείος μου Κώστας Κουρόγιωργας, που ήταν γείτονας, με μια βαριά, όχι εύκολα, έσπασε την λεκάνη της βρύσης και έτσι όσοι ήθελαν να ποτίσουν τα μουλάρια τους έπρεπε να έχουν τέσες.
Εδώ πρέπει να θυμίσουμε ότι το κέντρο του χωριού πριν το 1821 ήταν εκεί γύρω στο Πρόδρομο και το Πηγαδάκι, με μεγάλα σπίτια για την εποχή εκείνη, μάλιστα σένα σπίτι πάνω από το πρόδρομο υπάρχει ακόμα και "ζεματιστρα" στον τοίχο δίπλα στις πολεμίστρες, που ρίχνανε καυτό νερό για να φύγουν οι τούρκοι.

Πρόδρομος δεκαετία του 1960. Ελένη Καμπύλη, Ευγενία Ρεβεζίκα, + Γιάννης Π. Κουτίβας – Πλαστήρας.

Λίγο πάρα πέρα υπήρχε και το Σουληνάρι με πολύ καλό νερό και την μεγάλη πλατάνα. Εδώ τα καλοκαίρια ερχόντουσαν από όλο το νότιο Χωριό. Το πίσω βόρειο Χωριό πήγαινε στο Πηγαδάκι και στον Πρόδρομο για νερό, πολλοί με κανάτες, τέσες, γαϊδούρια με βαρέλια, που υπομονετικά περίμεναν πολύ ώρα να έρθει η σειρά τους.
Πολλές γυναίκες όταν δεν είχαν δουλειά πήγαιναν για να μάθουν τα νέα του χωριού στο Σουληνάρι, εδώ πήγαινε το κουτσομπολιό σύννεφο.
 Ο μπάρμπα Θόδωρος Μαγκλής ή Γκιόσος και ο παππούς μου Γιάννης Κουρόγιωργας ή Φουρλίγγας είχαν δυο μικρές στέρνες που έπιαναν το νερό με σειρά που έτρεχε την νύκτα, όταν δεν το έπαιρνε ο κόσμος, και πότιζαν τα μικρά περβόλια τους.
Αργότερα είχαμε στην πάνω μεριά του χωριού την δεξαμενή από το Περδικονέρι►5, γύρω στο 1950, με δυο τρεις βρύσες σε όλο το Χωριό. Το 1969 ►6 φέρανε το νερό από την Λεπίδα με βρύσες σ΄ολο το χωριό. Από τότε και μετά με τους βόθρους που έγιναν τα νερά στο Σουληνάρι και Πηγαδάκι δεν είναι πιόσιμα.
Κορδονέικος Μύλος με την οικογένεια.  

Μέχρι εδώ ο ξενιτεμένος μας πατριώτης κάλυψε τις Κύριες πηγές του Χωριού μας. Ας μου επιτρέψει να αναφέρω μια σημαντική που παρ ολιγο να την ξεχνούσα και εγώ γιατί τώρα έχει ελάχιστο νερό και τρέχει ποταμάκι το χειμώνα.7 Εννοώ την πηγή του Κακολαίου !! Είναι πάνω από το Κουτρί. Όταν γυρο στο 1900 το Χωρίο «μεταφέρθηκε» από το κάτω μέρος προς τον Αγιώργη τότε οι κάτοικοι μετέφεραν το νερό - που είναι καλής ποιότητας - με τα ζά στα σπίτια τους.
ΣΧΟΛΙΑ Παν. Ι. Δ. Βλαχάκη. ©
►1 Υπάρχει η Αγιαννίτικη παράδοση για πως ανακαλύφθηκε η πηγή. Είναι θέμα για μια άλλη φορά.
►2 Από τα νερά του  Προδρόμου λειτουργούσαν τέσσερεις νερόμυλοι. Οι τρεις πρώτοι ήταν ιδιοκτησία του Τουρκοπαπάζογλου - αργότερα είχαν άλλους νοικοκύρηδες. Του Δικαίου – Μακαρούνα, του Παπούλια – Τουρή , του Γαρδικιώτη και ο Κορδονέικος . Υπήρχε εθιμικό δίκαιο που όριζε ότι το νερό το χρησιμοποιούσαν οι Μύλοι τη νύχτα. Εξυπακούεται ότι πότιζαν και τα περβόλια στους Μύλους- περιοχή . Το πρωί  γύριζαν την « Κόφτρα» και πότιζαν τα περβόλια προς τον Ελαγό και στα περβόλια προς το παλιό  Δημ Σχολείο…
►3 Θυμάμαι για χρόνια τον Γεώργιο Γαρδικιώτη ή Τσακουμάκη.
►4 Στο Πηγαδάκι υπάρχει επιγραφή με Παλαιοτουρκικούς χαρακτήρες – είδος αραβικής γραφής –. Η Μετάφραση από τον Παύλο Xιρίδιγλου ειδικό Αραβοτουρκομαθή υπάλληλο του Υπ Εξωτερικών – είναι η ποιο πλησιέστερη στο νόημα της επιγραφής. Αναγράφετε στο Βιβλίο << Από τις πήγες του λαού μας >> του Ι ΑΡΒΑΝΙΤΗ 1985 (σελ 462.)  Την μεταφέρω:. 
 
Η επιγραφή με Παλαιοτουρκικούς χαρακτήρες.

<< Ο Ρεΐζης( αξιωματικός) Χατζή Ιμπαραΐμ, φιλάνθρωπος και ειρηνόφιλος, αφήνει πηγή χάρη του κόσμου. Για το ζωογόνο έργο του να λέτε την Φετιχά- προσευχή από το κοράνιο - …13 Μαρτίου 1742 ….>>
Εικονίζεται ένα κυπαρίσσι κάτω αριστερά που συμβολίζει την αιωνιότητα. Το πουλί είναι σύμβολο των Μογγόλων και εκφράζει την ψυχοκρατία των τούρκων.
 Τώρα ο νεοαγιαννίτες την μόλυναν και κάνανε το νερό σαν τα μούτρα τους!!!!!!!!!
 ►5 α) Το νερό από το Περδικονέρι μετά τον πόλεμο το αποθήκευαν στην δεξαμενή που υπάρχει στην Λάκκα. Ο εθνικός εργολάβος της περιοχής μας κ Ζαραφέτας μου υποσχέθηκε τα σχέδια, την χωρητικότητα κ.α. Τροφοδοτούσε τρεις βρύσες μια στην Λάκκα, μια στον Αγιώργη και μια στο Κουτρί.
 β) . Οι χωριανοί -Νικολής Τζιβελόπουλος και ο Ηλίας Άρχοντας - το 1913 προσέφεραν χρήματα και έφεραν με κιούγκια το νερό στην Πλατεία του Αγιώργη από το Περδικονέρι. Λειτουργούσε μια βρύση στο πάνω μέρος της πελατείας.
►6 Αξίζει να αναφέρουμε ότι η Παναγιώτα σύζυγος του Παναγιώτη Γιαννούκου ή Παγιού άφησε στη διαθήκη της σημαντικό μέρος της περιουσίας της για το έργο της μεταφοράς του νερού από τη Λεπίδα στο Χωριό.
►7 Μου τη θύμισαν τα εξής: α) Το νερό που τρέχει ποταμάκι το χειμώνα στην άσφαλτο του Νομαρχιακού δρόμου πάνω από το τυροκομειό.
β) Ο Σούλης ο Προπολεμικός που μου διηγήθηκε ότι εκεί στον Κακολαίο τον είχε κυνηγήσει ένα αρκετά μεγάλο φίδι. Εικάζω ότι μπορεί να ήταν σαΐτα ή νερόφιδο. Του είπα με κάποια μικρή κακία «Θανάση καλά σου έκανε γιατί ή πήγες να το κτυπήσεις με το λάστιχο- σφεντόνα! ή ήταν η δίκαιη τιμωρία σου γιατί σίγουρα θα ρήμαζες καμιά αχλαδιά! »
γ) Στο βιβλίο του + Νικ. Φλούδα « ΘΥΡΕΑΤΙΚΑ » Τομ Γ  ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ1983 στο κεφάλαιο ύδρευσις του Αγιάννη αναφέρει τον «Κακολαίο » σαν κύρια και μεγάλη πηγή. Είχαν όμως προβλήματα κατά τη μεταφορά το νερού με τα ζά

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

ΠΡΟΣΦΥΓΟΠΟΥ΄ΛΑ.


Γράφει ο ©
Θανάσης Γεω. Λεμπέσης -

Προπολεμικός .
                    
Ψάχνοντας τη μικρή προσφυγοπούλα.

Σε είδα προχθές στην τηλεόραση να βγαίνεις μικρή μου μέσα από μια πλαστική βάρκα στα βράχια της ακριτικής μας Μυτιλήνης.
Είχες όμορφα μελαγχολικά μάτια και αναζητούσες τη μητέρα σου. Δεν ξέρω αν την βρήκες;
Ήσουνα όμως ευτυχισμένη που έφυγες από τον πόλεμο, έτσι κουλουριασμένη ατό κρύο… δεν σε κατάπιε κάποιο κύμα όπως τα αδελφάκια σου…
Εμείς σε καλωσορίζουμε…
Έλα να αλλάξουμε τα βρεγμένα ρούχα σου …σου έχουμε ζεστά ρούχα και μια στέγη όσο μένεις …
Σε έψαξα στην πλατεία Βικτορίας – το σωστό θα ήτανε Κλαυθμώνος –δεν φορούσες το πορτοκαλί σκισμένο φορεματάκι σου, ήσουνα ντυμένη στα λευκά στο χρώμα της αγνότητας.


Εικόνα θλίψης, ποιος θα μπορέσει να ξανακολυμπήσει στο Αιγαίο;;;;

Σου έδωσα ένα ζεστό κουλούρι και αν ήξερα τη γλώσσα σου θα σου ζητούσα να σε πάρω αγκαλιά και να κλάψω μαζί σου...
Και εσύ αν ήξερες τη γλώσσα μου, θα μου έλεγες : «Σ΄ ευχαριστώ κύριε εσύ όμως γιατί κλαις; Εγώ είμαι προσφυγοπούλα χωρίς αύριο, χωρίς πατρίδα… »
Και εγώ θα σου απαντούσα : «Μοιάζεις με τα δικά μας παιδιά, έχουνε πατρίδα αλλά δεν έχουνε αύριο, είσαστε παιδιά χωρίς αύριο…!!»
Μου ζήτησε να της διηγηθώ ένα παραμυθάκι, έτσι διάβασα στα μάτια της…
Της είπα: «Κάποτε ένα κοριτσάκι προσφυγόπουλο, επέστρεψε στον τόπο του μετά από χρόνια που σταμάτησε ο πόλεμος. Μπήκε στο γκρεμισμένο σπίτι της και έψαχνε στα ερείπια να βρει την κοτσιδού κούκλα της που δεν είχε προλάβει να πάρει μαζί της»
Την βρήκε μέσα σε ένα σκονισμένο ξυλόκουτο, την αγκάλιασε και την φίλησε! Η κούκλα της μίλησε και της είπε: «Καλωσόρισες φιλενάδα μου. Μεγάλωσες βλέπω μήπως δεν θα παίζεις μαζί μου; Θα παίζω, μου έλειψες γύρισα στο κατεστραμμένο σπίτι μας και βρήκα μόνο εσένα . Μαζί θα ζήσουμε … δεν έχω συγγενείς, σ΄αγαπώ πολύ. Τουλάχιστον βρήκα κάποιον να με περιμένει! Θα σε κρατώ πάντα στην αγκαλιά μου! Έλα να βγούμε μια βόλτα στα χωράφια. Θέλω πω κάτι στον Ήλιο…
« Ήλιε γράψε στον ουρανό πως εμείς τα παιδιά, που όπως λένε οι μεγάλοι είμαστε η ελπίδα του κόσμου, αξίζει να ζούμε καλύτερα . Ήλιε μου σε παρακαλώ να είσαι πάντα ζεστός γιατί κάποτε στην πλατεία Βικτωρίας μικρή τότε προσφυγοπούλα με ζέστανες τότε που κρύωνα…»   Σε ευχαριστώ…
Και κάτι που παραλίγο να ξεχάσω!! Είσαι ήλιε μου ο βασιλιάς του κόσμου…μην αφήνεις τα αεροπλάνα να βομβαρδίζουν τις κούκλες μας …γιατί αλλιώς δεν θα είναι κανένας να μας περιμένει όταν γυρίσουμε στα γρεμισμένα σπίτια μας…
                                                                                     25 Οκτωβρίου 2015.