Τα
Εξωτικά.
Μήτσιος Ι. Περδικάρης
Μάης 2013
Σχόλιο : Είπαμε με το Μήτσιο να ελαφρώσουμε το βαρύ
κλίμα των ήμερων και να γελάσουμε λίγο. Οι μύθοι, η παράδοση και προπαντός οι Εθνικοί Μύθοι
θέλουν προσοχή. Πρέπει να παίρνουμε τα θετικά τους και να απορρίπτουμε τα αρνητικά τους. Ευτυχώς το παιδάκι κράτησε την ψυχραιμία του και δεν είπε τίποτα. Νεραϊδοπαρμένε -
νεραϊδοπαρμένε
θα του κολάγανε το παρατσούκλι τα παιδιά του χωρίου. Καλό καλοκαίρι σε όλους !!!!
Μόλις έγινα οκτώ (8) χρόνων
πιτσιρικάς ο παππούς μου στο Φούντωμα θεώρησε πως μπορώ τώρα μόνος μου να
καταφέρνω τα μουλάρια. Με άλλα λόγια πήρα δίπλωμα και οχήματα με τέσσερα
πόδια στα οκτώ. Όχι όπως τώρα στα
δεκαέξι 16 και αυτοκίνητο. Μετά το αλώνισμα έπρεπε να πηγαίνω μεσημεριάτικα στο
θεμωνοσάσιο. Να τα οδηγώ στην γούρνα μας για πότισμα, τα να δένω αλλού για να
μην τα τρώει ο ήλιος. Ο παππούς γλίτωνε την αγγαρεία αλλά η γιαγιά δεν ήταν σύμφωνη με το όλο
θέμα. Σύμφωνα με τα πιστεύω της το μεσημέρι βγαίνουν ξωτικά, ανεμοστρόβιλοι με νεράιδες. Με γέμιζε
λιβάνι, ψίχουλα από πρόσφορο και τον απαραίτητο μαυρομάνικο Καστρίτικο
σουγιά του παππού. Αυτά ηταν τα αντιεξωτικά και αντινεραϊδιακά. Μου ειχε πει
πως άμα ακούσω τραγούδια και νταούλια το κεφάλι κάτω να πω το πάτερ ημών και
άλλες προσευχές. Να μην κοιτάζω πίσω μου, ειδικά άμα ακούω τα διαβόλια να
περπατούν και να τρέχουν ξωπίσω μου.
Τα εξωτικά
Στο Φούντωμα έχουμε δυο θεμωνοστάσια
κατά τύχη είναι και τα δυο σε δικά μας χωράφια. Το πρώτο ο Έμπολος μόλις
βγεις απ τα σπίτια του χωριού στο δρόμο κατά την Γαλτενά. Στο σταυροδρόμι κατά
του Καβουκά. Το δεύτερο η Ζαβατονά καμία πεντακοσαριά μέτρα πιο κάτω. Η
Ζαβατονά ειναι κοιλάδα με ρέμα. Το θεμωνοστάσιο είναι στην πλαγία σαν αρχαίο
θέατρο με την δημοσία στο κάτω μέρος το ρέμα με την γούρνα μας. Καμιά
πενηνταριά μέτρα κάτω απ το δρόμο, εκεί πρωτογνώρισε ο πατέρας μου τον
Γεωργόπουλο, ειχε κρυψώνα καλή εκεί.. Ο Έμπολος το άλλο θεμονοστάσιο είναι σε
ύψωμα μόλις βγεις απ το χωριό. Υπάρχουν Αμπέλια πριν απο αυτό στην δημοσιά στο
πάνω μέρος του.
Ένα μονοπάτι σε βγάζει σε αλλη τοποθεσία με αμπέλια το πλατυχωράφι που
λέμε. Το μονοπάτι το χρησιμοποιούν πολλοί για να πάνε στα Μαντικεϊκα και τον
Αγιάννη αντί να πηγαίνεις απο δημοσία και να κάνεις πιο πολλή ώρα. Έφτασα στον
Έμπολο τραγουδώντας και σφυρίζοντας. Είδα
πολλά άχυρα στον αέρα σαν ανεμοστρόβιλο. Επειδή ήμουν πιο χαμηλά δεν
είδα ακριβώς τι γίνονταν. Δεν μπορούσα να δω το έδαφος στο θεμωνοστάσι παρά
μόνο άχυρα στον αέρα. Σαν να πέρασε κάτι κάτω απ την δημοσία αλλα δεν είδα
τίποτα. Έκανα μερικά βήματα πιο κοντά τίποτα στο έδαφος. Σκέφτηκα πως ειναι ο
ανεμοστρόβιλος που λέει η γιαγιά, το πρώτο σημάδι. Είπα να κάνω κάτω να γυρίσω
στο χωριό, αλλά θα έχανα το δίπλωμα για
τα μουλάρια. Τα δικά μας και τους συχωριανών οι οποίοι με έβαζαν στην αγγαρεία
να ποτίζω και να δένω. Οπότε μπροστά με προσευχή …. μόλις έφτασα στον Έμπολο
έριξα σκυφτός μια ματιά δεξιά και αριστερά δεν είδα τίποτα. Φυσούσε μια
γλυκιά ελαφριά αύρα επειδή ήμουν στην
κορυφή του λόφου. Ακουγόταν ένα θρόισμα
απο τα αμπέλια, τίποτα το ιδιαίτερο. Ουφ λέω δεν είναι τίποτα. Οπότε συνέχισα
για την Ζαβατόνα τραγουδώντας. Μόλις έκανα καμιά τριανταριά μέτρα πιο κάτω κατηφορίζοντας μου φάνηκε να
ακούω μουσικές ξωπίσω μου. Αμάν λέω μου κόπηκαν τα ήπατα!!! Άρχισα αμέσως το
πάτερ ημών και το βήμα γρήγορα γρήγορα. Αλλά αντί να μακραίνουν τα νταούλια
ερχόντουσαν όλο και πιο κοντά. Κάνω μπράφ κατά πάνω τώρα. Έπεσα μέσα σε κάτι αμπέλια πήγαινα κατά το πλατυχωράφι. Το οποίο ειναι
ακριβώς στο πάνω μέρος της Ζαβατονάς με την δημοσία να περνάει στο κάτω μέρος.
Απο κει μπορούσες να δεις όλη την κοιλάδα αλλά εγώ πιλαλά και προσευχή. Τα
νταούλια ερχόντουσαν κοντά μέχρις ενός σημείου. Μόλις βγήκα απάνου στην δημοσιά
στο πλατυχωράφι ησυχία δεν τ άκουγα. Οπότε έσκυψα πίσω απο ενα πουρνάρι.
Κοίταγα κάτω το θεμονοστάσιο και την κοιλάδα όλη, καμμιά κίνηση δεν έβλεπα. Το
μονοπάτι το οποίο είχα πάρει να βγω απάνου δεν φαινόταν όλο κι ετσι δεν
μπορούσα να δω εάν ειναι κανένας εκεί. Κάπως άκουσα να με φωνάζουν Μήτσιο -
Μήτσιο. Απο πίσω μου πάλι πιο ψηλά δηλαδή απο τα αμπέλια στο πλατυχωράφι το
οποίο εχει θέα τα Γκόνια και κοιτάει
δυτικά.
Εδώ κάπου διαδραματίζεται η ιστορία του Μήτσιου .
Με το που βεβαιώθηκα ότι άκουγα πως όντως με φώναζαν τα δαιμόνια, έκανα
μπράφ πάλι κάτω τις πουρναρόριζες. Πήγα στην Ζαβατονά λαχανιάζοντας σαν σκυλί,
με την καρδιά στην κολότσεπη. Έλυσα τα μουλάρια καβάλησα την Κόρμπα ξεσάμαρα.
Σκέφτηκα εάν έλθουν κοντά θα κάνω
αραβάνι στο χωριό. Ευτυχώς δεν με πλησίασαν. Πότισα τα ζά όλα τα έδεσα αλλού
και δρόμο για το χωριό γιατι είχα αργήσει. Ήμουνα σίγουρος πως μου την είχαν
πέσει τα ξωτικά πιστεύοντας πως με γλιτώσανε οι προσευχές το λιβάνι. Επειδή με ειχε βαρέσει ο ανεμοστρόβιλος στο
πρόσωπο πίστευα πως θα έχανα τα μαλλιά μου. Κάθε στιγμή κοιτιόμουνα στον
καθρέφτη πιστεύοντας πως τώρα θα πέσουν. Τώρα θα καραφλιάνω!!! Ευτυχώς δεν
έγινε τίποτα. Εντωμεταξύ δεν είχα πει
κουβέντα στους γέρους, άχνα. Γιατί η
γιαγιά θα με τελείωνε απο τα μουλάρια μεμιάς. Ο γεροπαππούλης θα με έλεγε
χέστη. Οπότε τσιμουδιά.
Μετά απο κανά δυο τρεις εβδομάδες
ήμουνα στην βρύση να γεμίσω τις βαρέλες. Να ποτίσω τις γίδες και τα μουλάρια να
πάω το νερό στο σπίτι. Κατόπιν οι γίδες
έπρεπε να πάνε στου Κουβαρά στο τραγί. Μετά να πάω τα μουλάρια στη Ζαβατονά.
Δουλειές με φούντες !!!! Όπως ήμουνα
σκυφτός στο σούγελο που βγαίνει το νερό, ακούω πίσω μου πάνω στις ποτίστρες τον
μπάρμπα Χρίστο, τον κουτσοχρίστο που λέγαμε. Γερούλης το επώνυμο. Μου λέει ρε
Μητσιάκο καμάρι σου φώναζα στην Φούρνακα. Το μέρος που είχα κρυφτεί πίσω απ το
πουρνάρι. Εσύ αντί να απολογηθείς έκανες κάτω για την Ζαβατονά. Προτού προλάβω
να του μιλήσω. Κοίταξα κατά πάνω. Το σούγελο ειναι τέσσερα πέντε σκαλιά πιο
χαμηλά και οι ποτίστρες ειναι επάνω δίπλα απο την δημοσιά. Όπως ήμουν πιο
χαμηλά ο κουτσοχρίστος ηταν καβάλα στην Γιαννούλα την γαϊδούρα. Είχε τον ήλιο
πίσω του, με θάμπωνε αλλα φαινόταν σαν γίγαντας. Ρε το γεροπούστη λέω, Πώς
έγινε τεράστιος ετσι μισερός που είναι ; Εντωμεταξύ εγώ είχα γεμίσει με την
τέσα τις ποτίστρες για τις γίδες και τα μουλάρια.
Έτσι θα ήταν ο
Τσιουρούτης.
Αυτός πότιζε το βασταγό του και τον Τσιουρούτι το μουλαράκο της γυναίκας
του της Σωτήρας δεμένο πίσω απ την Γιαννούλα. Βλέπω κάτι να γυαλίζει
εκθαμβωτικά πάνω στο σαμάρι του
μουλαριού και να τραγουδάει!!! Κοιτάζω
καλά. Στο μπροστάρι του σαμαριού κρεμασμένο από το κολιτσάκι ένα Ραδιόφωνο. Ο γέρος είχε κρεμάσει ράδιο
στο μουλάρι!!! Την επίμαχη ημέρα το
μουλάρι μαζί με την γαϊδούρα του είχαν φύγει.
Επειδή ηταν κουτσός δεν μπορούσε να τα πιάσει. Αυτά είχαν περάσει κάτω απ τον
Έμπολο. Τα άχυρα στον αέρα και μόλις με είδαν οταν φοβήθηκαν και έκανα μπράφ μέσα στα αμπέλια προγκίξανε.
κι αυτα και κάνανε πεις απάνου στο ιδιο μονοπάτι αλλα εγώ απ την πιλάλα μου τα
ξεπέρασα μπροστά τους αλλα έστριψα δεξιά.
Εάν εμένα ξωπίσω τους φυσικά θα τα έβλεπα αλλά θα τα πήγαινα καρσί πάλι
πίσω στον γέροντα τους. Αυτος τα έβλεπε
να σταλίζουνε στο μονοπάτι και να τρώνε απ τα αμπέλια που ειναι παντού .
Αμπέλια και απ τισ δυο μεριές. αλλα εγώ
είχα λουμώξει στο πουρνάρι δεν μπορούσα να δω το μονοπάτι.
Μόλις είδα το ράδιο τότε ψιλοκατάλαβα τι μου ειχε συμβεί. Ίσα πάνω να αρχίσω στις κλωτσιές τον
Τσιουρούτι και την Γιαννούλα!!!! Τα υπόλοιπα τα καταλαβαίνεις ότι αυτα τα
βασταγά ηταν οι νεράιδες. Το ράδιο τα
νταούλια και ο κουτσοχρίστος η φωνή…. Τσιμουδιά δεν είπα σε κανέναν. Μονάχα το
είχα πει στον μακαρίτη τον πατερα μου το 1988. είχα έρθει Ελλάδα για Πάσχα και
καπως είχαμε πιάσει κουβέντα για τα σταφύλια της Σωτήρας και του κουτσοχρίστου.
Τρύγος σε κάποιο άλλο σημείο της περιοχής μας. Ελαιοχώρι
1969. Του κ. Ιωαν. Αναστασάκη από το διαδίκτυο ( ΚΑΣΤΡΙΤΟΧΩΡΙΑ…)
Έβγαζαν την καλύτερη Φράουλα, πρώιμη και με πολύ γεύση. Είχε την ανάσα
του Διονύσου απάνω του αυτό το σταφύλι. Γέμιζαν κόφες, τις πήγαιναν στον Γιαλό με τα βασταγά, πούλαγαν όπως επίσης στην Επισκοπή της Τεγέας
και σε πολλα πανηγύρια. Γελάσαμε του σκασμού με τον πατερα μου, με πείραζε… Αχ πόσο πόσο πικρογλυκιά είναι αυτή η ανάμνηση.
Είχαν κι άλλη μια γαιδουρίτσα πολυ χαμηλή η οποία καβάλαγε η Σωτήρα την
Ψαρούλα. Ετσι την φώναζαν αλλα εκείνη δεν ηταν εκεί. Ηταν το πιο ήμερο ζωντανό
όλου του χωριού…. Ο αδερφός μου ο
Γιώργης, ο Γιούδας , ηταν και τότε πανύψηλος . Οταν την καβάλαγε τα πόδια του ακούμπαγαν
στο χώμα. Έκανε ενα πουλαράκι με τον Σερσέμη τον γάιδαρο του Κωσταμάνα. Ανιψιό
του κουτσοχρίστου, τα είχαν ζευγαρώσει.
Είχα φάει τα λυσσιακά στον παππούλη μου και τον πατέρα μου να μου το
αγοράσουν. Το πουλαράκι ηταν κανελής σαν τον πατερα του ηταν τόσο όμορφο. Το
πουλαράκι ηταν λίγο πιο μεγάλο απο ενα κριάρι. Καταλαβαίνεις, τώρα η νεολαία
κοιτάει 4χ4 και κούρσες. Εμεις κοιτάγαμε τα αλογομούλαρα και μολις μας αφήναμε
να τα έχουμε μόνοι μας… Ψηλώναμε λες και γινόσουνα ο μεγαλύτερος άντρας στον κόσμο!!! Το έξυνα με το ξυστρί το χάιδευα του έφτιαχνα χαίτη. Τι δεν έκανα
με το πουλαράκι ενα καλοκαίρι ολάκερο. Που με έχανες που με έβρισκες στην αυλή
του κουτσοχρίστου. Μέχρι και την ουρά
του κούναγα οταν βύζαινε την Ψαρούλα. Μου ειχε πει ο πατέρας μου το 1988 πως
και ο Τσιουρούτης το μουλαράκι τις Σωτήρας ηταν γιος της Ψαρούλας και του
Ρούσσου. Επιβήτορας άλογο γερό του Αντρέα του Γερούλη. Απο κει να καταλάβεις
Τακη φιλε μου αναμνήσεις . Απλή, ανέμελη ζωή. Ξέρανε οι γέροι το συγκενολόι
ακομα και στα ζωντανά του χωριού. Δεν υπήρχε τίποτα κρυφό. Κοντά τους μαθαίναμε και εμεις..
Κάπου κάποτε άλλαξαν όλα.
Ευχαριστώ το Θεό που με αξίωσε να ζήσω λίγα απο εκείνα τα χρόνια. Μεγάλα
μαθήματα πήρα από δουλειά
στην αλωνιστική μηχανή. Γνώρισα αθάνατους χαρακτήρες όπως ο μπαρμπα
Σταύρος ο Πλατύς, ο Θανάσης ο Καπήλας και άλλους πολλούς Αγιαννίτες. Γνώρισα τα
χωριά της Κυνουρίας, τα ζωντανά μας, και τους ανθρώπους μας . Πραγματικά εάν
είχαν ακομα αλωνιστική μηχανή θα πήγαινα κάθε καλοκαίρι. Μονάχα και μόνο για να
κάνω αυτή την περιοδεία στα μέρη μας και πάλι, Να ξαναμυρίσω την γη και το
άχυρο. Να κοιμηθώ στο Αγιο χώμα μας με τον Χαμηλό ουρανό και τις στέρνες του
Σεφέρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου