Demetrios Perdikaris
Μάης 2013 ΦΟΥΣΤΑΝΕΛΑ-ΦΟΥΣΤΑΝΕΛΑ ΠΟΥ ‘ΧΕΙΣ ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ ΣΟΥ ΦΤΕΡΑ
Παρασκευή του Πάσχα μεγάλη μέρα για τον τόπο μας. Εθνικής
σημασίας μέρα της δεύτερης συνέλευσης του Ελληνικού Έθνους. Μεγάλη τιμή για την
Θυρεάτιδα γη που κάθε χρόνο την γιορτάζουμε. Αποδίδοντας της τιμές, επιμνημόσυνες
δεήσεις , κατάθεση στεφάνων στους πάλε ποτέ ήρωες της πατρίδας. Όλοι εμείς που
έχουμε μεγαλώσει στην Θυρεάτιδα κάποια στιγμή έχουμε λάβει μέρος σε αυτούς τους
εορτασμούς. Η λιγότερη συμβολή είναι οι σχολικές παρελάσεις.. Έτσι κι εγώ έκανα
το καθήκον μου από μικρή ηλικία με αρχή το νηπιαγωγείο και κάθε χρόνο μετά για
τα επόμενα δώδεκα έτη σχεδόν..
Θυμάμαι τις παλιές εποχές την αναπαράσταση στο Τίλιο, τον
Θειο μου τον Σοφοκλή που ήταν ντυμένος παπάς ήρωας της επανάστασης. Άλλους
πολλούς ήρωες καθώς και τα φρακοφορεμένα μπουμπούκια τους τότε πολιτικούς. Τι
μεγάλη μέθη και πατριωτισμός εκείνη την μέρα, φουστανελάδες παντού, ο
Κολοκοτρώνης, ο Παπαφλέσσας, ο Υψηλάντης, η Μπουμπουλίνα. Τα άλογα, έρχονταν
όλοι τους και όλα τους από το παρελθόν και βροντοφώναζαν. Ελλάδα τιμή και δάφνες παντού, όσο πιο μικροί
ήμασταν τόσο πιο πολύ έπαιρνε και η φαντασία τα στήθια μας. Τα φούσκωνε με
Εθνική περηφάνια και ανυπομονησία να μεγαλώσουμε να γίνουμε και εμείς Ήρωες. Να
σώσουμε τον τόπο μας με τον δίκαιο αγώνα μας, με την Λευτεριά μας. Να σφάξουμε
τον εχθρό και να υπερασπιστούμε την μητέρα μας Ελλάδα. Ήταν μεγάλη τιμή να
φόρας την φουστανέλα και το φέσι, άλλο που σε κάθε τάξη όλο γινόταν και πιο
αγκαρία και όχι “σικ”
Για μένα η πιο σημαδιακή χρονιά ήταν αύτη της τρίτης
δημοτικού .Ετοιμαστείτε για μπόλικο γέλιο.. Παρασκευή του Πάσχα ημέρα του κυρίου
εν έτη 1974 εν Αστρει Κυνουρίας. Όπως το είχε συνήθειο ο Θεός τις τότε εποχές
λαμποκοπούσε η φύσης όλη το Πάσχα Ο Ήλιος ,το πράσινο οι πασχαλιές και όλες οι
ανοιξιάτικες μυρουδιές με το που άνοιγες τα μάτια σου το πρωί. Εκείνη την
μεγάλη μέρα του χωριού μας μόλις ξύπνησα, έκανα τα προκαταρκτικά ένιψα τα
μούτρα μου στην βρύση, μπήκα στην κουζίνα. , Τότε το “μέρος” ήταν εξωτερικό
δωμάτιο του σπιτιού, το ίδιο και η “καλημέρα” διπλά στην βρύση. Το ίδιο και η
κουζίνα δεν είχε εσωτερική πρόσβαση από το υπόλοιπο το σπίτι μας. Η “κουζίνα”
όμως ήταν και το κεντρικό σημείο που περνούσαμε τις πιο πολλές ώρες της ημέρας
στο σπίτι μας στο Γιαλό. Πλύθηκα και μπήκα στην κουζίνα και ευθύς με πηρέ η
μυρουδιά από “νυχάκι”. Χαρακτηριστική μυρουδιά, το νυχάκι ήταν μέρος του
αντισκωρικού εξοπλισμού της νοικοκυράς το οποίο και έβαζαν σε ρουχισμό με
ειδικό βάρος και άξια. Τέτοια αξία και ειδικό βάρος είχε και η Φουστανέλα μας.
Οικογενειακό κειμήλιο περασμένο από χρόνο με χρόνο σε κάθε νεώτερο << ανήρ>> την φαμελιάς.
Είχε έρθει επιτέλους η σειρά μου. Για τα επόμενα τρία η τέσσερα χρονιά ανάλογα
την ανάπτυξη μου η Φουστανέλα ήταν όλη δίκη μου. Άσπρη άσπρη με τις τετρακόσιες (400) πιέτες
της σιδερωμένες μια παστρικά και με περηφάνια από την μάνα μου. Το κόκκινο το φέσι και το μεταξωτό το μαύρο
το γιλέκο, άλλα το νυχάκι νυχάκι, και το άτιμο δεν έφευγε γρήγορα απ τα
ρουθούνια..
Ο Μητσιος μικρός σε στιγμές Εθνικής υπερηφάνειας μαζί με τον αδερφό του και τον ξάδερφο τους.
Την είχε βγάλει η μάνα μου από μέρες, την σιδέρωσε και την είχε απλώσει στην ντιβανοκασέλα στο καλό δωμάτιο των ξένων, στη σάλα. Γι αυτό και δεν την είχα δει, άλλα σήμερα ήταν εκεί στην κουζίνα απλωμένη με προσοχή κομμάτι κομμάτι. Πάνω στο τραπέζι ήταν η φουστανέλα, η πουκαμίσα, το γιλέκο, το φέσι, τα τσαρούχια, το σιλάχι δερμάτινο ωραίο πολυκαιρινό, το μεταξωτό μαντήλι, οι καλτσοδέτες, το άσπρο μακρύ καλτσόν, όλα στην εντέλεια, και για μένα, γέλασαν και τ αυτιά μου. Ε! Ρε! Χαρές!! Ποιος με πιάνει σήμερα, τέτοια συγκίνηση σαν να γίνεσαι <<άντρας>> πρώτη φορά, ή κάπως έτσι. Το μόνο που με στενοχωρούσε ήταν πως δεν είχα το μουστάκι που της έπρεπε τέτοιας Περήφανης φορεσιάς. Ούτε τα κουμπούρια και Λαζομάχαιρα που έπρεπαν στο σιλάχι. Σιγά - σιγά θα τα αποκτήσουμε κι αυτά. Στο μυαλό μου ήρθε η Ιστορία του μικρού του Θεοδωράκη του Κολοκοτρώνη όταν η μάνα του, του φανέρωσε τα κρυμμένα άρματα του πατέρα του. Που ξέρεις ίσως μόλις μεγαλώσω λίγο ακόμη να έχω και εγώ να μου φανερώσουν τα κρυμμένα τ άρματα. Αλλά τι λέω. Εμένα ο πατέρας μου ήταν θνητός, όπως και οι χρόνοι που ζούσαμε, θνητοί και ασήμαντοι. Δεν είχαν ηρώους και παλικάρια Αλόγατα και καριοφίλια, γιαταγάνια που κόβαν το Τούρκικο κεφάλι σαν να ήταν κολοκύθα. Δεν είχε μπαρουτόβολα και τα αμφισβητούμενα κρυφά σχολειά. Ειχε μονάχα ανθρωπάκια με γαϊδούρια και μουλάρια, που θέριζαν σανό και γέννημα. Φορούσαν ντρίλινα μπαλωμένα παντελόνια και παπούτσια. Πήγαιναν στο τσαγκάρικο πιο συχνά απ ότι πάνε οι γυναίκες εκκλησιά. Άδοξοι καιροί. Θνητοί γεμάτοι με φτώχια γι αυτό και την σήμερον ημέρα ο Ήλιος έλαμπε. Ήταν όλα λαμπρά και γιορτινά γιατί σήμερα βάζαμε τα γιορτινά μας. Τις φουστανέλες μας, τα φέσια μας και τα τσαρούχια μας. Παίζαμε τα ηρωικά μας εμβατήρια, γινόμαστε ήρωες του εικοσιένα έστω και στα ψέματα. Μυρίζαμε την δάφνη και το λιβάνι ακούγαμε τους μεγάλους λόγους και ψαλμούς τις ανδραγαθίες και μεγάλες πράξεις. Εμένα να μου λείπει το μουστάκι !! Αδικία μεγάλη αδικία άλλα τι να κάνω, θα την δεχτώ. Αυτά και αυτά σκαφτόμουνα όταν η μάνα με “ξύπνησε” .Έλα εδώ στο νεροχύτη να πιεις το γάλα σου, όχι στο τραπέζι να μην λερώσεις τη στολή.
Ο Μητσιος μικρός σε στιγμές Εθνικής υπερηφάνειας μαζί με τον αδερφό του και τον ξάδερφο τους.
Την είχε βγάλει η μάνα μου από μέρες, την σιδέρωσε και την είχε απλώσει στην ντιβανοκασέλα στο καλό δωμάτιο των ξένων, στη σάλα. Γι αυτό και δεν την είχα δει, άλλα σήμερα ήταν εκεί στην κουζίνα απλωμένη με προσοχή κομμάτι κομμάτι. Πάνω στο τραπέζι ήταν η φουστανέλα, η πουκαμίσα, το γιλέκο, το φέσι, τα τσαρούχια, το σιλάχι δερμάτινο ωραίο πολυκαιρινό, το μεταξωτό μαντήλι, οι καλτσοδέτες, το άσπρο μακρύ καλτσόν, όλα στην εντέλεια, και για μένα, γέλασαν και τ αυτιά μου. Ε! Ρε! Χαρές!! Ποιος με πιάνει σήμερα, τέτοια συγκίνηση σαν να γίνεσαι <<άντρας>> πρώτη φορά, ή κάπως έτσι. Το μόνο που με στενοχωρούσε ήταν πως δεν είχα το μουστάκι που της έπρεπε τέτοιας Περήφανης φορεσιάς. Ούτε τα κουμπούρια και Λαζομάχαιρα που έπρεπαν στο σιλάχι. Σιγά - σιγά θα τα αποκτήσουμε κι αυτά. Στο μυαλό μου ήρθε η Ιστορία του μικρού του Θεοδωράκη του Κολοκοτρώνη όταν η μάνα του, του φανέρωσε τα κρυμμένα άρματα του πατέρα του. Που ξέρεις ίσως μόλις μεγαλώσω λίγο ακόμη να έχω και εγώ να μου φανερώσουν τα κρυμμένα τ άρματα. Αλλά τι λέω. Εμένα ο πατέρας μου ήταν θνητός, όπως και οι χρόνοι που ζούσαμε, θνητοί και ασήμαντοι. Δεν είχαν ηρώους και παλικάρια Αλόγατα και καριοφίλια, γιαταγάνια που κόβαν το Τούρκικο κεφάλι σαν να ήταν κολοκύθα. Δεν είχε μπαρουτόβολα και τα αμφισβητούμενα κρυφά σχολειά. Ειχε μονάχα ανθρωπάκια με γαϊδούρια και μουλάρια, που θέριζαν σανό και γέννημα. Φορούσαν ντρίλινα μπαλωμένα παντελόνια και παπούτσια. Πήγαιναν στο τσαγκάρικο πιο συχνά απ ότι πάνε οι γυναίκες εκκλησιά. Άδοξοι καιροί. Θνητοί γεμάτοι με φτώχια γι αυτό και την σήμερον ημέρα ο Ήλιος έλαμπε. Ήταν όλα λαμπρά και γιορτινά γιατί σήμερα βάζαμε τα γιορτινά μας. Τις φουστανέλες μας, τα φέσια μας και τα τσαρούχια μας. Παίζαμε τα ηρωικά μας εμβατήρια, γινόμαστε ήρωες του εικοσιένα έστω και στα ψέματα. Μυρίζαμε την δάφνη και το λιβάνι ακούγαμε τους μεγάλους λόγους και ψαλμούς τις ανδραγαθίες και μεγάλες πράξεις. Εμένα να μου λείπει το μουστάκι !! Αδικία μεγάλη αδικία άλλα τι να κάνω, θα την δεχτώ. Αυτά και αυτά σκαφτόμουνα όταν η μάνα με “ξύπνησε” .Έλα εδώ στο νεροχύτη να πιεις το γάλα σου, όχι στο τραπέζι να μην λερώσεις τη στολή.
-Τι γάλα ρε μάνα δεν πίνω γάλα του καλού καιρού τώρα θα πιω ; Δεν έχει
κάνα αυγό μάτι όπως μου αρέσει;
- Όχι μου λέει αν δεν θέλεις γάλα θα πας νηστικός, θα φας μετά την
παρέλαση.
-Τι λες ρε μάνα της λέω νηστικός;
νηστικό αρκούδι δεν χορεύει.
-
Δεν έχω ώρα μου λέει έλα να τελειώνουμε να σε ντύσω. Μετά να ‘τοιμαστώ και ‘γω.
Να πάτε με τον αδελφό σου στο σχολείο και να ‘ρθητε μετά την παρέλαση στου
θείου του Γιάννη. Η συνηθισμένη Κυριακάτικη και γιορτινή ρουτίνα. Μετά από την
εκκλησία η παρέλαση η οτιδήποτε γιορτινό γίνονταν το πρώτο σημείο επαφής ήταν
στης Λέγκος του Θείου μου του Ξιουρόγιαννη. Εκεί μαζευόμαστε άλλες φορές
τρώγαμε εκεί το μεσημέρι και το βράδυ στο δικό μας σπίτι η το ανάποδο., Αν δεν
υπήρχε φαΐ το λιγότερο έπιναν τον καφέ τους. Μετά την εκκλησία και μετά στου
Γαϊτάνη τον φούρνο για το ταψί.
Αυτές ήταν εποχές!! Αυτές ήταν ημέρες σχόλης!!
Μοσχομύριζε η πλατεία μέρα μεσημέρι!! Αυτά τα θνητά τ ανθρωπάκια με την
εκκλησία τους και τα λιβάνια τους. Τα πατσουλιά και τις καλές τους φορεσιές.
Κυριακή στο Άστρος ίσον γιορτή ο φούρνος του Γαϊτάνη και πιο πάνω του Γωνιά, με
τα ψητά , τα ταψιά με τα γεμιστά, το αρνί ή τον κόκορα. Όλη η νοικοκυρίστικη
τέχνη σ’ αυτά τα σημεία του χωριού σε μορφή ευωδίας. Μια συμφωνία από ήλιο,
μυρουδιά και λαμπρότητα. Αυτό θα πει γιορτή και σχόλη, Μια Κυριακή από την
εποχή τότε μιαν Κυριακή μεσημέρι στην πλατεία του Άστρους.
Με εθνικές ενδυμασίες στο Τίλιο.
Στα δικά μας πάλι νηστικό αρκούδα δεν χορεύει και η μάνα μου βιάζονταν να με ντύσει φουστανελά για πρώτη φορά. Παρασκευή του Πάσχα και άρχισε να με ντύνει. Πρώτα το καλτσόν που μου πέσε λίγο μακρύ. Ο προηγούμενος που φόρεσε την στολή τούτη ήταν ο αδελφός μου ο Γιωργής. Η μάνα μου έκανε λάθος υπολογισμό. Ο Γιωργής έχει δυο φορές τα πόδια τα δικά μου. Αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες σε μεροκαματιάρικες φαμελιές. Υπάρχουν και παραμάνες οπότε μόλις φόρεσα την πουκαμίσα την έβαλε μέσα στις κάλτσες σώβρακο η μάνα μου. Άρχισε να τα δένει με παραμάνες να τα σιγουρέψει όπως έπρεπε. να μην μου πέσει το καλτσόν όταν περιπατάω, μετά τις παραμάνες μου είπε να περπατήσω για να δει. Όλα καλά, η σειρά της φουστανέλας. Ήταν μεγάλη και αύτη. Έπρεπε να την γυρίσει κάνα δυο φορές και να την πιάσει κι αυτήν με παραμάνα. Θα μπει και το σιλάχι και δεν θα φάνει μου είπε. Εγώ είχα κατεβάσει μούρη απ τις πολλές παραμάνες. Πάλι η ίδια πρόβα περπάτα μου λέει , περπάτησα εγώ, όλα καλά. Αμ δε !!! Το σώβρακο - καλτσόν επειδή ηταν πιο μακρύ το άνοιγμα που ειχε για ‘’ ειδικές ανάγκες’’ τώρα ηταν άχρηστο. Γιατι ηταν σχεδόν στον αφαλό μου και όχι εκεί που έπρεπε!!! Το χειρότερο ηταν στερεωμένο με παραμάνες. Όχι μόνο νηστικό αρκούδι αλλα και μουνουχισμένο απο ότι δείχνει!!! Σάμπως εχει βάσανο να είσαι ήρωας φουστανελάς !! Άρχισα να σκέφτομαι. Έλα με σκούντηξε η μάνα μου πάλι ονειροπαρμένο είσαι σήμερα .; Ξύπνα. Μετά την πρόβα η σειρά για το σιλάχι. Το πιο αγαπημένο κομμάτι της στολής αυτο περίμενα να φορέσω πιο πολύ απ όλα. Αν μου ειναι μεγάλο, θα γίνει χαμός της λέω. Δεν πάω πουθενά, έβγαλα ρούτζα πριν καλά - καλά μου δέση σιλάχι. τσιλάχι. - Ηρέμησε μου λέει εχει ζωστήρα το σιλάχι και δένει σαν λουρίδα. Ουφ!! Ξαλάφρωσε τώρα η έγνοια μου. Ηταν που δεν είδα άρματα να το γεμίσω… έστω και το χασαπομάχαιρο που λέει ο λόγος. Παρά μόνο ενα πλαστικό ξεθωριασμένο λάζο απο τις Απόκριες. Τι ντροπή !! τι ντροπή, Συχωρέστε με μεγάλοι μου πρόγονοι δεν φταίω . Η μάνα μου, ο πατέρας μου και οι δάσκαλοι που δεν το επιτρέπουν αληθινά άρματα . Αλλιώς εγώ που με βλέπετε θα ήμουνα αρματωμένος μέχρι το λαιμό. Δεν ειμαι Χέστης εγώ , δεν φταίω…υπολόγισα πως θα ξέρουν τι παίζει γατί δεν είμαι ο μόνος ξαρμάτωτος φουστανελάς, όλοι μας ξαρμάτωτοι είμαστε στην σειρά σε μια παρέλαση. Αρματωμένοι μονάχα είναι εκείνοι οι τυχεροί στην αναπαράσταση…αχ!! Εκείνη η περικεφαλαία του Κολοκοτρώνη αυτο κι αν δεν ηταν πράμα τιμής και δόξας. Εκείνα τα λαμπρά τα γιαταγάνια και τα μακρύκανα τα καρυοφύλλια (ας ηταν καραμπίνες και δίκαννα κυνηγετικά)
Με εθνικές ενδυμασίες στο Τίλιο.
Στα δικά μας πάλι νηστικό αρκούδα δεν χορεύει και η μάνα μου βιάζονταν να με ντύσει φουστανελά για πρώτη φορά. Παρασκευή του Πάσχα και άρχισε να με ντύνει. Πρώτα το καλτσόν που μου πέσε λίγο μακρύ. Ο προηγούμενος που φόρεσε την στολή τούτη ήταν ο αδελφός μου ο Γιωργής. Η μάνα μου έκανε λάθος υπολογισμό. Ο Γιωργής έχει δυο φορές τα πόδια τα δικά μου. Αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες σε μεροκαματιάρικες φαμελιές. Υπάρχουν και παραμάνες οπότε μόλις φόρεσα την πουκαμίσα την έβαλε μέσα στις κάλτσες σώβρακο η μάνα μου. Άρχισε να τα δένει με παραμάνες να τα σιγουρέψει όπως έπρεπε. να μην μου πέσει το καλτσόν όταν περιπατάω, μετά τις παραμάνες μου είπε να περπατήσω για να δει. Όλα καλά, η σειρά της φουστανέλας. Ήταν μεγάλη και αύτη. Έπρεπε να την γυρίσει κάνα δυο φορές και να την πιάσει κι αυτήν με παραμάνα. Θα μπει και το σιλάχι και δεν θα φάνει μου είπε. Εγώ είχα κατεβάσει μούρη απ τις πολλές παραμάνες. Πάλι η ίδια πρόβα περπάτα μου λέει , περπάτησα εγώ, όλα καλά. Αμ δε !!! Το σώβρακο - καλτσόν επειδή ηταν πιο μακρύ το άνοιγμα που ειχε για ‘’ ειδικές ανάγκες’’ τώρα ηταν άχρηστο. Γιατι ηταν σχεδόν στον αφαλό μου και όχι εκεί που έπρεπε!!! Το χειρότερο ηταν στερεωμένο με παραμάνες. Όχι μόνο νηστικό αρκούδι αλλα και μουνουχισμένο απο ότι δείχνει!!! Σάμπως εχει βάσανο να είσαι ήρωας φουστανελάς !! Άρχισα να σκέφτομαι. Έλα με σκούντηξε η μάνα μου πάλι ονειροπαρμένο είσαι σήμερα .; Ξύπνα. Μετά την πρόβα η σειρά για το σιλάχι. Το πιο αγαπημένο κομμάτι της στολής αυτο περίμενα να φορέσω πιο πολύ απ όλα. Αν μου ειναι μεγάλο, θα γίνει χαμός της λέω. Δεν πάω πουθενά, έβγαλα ρούτζα πριν καλά - καλά μου δέση σιλάχι. τσιλάχι. - Ηρέμησε μου λέει εχει ζωστήρα το σιλάχι και δένει σαν λουρίδα. Ουφ!! Ξαλάφρωσε τώρα η έγνοια μου. Ηταν που δεν είδα άρματα να το γεμίσω… έστω και το χασαπομάχαιρο που λέει ο λόγος. Παρά μόνο ενα πλαστικό ξεθωριασμένο λάζο απο τις Απόκριες. Τι ντροπή !! τι ντροπή, Συχωρέστε με μεγάλοι μου πρόγονοι δεν φταίω . Η μάνα μου, ο πατέρας μου και οι δάσκαλοι που δεν το επιτρέπουν αληθινά άρματα . Αλλιώς εγώ που με βλέπετε θα ήμουνα αρματωμένος μέχρι το λαιμό. Δεν ειμαι Χέστης εγώ , δεν φταίω…υπολόγισα πως θα ξέρουν τι παίζει γατί δεν είμαι ο μόνος ξαρμάτωτος φουστανελάς, όλοι μας ξαρμάτωτοι είμαστε στην σειρά σε μια παρέλαση. Αρματωμένοι μονάχα είναι εκείνοι οι τυχεροί στην αναπαράσταση…αχ!! Εκείνη η περικεφαλαία του Κολοκοτρώνη αυτο κι αν δεν ηταν πράμα τιμής και δόξας. Εκείνα τα λαμπρά τα γιαταγάνια και τα μακρύκανα τα καρυοφύλλια (ας ηταν καραμπίνες και δίκαννα κυνηγετικά)
Που θα μου πάει θα μεγαλώσω δεν θα μεγαλώσω; και μουστάκι
θα βγάλω και Κολοκοτρώνης θα γίνω και Καραϊσκάκης και Νικηταράς Τουρκοφάγος
ξακουστός !!!! “Έχω στον Π.. σο μου βιολιά, έχω και
τουμπελέκια κι όπως γουστάρω τα βαρώ και σπάω τα ζεμπερέκια….” ή το άλλο
“Νικηταρά Νικηταρά που χεις στα πόδια σου φτερά..“…
Πέρασε και το σιλάχι έδεσε κι αυτο ευτυχώς χωρις
παραμάνες και ήρθε το γιλέκο Μαύρο και λεπτοδουλεμένο με τις όμορφες βελονιές
και τα σχέδια πάνω του, “Καλό” γιλέκο της εκκλησιάς όχι το καθημερινό, μονάχα
που μύριζε νυχάκι έντονα.. ηταν όπως και η υπόλοιπη στολή οικογενειακό κειμήλιο
όποτε η συντήρηση τους ηταν ιερή, το γιλέκο ειδικά ειχε την δικιά του Ιστορία.
Δεν ηταν κομμάτι απο στολή διακοσμητή όπως και η φουστανέλα. Ηταν φορεσιά τον
παππούδων μου, των προγονών μου. Όπως έμαθα δεν ηταν απο έναν πάππου μόνο, το
φέσι πουκαμίσα και η φουστανέλα , ήταν του παππούλη μου του Δήμου. ( Ήρωας έπεσε υπέρ πατρίδος στη Μικρασιατική
εκστρατεία ) .Το σελάχι και το γιλέκο ήταν του γέρο Στρεβλάκου - του γεροντα
που στο ‘’Κρασί του Νταρμου ‘’ο Δήμος έβαλε τα καρβουνά στις αρβύλες….. Με έντυσε λοιπόν με ’τοιμασε μ έφτυσε για το
κακό το μάτι!! Με έστειλε στο δρόμο μου με
τον αδερφο μου για το δημοτικό ,πηγε στο μέσα σπίτι να ‘τοιμαστεί για την
εκκλησία. Πριν φύγουμε λέω του αδερφού μου ότι πεινούσα κι έπρεπε να φάω κάτι.
Γρήγορα συμφωνήσαμε γιατι κι αυτος πείναγε κάναμε επίθεση στο μπακιρένιο
τέτζερο. Εδώ έκρυβε τα γλυκά και τα
κουλούρια. Πετύχαμε διάνα το βρήκαμε με μελομακάρονα και γαλοκούλουρα. Τα
μελομακάρονα ήσαν απο πιο παλια στον
πάτο. Τα γαλοκούλουρα ηταν απ το Πάσχα
εγώ προτιμούσα τα μελομακάρονα. Καταβρόχθισα τέσσερα μέχρι να προλάβει ο αδερφό
μου να πάρει τα γαλοκούλουρα. Τα δίπλωσε σε χαρτί για να τα φάμε στο δρόμο.,
Αφού κάναμε την αναποδιά μας πήραμε το στρατί, για το σχολείο. Δεν πήγαμε απο εκεί που
κόβαμε δρόμο, απο πίσω απ του Κεφαλόπουλου . Προχωρήσαμε κανονικά από το δρόμο της πλατείας γιατί δεν
έπρεπε να λερώσω την φουστανέλα. Βγήκαμε στο δρόμο πρώτη η Θεια Χαρίκλεια μ
έφτυσε για την λεβεντιά μου!! Μέχρι να βγούμε κάτω είχα αρκετό ξεμάτιασμα απ
όλη την γειτονιά να ξορκίσω τα παλιομάτια για κανα αιώνα. Κάτω στου θείου του Θανάση συναντήσαμε και αλλα
παιδιά συμμαθητές. Μου λέει ο αδερφός
μου πήγαινε εσύ με τους δικούς σου κι εγώ με τους δικούς μου. Πήγαινε βλέπεις γυμνάσιο και δεν ηταν και άτι
το καλύτερο να ειδωθεί με τα μικρά του δημοτικού. Οπότε δωρίσαμε. Ο θειος μου ο
Θανάσης ο Ξιούρας, καλή ώρα στην ψυχή
του ηταν άνθρωπος καλόβουλος και έξω καρδιά. Πολύ μα πολύ καλός φίλος με τον Βάκχο. Το πήγαινε
τσίμα -τσίμα με τον Μητσέα για το ποιος ήταν ο αρχηγός τον βαρελοφρόνων. Μετά
αποφασίστηκε πως είχαν πολλες δόγες ακόμα μέχρι να φτάσουν τον θείο μου τον
Πάνο τον Κρεμμύδα και τον Ντρούτσια των Βερβένων. Ο θειος ο Θανάσης πιστός
βαρελόφρων λοιπόν και ξακουστός σαμαρτζής. Με ειχε διδάξει πως το βούτιμο εκτός
απο γέμιση για τα σαμάρια ηταν καλό για προπόνηση τσιγάρου. Εάν αποφάσιζα να
γίνω καπνιστής, έπρεπε ν αρχίσω απο το βούτιμο πριν ακομα πάρω προαγωγή στις
γόπες. Τι μου ήρθε λοιπόν στο νου; το βρήκατε !! Να ανάψω ένα κομμάτι βούτιμο
να καπνίσω τα σεκλέτια μου για το μουστάκι και το άδειο μου σιλάχι. Αυτό έκανα.
Ήξερα τα κατατόπια στο εργαστήριο του θειου μου. Έκοψα ένα κομμάτι βούτημα πήρα
και τα σπίρτα απ το πετρογκάζι στην κουζίνα και δρόμο για το δημοτικό. Έφτασα
στου Παπαδάκου το εργοστάσιο. Άναψα, μετά από τον συνηθισμένο βήχα σχεδόν
ξέρασμα ήρθε το σώμα και δέχτηκε τον καπνό. Οι υπόλοιποι συνοδοιπόροι άρχισαν
το θαυμασμό σε τούτον τον άντρακλα φουστανέλα που φουμάρει βούτιμο. Πορευτήκαμε
προς το σχολείο μας να λάβουμε μέρος στην παρέλαση και την γιορτή.
Παρέλαση στο Άστρος υπό βροχή .
Παρέλαση στο Άστρος υπό βροχή .
Μετά τα σχετικά στοιχιθείτε και τα της παρελάσεως
προκαταρκτικά έδωσε ο Θεός. Αρχίσαμε να προελαύνομε περήφανα νιάτα με περίσσια
λεβεντιά και καμάρι. Άρχισε η γκαργκάσα (το τύμπανο) το ρυθμό της. Ο Αέρας δεν
ειχε αποκτήσει όλες τις Μουσικές του γνώσεις και δεν είχαμε φιλαρμονική. Η
φιλαρμονική ηταν του στρατού. Την είχαν στημένη στην πλατεία αρκετά πιο μπροστά
απο εμάς τους μικρούς.. Εν δυο εν δυο…..
Πηγαίναμε όμορφα και καλά μέχρι που το στομάχι μου άρχισε
τα παρατράγουδα. Το Βούτιμο και τα μελομακάρονα είχαν κάνει θραύση. Το
μεγαλύτερο κόψιμο μου έκανε επίθεση, ο χαμός!! Άρχισα να διπλώνω τα πόδια μου
και να σφίγγω τα γόνατα μου μαζί. Που να κάνω βήμα σωστό η κοιλιά μου ειχε
γίνει ταμπούρλο κανονικό και πόνο!! Πόνο!! Να δουν τα μάτια σου. Είμαστε στα δύσκολα είχαμε περάσει του
μπαρμπα Αποστόλη του Χασαπογιάννη. Παρελαύναμε
ακάθεκτοι για την πλατεία και τους επίσημους. Ο Κόσμος απο κάθε πλευρά
κλοιός κανονικός. Ένοιωθα όλα τα μάτια
πάνω μου. Είχα πανιάσει απο το κόψιμο και τον πόνο, έσφιγγα τα δόντια μου για
το αναπόφευκτο. Δεν το βλέπω να φτάσω εκκλησία. Άρχισαν οι κλανιές , τα πιο
δύσκολα ηταν θεμα δευτερόλεπτων . Εν δυο εν δυο, φτού σου !! ώρα κακιά και
κακία στιγμή. Με φάγανε ύπουλα οι κακίες συνήθειες!!!! Το φαΐ και το κάπνισμα,
τωρα δεν κρατιόμουν με τίποτα. Δεν με κράταγαν ούτε ο κόσμος ολόγυρα ούτε τα
παλαμάκια ούτε η κυρία Κανένας!! Έπρεπε να αποδράσω αλλιώς την τιμημένη θα την
λέρωνα και όχι με χώμα…!!! Με το που
φτάσαμε στο μανάβικο το Γιώργη του Γαϊτάνη υπολόγιζα να κάνω για την σούδα προς του θειου μου του
Ξιουρόγιαννη. Αλλα ήμουν απο την άλλη
πλευρά κατά το μέρος της πλατείας. Εδώ
ειχε πιο πολυ κόσμο, στο περίπτερο του μπάρμπα Γιώργη του Τζιάβρα – Βλαχάκη. Έδωσα
ύλη και οστά στον ‘’ Φουστανελά Φουστανελά που χεις στα ποδιά σου φτερά ‘’ Σπάω τον κλοιό και άρχισα την πιλαλά (που
λεμε και εμεις οι χωριάτες). Δρόμο και
όπου φύγει - φύγει. Στην Κοινότητα έκανα
το μοιραίο λάθος μου πήγα για τις κοινοτικές τουαλέτες .και Οι Σκάλες με
πρόδωσαν άρχισε η κάθοδος τον μελομακάρονων με βροντές και αστραπές . Δεν
προλαβαίνω τίποτα στο δεύτερο σκαλοπάτι ξαναγύρισα στο δρόμο και πίσω απο τον
φούρνο του Πάνου του Σαβούρδου. Απέναντι υπήρχε ενα σπιτάκι για τους εξόριστους
. Είπα πως θα μπορούσα να κρυφτώ μεταξύ το σπιτάκι αυτο και τον τοίχο του
εργοστάσιου. Θα τα κατέβαζα να γλιτώσω ότι πλέον μπορούσα, αλλα τζίφος. Και όχι μόνο . Αυτές οι παραμάνες αυτές οι
άτιμες οι παραμάνες με φάγανε μπαμπέσικα.. Όρισε πλέον η ροή μέχρι τα τιμημένα
μου τσαρούχια τωρα η αγωνία μου και το σφίξιμο στα δόντια μετατρεπόταν σε κλάμα
και τι κλάμα σχεδόν μοιρολόι , δρόμο τον δρόμο τωρα πιο αργά Με ανοιχτά τα ποδιά να φτάσω στο
περιβόλι μας λίγα μέτρα πιο κάτω ευτυχώς και να περπατήσω στο μονοπάτι. Να
φτάσω στο σπίτι, ντροπιασμένος και χεσμένος …Σκαρφάλωσα σιγά σιγά. Ευτυχώς λέω
που δεν με είδε κανένας γιατί όλοι τους ήταν στην πλατεία και ευτυχώς που δεν
ειχε αρχίσει το κακό νωρίτερα να με δουν όλοι… Έφτασα στο “Μέρος” αλλα αυτο που
χρειαζόμουνα τώρα ηταν το λάστιχο και όχι η τουαλέτα, με τα τσαρουχά μου
γεμάτα…και ο κεφάλι μου σκυφτό. Έβαλα το
λάστιχο στην βρύση και άρχισα να τα βγάζω σιγά σιγά…. Πρώτα τα τσαρούχια μετά
προσπάθησα να βγάλω την φουστανέλα μήπως και δεν την λέρωνα. Αλλά οι παραμάνες και το δίπλωμα που της ειχε
κάνει η μάνα μου αδύνατον να την βγάλω. Το ίδιο και με το καλτσόν με τίποτα άσε
που κάθε φορά που το τράβαγα προς τα κάτω όλο και πιο πολύ υλικό ταξίδευε στα
πόδια μου.. Δεν μπορούσα πια απογοητεύτηκα τελείως και μέχρι να έρθει η μάνα
μου ζήσε Μάη μου..
Τρεις ώρες μέχρι να γυρίσει η μάνα μου στο σπίτι . Είχα βγάλει τα τσαρούχια τα έπλυνα καλά και τα κρέμασα στο φράχτη. Η μάνα μου μόλις με είδε κλαμένο και στο μαύρο χάλι που ήμουνα ταράχτηκε μέχρι που της είπα το κακό που μου συνέβει. Δεν μπόρεσε η κακομοίρα να κρατηθεί άρχισε να γελάει Και όσο γέλαγε τόσο γινόμουνα θηρίο.. της άρχισα να της τα ψέλνω για τις παραμάνες και όλα αυτά που μου κάνε. Με έκανε ρεζίλι αλλά πιο πολύ την ξόρκιζα μην ΄πει τίποτα στον αδερφό μου. Της έλεγα να βιαστεί πριν έρθουν με τον πατέρα μου. Αλλά του κάκου μετά απο λίγα λεπτά ήρθαν κι αυτοί και όχι μόνο είχαμε και άλλους μουσαφιραίους. Το σοι όλο γιατι όπως είπα παραπάνω κάθε Κυριακή και σχόλη μαζευόμαστε η στο ενα σπίτι η στο άλλο Και ετσι αναρώτησαν όλοι γιατι κρεμόταν η φουστανέλα με τα μανταλάκια…….
Τωρα πως τα κατάφερα και ξέπλυνα τέτοια ντροπή και
συνέχισα να φοράω φουστανέλα σε όλο το δημοτικό δεν ξέρω πως έγινε. Είναι κι αυτό
απ τα μυστήρια της Θυρεατιδας ανατροφής. Μήπως ήταν η γειτονιά ; το ανέμελο
παιχνίδι; η Λατσινιά με τα παιδιά ; το Μπαμ- μπουμ; το διπλό; η ελεύθερη
φαντασία που δεν ειχε φυλακίσει η ανύπαρκτη τηλεόραση; Ίσως οι Ιστορίες της μάνας για αλλα περιστατικά,
που μου λέγε οταν με ξέντυνε απ την λερωμένη μου την φορεσιά. Προσπαθούσε να με
κάνει να γελάσω, αντί να κλαίω. Μπορεί και να ηταν ο πατέρας που κι αυτος μου
λέγε για τον τάδε και εκείνον και τον άλλον που τα είχαν “κάνει”. Σίγουρα δεν
ηταν ο αδερφός μου που απο πίσω τους μου έκανε μουτσουνιές και σκεφτόταν τι
παρατσούκλι θα μου κόλλαγε !!
Το βράδυ πήγαμε στην πλατεία να δούμε τους προσκόπους και
την λαμπαδοφορία. Μετά γυρίσαμε στο σπίτι και ανεβήκαμε με τον πατερα μου στην
ταράτσα να τους δούμε που φτάσανε στην
Απάνω γειτονία στο βουνό. Εκεί γράψανε
με φωτιές ζήτω η 21η Απριλίου 1967 !!!!! Ύστερα ποιος ξέρει ίσως και να αποκοιμήθηκα
στην αγκαλιά του . Οταν μου ελεγε
παραμύθι για τον Νίκο που κατέβηκε το ποντίκι και του έφαγε τα μαλλιά. Ειχε κολλήσει η μαστίχα και τώρα δεν
φυτρώνουνε μαλλιά σ εκείνο το σημείο…….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου