Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

ΤΈΛΗ


   
               Γράφει  
ο Χριστόφορος Νικολάου.
         

Ήτανε ένα τριπολιτσιώτικο παγωμένο πρωινό του Δεκέμβρη. Έγλυφα το κατακάθι απ’ τον σκέτο, καπνίζοντας το τρίτο τσιγάρο. Έξω απ’ τη θαμπωμένη τζαμαρία ήτανε όλα κάτω απ' το μηδέν. Απέναντι τα γκριζόμαυρα μπετά της οικοδομής, μπροστά η γκριζόλευκη λεύκα και κάτω η άσφαλτος, πουδραρισμένη με παγόσκονη έβαζε την τελειωτική πινελιά. Ούτε αυτοκίνητο, ούτε ψυχή, ούτε νέκρα. Και οι συλλογισμοί μου, θολούρα μαύρη. Μια ασήκωτη μελαγχολία μου είχε κάτσει από προχτές που παρακολούθησα την εκδήλωση για τον Καρυωτάκη. Και που έρχονται Χριστούγεννα, πάντα με πιάνει. Το μόνο ευτύχημα, που δεν είχε μπει ακόμα πελάτης.

Την ησυχία τάραξε ο ταχυδρόμος. Με το μηχανάκι να στριγκλίζει σταμάτησε όξω απ’ την πόρτα, μπουρμπουλικωμένος, κατσούφης και αμίλητος μπήκε μέσα, πέταξε δυο τρία φάκελα πάνω στο γραφείο κι έφυγε αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Όταν συνήλθα, σηκώθηκα να κλείσω την πόρτα λοξοκοιτάζοντας τα φάκελα. Από Δ.Ο.Υ. έγραφε ένα και στη μελαγχολία μου προστέθηκε τώρα και μια απροσδιόριστη φοβία, κάτι σαν φίδια αρχίσανε να με ζώνουνε. Κάθισα και πήρα να τ’ ανοίξω.

Πράγματι, το πρώτο ήτανε απ’ τη Δ.Ο.Υ. αλλά για τα τέλη κυκλοφορίας, το περίμενα, ηρέμησα. Το δεύτερο, τιμολόγιο από προμηθευτή, τσουχτερό πάντως και με υπενθύμιση για σύντομη εξόφληση. Απομακρυνόντουσαν τα φίδια. Έγλυψα ακόμη μια φορά το φλιτζάνι και τράβηξα την τελευταία ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο.

Το τρίτο φάκελο ήτανε απ’ το Δήμο Βόρειας Κυνουρίας. Μια ζεστή αίσθηση με γέμισε αυτό το ΄΄Κυνουρία΄΄. Ήτανε για τη Μάννα μου που μένει στο χωριό αλλά το ταχυδρομείο τα φέρνει σε μένα. Άδικα θορυβήθηκα σκέφτηκα και τη θέση της μελαγχολίας πήρε τώρα μια γλυκιά νοσταλγία!
                                          Ταμπούρια, Αγκώνια, Κοκκινόβραχος. 
Μ’ όλες αυτές τις σκέψεις, είχα ανοίξει το φάκελο, είχα ξεδιπλώσει μια μεγάλη κόλα που είχε μέσα και την κοίταζα ασυναίσθητα. Το μυαλό μου ταξίδευε τώρα στο χωριό, στη Μάνα μου, στα παλιά χρόνια… Γιατί φύγαμε άραγε, τί δουλειά έχω εγώ τώρα πίσω απ’ αυτή τη τζαμαρία... Να ‘χω το σκύλο μου, τα κυνήγια μου, τα ζωντανά μου, τ’ αμπέλια, τις ελιές... Να μαζευόμαστε στο Κουί και να παίζουμε τις πρέφες μας και τις δηλωτές μας… Ή να μπαίνει ο ταχυδρόμος, να μη μου λέει καλημέρα και ν’ αφήνει και την πόρτα ανοιχτή... Να ‘μαι αραχτός στο τζάκι και ν’ αγναντεύω τ’ Αγκώνια, τον Πρόδρομο και τον Κοκκινόβραχο, το Μαλεβό...

Ξαφνικά, συνειδητοποίησα τι κρατούσα. Μαρμάρωσα. Ένας κρύος ιδρώτας άρχισε να με λούζει. Τα φίδια ζωντανέψανε κι αρχίσανε να αναδεύονται στη ραχοκοκαλιά μου... Τα μάτια μου και το μυαλό μου είχανε καρφωθεί στην επικεφαλίδα, γραμμένη με κεφαλαία μεγάλα και παχιά μαύρα γράμματα, σε άσπρο φόντο:
ΑΤΟΜΙΚΗ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΤΕΛΩΝ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ
Τα υπόλοιπα μικρά γράμματα δε θυμάμαι τι λέγανε κι ούτε θυμάμαι τι έγινε μετά.

Σήμερα, έχουνε περάσει καμιά δεκαριά μέρες, προσπαθώ ακόμη να συνέλθω. Να καταλάβω αν είμαι ζωντανός ή πεθαμένος. Και πόσο. Αυτό το ΑΤΟΜΙΚΗ δεν αφήνει αμφιβολίες. Βέβαια, αποδείξεις δεν υπάρχουνε, ούτε καν ενδείξεις και κανένας δεν μπορεί να μου πει που τελειώνει η ζωή και που αρχίζει ο θάνατος. Ή ποιο απ’ τα δύο προηγείται. Και σκέπτομαι, είναι δυνατόν όλος αυτός ο κόσμος που βλέπω και ζω να είναι κλεισμένος μέσα σ’ έναν τάφο με δημοτικά τέλη; Αδύνατον. Άρα είμαι ζωντανός. Ή έστω, ζωντανός νεκρός.
Δεκέμβρης 2002, Γιορβάσιος