Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

ΦΟΒΆΜΑΙ ΤΙΣ ΣΚΙΕΣ.


  

               
    



           Γράφει
Ο Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης.


Τρίπολη 11ο Σύνταγμα πεζικού, Δεύτερο Τάγμα, Δεύτερος Λόχος. 4η διμοιρία. Οκτώβρης 1979, μας μάντρωσαν για τα καλά. Αποφάσισα να καταταγώ νωρίς και να τελειώσω με την υποχρέωση προς την μαμά πατρίδα. Στο νου μου ήθελα να υπηρετούσα άλλη εποχή στο ίδιο σύνταγμα το ηρωικό του 11ο ΕΛΑΣ με άλλους λαϊκούς ηγέτες.
   Τον τωρινό διοικητή και τους αξιωματικούς μου τους έβλεπα αδιάφορα. Προσπαθούσα να μην έρχομαι σε επαφή μαζί τους. Τον μεγάλο τον συν/χη οι Τριπολιτσιώτες τον έλεγαν μέθυσο και μέγιστο χαρτόμουτρο! Λόγια της Αρβύλας ή αλήθεια πρόβλημα τους, μου ήταν αδιάφορο.
   Στην 4η διμοιρία ο εκπαιδευτής μας ήταν ένας ψηλός, μαυριδερός Μυτιληνιός δεκανέας. Πρώην ναυτικός μεγάλο παλιόμουτρο αλλά τον φέρνανε σε λογαριασμό οι μεγάλοι, οι παππούδες του λόχου. Αυτός έκανε κουμάντο και μας μυούσε στα μυστικά του στρατού. Στην εκατονσαράνταδυο – 142- σειρά είχαμε πολλούς επιστήμονες. Θυμάμαι γιατρούς, εκπαιδευτικούς, δικηγόρους, και κάποια παιδιά του πολυτεχνείου. Ανήκαν στη γενιά του Πολυτεχνείου που - εκτός εξαιρέσεων - μετά τα έκανε θάλασσα. Ελάχιστοι είμαστε γύρω στα είκοσι μας χρόνια οι άλλοι ήταν παππούδες!


                    Β τάγμα Πυροβολαρχία 18-4-1941 Αριστερά Γεώργιος Κανατάς-Κούκλος.
   Η βασική εκπαίδευση περιελάμβανε πολλά. Άλλα ήταν χρήσιμα άλλα βαρετά και ανιαρά. Ένα από αυτά ήταν η εκπαίδευση μας στις σκοπιές. Διπλοσκοπιές φύλαγμα για να μάθουμε. Μια από τις σκοπιές αυτές ήταν << Στο Συνηθισμένο Τόπο Εκτελέσεων >> στην Κατοχή και στον Εμφύλιο.
   Κτυπάγαμε γερμανικό νούμερο 12-2 τη νύχτα διπλοσκοπιά με ένα Γορτύνιο σειρά μου, τον Γεώργιο Π. ήταν γερό και καλό παιδί. Με πλησίασε και μου είπε σχεδόν τρέμοντας: << Λίγο ποιο κάτω από στο σημείο που είσαστε πίσω από το ρεματάκι, στα πεύκα στην Κατοχή και στο Β΄ Αντάρτικο είχαν γίνει πολλές εκτελέσεις….>>
   Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν; Νάτα μας, μου την έπεσε το Α2. Στο μυαλό μου ήρθε το Α2 του εμφυλίου με διοικητή τον περιβόητο Μαρκοπουλιώτη που έκανε πολλές προβοκάτσιες ακόμα και μαζικές εκτελέσεις με χειροβομβίδες στη γέφυρα του τραίνου κοντά στο χωριό Στενό.
 Φίλε πήγαινε στη θέση σου και δεν θέλω κουβέντες. Δεν γουστάρω να βγω αναφορά για κανέναν και για κανένα λόγο. Είχα ακούσει για το << Συνήθη τόπο εκτελέσεων>> αλλά το σημείο δεν το γνώριζα με ακρίβεια. Άρχισα να σκέπτομαι εδώ εκτέλεσαν αρκετούς πατριώτες που ανήκαν στο ΕΑΜ στο ΚΚΕ και αρκετούς προοδευτικούς ανθρώπους του τόπου μας.
Ή σειρά μου ήρθε ξανά κοντά μου ανήσυχος και είπε έμμετρα  «Γύραν τα ελατόκλαρα και ακούμπησαν στο χιόνι…. »  Άλλη έκπληξη. Το κωλόπαιδο περιμένει αν του απαντήσω με το όνομα του Πέρδικα…»  Σίγουρα είναι του Α2 το πάει φιρί- φιρί. Να κρατήσω ψυχραιμία μου ή να τον πλακώσω κατεβατές με το κοντάκι του Μ1 και ότι βγει;
…Άναψα το φακό. Αντίκρισα το πρόσωπο του παιδιού καταϊδρωμένο και κίτρινο παρ όλη την ψύχρα του Μαινάλου. Συνέχισε λέγοντας μου ότι στην σκοπιά του - είκοσι μέτρα ποιο κάτω - βλέπει σκιές, ότι κουνιούνται τα πεύκα και ότι φοβάται μην βγουν οι εκτελεσμένοι.
Το μαστίγιο! << Σκάσε ρε ηλίθιε αν σε έβαλε το Α2 δεν τσιμπάω . Άντε και γα…υ κόπανε. Αμέσως πέρασα στο καρότο, ήρεμα και αργά του είπα: «Φιλαράκο αν τα λες από το φόβο σου πρόσεξε μην μας ακούσουν. Άκου οι σκιές γίνονται από την αντανάκλαση του φωτός, κοίτα τα πεύκα πως τα κουνάει ο αέρας.» Πήγα μαζί του λέγοντας να μη φοβάται. «Να ξέρεις ότι οι νεκροί δεν βγαίνουν. Δεν υπάρχει τίποτα μετά θάνατο. Είναι όλα αυτά είναι παραμύθια...»
…Έκανα την τρομερή σκέψη και ανατρίχιασα. Μήπως πατάω τα κόκκαλα του Πέρδικα ή της Κόκκινης Δασκάλας Αθηνάς ή της  Καίτης; Αμέσως επανήλθα και μονολόγησα, σκέψου κάτι το ευχάριστο να περάσει η ώρα. Για ένα λεπτό ξανασκέφτηκα ότι θα ήθελα να βγει η Αθηνά η κόκκινη δασκάλα να την ρωτήσω κάποια πράγματα για τους Παρνωνίτες Ανυπότακτους. Αν ήταν παρούσα στην τιμωρία των χωροφυλάκων του Παναγέα κ.α.
   Θα ήθελα να έβγαινε ο Πέρδικας να τον ρωτούσα για την ενέδρα που πέρασε στην αθανασία. Τι συνέβη και δεν «γάζωσε» με το αυτόματο τους χωροφύλακες και τον πατριώτη μου τον ενωμοτάρχη…
 Ο Γορτύνιος συνάδελφος σίγουρα με είχε επηρεάσει. Τι κάνω τώρα; Μπλέξαμε. Ξανά μαστίγιο ποιο βαρύ αυτή τη φορά και ότι βγει. «Ρε σειρά για έλα κοντά μου, δεν ισχύουν αυτά που λες. Ρε κακομοίρη μου εσύ τρέμεις ολόκληρος! Φοβάσαι ρε; κοίτα μην κάνεις καμιά κίνηση και με ξηλώσεις με την ξιφολόγχη. Πρόσεχε, έχω κρατήσει μια σφαίρα από τη βολή.» Του έδειξα την σφαίρα που την φύλαγα στο τσεπάκι της φόρμας. «Αν ξανάρθεις κοντά μου οπλίζω και την τρως στο δόξα πατρί. Πήγαινε τώρα στη θέση σου και μη φοβάσαι. Πρόσεξε πέρασε η ώρα μη φοβάσαι, σε λίγο θα μας αλλάξουν.»
Λούφαξε, έκανε νευρικές βόλτες και δεν μου ξαναμίλησε. Τον παρακολουθούσα με την άκρη των ματιών μου. Ατένιζα προς το Μαίναλο και χαιρόμουν τον αέρα που κατέβαινε από τα πρόβουνα του. Αναλογιζόμουν ότι και αυτό είναι βουνό της λευτεριάς. Σκεπτόμουν ότι ο Πάρνωνας ήταν, είναι και θα είναι πάντα μπροστά. Καθόλου τοπικιστής ο νέος! Σήκωσα το κεφάλι μου και έψαξα νοητά τις δίδυμες κορυφές. Προχθές από ένα ψηλό σημείο τις είχα δει και είχα χαιρετήσει τον παππού μου τον Πάρνωνα. Τώρα η πυκνή ομίχλη και το ανάγλυφο του τόπου δεν μου επέτρεπαν να τις δω. 


                            Με δυο φίλους Δολιανίτες 1979 γήπεδο του Παναρκαδικού.
   Το πρωί στους νιπτήρες πλησίασα «τον φίλο» και του είπα να μην πει τίποτα σε κανένα από την στιχομυθία μας. «Αν πεις κάτι θα σε βγάλω τρελό. Θα έχεις μεγάλα ντράβαλα μαζί μου. Γνωρίζεις ότι αναγορεύεται να μιλάμε μεταξύ μας. Στο λέω στα ίσια θα πω ότι με ενοχλούσες και ότι εγώ δεν σου μίλησα μπίτι!»
   Πρόσεξα το φόβο στα καθαρά γαλανά μάτια του και τον λυπήθηκα. Τώρα μου έφυγε η υποψία ότι δούλευε για το Α2. Είναι προοδευτικός, θα τον εξομολογήσω εν καιρώ. Του υποσχέθηκα ότι θα τον βολέψω να κάνουμε σκοπιά στου Θάνα που είναι κοντά και οι πουτάνες!
   Είχα παρατήρησε ότι στον τσόγλανο το Μυτιληνιό δεκανέα άρεσαν τα γλυκά. Κρατούσε τα κουτιά με τα γλυκά και τα κουλούρια που έφερναν κάποιοι γονείς με το πρόσχημα ότι θα τα μοίραζε σε αυτούς που δεν παίρναμε δέματα. Έδινε λίγα και τα περισσότερα τα φαρμάκωνε, τα χλαπάκιαζε, τα καταβρόχθιζε! Μπράβο σοσιαληστής έλεγα μέσα μου.
…Παρακάλεσα έναν εξοδούχο Τριπολιτσιώτη και μου έφερε τέσσερις πάστες από του << Λάκη>>. Τον «δωροδόκησα» με τα γλυκά αν και αυτό ήταν ενάντια στις αρχές μου. Μου έκανε το χατίρι, τι του κόστιζε να μας βάζει σκοπιά στου Θάνα στην κεραία της ΥΕΝΕΔ όπου ήταν δίπλα τα κορίτσια! Έκτοτε ο Γιώργης δεν μου ξαναμίλησε για το θέμα. Μιλούσαμε, γίναμε φίλοι έκανε πλάκες και γελάγαμε αλλά για αυτό το θέμα μιλιά, άχνα, ίσως ντρεπόταν.
   Όταν απολυθήκαμε των τάξεων του στρατεύματος, ανταμώσαμε στην Αθήνα. Του έφερα την κουβέντα στο θέμα της διπλοσκοπιάς. Παραδέχτηκε ότι φοβόταν και ότι τότε του έδωσα θάρρος. Είπε ότι τον κατατρόμαξα με τη σφαίρα που του έδειξα και αυτός ήταν ο λόγος που καμώθηκε. Παραδέχτηκε ότι «Είχα σκοπό να σου μιλάω συνέχεια για να διώξω τον φόβο μου …»


                                        Η κλεμμένη σφαίρα αργότερα έγινε στυλό….
   Μου διηγήθηκε πολλές ιστορίες που είχε ακούσει στο χωριό το. Τότε πρωτοάκουσα Λαϊκό Διδασκαλείο στα Τρόπαια στο ίδιο κτήριο μετά από χρόνια ο φίλος μου πήγαινε Γυμνάσιο. Ανάφερε με σεβασμό τον Πάνο το Γεωργόπουλο, την Κιντή, την Μαντά, τον Κολλίτζα και τον Δήμο τον Πλατή. Οι μνήμες ζούσαν ακόμα στα λαϊκά στρώματα.
   Του έφερα το θέμα στο σήμερα. Μου απάντησε ότι είναι προοδευτικός άνθρωπος και ότι θα ψηφήσει ΠΑΣΟΚ! Του έκανα το σχετικό ψηστήρι. Τζίφος, βλέπεις οι υποσχέσεις των πολιτικάντηδων για εύρεση εργασίας και τα κλεμμένα συνθήματα του ΚΚΕ το 1981 έκαναν πολύ καλά τη δουλειά τους.
Αργότερα όταν «ο Λαός ήρθε στην εξουσία » Έγινε πρασινοφρουρός- κομματικός στρατός- διορίστηκε σε κάποια ΔΕΚΟ. Πληρωνόταν καλά και έλεγε ότι θα ξεφύγει οριστικά από τη φτώχια. «Έγινα μικρό, κομματοσκυλάκι αλλά βολεύτηκα »μου έλεγε γελώντας. Τον έλουζα με Γαλλικά τον έλεγα σκυλάκι ου Αντρέα, πρασινορουφιάνο κ.α. Δεν θύμωνε πότε και απαντούσε πάντα με χιούμορ. Τότε σκάγαμε στα γέλια.


Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

ΛΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ.


 






 Γράφει ο 
Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης. . ©
           
   Περίοδος Κατοχής, Πλατεία Αγιώργη στον Αγιάννη της Κυνουρίας- Αρκαδίας. Έκτακτη σύγκληση του Λαϊκού Δικαστηρίου στο Τουράκι μπροστά στην εκκλησιά. Στο χώρο αυτό πάλε ποτέ συνεδρίαζαν οι Προεστοί, οι Άρχοντες, οι Γουναράδες οι άνθρωποι των Τούρκων. Τώρα συνεδριάζουν απλοί λαϊκοί άνθρωποι αγρότες και κτηνοτρόφοι.
   Πρόεδρος ο Στράτος, Αντιπρόεδρος ο Στραβομίχαλος κατά κόσμο Μιχάλης Κουρόγιωργας. Μέλη ο Θανάσης, ο Κώστας, ο Ηλίας, ο Θοδωρής ο Μπουργέτης κ.α. Ο Τελευταίος παρ όλο που κλήθηκε στη συνεδρίαση δεν ήρθε γιατί έβγαζε κουτσουράκια στο χωράφι του στη Βρωμίστρα. Αντικαταστάθηκε από τον Ηλία που ήταν αναπληρωτής.
   Κατά καιρούς το Ε.Α.Μ.  άλλαζε η σύνθεση του λαϊκού δικαστηρίου. Φρόντιζε πάντα να διορίζει λαϊκούς δικαστές τίμιους και σοβαρούς ανθρώπους ανεξάρτητα αν ήταν μέλη του.
   «Ο Μουτζούρης διόρισε τον παππού σου αγροφύλακα. Ο καλός αυτός άνθρωπος και αντάρτης φρόντισε να έχουμε να φάμε γιατί... Ο Κρίγκος και η επιτροπή του Ε.Α.Μ το ενέκριναν. Αυτή την εποχή εγώ φύλαγα τα αμπέλια στην Αγιαπαρασκεύη πάνω από την Κρεββάτα- Δραγασιά. Ηταν στημένη ψηλά και ελέγχαμε όλη την περιοχή.
   Τότε τα αμπέλια και τα σπαρτά ήταν πολλά και οι άνθρωποι τα καλλιεργούσαν σωστά. Ήμουν δώδεκα χρονών, παρέα μου έκανε ο θειος σου ο Ντίνος που ήταν μικρότερος. Οι ιδιοκτήτες έδιναν την αμοιβή σε είδος, μούστο, σιτάρι, κριθάρι. Έτρωγε όλη η οικογένεια και με αυτά ζήσαμε στην Κατοχή.
   Αυτή την εποχή φυλάγαμε με προσοχή τ΄ αμπέλια γιατί τα σταφύλια είχαν ωριμάσει. Υπήρχαν τα ζουμερά σκυλοπνίχτια, ο ροδίτης, το μοσχοφίλερο, ο σιδερίτης, τα μαύρα και λευκά Καστρίτικα τα ευγενικά, τα μοσχοστάφυλα. Τα επιτραπέζια ήταν τα αετονύχια και η Κορινθιακή σταφίδα κάποιοι σκαφτιάδες την είχαν φέρει από τη Βόχα.
   Ψηλά από την «Κρεββάτα» αντίκρισα δυο πανύψηλους ανθρώπους με τέσσερα καλά μουλάρια «Κόρμπες» να κλέβουν τα αμπέλια πάνω από την Αγιαπαρασκεύη κοντά στο νεκροταφείο. Είχαν δέσει τα μουλάρια στην άκρη του δρόμου και με δυο μεγάλα τριατικά έκλεβαν σταφύλια, τι λέω έκλεβαν! Τρυγούσαν το αμπέλι. Σφύριξα και βολίδα έτρεξα στο σημείο της ζημίας. Έστειλα τον Ντίνο να ειδοποιήσει τον πατέρα στο καφενείο του Μακαρούνα.»

                                   ………Σημερινό αμπέλι στην Αγιαπαρασκεύη. ©
   «Φύγε από δω κακόπαιδο θα σε σκοτώσουμε στο ξύλο. Θα σε κομματιάσουμε και θα σε πετάξουμε στο ρέμα. Δρόμο ρε άφησε μας να κάνουμε τη δουλειά μας! Ξέρεις ρε ποιοι είμαστε εμείς;»
   «Ξέρω και παραξέρω είσαστε οι Ασπρογιαναΐοι, οι αρχικλεφταράδες από τα Κούτρουφα. Μην τολμήσετε να απλώσετε χέρι πάνω μου γιατί τώρα είναι στα πράγματα ο ΕΛΑΣ και θα τιμωρηθείτε αυστηρά. Αν ήταν παλιά σιγά που θα σας σταμάταγα» Τους τους είπε δυνατά και θαρρετά ο μικρός Αγροφύλακας. «Μπρος μαρς φορτώστε τα καλάθια με τα σταφύλια στα μουλάρια σας και γραμμή για το Λαϊκό δικαστήριο στον Αγιώργη.»
   Οι Ασπρογιαναΐοι έκαναν μεταξύ τους ολιγόλεπτη σύσκεψη. Ο μικρός αγροφύλακας είχε καθίσει σε απόσταση ασφαλείας και ήταν έτοιμος να το βάλει στα πόδια. Ο μικρότερος σε ηλικία κλέφτης ο Κώστας είπε τρομαγμένος στον αδελφό του τον Σταύρο, τον αρχικλεφταρά της περιοχές.
   «Σταύρο άδικος ο κόπος, μην πειράξεις το μικρό γιατί την πρώτη φορά γλυτώσαμε την εκτέλεση. Όπως ξέρεις ο ΕΛΑΣ εκτέλεσε εκείνο τον Μπαρμιτσιώτη που ήταν μεγαλύτερος κλέφτης από μας. Ο Άρης τον δίκασε στα Τσίτζινα. Θυμάσαι τότε που μας τραβάγανε; Θα μας είχαν παραχώσει στης Βαμβακούς το ρέμα. Μας γλύτωσε ο Κώστας ο Μουτζούρης τώρα ας καθίσουμε καλά.
   Παράτα δεν μας παίρνει να κάνουμε καμιά κίνηση. Ο πιτσιρικάς είναι καλά δασκαλεμένος. Πρόσεξε που και πως κάθετε; Είδα ότι ένα άλλο παιδάκι έτρεξε προς το χωριό. Σίγουρα πήγε να ειδοποιήσει τους χωριανούς και εκείνα τα καθίκια τους αντάρτες. Μπλέξαμε άσχημα. Πάμε τώρα στο λαϊκό δικαστήριο και ότι είναι να γίνει θα γίνει.»
   Γούρλωσαν τα μάτια τους οι χωρικοί που πίνανε το κρασάκι τους στην ταβέρνα του Σαραντόγιαννη όταν είδαν τον μικρό αγροφύλακα να οδηγεί τα θεριά τους Ασπρογιαναΐους στην πλατεία του Αγιώργη. Κάποιοι θαύμασαν τα ωραία μουλάρια τους. Οι περισσότεροι θαύμασαν το θάρρος και την αποκοτιά του μικρού ορφανού παιδιού. «Αλλάζουν τα πράγματα προς το καλύτερο.» Απεφάνθη με στόμφο ο θυμόσοφος γέροντας. «Για να δούμε τώρα πως και πόσο θα τους δικάσουν;»
   Σε μισή ώρα οι λαϊκοί δικαστές ήταν στη θέση τους. Εντωμεταξύ από το καφενείο του Κώστα του Μακαρούνα είχε έρθει ο πατέρας του παιδιού που πληροφορήθηκε τα καθέκαστα. Εκείνος κανονικά έπρεπε να καταθέσει αλλά πέρα παν΄ οι άλλοι…
   Ο Στραβομίχαλος ο πανέξυπνος τυφλός του Χωριού είχε ακούσει ότι το παιδί συνέλαβε τους κλέφτες. Στην θαμπάδα των ματιών του συνέχεια σκεπτόταν. Το κοφτερό μυαλό του έκρινε σκόπιμο ότι θα έπρεπε να καταθέσει ο μικρός! Το άγρυπνο μάτι του Ε.Α.Μ - ΕΛΑΣ ο Κρίγκος επιθυμούσε και αυτός να καταθέσει ο μικρός για λόγους προπαγάνδας. Ένα μικρό παιδί οδήγησε τους επικίνδυνους αρχικλέφτες στο λαϊκό δικαστήριο. Αυτό θα τόνωνε το αίσθημα ασφαλείας και θα έκανε καλή εντύπωση στους χωριανούς. Σίγουρα θα ανέβαζε το κύρος του Αντάρτικου. Ακόμα και οι αντιδραστικοί δεν θα μπορέσουν να αρθρώσουν λέξη.
   Τελικά αποφασίστηκε να καταθέσει το παιδί. Ο Πρόεδρος ο Στράτος ρώτησε τον πιτσιρικά τα καθέκαστα και πόσες οκάδες σταφύλια του έκλεψαν. Διαβολική σύμπτωση το αμπέλι ήταν του λαϊκού δικαστή. « Μπάρμπα Στράτο άμα κατεβάσουν τα τριατικά θα δεις πόσες οκάδες σου έκλεψαν, τους πρόλαβα στο τσακ, δεν νομίζω ότι έκοψαν πολλά…»
   Πρόεδρε Να λες ρε! Φώναξε, τσίριξε μια στριμμένη γριά. Ο Στράτος χαμογέλασε αυτάρεσκα. Επιπρόσθετα χάρηκε γιατί δεν είχαν προλάβει να γεμίσουν με σταφύλια τις καλαθούνες. Η ζημιά ήταν ελάχιστη. Γύρω στις δέκα οκάδες είχαν κλέψει. Διάλεγαν τα καλά, τα επιτραπέζια σταφύλια και αργούσαν αλλά και η παρέμβαση του μικρού ήταν γρήγορη και αποτελεσματική.
                                              Λαϊκό δικαστήριο στην Ελεύθερη Ελλάδα.
   Οι υπεύθυνοι ξεφόρτωσαν τα σταφύλια από τα θαυμάσια μουλάρια. Τα έβαλαν σε δυο καλάθια και τα έδωσαν στην σύζυγο του νοικοκύρη. Εκείνη τα μοίρασε στις γειτόνισσες και στα παιδάκια που πεινούσαν. Οι λαϊκοί δικαστές συσκέφθηκαν. Κάποιος από αυτούς πρότεινε να τιμωρήσουν τους αρχικλεφταράδες υποδειγματικά. «Έχουν ρημάξει τον όλο τον κάμπο από τον Αγιαντρέα, Κούτρουφα, Καρακοβούνι, Σκυλοχώρι, Μουστό, μέχρι την Κάτω Μελιγού φτάνει η χάρη τους! Κλέβουν ελιές, πορτοκάλια, λεμόνια, χόρτα, μάπες και ζώα. Ακόμα και το λάδι του «Παγιού» έκλεψαν με αριστοτεχνικό τρόπο μέσα από τη στέρνα του.» ©
   Ένας λαϊκός δικαστής που γνώριζε ότι είχαν διαστεί σε θάνατο με αναστολή είπε να συγκαλύψουν την υπόθεση αφού ο νοικοκύρης και πρόεδρος δεν έπαθε μεγάλη ζημιά. Όσον αφορά τα αδικήματα που έγιναν σε άλλο χωριό ας τους δικάσει το εκεί λαϊκό δικαστήριο που είναι και συχωριανοί τους. Ας το βρουν από αλλού είπε άλλος λαϊκός δικαστής.
   Ρώτησαν ξανά το παιδάκι αν το μάλωσαν ή αν το έδειραν. Ο μικρός είπε ότι δεν τον πείραξαν αλλά ότι τον απείλησαν και τον ρώτησαν «Ξέρεις ρε ποιοι είμαστε εμείς…» Δεν με πείραξαν ούτε κινήθηκαν εναντίον μου, όταν τους είπα ότι θα τους τιμωρήσει ο ΕΛΑΣ και με ακολούθησαν ήσυχα. Κάποιοι χαμογέλασαν πικρά, κάποιοι χωρικοί εξοργίστηκαν. Οι λαϊκοί δικαστές ζήτησαν αν επιθυμεί να καταθέσει κάποιος χωριανός.
   «Να τους δικάσετε σε θάνατο. Να τους κατασχέστε τα μουλάρια τους και να τα βγάλετε σε δημοπρασία! Φώναξε κάποιος αντιδραστικός μεγαλονοικοκύρης. Ρημάζουνε το βιος μας και ΄σεις τους χαϊδεύετε. Αύριο θα μας κλέψουν τις ελιές μας στον κάμπο και θα τους χειροκροτήστε… Τώρα δώστε τους και συγχαρητήρια. Άντε που καταργήσατε τα δικαστήρια, τους δικαστές και τους δικηγόρους. Που ακούστηκε να δικάζουν οι αγροτοποιμένες!»
   Είχε τους λόγους του. Σκεπτόταν κουτοπόνηρα «να κτυπήσει» τα μουλάρια στη δημοπρασία. Ο άλλος λόγος ήταν ότι ήθελε ντε και καλά να κατασυκοφαντήσει το λαϊκό δικαστήριο. Οι πανέξυπνοι Χωριάτες- δικαστές γνώριζαν τα χούγια του καθενός και δεν πτοήθηκαν από τις φωνές και δεν ενέδωσαν σκοπιμότητες κανενός.
   Άλλος, άλλος να μιλήσει και άλλος φώναξε ο Στραβομίχαλος. «Φέρτε μου μια κούπα κρασί γιατί δίψασα!» Ξεστράτισε έξυπνα την κουβέντα. «Ρε αυτά που λες δεν γίνονται. Εδώ εμείς οι απλοί χωριανοί απονέμουμε δικαιοσύνη και όχι αδικία. Άσε τα κόλπα που ξέρεις με τους δικολάβους και τους Αστρινούς δικηγόρους σου. Δεν πρόκειται να βγάλουμε τίποτα σε δημοπρασία…» Απάντησε εκ μέρους όλου του δικαστηρίου. Ο μεγαλονοικοκύρης βουβάθηκε και κοίταξε με νόημα άλλους δυο ομοϊδεάτες του.
   Μίλησαν αρκετοί Χωριανοί και όλοι τους επέμεναν την χαρίσουν αλλά να περνάνε μόνο από το Δημόσιο Δρόμο. Να μην στέκονται ούτε στιγμή στο Χωρίο. Πρότειναν ότι άμα κάνουν άλλη φορά κλοπή να τους πάνε στον Πάρνωνα για τα περαιτέρω. Ένας αράθυμος είπε πως πρέπει να τους αναλάβει ο Σιταινιώτης ο Αλλοίμονος…!
  Ο Πρόεδρος συμβουλεύτηκε τον γεροντότερο της επιτροπής και τους άλλους λαϊκούς δικαστές. Ξαναρώτησε αν κάποιος έχει να προτείνει κάποια άλλη λογική τιμωρία. Όχι να τους την χαρίσουμε φώναξαν οι περισσότεροι παραβρισκόμενοι. Σήκωσε το κεφάλι του και απευθύνθηκε δυνατά και καθαρά στους κατηγορούμενους με την χαρακτηριστική λίγο βραχνή φωνή του.
…«Ασπρογιαναΐοι αυτή τη φορά σας την χαρίζουμε για τους έξης λόγους: Πρώτον γιατί δεν πειράξατε το παιδί. Δεύτερον γιατί έχετε δικαστεί σε θάνατο με αναστολή και δεν θέλουμε να σας πάρουμε στο λαιμό μας. Τρίτον δεν πειράζει γιατί τα αμπέλια είναι δικά μου και δεν έπαθα μεγάλη ζημιά. Είσαστε αδιόρθωτοι την άλλη φορά με το παραμικρό θα σας τιμωρήσουμε αυστηρότατα.
   Αν είχα αρμοδιότητα ούτε από το Δημόσιο Δρόμο δεν θα σας επέτρεπα να περάσετε. Άλλη φορά αν παρανομήσετε θα σας πάρει και θα σας σηκώσει! Δρόμο τώρα, γκρεμοτσακιστείτε από το Χωριό μας… Μετά για «να γελάσει το Χωριό »τους είπε γελώντας: «Εμπρός μαρς δρόμο ρεε δρόμο.» Δρόμο κηφήνες, τομάρια, μην σας σπάσω στο ξύλο με τη μαγκούρα μου βροντοφώναξε ο Λουφολιάς.


                                         Το Τουράκι μπροστά στην εκκλησιά.
 Οι κλεφταράδες ανάσαναν με ευχαρίστηση, έλυσαν τα μουλάρια τους που ήταν δεμένα στην μεγάλη μουριά του Αγιώργη. Ανηφόρησαν προς το περίπτερο του Μπολόλια βγήκαν στο Δημόσιο δρόμο και προχώρησαν γρήγορα προς το Ξεροκάμπι. Οι Χωρικοί διαλυθήκαν ευχαριστημένοι από την εξέλιξη της υπόθεσης.
…Ο μικρός «αγροφύλαξ» σκέφτηκε ότι τα πράγματα πήγαν καλά αλλά ο πρόεδρος δεν γνώριζε ακριβώς από ποια κούτσουρα του είχαν κόψει τα σταφύλια. Ψιλοθύμωσε που δεν τιμώρησαν τους κλέφτες. Μονολόγησε «Ας κόψω λίγα σταφύλια να τα φάμε με το Ντίνο στην Κρεββάτα-Δραγασιά! Έτσι και αλλιώς δεν έχουμε τίποτα άλλο να φάμε. Αν δεν ήταν Κατοχή… εξ άλλου τα δικαιούμαι…»
…Πέρασαν χρόνια ήρθε ο Δεκέμβρης του 1974 λίγες μέρες πριν το δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος μεταξύ Βασιλευόμενης και Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Ο τότε μικρός τώρα ήταν ώριμος άντρας και δούλευε το διαχωριστήρα στο ελαιοτριβείο - «Εργοστάσιο του Ευθυμίου». Παρακολουθούσε με άγρυπνο βλέμμα την διαδικασία και παρενέβαινε όπου χρειαζόταν. Ζύγιζε και κρατούσε το δικαίωμα του εργοστασίου. Από συνήθεια καθόταν μαζί του ο πρώην μάστορας και δάσκαλος του στα ελαιοτριβεία ο Μήτσος ο Χειράκης. Κάπου κάπου έλεγε καμιά μια κουβέντα στον γέροντα φίλο του.
   Οι ελιές που «βγάζανε» ήταν του Κώστα του Ασπρόγιαννη. Αυτός τώρα ήταν στο χειμώνα της ζωής του αλλά παρέμενε κοτσονάτος. «Φίλε Γιάννη ρύθμισε το διαχωριστήρα να βγάλει περισσότερο λάδι είπε στον χειρίστη.» Η απάντηση με χαμόγελο ήταν: «Μπάρμπα Κώστα τώρα όλα τα μηχανήματα είναι αυτόματα. Δεν βάζουμε χέρι είναι ρυθμισμένα στην Ιταλία. Μείνε ήσυχος κάνουμε το καλύτερο για σένα και για όλους τους πελάτες μας…»
   Μετά από τριάντα χρόνια του θύμισε εν τάχη την ιστορία με το λαϊκό δικαστήριο. Ο γέρος του απάντησε ειλικρινά ότι: «Αν δεν φοβόμαστε την τιμωρία των ανταρτών θα σε πετάγαμε στο Ρέμα της Αγιαπαρασκεύης!» Ήρθε η πληρωμένη απάντηση. «Αν δεν ήταν η καταραμένη πείνα της Κατοχής, αν είχα τη μάννα μου δεν θα ήμουν άτυπος αγροφύλακας αλλά θα πήγαινα σχολείο. Οι οι αντάρτες και οι λαϊκοί δικαστές ήταν άνθρωποι και σας τη χάρισαν…» Περασμένα ξεχασμένα είπε ο γέροντας.
…Ήρθε το τρακτέρ να φορτώσει τους τενεκέδες με το λάδι. Τότε ο μπάρμπα Διαμαντής ο μεταφορέας του ελαιοτριβείου ο μεγάλος χιουμορίστας του είπε με τη δυνατή φωνή του. « Έλα μια, μπάρμπα Κώστα πόσες ελιές είναι οι δικές σου και πόσες οι κλεμμένες;» Η απάντηση ήρθε σαν κεραυνός! «Μισές μισές είναι παιδί μου! Πρώτα βγαίνει η ψυχή μια μετά το χούι…» ©