Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014


         Γράφει 
ο  Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης.

 Άγιος Βασίλειος ή η Καρικατούρα της διαφήμισης.

Ο Άγιος Βασίλειος, γεννημένος το 330μ.Χ. στη Νεοκαισάρεια του Πόντου . Ο πατέρας του Βασίλειος ήταν καθηγητής ρητορικής. Η μητέρα του Εμμέλεια απόγονος οικογένειας Ρωμαίων αξιωματούχων. Τα πρώτα γράμματα, τού τα δίδαξε ο πατέρας του. Συνέχισε τις σπουδές του στην Καισαρεία της Καππαδοκίας, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα. Σπούδασε Αρχαία  Ελληνική Φιλοσοφία, Γραμματική, Ρητορική,  Γεωμετρία, Αστρονομία και Ιατρική. Οι σπουδές του στην Αθήνα διήρκησαν τεσσεράμισι χρόνια.
 Ήταν συμφοιτητές με το Γρηγόριο το Θεολόγο και με τον ¨Ιουλιανό τον  Παραβάτη¨  τον αυτοκράτορα που μισήθηκε  ως προδότης του Χριστιανισμού και λατρεύτηκε σαν ήρωας από τους λάτρεις του αρχαιοελληνικού πνεύματος, στις περιόδους της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού.
                                 
                              "βαστάει πέννα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι"
Επέστρεψε στην Καισαρεία το καλοκαίρι του 356 μ. χ. και έγινε καθηγητής  ρητορικής. Το 358 μ. χ. επηρεασμένος από το θάνατο του αδερφού του μοναχού Ναυκρατίου,  βαπτίζεται Χριστιανός, και αποφασίζει να αφιερώσει τον εαυτό του στην ασκητική πολιτεία. Αποσύρθηκε σε ένα κτήμα της οικογενείας του στον Πόντο. Όταν βαπτίστηκε  δώρισε στους φτωχούς  το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του.
Ο Άγιος Βασίλειος, βοηθούσε  τους πεινασμένους, τους αδικημένους  και τους αρρώστους, ανεξάρτητα από το γένος, τη φυλή και το θρήσκευμα. Ίδρυσε  την  ¨Βασιλειάδα¨ ένα  ίδρυμα στο οποίο   λειτουργούσαν  νοσοκομείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο και ξενώνας για την φροντίδα και ιατρική περίθαλψη των φτωχών αρρώστων και ξένων.
Αντιτάχτηκε  στην  πολιτική εξουσία.  Έγραψε πολλά παιδαγωγικά και ασκητικά, συγγράμματα.  Καταπονημένος την μεγάλη του δράση και από  την ασκητική ζωή του ο Άγιος Βασίλειος παραδίδει το πνεύμα στο Θεό την 1η Ιανουαρίου του 379 μ. χ. σε ηλικία 49 ετών.
                                            Tο κόκκινο κατασκεύασμα του 1931
Η σημερινή μορφή του Αϊ-Βασίλη  των δυτικών δεν είναι τίποτε άλλο από ένα συνονθύλευμα διαφορετικών μύθων από διαφορετικές εποχές και διαφορετικές περιοχές του κόσμου που εξελίχθηκε μέσα στον χρόνο σύμφωνα με τις ανάγκες κάθε εποχής.
                             
Η οπτικοποιημένη εκδοχή πρωτοεμφανίστηκε στο περιοδικό «Harper’s Weekly» το 1863.
Συμμετοχή στην δημοφιλία είχε και το παιδικό βιβλίο «The Life and Adventures of Santa Claus» του 1902.
Η White Rock Beverages ήταν μια εταιρία αναψυκτικών που τον χρησιμοποίησε το 1915 για να πουλήσει μεταλλικό νερό, και το 1923 τζίντζερ-έιλ
Σάντα Κλάους.
Στη δεκαετία του 1930 Η Coca-Cola άρχισε να χρησιμοποιεί την εικόνα του πρόσχαρου Σάντα Κλάους στις διαφημίσεις της εδραιώνοντας την εμφάνισή του στη λαϊκή κουλτούρα. Η μακρόχρονη χρήση του σε διαφημίσεις της Coca-Cola παγίωσε την εμφάνισή του και ειδικά τα κόκκινα ρούχα.

Είναι  ο «Σάντα Κλάους» (Άγιος Νικόλαος) των Άγγλων, ο «Περ Νοέλ» των Γάλλων, ο «Σίντερ-Κλάας» των Ολλανδών, ο «Βάιναχτσμαν» των Γερμανών, ο «Λαμ-Κουνγκ-Κουνγκ» «ο Καλός γέρο-πατέρας») των Κινέζων, ο «Χοτέισο» των Ιαπώνων και ο «Babbo Natale» των Ιταλών.

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

ΠΡΟΣΚΥΝΑ ΡΕ.




Γράφει ο 
Τάκης Λάτσης.

 Προσκύνα ρε!
Τι σου ζητάνε κι αντιστέκεσαι;
Γονάτισε!
Πες το ποίημα όπως στο έμαθαν.
Αυτολεξεί !
Κάνε ότι σου έμαθαν στα σχολειά τους.
Δίνε μιά ζωή εξετάσεις
Διά βίου εξετάζεσαι και βαθμολογείσαι.
Ανταγωνίσου, διαγκωνίσου, πολέμησε.
Δεν ειν' η ζωή χαρά , πόλεμος είναι.
Κάθε σου μέρα κλεμμένη
κι εσύ τα κλεμμένα σου μετράς σε δάκρυ.
Όλα μέτρα , σταθμά , νόμοι , εξουσία.
Θύτες και θύματα
άσπροι και μαύροι
πλούσιοι και φτωχοί
ηλίθιοι και έξυπνοι.
Ράλι με σπασμένα φρένα
χωρίς φώτα
με μάτια κλειστά
στην πίστα των αγέννητων ονείρων.
Μη ζητήσεις ήλιο
γίνεσαι εχθρός
γίνεσαι σπορέας , δεν πρέπει
σκύψε.
Μη ζητήσεις μουσική
βία ζήτησε κι αναπαρήγαγε τη
στην κόλαση του κρότου
μιας βόμβας εμπλουτισμένου πλουτωνίου.
Μη ζητήσεις αγέρα και βροχή
κράτα μούχλα και σκουριά
ζήσε στους υπόγειους οχετούς σου
ευτυχής αρουραίος.
Εσύ μη ζητήσεις λευτεριά
μη θελήσεις το γαμημένο σου κόσμο
συθέμελα να γκρεμίσεις
μείνε γονυκλινής για μιά ανάσα τοξική
πάρε τα ψέματα γι' αλήθειες
σιώπησε από ντροπή όμως
όταν παιδί με ψυχή καθάρια
απεργία ζωής κάνει
έτσι ! γιατί δε γουστάρει
τον ίδιο μ' εσένα ν' αναπνέει αέρα.
Πήγαινε στον καθρέφτη
το είδωλο στα μάτια κοίταξε
φτύστο στα μούτρα
και γρήγορα ζήτησε συγγνώμη
κάθε παιδί που πεθαίνει
κτήνος είσαι συνένοχος.
                                             
  Τάκης Λάτσης. 5/12/2014 - 20.05
 
Στις δύσκολες μέρες έχουμε ανάγκη τους ποιητές. Καλοί είναι οι γνωστοί, οι επώνυμοι αλλά εμένα μου αρέσουν οι αφανείς , οι ταπεινοί και εκείνοι που λένε ¨ σιγά η Ελλάδα γράφει ¨. Ας δούμε λοιπόν ένα επίκαιρο ποίημα το Προσκύνημα. 

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

ΜΑΡΤΥΡΙΚΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ.




       Επιμέλεια.
Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης.


«Επιχείρηση Καλάβρυτα» (Unternehmen Kalavryta) 13 Δεκέμβρη   1943  

 Το πρωί στις 13 Δεκέμβρη, ημέρα Δευτέρα, πριν ακόμη για καλά ξημερώσει, χτύπησαν τις καμπάνες της κεντρικής εκκλησίας και οι Γερμανοί αξιωματικοί και στρατιώτες διέταξαν να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι στο Δημοτικό Σχολείο, αφού πάρουν μαζί τους μια κουβέρτα και τρόφιμα για μια ημέρα. Μετά το πέρας της συγκέντρωσης στο κτίριο του σχολείου έγινε ο χωρισμός και ο αποχωρισμός. Τα γυναικόπαιδα κλείστηκαν στο σχολείο και ο ανδρικός πληθυσμός από 14 ετών και πάνω οδηγήθηκαν κατά φάλαγγα στην κοντινή Ράχη του Καππή. Η αμφιθεατρική του διαμόρφωση του χώρου ήταν προσεκτικά επιλεγμένη, και δεν θα επέτρεπε σε κανένα να σωθεί.


                                                      Ο Τόπος του μαρτυρίου 
Μόλις έφθασαν εκεί οι Καλαβρυτινοί κάθισαν αμφιθεατρικά και παρατηρούσαν τις περιουσίες τους, τα σπίτια και ολόκληρη την πόλη να έχει παραδοθεί στο παρανάλωμα του πυρός, μαζί της να παραδίδονται στη φωτιά, οι γυναίκες και τα ανήλικα παιδιά τους που ήσαν έγκλειστα στο κτίριο του Σχολείου, το οποίο φρουρούσαν πάνοπλοι στρατιώτες. Ο Γερμανός Διοικητής, για να καθησυχάσει τους αιχμαλώτους και για να τους παραπλανήσει, τους έδωσε το λόγο της στρατιωτικής του τιμής ότι δεν πρόκειται να πειράξουν κανέναν. Την ίδια στιγμή ο οδοντωτός σιδηρόδρομος κατηφόριζε φορτωμένος με το πλιάτσικο των Γερμανών από τα σπίτια, τα μαγαζιά και τις αποθήκες, απ’ όπου άρπαξαν ότι πολύτιμο υπήρχε. Μαζί και τα χρήματα και τα αποθέματα των Τραπεζών και των Δημοσιών Υπηρεσιών, αφού προηγουμένως ανάγκασαν τους Διευθυντές να τα παραδώσουν. Από το ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος», ξεπετάχθηκε μια κόκκινη φωτοβολίδα, έτσι δόθηκε το σύνθημα της μεγάλης εκτέλεσης. Οι κάνες των πολυβόλων άναψαν θερίζοντας τους Καλαβρυτινούς. Στην συνέχεια ακολούθησε η χαριστική βολή που ολοκλήρωσε το αποτρόπαιο έγκλημα. Διασώθηκαν μόνον 13 άτομα. Οι νεκροί ανήλθαν στους  1300. Εκτέλεσαν σχεδόν όλο τον άρρενα πληθυσμό της πόλης.
Στο δημοτικό σχολείο, τα γυναικόπαιδα έζησαν στιγμές αγωνίας και τρόμου, καθώς οι φλόγες έζωναν το κτίριο του σχολείου. Σπάζοντας πόρτες και παράθυρα κατάφεραν τελικά να ξεφύγουν τρέχοντας μακριά από τα σπίτια που φλέγονταν, άρχισαν να αναζητούν τους δικούς τους. 
                           
                                


Ύστερα, οι γυναίκες ανηφόρισαν προς το μέρος που είχαν οδηγήσει τους άνδρες και βρέθηκαν μπροστά στο πιο φρικιαστικό και απάνθρωπο θέαμα. Άνδρες, πατεράδες, γιοι και αδελφοί κείτονταν νεκροί πλημμυρισμένοι στα αίματα. Το μεγάλο Δράμα των Καλαβρύτων είχε ξεκινήσει. Τα νιάτα, οι δημιουργικές δυνάμεις της πόλης, περιουσίες και κόποι χρόνων αφανίστηκαν στις 2:34΄ της 13ης Δεκεμβρίου 1943, όπως δείχνουν οι δείκτες του σταματημένου ρολογιού της εκκλησίας. Η συνέχεια του δράματος βρήκε τις γυναίκες να προσπαθούν με τα νύχια να σκάψουν πρόχειρους τάφους στην παγωμένη γη του Δεκέμβρη, για να θάψουν τους νεκρούς τους. Με τις κουβέρτες που είχαν κοντά τους, μετέφεραν τους σκοτωμένους στο νεκροταφείο και άλλους έθαψαν εκεί στο λόφο, μια τραγική σκηνή που κράτησε μέρες. Ακολούθησε η προσπάθεια της επιβίωσης μέσα στα χαλάσματα, που έμελλε για χρόνια να στεγάσουν τις απορφανισμένες οικογένειες.
Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων «συγκίνησε και συνένωσε τους Έλληνες, δυνάμωσε τον αγώνα τους κατά του κατακτητή», ομολογεί ο τότε γενικός στρατιωτικός διοικητής των Γερμανών στην Ελλάδα. Οι Καλαβρυτινές Γυναίκες, οι Καλαβρυτινές Μανάδες, μορφές ηρωικές, παλεύοντας κάτω από δύσκολες συνθήκες, κατάφεραν να αναθρέψουν τα παιδιά τους και να ξαναχτίσουν την πόλη μέσα από τα ερείπια.
Στον Τόπο της Εκτέλεσης, ο Λευκός Σταυρός και η Πετρωμένη Καλαβρυτινή Μάνα, αιώνια σύμβολα του μαρτυρίου, εξακολουθούν να στέλνουν μηνύματα ειρήνης και συναδέλφωσης των λαών του κόσμου.
Πηγή:  dethelontis-fotadistis.blogspot.gr

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

Νάτο το GOEBEL



                                                              
Βασίλης Iωαν. Κούβαλης
Βερβενιώτης Νομικός.

Νάτο το GOEBEL... όνομα κι αυτό. Τι περιμένεις από Γερμανούς.
Βρήκα τη Φώτο στο διαδίκτυο και τσίμπησα.. .Ένα τέτοιο ποδήλατο ήταν βλέπεις το μεταφορικό μέσο του σπιτιού μου για 15 τουλάχιστον χρόνια. Θηρίο!!!
Τώρα "κείτεται" δίπλα στον ξυλόφουρνο του σπιτιού και δεν το χαιρετάει κανείς, σε κατάσταση αποσύνθεσης...
Το αγόρασε ο πατέρας μου από τον Σελλή (ποδηλατάς) στο Άργος και τόφερε από κεί "καβάλα" κάπου στο 1963 ή 1964. Κάπου 30 χιλιόμετρα, πεταλιάς και ορθοπεταλιάς, 'πάτησε". ο σαραντάρης τότε Μπάρμπα-Γιάννης.
Το Κέμπελ όπως το προφέραμε, επί το ελληνικότερο, έσκασε μύτη απαστράπτον, σε χρώμα μελί με κρόσσια πλαστικά στις χειρολαβές του τιμονιού, με τις γυαλιστερές του ακτίνες και ζάντες και άραξε με το καβαλέτο του στο υπόστεγο του πάνω σπιτιού. Νόμισα ότι ήρθε στο σπίτι MERCEDES. Πού να μ αφήσουν να το πλησιάσω... Εκτός από τη ζημιά, φοβόταν οι δικοί μου μη μας πλακώσει, μια "μπουκιά" παιδιά, που είμασταν τότε, εγώ και η αδελφή μου η Χριστίνα. Ήταν Βαρύς ο Γερμανός. Η συνέχεια ήταν γραφειοκρατική.
             
                                      GOEBEL Κέμπελ, επί το ελληνικότερο.
Το καβάλησε ο πατέρας μου, πήγε στο Αστυνομικό τμήμα Άστρους και έβγαλε την άδεια κυκλοφορίας. Τότε βλέπεις το ήθελε η Ελληνική πραγματικότητα, το χαρτί. Δεν ξέρω, αν στην Αστυνομία έβαλαν τον μακαρίτη να το βολτάρει για να δουν αν ξέρει ισορροπία... Εν πάση περιπτώσει το μελί Κέμπελ, πήρε τον αριθμό κυκλοφορίας 1010 και έκτοτε "αλώνιζε" νομιμότατα τους δρόμους, αγροτικούς και μη, της Θυρέας.
Η νομιμότητα όμως πήγαινε περίπατο, όταν ο οδηγός-πατήρ, μας πήγαινε με την αδελφή μου, τρικάβαλο, παρακαλώ, στις παρελάσεις του Αστρους. Μπροστά στο σκελετό η μικρή και πίσω στη σχάρα, εγώ, ως πιο ευτραφής, πάντα με μαξιλαράκια επί του ποδηλάτου. Άλλες φορές Κυριακές, οι άντρες του σπιτιού, εγώ και ο πατέρας δηλαδή, το καβαλούσαμε και βούρ για το γήπεδο του Παραλίου Άστρους. Ξέρετε στα μεγάλα ντέρμπι. ΗΡΑΚΛΗ ΒΕΡΒΕΝΩΝ-ΝΙΚΗΤΑΡΑ ΔΟΛΙΑΝΩΝ, ΗΡΑΚΛΗ- ΑΧΙΛΛΕΑ ΠΑΡ. ΑΣΤΡΟΥΣ κλπ.
Η συνέχεια ήταν συνέχεια διαδοχής. Μεγαλώνοντας ήταν το μεταφορικό μέσο για το Γυμνάσιο Άστρους. Κάθε μέρα, εκτός των βροχερών, 5 χιλιόμετρα να πάς και 5 νάρθεις, αλλά με παρέα, τον Κωτσιέλο, τον αείμνηστο το Νίκο το Ζέκιο τον Πέτρο τον Καενά, τον Πέτρο το Ζέκιο, τον Μανικόγιαννη, το Νίκο τον Ιταλό κλπ αγαπημένους συνομίληκους και μή πατριώτες. Επί 6 συναπτά έτη, το ίδιο βιολί, το ίδιο πέρα-δώθε. Φάσεις στη διαδρομή, ψιλοτσακωμοί, κόντρες, κλοπές φρούτων κλπ παιδικά. ►1
                            
 Σκοτώνουν και τα ποδήλατα όταν γεράσουν!! Το αυθεντικό του αείμνηστου Μπάρμπα-Γιάννη.  


Αυτά και να, που κάθονται στην περίπτωση και οι στίχοι του Δαβαράκη στο τραγούδι του Νικολόπουλου με τον Μακεδόνα:

"...Ήμουν μικρό παιδάκι με καθαρή καρδιά
είχα τ' ονειρό μου, το ποδήλατό μου
κι όλα έμοιαζαν σωστά
έγινα δεκάξι, κι όλα ήταν εντάξει
είχα μια ζωή μπροστά
Το ποδήλατό μου, ήταν πάντοτε δικό μου
και με πήγαινε πολύ μακρυά
μέσα στη Σαχάρα, σαν την πιο βαθιά λαχτάρα
μ' οδηγούσε πέρα απ' τη χαρά..."
                                               
                                                  Το σήμα κατατεθέν.    
ΣΧΟΛΙΑ ΠΑΝ. Ι.Δ. Βλαχάκη.
►1  Έρχονταν και από τα άλλα χωριά με ποδήλατα. Από το Τσερένι ήταν σχετικά ομαλή διαδρομή. Από τη Μάννα του Νερού  και από  τα Δολιανά ;;;
►2  Σε ένα ποδήλατο λάφυρο του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου  έμαθα ισορροπία!!! Το είχε αγοράσει ο θείος μου ο Βαγγέλης ο Κολοβός από έναν   Μαυραγορίτη στο Αιγάλεω το 1964!!

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

ΦΩΤΕΙΝΟ ΔΑΚΡΥ.



      Γράφει ο 
Τάκης Λάτσης.

           Φωτεινό δάκρυ.

Ψυχές αφώτιστες, παντού
ανάσες αδύναμες στην παγωνιά
παιδιά ορφανά στην έρημο
ηττημένοι ενήλικες στην αιχμαλωσία.
Αχνοκέρι στου αδιέξοδου το τέρμα
φωτεινό δάκρυ του σκοταδιού στολίδι
θερμή οπτασία καταχείμωνο
νεράιδα λευκοντυμένη στην καταχνιά.
Πόνος στο κυματόθραυστο βλέμμα του
χέρι τεταμένο τις αποστάσεις κρατόν
από φουρτούνες και μπόρες πλημμυρικές
από ένα ακόμα θάνατο μικρό.
Χρυσοκέντητη σκέψη διαφυγής σήραγγα
στου νου τα δύσβατα σοκάκια
πτήση κρυφή σε ουρανούς λιλιπούτειους
ένα λεπτό δανεικό απ' το Διάβολο.
Μεθυσμένες στιγμές στο απόσπασμα
κάτω απ' το μαντήλι δυό δάκρυα αίμα
του πόθου τ' αγεροδρόμι ήταν αλλού
σε κόσμο παράλληλο με τζάμια θολά
σε κάποια γωνιά φλογίτσα ταπεινή
δυό μάτια περαστικού πάνω του να σταθούν
δώρα να κομίσουν ξεθωριασμένα
με τη θλιμμένη του φθινοπώρου ομορφιά.
Του καιρού τα πίσω αδύνατα
αδιάβαστα τα μπρος του
μιά στιγμή, ολάκερη μπορεί να είναι ζήση
και μιά ζωή, τέτοια στιγμή.
Μπορεί ποτέ της να μη δει
μα όλοι, εαυτοί αδέσποτοι στο κρύο
ματαιοπονούντες νάνοι σε τσίρκο
δυό σταλαματιές χαρά αναζητούντες
στων νυχτερινών παραισθήσεων τις αυλές.
                  Τάκης Λάτσης 27/11/2014 - 00.05'

                                       
  
 Η Φωτογραφία είναι τραβηγμένη από τον Βερβενιώτη Βασίλη Γαλάνη.
 
Σχόλια Παν. Ι.Δ. Βλαχάκη.

Ο Τάκης Λάτσης κατάγεται από την Πλάτανο της Κυνουρίας. Ο Πλάτανος είναι  καταπράσινο χωριό της περιοχής μας, στα πόδια του Πάρνωνα. Οι περισσότεροι Πλατανίτες  είναι καλλιτέχνες, δεν μπορεί να ήταν και διαφορετικά  ζούσαν μέσα στην ομορφιά. Είναι διαφορετικοί άνθρωποι από τους άλλους πολύ φιλόξενοι, φιλότιμοι, παράξενοι  καλλιτέχνες. Στις πόλεις κουβαλάνε την τέχνη στα γονίδιά τους. Κάποιοι τους λένε ωραίους τρελούς!!! Ένας τέτοιος είναι και ο φίλος μου ο Τάκης. Γράφει ποιήματα τα δημοσιεύει μια κλειστή ομάδα. Φωνάζω να τα δημοσιεύσει αλλά αυτός βγάζει αυτά που θέλει και τα μοιράζετε με ελάχιστους. Με τιμά και τον ευχαριστώ.  Ο Τάκης   είναι ερασιτέχνης σε όλα του, εραστής των τεχνών!! Λειτουργεί πάντα με γνώμονα την  ήσυχη  συνείδηση, ένας υπνοβάτης στα σοκάκια της ουτοπίας!!  

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

ΤΟ ΛΙΟΜΑΖΩΜΑ.



           Γράφει ο
  Χριστόφορος Β. Νικολάου    
        Από το βιβλίο του
« ΠΕΡΔΙΚΟΒΡΥΣΗ σαν παραμύθι»

                                            Το λιομάζωμα (στα 1955)

 Κυριακή, ο κόκορας είχε λαλήσει. Την άλλη 'ναι παραμονή του Χριστού.
 Περάσανε το γιοφύρι, το καλύβι του Μάρου, τα Σουρουπέκα, του Σκρουμπή, χάραζε κατά την ανατολή. Προσπεράσανε και τον Καλατζή απ' τον Άγιο Νικόλα με τη φαμελιά του. Κατεβαίνανε να ξεχειμάσουνε αυτοί, το βασταγό μέχρι τ' αυτιά φορτωμένο συμπράγκαλα.
-Καλό χειμώνα Χρήστο, αργά το πήρατε φέτος.
-Γεια σου Βασίλη, είχα δουλειές απάνω... Καλά μπερκέτια, καλομάζευτα...
Πήρανε τον κατήφορο, στο Μελίσσι καπνίζανε τα καλύβια, άνοιγε η μέρα. Γλέπανε ακουμπέτι τα παιδιά το δρόμο, τις μουλαροπατημασιές και τη λάσπη. Ξεπετάγανε 'πο τις πατουλιές κοσύφια και τσίχλες, πετάγανε λιθάρια να τα πετύχουνε, όρμαγε κι ο Ασίκης να τα βουτήξει, φτάσανε στην Τουρκοπεζούλα.
Συγνεφιά, μαλακός ο καιρός, εδεκεί για ελιές. Ξεπεζέψανε ο Πατέρας και η Μάννα, κατεβάσανε τα πράματα. Δέσανε τα ζα στην άκρη το χωράφι πούχε χορτάρι να βόσκουνε. Πολέμαγε το μικρό τις γαλότσες του, πάει η Μάνα τι να δει, 'χε φτάσει η λάσπη στο γόνατο. Του 'βγαλε τα τσουράπια, μουσκίδι, αναβατιασμένα τα ποδαράκια του, του σκούπισε τα καλάμια με την ποδιά της, έτριψε τις πατούσες του, σκούπισε όσο μπόργε τις γαλότσες και του 'βαλε γρούλια τα πόδια μέσα.
-Το είπα του Πατέρα σου, πάρ' το παιδί στα καπούλια, ας το παιδί να μαθαίνει, 'θελες κι εσύ ν' αλητεύεις με τον άλλονε, τρομάρα σας.
Αριολόγια, σαν καρύδια οι ελιές. Μπόλικο χαμολόγι αλλά καθαρό, δε θα το βάνανε χώρια.


                               Παραδοσιακό μάζεμα ελιάς στην περιοχή των Δολιανών.
Πιάσανε το μάζεμα 'πο την κάτω πεζούλα. Έζωσε ο Πατέ­ρας την ποδιά του, πέρασε το πιργιόνι στη λουρίδα κι ανέβη στην ελιά. Η Μάννα με τα παιδιά χάμω. Κι ο Ασίκης να γυρόρχεται κουνώντας τη νουρά του. Έκοβε κλάρες ο Πατέρας, καθάριζε 'πομέσα την ελιά, τις έρινε κάτω να τις αρμέξουνε οι άλλοι. Άρμεγε κείνος τις απάνω στην ποδιά του, έπεφτε και καμιά στα κεφάλια του παιδιώνε, ωχ, πιάνανε το κεφάλι τους τάχα πονήγανε, κρυ­φογελάγανε μετάξυ τους. Έρινε η Μάνα τις ελιές στην ποδιά της, τα παιδιά στον παλιό γκουβαδάκο π' ακουμπάγανε μπροστά τους.
Ογρά τα χορτάρια, τα λιθάρια και το χώμα. Κοκαλιάζανε τα χέρια του παιδιώνε, μουδιάζανε τα δάχτυλα, τα χώνανε στις τσιέπες λιγούλι και μάτα. Άναψε φωτιά ο Πατέρας, πηγαίνανε τα ζεσταίνανε. Η Μάνα δε 'στανότανε κρύο, ξύλα τα χέρια της.
Έφευγ' η δουλειά, βαλνόντουσαν οι μεγάλοι να γιομίσουνε τις σακούλες. Κιοτεύανε τα παιδιά, πιανότανε η μέση τους 'πο το χάμω, παγαίνανε τάχα προς νερού τους πάρα πέρα, κάμανε χρό­νο. Έδινε αγκωνιές στο μικρό ο μεγάλος, κλάααμα, παράπονο
'κείνο, το τράβαγε η Μάννα 'πο την άλλη της μεριά, σε λιγουλά­κι μάτα δίπλα στο μεγάλο να τονε τσιγκλάει! Αφήνανε το χάμω, αρμέγανε σκόρπια τις χαμηλές κλάρες, οι μισές ελιές όξω 'πο το γκουβά. Πολεμάγανε να πιάσουν και κανά τσιριγκόγιαννη, μεσ' τα πόδια τους ερχόντουσαν. Έβγαινε 'πο τα ρούχα της η Μάννα, τα μάλωνε, παλιοκαθάρματα, τεμπελόσκυλα... Κρυφογέλαγε ο Πατέρας...
-Ναι, γέλα συ με τα προκομμένα σου, δίνε τους αέρα... Στρωνόντουσαν στη δουλειά τάχα, πεθαμένα στα γέλια...                 -Μεσημέριασε, είπ' ο Πατέρας κι έλυσε την ποδιά του.
     Κάτσανε να κολατσίσουνε, στρώσανε λινάτσες κοντά στη
φωτιά, κοντά κι ο Ασίκης. Είχ' απλώσει στη φωτιά η Μάννα τα τσουράπια του μικρού, του τα 'βαλε στεγνά και ζεστά στα πόδια. Έβγαλε το κολατσιό 'πο το ταγάρι. Ψωμί, τυρομούτζιθρο, δυο κρεμμύδια και κρασί. Έκοψε το ψωμί με το σογιά του ο Πατέ­ρας, και το τυρί. Στούμπισε απάνω σ' ένα λιθάρι τα κρεμμύδια. Πήρ' ένα ξύλο και ανάδευε τη χόβολη, είχε βαλμένα ελιές και τις έβγαζε. Τρώγανε οι μεγάλοι, μμμ λουκούμι, δοκιμάζανε τα παιδιά, μπλιέεαα! Τουρλώνανε και τη μποτίλια, μικροί μεγάλοι.
Τους στράβωνε και ο καπνός.


                         Τι και αν τους βάρυναν το χρόνια το μάζεμα της ελιάς προέχει.
     Ο καιρός βάραινε. Κατσαφάρα  αψηλά, στ' Αγκώνια και στη
          Ζάβιτσα. Και σάμπως να σίτιζε, μόοολις.
     -Χιονιάς, είπ' ο Πατέρας. Δε θα τη φάμε τη μέρα.
     -Το φοβόμουνα 'γω, έγλεπα τον παππούλη μου και τη γιαγιά
μου απόψε, είπε η Μάνα.
-Σάμπως δε θα μας αφήσει να μαζώσουμε καλοπίχερα τις ελιές μας, είπε το μικρό μεγαλίστικα και σκάσανε ούλοι στα γέλια. Τα παιδιά να χουνε κατουρηθεί. Και τα μάτια ολονώνε να κλαίνε, 'πο το γέλιο, το κρασί, τον καπνό και το κρεμμύδι! Γάβιζε χαρούμενα κι ο Ασίκης!
     Δεν τη φάγανε τη μέρα, έκλεισ' ο καιρός, αρχίνισε να ψιλορίνει.
     -Μαζεύτε τα, είπ' ο Πατέρας. Έκλεισε. Απάνω θα χιονίζει.
     Τηρηθήκανε τα παιδιά και κρυφογελάγανε 'πο τη χαρά τους!
Στο 'να μουλάρι τις ελιές, στ' άλλο λιόκλαρες για τα ζουντα­νά. Βάλανε και τ' άλλα συμπράγκαλα. Ο Πατέρας με τη Μάνα, τα
παιδιά χανε κάνει τ' ανήφορο. . .
     Λαμπιρίζανε οι στάλες στη χαίτη του μουλαριώνε, ογριεύανε
και βαραίνανε τα δικά τους σκουτιά. Βγήκαν απάν' απ' το Μελίσσι. Το Άλογο άσπριζε, το Κουτσουροβούνι τα ίδια, η Νεραιδόραχη φαινότανε αχνά, φορτωμένη για τα καλά. 'Σαμε να φτάσουνε στο γιοφύρι, το χε κατεβάσει στο ποτάμι, πυκνό, δεν έγλεπες μπρο­στά σου. Ακούσανε γνώριμο κουδούνι, όσο να καταλάβουνε, φάντης μπαστούνι μπροστά τους ο Παναγιωτούρος. Χιονάνθρωπος καβάλα στ' άλογο!
      

                        Πολίτες ενός άλλου κόσμου όταν μάζευαν ελιές σε αυτό τον κόσμο. 
-Ε, Μήτσο, ρίνει πολύ απάνω;
-Θα μας χώσει 'πως δείχνει. Δε μπιστεύω να μ' αφήσει ν'
ανέβω πριν του Χριστού. Καλοφάγωτο το γουρούνι!
     -Θα σου φυλάξουμε. Όταν φέρεις το θέλημα του γέρουνε, θα
πιούμε μια κούπα!
     Στο χωριό που φτάσανε το χε τρεις πιθαμάδες. Καρτέρηγε η
Τσιούπα στο παραθύρι, σκούπιζε με τα μάγουλα το τζιάμι που θά­μπωνε, είδε τα παιδιά, βγήκε όξω, βγήκανε και τα μικρά, κάνανε σα ζουρλά στο χιόνι. Ήρθανε οι μεγάλοι, κατεβάσανε το κλαρί, ρίξανε στα ζουντανά. Κατέβη ο Πατέρας στο λιοτρίβι να ξεφορ­τώσει τις ελιές, ήτανε κι άλλοι πού χανε φερμένα: ο Καλατζής, ο
Κοπανάς κι ο Βαγγελόγιαννης.
     Τα παιδιά χανε ξεμπουρδαλιάσει στο χιόνι, και το κορίτσι
μαθέ. Τα έκριαζε η Γιαγιά στην πόρτα, πού να τα συλαρώσει. Τα 'γλεπε με τα κοντά παντελόνια και την έπιανε σύγκρυο.
     -Ζιέεε Παναζία μου, θα τα πιάσει θέρμη, θα μ' αρρωστήσουνε,
'λάτε δω καμάρια μου...
Μαζευτήκαν' ακουμπέτι, πέσανε στην αγκαλιά της όπως η κλώσα τα πουλιά. Στάζανε, μουσκίδι ως το κόκαλο. Ξυλιασμέ­να χέρια και πόδια, τρέχαν' οι μύξες τους, λαχανιασμένα 'πο το παιγνίδι. Σβέλτα η Γιαγιά, τα πήγε στην απάνω μεριά κοντά στη φωτιά και τα 'γδυσε τσίτσιδα. Ντρεπόντουσαν, κρύβανε τ' αχαμνά τους, κοκκίνιζε στην άλλη άκρη η Τσιούπα, κρυφοχαχανίζανε. Τα σκούπισε με την καθαρή ποδιά πούχε απλώσει στη φωτιά, τους έβαλε στεγνά σκουτιά, κάτσανε στη φωτιά.
-Όχι πολύ κοντά, είπε η Μάνα, θα κάνουνε κεραμίδες τα πό­δια σας.      .
Ήρθε κι ο Πατέρας, έριξε χοντρά κούτσουρα, ντουμάνι η φω­τιά, ο τέντζιερης στην άκρη της γωνιάς άχνιζε. Έστειλε σύνθημα με τον Κοπανά στον Τασόγιαννη, σφύριξε και στον Τηλέμαχο για λαγό την αυγή, άμά 'κοβε ο καιρός. Έβγαλε απ' το κασόνι το κου­τί με τ' ασκαγομπάρουτα, τα καψούλια, τις τάπες και τη μηχανή, και γέμιζε φυσίγγια. Τηράγανε όλο περιέργεια και θαυμασμό τα παιδιά!
Ο Παππούλης στ' αψηλό τραπέζι, νεοφερμένος 'πο την ξε­νιτιά, πενήντα χρόνια Αμερική, τήραγε παραξενεμένος. Πρωτό­γνωρα πράματα. Χάιδευε τα κεφάλια του παιδιώνε.
Μαζεύτηκε η φαμελιά γύρω στο σοφρά. Ο Παππούλης κι η Γιαγιά στ' αψηλό τραπέζι. Η Αγάπη περίσσευε.
Η νύχτα πο' 'πεσε, δεν αμπόδιζε ν' αχνοφέγγ' η χιονισμένη αυλή, τηράγανε τα παιδιά 'πο το τζιάμι. Σιγαλιά. Κι ο Θεός αψη­λά, συνέχαγε να σκεπάζει με χρυσάφι απαλά απαλά τα βουνά, τα χωράφια, τα καλύβια και τα σπίτια των αντρώπονε. Κι η νύχτα τούτη θα 'τονε μακριά, με νεράιδες, παραμύθια, πολέμου ς και ταξίδια σε χώρες μακρινές.

Βιογραφικό.
   O Χριστόφορος Βασ. Νικολάου γεννήθηκε στην Περδικόβρυση (Τσερβάσι) το 1947. Πήγε στο δημοτικό σχολείο του χωριού του, στο γυμνάσιο του Περιστερίου Αθήνας και στο λύκειο του Αγίου Νικολάου Καστρίου. Μπήκε στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών απ' όπου και πήρε πτυχίο γεωπόνου και οινολόγου. Άσκησε το επάγγελμα του οινολόγου και εμπόρου γεωργικών εφοδίων. Παντρεύτηκε τη συμμαθήτριά του στο λύκειο Μαίρη Μενελάου Καπράνου με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Σήμερα είναι συνταξιούχος. Ασχολείται με γεωργία, κηπουρική, μαστορέματα - κατασκευές, μουσική, λογοτεχνία και ιστορία. Αγαπά και πονά (από το γεωπόνος) πολύ τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε.  Το 2013  μας χάρισε ένα θαυμάσιο βιβλίο με τον τίτλο :                        «ΠΕΡΔΙΟΒΡΥΣΗ ...σαν παραμύθι». Κατά την ταπεινή μου γνώμη μοναδικό του κίνητρο ήταν αγάπη του για τον τόπο μας. Ο Χριστόφορος  υπογράφει και σαν Γιορβάσιος.

Σχόλια Παν. Ι.Δ. Βλαχάκη.
1, Πληροφοριακά το βιβλίο «Ταξίδεψε» πολύ καλά και σχεδόν έχει εξαντληθεί.
2. Υπάρχουν πολλές λέξεις στην ντοπιολαλιά που δίνουν ιδιαίτερο ύφος στο κείμενο. Αν κάποιος έχει άγνωστες λέξεις ας τις μαζέψει να μου τις στείλει σε mail. Aν δεν γνωρίζω καμιά θα ρωτήσουμε το Χριστόφορο.
3. Τα βιβλία τοπικού περιεχομένου είναι δύσκολο να γραφούν και είναι πολυέξοδα. Αποτελούν πετραδάκια που συνθέτουν το οικοδόμημα  της  τοπικής  μας ιστορίας και λαογραφίας.

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΟΚΚΟΛΟΪ.


     

Γράφει  ο Μήτσιος
Ιωαν. Περδικάρης.

                                      
Το κοκκολόι ►1 κομμάτι και αυτό της παράδοσης μας και της ελιάς το βάσανο. Μια φορά και ένα καιρό λοιπόν, γύρω το 1976 --77 φθινόπωρο είχαμε φτιάξει μια ομάδα που παίζαμε ''Μπάμ Μπουμ'' το καλοκαίρι γύρω απ την πλατεία στο Γιαλό . O πιο δυνατός μήνας για το παιχνίδι γινόταν ο Αύγουστος και ειδικά οι δυό τρείς βδομάδες μετά της Παναγίας που αρχίζαμε να μαζευόμαστε απ τα χωριά και ΄τοιμαζόμαστε για σχολείο. Γινόμαστε αχώριστοι και μόλις άρχιζε το σχολείο ήταν σαν να μας έβαζαν αλυσίδα στο λαιμό. Το παιχνίδι άρχιζε σιγά σιγά να σταματάει και να παίζουμε τα σαββατοκύριακα και τελείωνε με τα πρωτοβρόχια. Με το Μπάμ -- Μπουμ είχαμε μάθει κάθε γωνιά και κάθε τρύπα γύρω γύρω απ την πλατεία. Φτάναμε μέχρι το λιοτρίβι του Ευθυμίου, του Παπαδάκου, απ το ξενοδοχείο του Τσίμπανη πίσω απ τα χωράφια μέχρι την μάντρα του μπάρμπα Βασίλη του Σάρλα λίγο πιο κάτω απ το μαγέρικο το Μαγκλέικο. Δεν θυμάμαι τώρα το όνομα του νοικοκύρη, νομίζω ότι ήταν ο μπάρμπα Βασίλης αλλά θυμάμαι πως αργότερα το 81 και μετά το κάτω του σπιτιού το είχαν νοικιάσει οι Γιώργηδες ο Αρκούδης( Διαμαντάκος) και ο Ταλαρούγκας( Παπούλιας) και είχαν στήσει μαγαζί που επισκεύαζαν ραδιόφωνα και τηλεοράσεις.
Το πεδίο της μάχης ήταν αρκετά μεγάλο φτάναμε στον Άγιο Νικόλα και μετά πάνω μέχρι το λιοτρίβι και είχαμε μάθει κάθε κοτούλα και από κάθε φούρνο μέχρι τα αμπάρια απ τα δυό Λιοτρίβια. Όσο μάζευε ο καιρός τόσο και λιγόστευε η ακτίνα δράσεις γιατί λιγοστεύανε και οι ομάδες από παιδιά. Η δική μου η ομάδα ήμασταν εγώ, ο Γιωργής ο Β… (αχώριστοι οι δυό μας) ο ''Γορίλας'' , ο Σούλης ο Τ.., ο Στράτης ο ''Μπαρέμ'' Κ…, ο Θανάσης ο Κόλιας - ο πατέρας του ήταν θυροφύλακας  καταγωγή από τον Αστακό Μεσολογγίου- ►2 είχε πάρει μετάθεση στο Άστρος, ο μικρότερος της ομάδας ήταν ο Φώτης ο Κ… ο πιο πιτσιρικάς!!
Μόλις ερχόταν Κυριακή και έπαιζε σινεμά ο μπάρμπα Τάκης – Τάκης  Καρτσιγιάννης- τα εισιτήρια τα βγάζαμε με πολύ ζόρι. Επειδή είμαστε ομάδα βλέπεις βάζαμε τα δεκάρικα όλοι μαζί έτσι ώστε να μπορούμε να βγάζουμε όλοι εισιτήρια, αυτό δεν ήταν και συνέχεια εφικτό. Οπότε τι να γίνει το ρίξαμε στο κοκκολόι για να έχουμε λεφτά για σινεμά την Κυριακή. Λεφτά για εισιτήριο, λεφτά για στραγαλοπασατέμπο, λεφτά για φιστίκια, λεφτά για , λεφτά για .. Τα φαγώσιμα τα αγοράζαμε από το περίπτερο του συχωρεμένου του μπάρμπα Γιώργη του Τζίαβρα- Βλαχάκη.

                                              Αστρος το κατάστημα του Φώτη Δαλιάνη .

Καλοπέραση σκέτη με τρία κοφίνια ελιές μαζεύαμε 75 δραχμές την εβδομάδα. Σε λίγο τα κάναμε 4 φτάσαμε το κατοστάρικο, τα πουλάγαμε σε διαφόρους εμπόρους. Κυρίως στον μπάρμπα Φώτη τον Δαλιάνη τον παππού του Φώτη (Φλιωτίου). Ο πιτσιρικάς ο εγγονάς του δεν φαινόταν πουθενά μαζί μας αλλά ήταν πάντα στο μαγαζί με τον παππού του όταν πηγαίναμε το κοκκολόι έτσι ώστε να μην κινάμε υποψίες. Κάθε φορά αλλάζαμε ποιοί παγαίνανε το κοφίνι, ανά δυό ως συνήθως εγώ με τον Γορίλα και ο Κόλιας πότε με τον Σούλη πότε με τον Στράτη. Άλλες φορές πηγαίναμε στα Βερβενιώτικα στου Κεφάλα και άλλες στου Φούφα γυρίζαμε και πουλάγαμε ελιές από κοκκολόι σε όλους.
Ο μπάρμπα Φώτης ήταν ο πιο βολικός γιατί όταν ζύγιζε ρώταγε τον μικρό τον Φώτη τον εγγονά του να του πει πόσο έλεγε η πλάστιγγα!!  Ο Φώτης του έλεγε πάρα πάνω για το συμφέρον μας. Μετά παίρναμε το κοφίνι και μας συνόδευε ο Φώτης να το ρίξουμε στο αμπάρι.
Ο μπάρμπα Φώτης - μακαρίτης κι αυτός- μέτραγε τα τάλιροδεκάρικα πάντα του ζητάγαμε δυό δεκάρικα και δυο δίφραγκα και δυό πενηνταράκια για να τα μοιράζουμε τάχα στα δύο. Βρέχει χιονίσει εμείς το κοφίνι πάντα το βγάζαμε. Μας έδινε 25 δραχμές τον έπιαναν τα διαβόλια του μόλις μας έβλεπε. Σιγά σιγά όμως μάς συνήθισε ο Παππούς Φώτης και ο μικρός ο Φώτης έκανε όλο και πιο πολύ την αγγαρεία. Το ζύγι το άδειασμα στο αμπάρι κ.α.
Το αμπάρι ήταν στην πίσω μεριά της αυλής η οποία ήταν υπερυψωμένη σχεδόν ένα μέτρο πιο ψηλά από τον δρόμο ο όποιος εκεί έκανε στροφή. Το αμπάρι βρισκόταν στο πίσω μέρος ακριβώς κάτω από την σκάλα που τότε σε ανέβαζε στην Επιθεώρηση Δημοτικής εκπαίδευσης Κυνουρίας. Για να φτάσεις στο αμπάρι έπρεπε να ανοίξει μια σιδερένια μαντρόπορτα - ακόμα θυμάμαι το ανοιχτό πράσινο χρώμα της πολύ ανοιχτό πράσινο σχεδόν άσπρο-. Είχε πλέγμα γύρω γύρω στα κάγκελα κι έτσι δεν μπορούσε να ανέβει κανένας από το δρόμο να φτάσει το αμπάρι.  Όταν  γέμιζε το αμπάρι το μαντρωμένο αυτό χώρο τον χρησιμοποιούσε σαν αποθήκη. Έριχνε τις ελιές χύμα τις σκέπαζε με πανιά και μουσαμάδες. Η μαντρόπορτα είχε και αυτή πλέγμα και ήταν πάντα κλειδωμένη.
Δεν άργησε και η αναποδιά να μας δώσει ιδέες! Έτσι κι αλλιώς με την βοήθεια του έγγονα του τον κλέβαμε στο ζύγι τον Παππού. ►3  Από το κατοστάρικο και 4 φορές την εβδομάδα φτάσαμε στα δυο κοφίνια την κάθε φορά καθημερινά εκτός της Κυριακής.
Το κόλπο!! Μόλις άνοιγε την μαντρόπορτα ο Φώτης και το αμπάρι ως συνήθως έμενε ξεκλείδωτο όλη την ημέρα μέχρι το βράδυ, κρυβόταν ο Κόλιας, που εκτός από κοντορεβιθούλης ήταν  και ευλύγιστος σαν φίδι. Χώραγε παντού, είχαμε να κάνουμε με επαγγελματία αλλά δεν τoν γνωρίζαμε επειδή ήταν καινούργιος στο χωριό!!!  Κρυβόταν μέσα στο αμπάρι ο Θανάσης και μέσα σε μια ώρα γέμιζε πάλι το κοφίνι. Την κατάλληλη στιγμή το κατέβαζε με τρόπο στον δρόμο κρεμασμένο με σκοινί. Οι υπόλοιποι κάναμε πηγαδάκι και χωρίς να μας βλέπουν το πιάναμε.  Τo πηγαίναμε μπροστά στον μπάρμπα Φώτη και να η κονόμα. Το πήγαινε για άδειασμα ο μικρός ο Φώτης με έναν από εμάς. Τότε  έβγαινε ο Κόλιας και ούτε γάτα ούτε ζημιά.
                              

                                                  Αμπάρια του Παπαδάκου.

Αλλά πως λέει και η σοφός λαός μας, « μια του κλέφτη δυό του κλέφτη, την τρίτη την κακή του ΄μέρα » Έτσι λοιπόν είχε έρθει και για μάς η κακία στιγμή!! Η στιγμή  της Νέμεσης..
Από την πολύ κονόμα είχαν αρχίσει και οι λιχουδιές!! Να τα εισιτήρια, να τα στραγάλια και τα φιστίκια, να οι λεμοναδοπορτοκαλάδες, να τα τσιγάρα Ρεκόρ και Καρέλια! Είχαμε βλέπεις και προτιμήσεις τα σκασμένα.
Τα ποιο πολλά άνομα χρήματα τα ξοδεύαμε σε γκοφρέτες από τις όποιες κάναμε συλλογή αυτοκόλλητων με εικόνες ποδοσφαιριστών για να συμπληρώσουμε το Άλμπουμ. Το έπαθλο ήταν ένα αεροβόλο  μάρκας «Διάνα» . Μάς έλειπε ο Άτιμος ο Χολτσεμπάιν – πολύ καλός Δυτικογερμανός ποδοσφαιριστής- τον  κωλογερμαναρά!! Ακόμα και τότε είμαστε κάτω από την μπότα των Γερμανών !!!
 Από την πολύ μανία για να τελειώσει το άλμπουμ είχαμε ξεσκιστεί στις γκοφρέτες. Είχαμε σχεδόν γεμίσει τρία άλμπουμ αλλά σε όλα έλειπε ο ίδιος παίχτης!!» Ένα μήνα ξοδεύαμε χρήματα και αγοράζαμε γκοφρέτες. Τελικά το άλμπουμ το γέμισε πρώτος ο Γιάννης ο Μουγάκος, ο αδερφός το συχωρεμένου του Πάνου του Μπάρλα.
Είχαμε λοιπόν φάει τον αγλέορα σε τάλιρο και σε γκοφρέτες σε σημείο που δεν μας έμεναν λεφτά για τίποτα άλλο!!
Οι έξυπνοι ανεβάσαμε παραγωγή!! Για να μην μας πάρει χαμπάρι ο μπάρμπα Φώτης αρχίζαμε να πηγαίνουμε με δυο κοφίνια και μόλις πουλάγαμε το ένα γεμάτο Τώρα το γέμιζε ο Κόλιας που τον έβαζε μέσα ο Φώτης με άλλου χριστιανού που πήγαινε να πουλήσει ελιές στον Φλιωτίου. Του πετάγαμε τα κοφίνια επάνω μόλις έμπαινε μέσα τα γέμιζε τα παίρναμε.
Τώρα αντί να τα ξαναπουλάμε στον μπάρμπα Φώτη τα πηγαίναμε σε άλλο έμπορα! Συνήθως στον μπάρμπα Γιώργη το Φούφα, διπλασιάσαμε παραγωγή! Αλλά και πάλι μας έφαγε η ασωτία. Αυτό το κωλοάλμπουμ το άτιμο μας είχε σχεδόν διαλύσει.
Ευτυχώς κατά κάποιο τρόπο γιατί για σκέψου να είχαμε κερδίσει το Αεροβόλο τι θα γινότανε; Θα ληστεύαμε καμιά τράπεζα στο τέλος!!
Φτάναμε μέχρι του Καλαμπάκα με τις ελιές. Τις πουλάγαμε κάπου απέναντι δεν θυμάμαι τώρα σε ποιον. Θυμάμαι ότι σταματάγαμε στα Καλαμπακέικα αγοράζαμε και από το « Γενικόν Εμπόριον» γκοφρέτες. Μεγάλη λύσσα μας είχε πιάσει να βρούμε το μαγικό χαρτάκι!! Σκεπτόμαστε ότι είχαμε πλησιάσει τα τρία αεροβόλα «Διάνα, θα παίζαμε πόλεμο με μολυβένια ποτηράκια!!
Μια μαύρη που λες Παρασκευή Τάκη είχαμε μάσει αρκετό χρήμα!!  Πάμε στον μπάρμπα Γιώργη τον Τζιάβρα και αγοράζουμε δυό κούτες ολόκληρες γκοφρέτες!!  Σοκοφρέτα αν θυμάμαι καλά και δυο πακέτα τσιγάρα και αρχίσαμε πάφα πούφα και κράτς- κράτς τις γκοφρέτες.
Ο μακαρίτης ο μπάρμπα Γιώργης τις κράταγε κάτω από μουσιαμά στο πίσω μέρος από το περίπτερο. Από τον ήλιο μάλλον είχανε χαλάσει, τις είδαμε λιωμένες αλλά που να χαμπαριάσουμε εμείς. Άρχισε η κωλοπηλάλα αλλά το χειρότερο ήταν βραδιά επιχειρήσεως!!!

O μπάρμπα Γιώργης ο Τζιάβρας-Βλαχάκης με αγοραίους μπροστά από το περίπτερο του.

Εγώ με το «Γορίλα» είχαμε καταλήξει στην σούδα πίσω από το κοινοτικό γραφείο πάνω από τα καινούργια αμπάρια του Παπαδάκου. Ήξερα ότι είχε ''Μέρος'' γιατί εκεί νοίκιαζαν ένα παλιό σπιτάκι ο Χαρής και ο Μήτσιος ο Αγριόγιαννης ανίψια της μάνας μου. Παιδιά της πρώτης της ξαδέρφης της Θανάσως του Κρεμμύδα. Τελικά χωθήκαμε και οι δύο μέσα στο ''Μέρος'' τόσο μεγάλο ήταν το κακό που μας είχε βρει, εκεί να δεις νούμερα!!
 Ο Κόλιας είχε μπει στο αμπάρι, από εκεί και μετά άρχισε η κατρακύλα. Χέστηκε ο Θανάσης και ήθελε να βγει απ το αμπάρι με βιασύνη. Ακούει την μαντρόπορτα να ανοίγει αλλά δεν ήταν ο Φώτης ο Κ… , είχε πιάσει και αυτός την χέστρα!! Ευτυχώς ή δυστυχώς για όλους μας ήταν ο ίδιος ο μπάρμπα Φώτης!!! 
Ο Κόλιας με τα παντελόνια λυτά είχε χεστεί μέσα στο αμπάρι! Κάνει μπλοζόν για να φτάσει στην μάντρα αλλά του ΄πέσαν τα βρακιά και κάπως τον πρόλαβε ο μπάρμπα Φώτης. Όπως σου προείπα ο Κόλιας ήταν ευλύγιστος κάνει μπράφ και του ξεφεύγει. Κάνει να βγει από την μαντρόπορτα έμεινε το πουλόβερ του στα χέρια του μπάρμπα Φώτη. Θα του ξέφευγε αλλά γύρισε να πάρει τα σκασμένα τα κοφίνια!! Ένα εξ αυτών ήταν το δικό μας. Όταν το πήγα το κοφίνι στο σπίτι με με έκανε λιωτό στο ξύλο ο Γιαννάκος. Βάραγε με το κοφίνι όπου έφτανε και είχε μεγάλο δίκιο. Ρε λήσταρχε Νταβέλη, ρε Γιαγκούλα, ρε Λίγκο, ρε … πάρε τούτη πάρε τούτη πάρε την άλλη, χαμός.
Στο τέλος καταλήξαμε όλοι οι μαφιόζοι στην αστυνομία προς γνώση και συμμόρφωση. Μας απαγορεύτηκε αυστηρά να κάνουμε παρέα από τον σερίφη- έτσι τον λέγαμε τον Αστυνόμο τότε. Δεν θυμάμαι το επίθετο μόνο το παρατσούκλι και ότι ήταν χοντρός Κακούρος νομίζω..
    
                Παραδοσιακό μάζεμα της ελιάς με μοναδικό εργαλείο τα χέρια και το καλάθι.

Αυτό λοιπόν ένα κεφάλαιο από το βάσανο της Ελιάς ονόματι κοκκολόι. Ποτέ πριν και ποτέ μετά δεν είχα κάνει κοκκολόι, ήταν η μόνη φορά!! Η  πρώτη και τελευταία μου.

Σχόλια Παν. Ι. Δ. Βλαχάκη.
►1 Γράφει το λεξικό. κοκκολόι =  η συλλογή των απομεινάντων καρπών στο δέντρο. Κοκκολογάγαμε τι άλλο ελιές. Τότε οι άνθρωποι ήταν προσεκτικοί και λίγες ελιές μένανε στα δένδρα. Όλη την ημέρα μπορεί να μάζευες το πολύ 20 – 30 κιλά ελιές. Σου πέφτανε τα χέρια και η μέση. Άσε και τους αγροφύλακες. Κάποιοι τολμηροί ή μικροαπατεώνες μπαίνανε και σε αμάζευτες ή παρατημένες ελιές. Προσωπικά λόγο τιμιότητας – βλακείας δεν άπλωνα ούτε στις παρατημένες που ήξερα ότι οι νοικοκύρηδες τους έλειπαν. Τις πούλαγα στο μπάρμπα Γιώργη το Φούφα και στον μπάρμπα Αντώνη τον Παρασκεουλάκο – τον Κομπίνα. Εκεί ήταν η ευγενική κ Νούλα . Αγόραζα κίτρινα τετράδια ΦΟΙΝΙΞ, μολύβια πολύχρωμα φάμπερ σταμπωτά με τα αερόστατα και αεροπλάνα, Μικρό Ήρωα και λίγο μεγαλύτερος ΒΙΠΕΡ σειρά Ιστορίας - λογοτεχνίας.
►2 Ο Θανάσης είχε δυο μεγαλύτερα αδέλφια. Ο δεύτερος αδελφός του ο Πάνος ήταν ήπιος, καλός χαρακτήρας και άριστος μαθητής, πέρασε στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
►3 Ο μπάρμπα Φώτης είχε πέσει θύμα κλοπής και πολύ παλιά από παιδιά μιας άλλης εποχής!! Δεν κάνει να σχολιάσω ποιος του έκλεβε μισό έως ένα σακί κάθε βράδυ γιατί είναι πολίτης ενός άλλου κόσμου. Ο μικρός τότε τσιλιαδόρος – ο πατέρας μου είναι τώρα υπέργηρος- το αδίκημα νομικά έχει παραγράφει!!. Ηθικά όμως όχι γιατί το θυμόταν χρόνια μου το έλεγε με τύψεις. Τσίλιες κράτησα δυο τρεις φορές ο συχωρεμένος ο συνομήλικος μου Γ.Δ… έπαιρνε κάποιες ελιές και τις πουλάγαμε στο Φούφα. Το 1946- 47 υπήρχε πείνα και των γονέων. Για την συμμετοχή μου στην παρανομία ο φίλος μου έδινε φαγητό. Αγοράζαμε μιά ρέγκα από τον Χαρούλη το Σπυράκη, δυο κονσέρβες από τον νονό σου το Γρήγορη τον Παπαδάκο. Δεν ήταν σωστό είχα συμμετοχή και ας κράταγα μόνο τσίλιες!! Του φίλου μου του έπεσε μισό σακί στο μονοπάτι κοντά στο σπίτι του Φώτη του λαδέμπορου. Ήταν σκοτάδι και ο αείμνηστος Καπαρδόγιαννης δεν το είδε μπερδεύτηκε και κτύπησε. Άρχισαν να το ψάχνουν και δεν συμμετείχα ξανά. Εξάλλου δεν είχα χρόνο γιατί τη χρονιά εκείνη έπιασα δουλειά στο Εργοστάσιο του Γαλάνη- Παπαδάκου. Ο Φώτης το καταλάβαινε αλλά είχε πολλές δουλειές και δεν πήγαινε το μυαλό του ποιος το έκανε !!! Είχε βάλει το λύκο να φυλάει το αμπάρι !!!!!!!