Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

ΗΛΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΟΣ.




     Γράφει  
 ο Στολιώτης Συγγραφέας 
Χρίστος Γεωρ. Κυρκιντάνος 

« Όχι εμένα! Τους φίλους σου κέρνα»

Ηλίας Αναγνωστάκος, ένας γενναίος στο εκτελεστικό απόσπασμα.

Αυτό το σημείωμα – μαρτυρία για τον Ηλία Αναγνωστάκο, ►1  είναι για μένα αργοπορημένη εξόφληση οφειλής. Γιατί έτυχε να διασταυρωθούν οι δρόμοι μας καθώς πορευόμασταν εκείνος παλικαρίσια στην εκτέλεση κι εγώ στο άγνωστο μέλλον.

Κοντοχωριανός μου αυτός, από τον Αϊ Γιώργη της Κυνουρίας
 Ητανε νέος ακόμα, 35 ετών. Έκρυβε στο υπόγειο του σπιτιού του πολυβόλο( οπλοπολυβόλο) ►2 του Δ.Σ. Τον πρόδωσε καταδότης και πιάστηκε από το παραστρατιωτικό ασκέρι του Κρανιά ►3 την παραμονή της Πρωτοχρονιάς 1948. Βασανίστηκε απάνθρωπα.

Το επόμενο πρωί της Πρωτοχρονιάς, ο Στόλος, το δικό μου χωριό, ετοιμαζότανε για την εκκλησία. Στεγαζότανε τότε η φαμελιά μας στο ανώγειο παλαιού εγκαταλειμμένου σπιτιού. Στο ισόγειο λειτουργούσε το μαγαζί του χωριού. Είχαμε σπίτι δικό μας, καλό, αλλά το κάψανε ταγματασφαλίτες και γερμανοί στη μεγάλη επιδρομή τους στον Πάρνωνα τον Ιούνιο του 1944 και ήταν ακόμα ερείπιο. ►4
 
Η περιοχή όπου έλαβαν χώρα τα γεγονότα.
Παιδί εγώ εντεκάχρονο τότε, ξεμύτισα στην εξώπορτα. Κακοκαιρία έξω, λάσπες, βροχή. Εκείνη την ώρα έμπαιναν στο χωριό οι Κρανιάδες, λασπωμένοι μέχρι το γόνατο, μουσκίδι τα ρούχα τους. Έσερναν και τον Ηλία Αναγνωστάκο μαζί τους μισολιπόθυμο από τα μαρτύρια. Τον είδα με το ξηλωμένο αμπέχονο και τα αίματα, παλικάρι και στο μαρτύριό του ακόμα - έτσι έρχεται, χρόνια τώρα, στη σκέψη μου και φεύγει πάλι στο τίποτα. Καβάλα διχαλωτά στο μουλάρι τον έσερναν, τα χέρια του δεμένα με την τριχιά, το κεφάλι γερμένο στο στήθος, τα μαλλιά του ανακατωμένα πεσμένα στο μέτωπο, από πάνω τον έδερνε αλύπητα η βροχή. Σαν το Χριστό στην αυλή του Αρχιερέα μου φάνηκε.

Οι Κρανιάδες, σκορπίσανε στα σπίτια για να στεγνώσουνε. Ο αρχηγός ο Κρανιάς, μαζί με τα τσιράκια του και τον αγωγιάτη που κουμαντάριζε το μουλάρι με τον κρατούμενο, σταμάτησαν μπροστά στο μαγαζί. Διάταξε για όλους μαστίχα ο αρχηγός.

Ο κρατούμενος, ίσιωσε το κορμί του με κόπο, δείχνοντας περηφάνια και περιφρόνηση και μούγκρισε βραχνά: « Όχι εμένα! Τους φίλους σου κέρνα» – δεν το καταδέχτηκε το άδειο από φιλία, κέρασμα του βασανιστή του.

Δόθηκε διαταγή να μαζευτούνε στην εκκλησία όλοι οι χωριανοί και, το χειρότερο, μαθεύτηκε η απόφαση του Κρανιά να εκτελεστούν απολείτουργα ο Ηλίας Αναγνωστάκος και ο πατέρας μου, γνωστό στην περιοχή Εαμικό στέλεχος και υπολογίσιμο μέλος της τοπικής κοινωνίας. Η εκτέλεση θα γινόταν μπροστά σε όλο το εκκλησίασμα για τον παραδειγματισμό ενός χωριού σημαδεμένου στο στρατιωτικό χάρτη με κόκκινο, όπως ήταν ο Στόλος.

Είχε γυρίσει ο καιρός σε χιονιά. Φεύγοντας ο γείτονας που μας έφερε το μαύρο μαντάτο, άνοιξε την εξώπορτα και όρμησε, προπομπός θανάτου, παγωμένος αέρας στο σπίτι. Ακολουθούσε ο ίσκιος του αρχηγού. Ερχότανε για να παίξει με τον πατέρα μου, πριν από την εκτέλεση, όπως η γάτα με το ποντίκι. Ξοπίσω, του έδειχνε το δρόμο ο αγροφύλακας του χωριού, ωχρός, ζωντανό λείψανο από το φόβο. Νωρίτερα είδα τον αρχηγό μέσα στο μαγαζί  που ήτανε μέτριος στο ανάστημα και λιπόσαρκος αλλά αντιστάθμιζε το σωματικό έλλειμμα με την κορώνα του βασιλιά στο καπέλο του, ασίκικο μουστάκι, αυτόματο όπλο, μαχαίρι στο θηκάρι του και όλα τα σύνεργα του πολέμου κρεμασμένα απάνω του.

Πέρασε στο χειμωνιάτικο ο αρχηγός και γύρισε, θεατρικά αγέρωχος, ένα γύρω τα μάτια του. Μαζεμένη μέσα η φαμελιά μας: πέντε παιδιά, ο πατέρας, η μάνα και η γιαγιά μας, είχε λάδι ακόμα το καντηλάκι της. Καθαρό το δωμάτιο, στρωμένο με κουρελούδες, συγυρισμένο για τη γιορτή. Στο τζάκι έκαιγε η φωτιά, τριγύρω με τα καλά μας εμείς τα παιδιά έτοιμα για την εκκλησία, καθένα με το σκαμνάκι του.

Κανένα δάκρυ, κανένας δεν έπεσε στα γόνατα να παρακαλέσει τον αρχηγό. Δασκαλεμένοι από την κούνια μας να δείχνουμε περηφάνια τέτοιες θανάσιμες ώρες, σχεδόν καθημερινό ψωμοτύρι εκείνο τον καιρό, σταθήκαμε όρθιοι, μικροί και μεγάλοι, ορθώνοντας οχυρό αφοβίας κι αξιοπρέπειας μπροστά στο Χάρο που μπήκε στο σπίτι μας.

Κρατήθηκε μόνο το τελετουργικό της φιλοξενίας, πανάρχαια αρχοντική συνήθεια του ελληνισμού, ζωντανή ακόμα στα μέρη μας εκείνα τα χρόνια: Ο πατέρας, καλλιεργημένος άνθρωπος για την εποχή και τον τόπο του, σπουδαγμένος στους λαϊκούς αγώνες και με θητεία σε οργανώσεις, κοντά σε φωτισμένους δασκάλους, καλωσόρισε με αρχοντικό αέρα τον ξένο και τον κάλεσε να καθίσει. Η μάνα, του έβγαλε μελομακάρονο και κουραμπιέ, γέμισε το ποτηράκι με το ποτό και τον καλωσόρισε.

Το βάρος της δικής μας αλήθειας, ξεφούσκωσε την αλαζονεία  του αρχηγού κι έμεινε άφωνος. Με το ποτό όμως λύθηκε η γλώσσα του, κι έβγαλε από μέσα του, σιδερωμένη και στεγνή από τους χυμούς της ζωής, τη δική του κούφια πραμάτεια: μίλησε για «θρησκεία, οικογένεια, πατρίς» …τέτοια. Μιλώντας, η ματιά του εξέταζε τον πατέρα που στεκότανε αδιάφορος. Τότε θύμωσε και του λέει « σηκώσατε όπλα για να χτυπήσετε την πατρίδα πισώπλατα». Δεν άντεξε πια ο πατέρας. Σηκώθηκε όρθιος, αληθινά απρόσβλητος από φόβο και πάθος.

 Του λέει:
- « Μίλησες για Πατρίδα. Άκουσέ με λοιπόν: Εμείς πολεμήσαμε στην Αλβανία εθελοντές, αντισταθήκαμε στον κατακτητή, πασχίσαμε να γιατρέψουμε τις πληγές του κόσμου - πείνα, αρρώστια, δεισιδαιμονία και αγραμματοσύνη. Και πια είναι η δική σου, πατριωτική τάχα, παρέα; Εθνοπροδότες, μαυραγορίτες, απατεώνες και σωματέμποροι είναι». ►5
  Παραστρατιωτικοί  την εποχή του εμφυλίου στην Αθήνα
Έτσι που μιλούσε όρθιος ο πατέρας, φαινότανε στα μάτια μας γίγαντας.

Αλλά δεν ήτανε ο πατέρας μας που μιλούσε έτσι. Ήτανε ο λαός μας ο ίδιος που ερχότανε στο ιστορικό «τώρα» από τα βάθη της ιστορίας κι ακούγαμε το βηματισμό του και την ανάσα του να αντηχούνε στο χρόνο με  αντρειοσύνη, θυμό και παράπονο.

Ο αρχηγός λάκισε νικημένος, χτυπώντας την πόρτα μας πίσω του και πήγε στην εκκλησία αποφασισμένος για την εκτέλεση. Αλλά πέσανε απάνω του ο παπάς και οι φρόνιμοι του χωριού και του λένε « μελίσσια πάς να χαλάσεις; Θα σε αποϊδεί ο Θεός».

Μας έβαζε τότε ο δάσκαλος τα μεγάλα παιδιά να διαβάζουμε στην εκκλησία άλλος το «Πιστεύω» κι άλλος τον « Απόστολο» και ήρθε η σειρά μου για τον Απόστολο. Στάθηκα μπροστά στην Ωραία Πύλη με ανοιχτό το βιβλίο και διάβασα ψαλτά, όπως με είχανε δασκαλέψει, τα λόγια του Απόστολου Παύλου.

Ο αρχηγός, με όλο τον οπλισμό του αναρτημένο, είχε πιάσει το δεσποτικό στασίδι κοντά στο ψαλτήρι και με γνώρισε. Γυρίζει και λέει του ψάλτη απορημένος « μα καλά, έχουνε Θεό οι κομμουνιστές»;

Το παραστρατιωτικό ασκέρι του Κρανιά, έφυγε από το χωριό μας χωρίς να χυθεί αίμα. Τον Ηλία Αναγνωστάκο τον φυλακίσανε στη στρατιωτική φυλακή της Τρίπολης για να δικαστεί από το έκτακτο στρατοδικείο. Δικάστηκε με συνοπτική διαδικασία το Μάρτη και  καταδικάστηκε σε «θάνατο δια τυφεκισμού».

Πριν από την εκτέλεση πήγε ο παπάς στο κελί του, να μεταλάβει το μελλοθάνατο κι αυτός ήτανε ξάδερφός του. Αθανάσιος Παπακωνσταντίνου ονομαζόμενος ο παπάς, από την Πλατάνα. Πήγε ο ιερέας με το άγιο δισκοπότηρο και το πετραχήλι του. Τον ρωτάει ο μελλοθάνατος « για ξάδερφος ήρθες ή για παπάς;». Τον αγκάλιασε κι έκλαιγε ο παπάς, τι να κάνει ο άνθρωπος.

Άμα πέρασε η δύσκολη στιγμή, καθίσανε να μιλήσουνε και λέει ο κατάδικος:
« Θυμάσαι την κυρούλα μας, ξάδερφε, που μας πήγαινε στην εκκλησιά για να μεταλάβουμε;».
.- «…Παιδάκια εμείς και μας κράταγε με τα ροζιασμένα χεράκια της….. συνέχισε ο παπάς. Μας ορμήνευε στο δρόμο να μη φτύσουμε μετά από τη μετάληψη γιατί ήτανε αμαρτία μεγάλη να χύσουμε το σώμα και το αίμα του Χριστού μας στο χώμα. Εμείς την παίρναμε κατάκαρδα την ορμήνια της και δεν φτύναμε ένα μήνα ολόκληρο».
Γελάσανε οι δυό τους και ύστερα έπεσε ησυχία θανάτου.
.- « Κατάλαβα τι θέλεις να πεις, ξάδερφε, έσπασε τη σιωπή ο παπάς. Άμα πέσει από τις σφαίρες ο χριστιανός που μετάλαβε, θα χυθεί του Χριστού το αίμα στο χώμα, κι αυτό δεν πρέπει να γίνει – διαταγή της κυρούλας μας».
 
Δικαστικό μέγαρο Τρίπολης. Στρατοδικείο το μεγαλύτερο Θανατοδικείο του Εμφυλίου. Φώτο από  ΠΑΛΙΆ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΆ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΆ ΑΡΧΕΊΑ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΆΣ
Έδεσε κόμπο την καρδιά του ο ιερέας, μάζεψε το πετραχήλι του και το δισκοπότηρο, σταυροκοπήθηκε, έδωσε στο μελλοθάνατο ξάδερφο τον τελευταίο ασπασμό, ζωντανός αποχαιρετισμός, και βγήκε από το κελί.

Χρόνια μετά, διηγήθηκε το περιστατικό ο παπάς σε συγχωριανούς του. Κατά τη διήγηση του παπά- Θανάση, στις ίδιες φυλακές ήταν φυλακισμένος και ο αδερφός του Ηλία, καταδικασμένος ισόβια. Τελευταία επιθυμία του κατάδικου ήταν να βγει ο αδερφός στο παράθυρο την ώρα που θα τον πήγαιναν για εκτέλεση, να τον αποχαιρετίσει.

Βγήκανε στα παράθυρα όλοι οι φυλακισμένοι χειροκροτώντας όπως συνηθιζόταν. «Εμείς φεύγουμε, συνεχίστε εσείς τον αγώνα» φώναξαν οι κατάδικοι. «Γεια σας παιδιά, γεια σου αδέρφι» πρόσθεσε ο Ηλίας Αναγνωστάκος και πήγε με τους συντρόφους του να συναντηθούν με την ιστορία.

Έπεσαν όλοι ζητωκραυγάζοντας για την Πατρίδα και τον αγώνα τους. 
Εϊ συ κοντοχωριανέ κι εσείς οι αδικοφονεμένοι της Τρίπολης! Καυχιέμαι που έζησα στις ημέρες σας και σπούδασα κοντά σας ανθρωπισμό και αξιοπρέπεια. Ανάβω κεράκι στη μνήμη σας.


ΣΧΟΛΙΑ Παν. Ι. Δ. Βλαχάκη.

►1 H παλιά ονομασία του  Αϊ Γιώργη της Κυνουρίας ήταν Ντουμινά. Ανήκει στην γεωγραφική ενότητα των Καστριτοχωριών. Εδώ κατοικούσε ο Ηλίας Κων Αναγνωστάκος που εκτελέστηκε στις 27 Μάρτη του 1948 βάσει της υπ αριθ. 92/18-3-1948 απόφασης του στρατοδικείου Τριπόλεως που τον καταδίκασε 2 φόρες σε θάνατο. 
►2 Ο Γιάννης Λέφας στο βιβλίο του ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΣΤΑΥΡΟΙ ΣΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΜΩΡΙΑ Σελ 106 Αναφέρει << ότι ο Ηλίας Κων Αναγνωστάκος συνελήφθη υπό τμήματος του τάγματος Κρανιά στις 31-12- 1947 και ότι << κατόπιν ερεύνης εις τη οικίαν του ανευρέθησαν αυτόματα, χειροβομβίδες ….προς εξοπλισμόν ομάδος 25 συμμοριτών εκ Στόλου της οποίας θα εγένετο αρχηγός..>>  πηγή Εφ ΑΛΗΘΕΙΑ. Καθαρή προπαγάνδα. Ένα οπλοπολυβόλο έκρυβε ο ανυπότακτος αγωνιστής
►3 Ο Ηρωικός και «πανέξυπνος» Κρανιάς ήταν αξιωματικός του Ζέρβα στην Ήπειρο. Ειδικός στις εθνοκαθάρσεις, οι Τσάμιδες είχαν δοκιμάσει τις μεθόδους του. (ο διοικητής του 16ου Συντάγματος του ΕΔΕΣ, αντισυνταγματάρχης Αριστείδης Κρανιάς, που έφτασε στην Παραμυθιά, έγραψε ότι «αυτό που επακολούθησε δεν περιγράφεται»  )      
Στο Μοριά τα βρήκε σκούρα. Τώρα προβιβάστηκε σε αξιωματικό της χωροφυλακής και διοικούσε ένα τάγμα παραστρατιωτικών. Ουαί και αλλοίμονο αν έπεφτε κάποιος στα χέρια τους…
Ας αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα της εξυπνάδας του. Έστειλε ένα σημείωμα στον Ταξίαρχο του Δ.Σ.Ε. Θεωδ. Πρεκεζέ!!! Κόμπαζε «Μέχρι το Πάσχα θα συναντηθούμε στην Αράχοβα !!!». Ο Παρνωνίτης ταξίαρχος του Δ.Σ. του έκανε την χάρη!!! Ήταν σε στρατηγικό σημείο η πατρίδα του η Αράχωβα και έπρεπε είναι ανοικτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας.
 Επακολούθησε αιματηρή μάχη. Σκοτωθήκαν αρκετοί αντάρτες γιατί η τοποθεσία είναι οχυρή και οι Κρανιάδες είχαν ταμπουρωθεί. Παρ όλα αυτά οι επιτιθέμενοι Ανυπότακτοι μαχητές και μαχήτριες του Β Αντάρτικου σκότωσαν  πολλούς άντρες του Κρανιά και το τάγμα του σχεδόν διαλύθηκε.
Ο Ίδιος ο γενναίος Κρανιάς με τα σώβρακα και ξυπόλητος μέσω της ρεματιάς έφτασε στη Σπάρτη. Νικητής και τροπαιούχος !!!!! Ήταν όμως μάστορας στη βία και στους βασανισμούς αριστερών, συμπαθούντων  αλλά απλών πολιτών που δεν ήταν μαζί τους.

►4 Το κατάστημα - κατοικία του Εαμικού στελέχους, προέδρου του Στόλου και ευκατάστατου εμπόρου της περιοχής το έκαψαν το 1944 οι Γερμανοί με τους ντόπιους ταγματαλήτες. Ένας από τους αρχηγούς τους ο Φ.Π. χόρευε σαν κανίβαλος δίπλα στην καταστροφική φωτιά. Η τιμωρία του αειμνήστου Γιώργου Κυρκιντάνου ήταν το 1951 να του δώσει ένα δοχείο λάδι γιατί πεινούσαν τα πέντε παιδιά του …… Από το από το βιβλίο του αιχμάλωτου Ιταλού γιατρού  << μια απέραντη αγάπη>> Φράνκο Ρομάνο (μετ Ιωάννα Μάκρη – Μπούρα). Σελ 232.

►5 Στις τάξεις των παραστρατιωτικών του Κρανιά ήταν και ένας συμπατριώτης μας δημοδιδάσκαλος ο οποίος εκφωνώντας ομιλίες στα χωριά της περιοχής μας έκανε την ιδεολογική προπαγάνδα του εμφυλιοπολεμικού κράτους.

Κυριακή 24 Μαΐου 2015

ΠΑΡΝΩΝΙΤΙΣΣΑ ΜΑΝΑ.

      

       γράφει 
ο  Βερβενιώτης Νομικός
Βασίλης Iωαν. Κούβαλης

.

            Τα χέρια της κυρά-Δημήτρως...

Χέρια 85 χρονών, που ακόμα "γράφουν". Πολυδουλεμένα, με ...επιδερμίδα από το "μανικιούρ", που έκανε καθημερινά, στο θέρο, στο μάζεμα της ελιάς, στο ζύμωμα, στο πλύσιμο, στο χωράφι, στο σπίτι, στον αργαλειό, στο κουβάλημα ξύλων, στο μεγάλωμά μας.
Χέρια τραχειάς δημιουργίας, χέρια επιβίωσης χέρια ταλαιπωρημένα και από "τα κρατούντα" της εποχής, που ήθελαν τη γυναίκα σχεδόν υποζύγιο. ►1
Χέρια βρεφονηπιακής προστασίας και τρυφερών χαδιών, αλλά και χέρια "τιμωροί" της παιδικής μας αταξίας. Είναι τα χέρια, που ακολουθώντας τις συμβουλές της γιαγιάς έδερναν για σωφρονισμό. "Να το βαράς το παιδί, αλλά στα κωλομέρια... 2
 Να προσέχεις κακομοίρα, μην "το πάρει καμμία" σε καμμιά μέση και το κοψομεσιάσεις..."
        
                                             Τα χέρια της κυρά-Δημήτρως...
Χέρια, που ζύμωσαν τόνους χωριάτικο καρβέλι, που "κάψανε" αμέτρητους φούρνους, που άνοιξαν εκατοντάδες φύλλα για χυλοπίτες, που τυροκόμησαν, που φτιάξανε χυλούς, τριφτάδες και τραχανόπιττες, που μαδήσανε κότες, που θρέψανε ζωντανά, χέρια "για καλό" και ποτέ για "αναποδιά".
Χέρια πεντακάθαρα!
Και κυρίως χέρια, που και σήμερα είναι ζωντανά και δημιουργικά... Εδώ η κυρά Δημήτρω μας φτιάχνει μακαρόνια σκαστά ή σκαντζιαστά... 
Κι η καημένη η βέρα... Μπήκε στο δεξί κάποτε και έκτοτε δεν ξαναβγήκε. Άσε που τώρα φρακάρισε και δεν βγαίνει με τίποτα. Αλλά εκεί το σύμβολο της "ύπανδρης" νοικοκυράς...

ΣΧΟΛΙΑ ΠΑΝ. Ι.Δ. Βλαχάκη.

►1 Οι γυναίκες της εποχής στα χωριά μας είχαν κατακτήσει την ισότητα στην πράξη. Εκτός από τα χωράφια είχαν και τις δουλειές του σπιτιού. Φανταστείτε μια νοικοκυρά χωρίς ψυγείο, τρεχούμενο νερό και ηλεκτρισμό. Μετά ήρθαν τα αγαθά του πολιτισμού. Όσο για το μπάνιο στη σκαφίδα με φτιαχτό σαπούνι ….έτσουζαν τα μάτια.

►2 Υπήρχε η κλαρούδα και η λουρίδα του πατέρα που σε κάποιους τυχερούς δεν είχε βγει ποτέ. Η κλαρούδα και η βέργα έπεφτε για να μην μας σακατέψουν. Τα χέρια τους ήταν δουλευμένα και δυνατά.  


Πέμπτη 21 Μαΐου 2015

ΑΡΚΑΔΕΣ ΣΤΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΙΙ

Του Παν. Eυαγ. Βέμμου.

Πριν ένα χρόνο παραμονές της επετείου της μάχης της Κρήτης δημοσιεύσαμε άρθρο με στοιχειά σχετικά με τη συμμέτοχη Αρκάδων σ’ αυτή και κατάλογο 35 ατόμων που έδωσαν ότι πολυτιμότερο είχαν, τη ζωή τους, στον αγώνα εναντία στο φασισμό και την ανεξαρτησία της πατρίδας. Μετά τη δημοσίευση αυτή και τις γνωριμίες του φίλο Σπύρου Καλδή, συναντηθήκαμε με τον Ιωάννη Τσούκα, κάτοικο Βαλτετσίου, που πήρε μέρος στη Μάχη της Κρήτης.

Σε συνέντευξή του μας δίνει πολύτιμα και άγνωστα στοιχειά ιδιαίτερα μετά τη μάχη και τον τρόπο διαφυγής του στην Πελοπόννησο.
Σας παρουσιάζουμε την ιστορία του, όπως αυτός μας την αφηγήθηκε το πρωί της 10ης Ιουλίου 2014 στην πλατεία του ιστορικού χωριού.
Ιωάννης Τσούκας και Σπύρος Καλδής.

«Γεννήθηκα το 1918, όμως, στα χαρτιά δηλώθηκα το 1919. Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος ήμουν στρατιώτης στην Τρίπολη στο 11ο σύνταγμα, είμαι της κλάσης 1940. Τη νύχτα για να μη μας βομβαρδίζουν οι Ιταλοί βγαίναμε στο πλεύρωμα, το πρωί στο στρατόπεδο. Ήμασταν εκπαιδευμένοι, μετά πήγαμε στην Τεγέα μας ετοίμαζαν για το μέτωπο. Ήρθε νεώτερη διαταγή και μας πήγαν στο στρατώνα στ’ Ανάπλι.
Από εκεί με πλοίο πήγαμε στην Κρήτη, στη Σούδα, με συνοδεία αντιτορπιλικών. Μόλις φτάσαμε μας βομβάρδισαν οι Ιταλοί. Πήγαμε στα Χάνια και από εκεί στις Μουρνιές, εκεί μείναμε. Δίπλα μας ήταν Εγγλέζικος στρατός. Εκεί μάθαμε ότι οι Γερμανοί κατέλαβαν την ηπειρωτική Ελλάδα.

Ένα πρωί φθάσανε τα αεροπλάνα και ρίχνανε αλεξιπτωτιστές από τα Χάνια μέχρι το Μάλεμε. Εμείς είμαστε έξω από τις Μουρνιές και τους ρίχναμε. Την πρώτη ημέρα σκοτώθηκαν, όπως λέγανε 1500, μείνανε καμία 30αριά σε ένα λοφάκι. Το βράδυ πρότεινε ο Έλληνας αξιωματικός να τους «καθαρίσουμε», όμως, ο Εγγλέζος είπε: άστους. Την άλλη μέρα ήρθαν πάλι τα αεροπλάνα και ρίχνανε αλεξιπτωτιστές. Πολεμάγαμε, άλλα οι Γερμανοί κατέλαβαν ένα μέρος. Το αεροδρόμιο το είχαν ακόμα οι Εγγλέζοι. Την Τρίτη μέρα δώσαμε σκληρή μάχη. Εκεί σκοτώθηκε ο ανθυπολοχαγός από του Μάναρι, δεν θυμάμαι το όνομα του. 1

Οι γερμανοί κατέλαβαν το αεροδρόμιο. Σ’ εμάς δόθηκε διαταγή και παραδοθήκαμε στους Γερμανούς μαζί με Εγγλεζούς. Εμείς μείναμε στην περιοχή για αρκετές μέρες. Ότι βρίσκαμε τρώγαμε, μας έδιναν και οι Κρητικοί ότι είχαν. Μετά έβγαλαν διαταγή οι Γερμανοί ότι όσοι στρατιώτες Έλληνες είναι από την ηπειρωτική Ελλάδα να παρουσιασθούν στο αεροδρόμιο του Μάλεμε. Εμείς πιστεύαμε ότι μας μαζεύουν για να μας διώξουν για τα μέρη μας. Οι περισσότεροι παρουσιασθήκαν, λίγοι δεν παρουσιασθήκαν.

Εγώ γνώριζα τον Τέλη Σιαμπάνη από το Βαλτέτσι αυτός δεν παρουσιάσθηκε και έμεινε σε κάποιο χωριό και ήρθε στο Βαλτέτσι μετά από μένα.
Μείναμε λίγες μέρες στο Μάλεμε και δόθηκε διαταγή να πάμε στη Σούδα, στο λιμάνι. Περιμέναμε το καράβι. Νέα διαταγή τους μισούς τους πήγαν πάλι στο Μάλεμε, οι υπόλοιποι και εγώ μείναμε στη Σούδα σε στρατώνα.
Μείναμε εκεί όλο το καλοκαίρι του 1941, κρατούμενοι με σκοπούς γερμανούς. Μας κράτησαν μετά από εισήγηση ενός κρητικού αξιωματικού να μας χρησιμοποιήσουν ως εργάτες για να θάψουμε τα πτώματα και να επισκευάσουμε γεφύρια και δρόμους που είχαν καταστραφεί. Εμείς είμασταν αιχμάλωτοι και μας χρησιμοποίησαν ως εργάτες. Κάθε πρωί έρχοταν Γερμανοί και έπαιρναν όσους ήθελαν για δουλειές. 

Εγώ έτυχε και ήρθε ένας Γερμανός μεγάλος σε ηλικία περίπου 70 χρονών, ήθελε τρία άτομα. Ο σκοπός υπέδειξε τρεις, μεταξύ αυτών και έμενα. Μας πήρε από το στρατώνα και μας πήγε στο μέρος που έμενε ο γερμανός διοικητής της Κρήτης. Το μέρος ήταν δυο χιλιόμετρα κοντά στο δρόμο που πήγαινε στο Ηράκλειο. Εκεί είχαν σκηνές και μένανε. Εγώ πήγαινα εκεί. Και έκανα το γκαρσόνι. Πήγαινα το πρωινό, το Μεσημεριανό και το βραδινό στο διοικητή. Το βράδυ επιστρέφαμε και κοιμόμασταν στον στρατώνα στη Σούδα. Την πρώτη ημέρα ένας αξιωματικός υπέγραψε και μου έδωσε ένα χαρτί.

Την άλλη μέρα ήρθε γερμανός αξιωματικός και ζήτησε 80 για κάποια δουλειά, εγώ έδειξα το χαρτί και με άφησαν, το ίδιο συνέβη και άλλες φόρες. Παρέμενα συνεχεία εκεί, δηλαδή στην υπηρεσία του διοικητή. Όταν ο διοικητής πήγαινε περιοδεία μας λέγανε αν θέλουμε να πηγαίνουμε κοντά. Εγώ πήγαινα, έτσι γύρισα σχεδόν όλη την Κρήτη. Εγώ δεν έτυχα στις περιοδείες αυτές σε επεισόδιο. 

Εκεί έμεινα τρεις μήνες μέχρι τον Οκτώβριο. Μετά το έσκασα. Είχαμε πληροφορηθεί ότι ερχόταν Κρητικοί με καΐκια από την Πελοπόννησο. Τη δουλειά αυτή την έκανε ένας Χανιώτης που έπαιρνε τους λιποτάκτες και τους πήγαινε στο Καΐκι.


Όταν το έσκασα μεσημέρι, είχα έρθει σε συνεννόηση με ένα βοσκό που μου έφερε πολιτικά ρούχα, τα φόρεσα πήγα στα Χανιά, εκεί που είχε γίνει η συνεννόηση.

Οι γυναίκες, τα παιδιά και όλη η Κρήτη πολέμησαν τους ούννους  κατακτητές. 

Την άλλη μέρα το πρωί μπήκαμε στη σούστα, ήμασταν 7-8 νοματαίοι. Θυμάμαι τον Γιάννη τον Καρύγιαννη από του Μάναρι, έχει πεθάνει τώρα, ένας Κώστας από χωριό έξω από την Τρίπολη στο δρόμο των Καλαβρύτων, τον Φουντίτσα τον Νίκο από την Μάκρη και τον Γιάννη το Τσάγκο από του Μάναρι. Περάσαμε το Μάλεμε και φτάσαμε στο μέρος που έφθινε το καΐκι εκεί βρήκαμε και άλλους στρατιώτες που περίμεναν και είκοσι μέρες νηστικοί και σε άσχημη κατάσταση. 

Εμείς είμασταν τυχεροί, το βράδυ είδαμε συνθηματικά φώτα, οι υπεύθυνοι μας είπαν ότι έρχονται. Ήταν δυο καΐκια γεμάτα Κρητικούς. Θυμάμαι ότι ένας Κρητικός είχε πάρει από την Πελοπόννησο και μια κοπέλα, η οποία έπεσε στο νερό, τη γλύτωσαν.

Εμείς μπήκαμε ένας – ένας στα καΐκια, 42 άτομα. Περάσαμε Αντικύθηρα, Κύθηρα και βγήκαμε στο ακρωτήριο Μαλέας χαράματα. Το καΐκι δεν ζύγωνε κοντά, μπήκαμε στη θάλασσα μέχρι το στήθος και βγήκαμε στη στεριά. Χωριστήκαμε κατά ομάδες, εγώ με άλλους πέντε που ανέφερα παραπάνω, πήραμε τα βουνά, περάσαμε πολλά χωριά.

Σ’ ένα μικρό χωριό μας δώσανε ψωμί και μας είπαν να μείνουμε. Δεν δεχθήκαμε γιατί είμασταν ανάλλαγοι γεμάτοι ψείρα, βρωμούσαμε. Πήγαμε και κοιμηθήκαμε σε ένα αχυρώνα.

 Πλησιάσαμε την Αράχοβα, γνώριζα τα μέρη πια, και το τρίτο βράδυ γύρω στις 12 φθάσαμε στη Βλαχοκερασιά, είχαμε και έναν από εκεί δεν θυμάμαι το όνομα του. Το μαγαζί ανοιχτό με καμία 30αρια νοματαίους κάτι γιόρταζαν. Μπήκε πρώτος μέσα ο Βλαχοκερασιώτης μέσα ήταν και αδελφός που, τον αγκάλιασε, φίλια με όλους. Καθίσαμε, φάγαμε, ήπιαμε και μεθύσαμε.

Την άλλη μέρα οι υπόλοιποι συνεχίσαμε μέχρι του Μάναρι. Το πρώτο σπίτι ήταν του Γιάννη του Τσάγκου. Έμενε εκεί η μανά του και δυο αδελφές του, ήταν ορφανός και κακώς το έχανε πάρει φαντάρο. Βάζει έμενα και κτυπάω την πόρτα. Μου απαντά η μανά του, ποιος είσαι; Εγώ απάντησα έρχομαι από την Κρήτη και φέρνω χαιρετίσματα τού γιου σου. Μου λέει περίμενε θα ανοίξω. Άνοιξε και είδε το παιδί της, μεγάλη συγκίνηση, δεν γνώριζαν αν ζει.

Εγώ έμεινα εκεί, οι άλλοι δυο πήγανε και εμείνανε στο σπίτι του Καρύγιαννη. 
Την άλλη μέρα το πρωί, πήγαμε σε όλα τα σπίτια του χωριού, μας κέρναγαν. Το απόγευμα οι τρεις πήραμε το δρόμο και στο Καλογερικό χωρίσαμε, εγώ πήρα το δρόμο για το Βαλτέτσι. Στο δρόμο βρήκα τον Μπάρμπα Θοδόση τον Μητσόπουλο που έσπερνε.

Στο σπίτι η μανά μου είχε πάρει τα πράγματα και είχε πάει στο Κρανίδι που ξεχειμωνιάζαμε τα ζωντανά, θα γύριζε και θα έφευγαν όλοι μαζί. Στο σπίτι δεν ήτανε κανείς, ο πατέρας μου ήτανε στα πρόβατα. Πήγα σε μια θεια μου και κοιμήθηκα. Το πρωί πήγα στην εκκλησία λειτουργούσε, γιατί ήτανε του Αγίου Δημητρίου η γιορτή, εκεί συνάντησα τον πατέρα μου που τον είχε ειδοποιήσει ένας ξάδερφος μου. Μετά 2-3 μέρες γύρισε η μάννα μου δεν ήξερε ότι είχα γυρίσει και την συνάντησα. Φύγαμε μετά για το λιβάδι έξω από το Κρανίδι.
Αυτά θυμάμαι.

Να συμπληρώσω ακόμα ότι στη μάχη της Κρήτης από το Βαλτέτσι ήταν ο Ηλίας Πλατανίτης του Κων/νου, τραυματίστηκε στις Μουρνιές, ήμασταν παρέα. Μετά τον στείλανε στην Αθήνα, έγινε καλά. Ακόμα στη Μάχη της Κρήτης πήρε μέρος και ο Γεώργιος Ιωάννου Μήτσου ή Μητσόπουλος (παρατσούκλι Βουλές).

Περάσαμε πολλά, μαθαίνω ότι κάθε χρόνο γιορτάζουν έρχονται και ξένοι. Εμάς δεν μας κάλεσαν. Οι αρχές της Κρήτης δεν πρέπει να ξεχνάμε την συμμέτοχη μας. Οι περισσότεροι που πήραμε μέρος έχουν πεθάνει ας καλέσουν τις αρχές και τους απογόνους μας και με αυτή την ευχή τελειώνω, να μη ζήσουν άλλοι όσα τραβήξαμε εμείς…»

1 (σημείωση Π.Β. πρόκειται για τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Βουτυρίτσα Γεώργιο του Παναγιώτη στο 2ο τάγμα Μουρνιών, σκοτώθηκε στις 26-5-1941 στον Αλικιανό).

Σάββατο 9 Μαΐου 2015

Ο ΚΑΒΟΥΡΑΣ

       Επιμέλεια 

 ο  Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης.  
                Ο Κάβουρας ο Κωσταντίνος. 


Απόσπασμα από το βιβλίο <<  Από τις πηγές του λαού μας τα μνημεία του λόγου. >> ΤΟΜ Α ( Σελ 93- 97)
Του ΙΩΑΝΝΗ Μ. ΑΡΒΑΝΙΤΗ . ΔΗΜΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ – ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΗ  ΔΡΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΣΟΡΒΟΝΗΣ – ΕΠΙΤ. ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ ΚΕΜΕ.

 Μια διαταή διαβάστηκε του Κωσταντίνου μέσ' από το Υπουργείο,
γεια σου, Κάβουρα και Ντίνο,
 να πιάσουνε τον Κάβουρα τον Κωνσταντίνο,
 να του κόψουν το κεφάλι,
που είναι νιος και παλικάρι.
Μα πήγαν και τον ήβρανε τον Καβουρίνο,
 μες στο σπήλαιο 1 κρυμμένο
και βαριά αρματωμένο.
Κάτου, ρε Ντίνο, τ' άρματα, ρε Καβουρίνο,
 το ντουφέκι, το σπαθί σου,
να γλιτώσεις τη ζωή σου.
Μα πώς τα δίνουν τ' άρματα, κυρ' 'Σαγγελέα.
το ντουφέκι, το σπαθί μου;
Δε γλιτώνω τη ζωή μου.

Το τραγούδι είναι από τα νεότερα τοπικά, καθώς μαρτυρείται και από το ότι αναφέρεται στη βασιλεία του Κωνσταντίνου. Πρόκειται για τον Κωνσταντίνο Κάβουρα, το θρυλικό φυγόδικο στην περιοχή, από τα Δολιανά Κυνουρίας. Το Κάβουρας ήταν παρανόμι του και το επώνυμό του Παντελάκης. Και σήμερα στα Δολιανά σώζεται τόσο το παρανόμι Κάβουρας όσο και το επώνυμο Παντελάκης.

Στον Αγιάννη μάλιστα, στις ημέρες μου; είχε έρθει από τα Δολιανά και παντρευτεί ο Σωτήρος ο Παντελάκης ή Κάβουρας, καλαντζής (πέθανε πριν λίγα χρόνια). Αλλά για το ιστορικό του Κάβουρα παραθέτω την αφήγηση ενός απογόνου του, όπως ακριβώς την ηχογράφησα:


  Μαρμαράλωνο, ο συγγραφέας Ιωαν. Αρβανίτης. Ο επίγειος παράδεισος και στο βάθος ο Αγιάννης (Οκτ. 2014)
 «Εγώ ο Γιάννης ο Κολοβός του Γεωργίου από το 'Αστρος Κυνουρίας θέλω να σας διηγηθώ μια ιστορία ενού πρόγονού μου, του Κωσταντίνου Κάβουρα. Ήτανε αδερφός της γιαγιάς μου. Ένας είχε πειράξει μια ξαδέρφη του. Θίγηκε γι' αυτό και τον έπιασε και του το 'κανε γνωστό: 'Εάν την ξαναπειράξεις θα 'χεις να κάνεις με μένανε. Αυτός όμως δε χαμπάρισε*1 καν. Μετά ένα μήνα ξαναεπιχείρησε τα ίδια. Και δεύτερη φορά τον παρατήρησε σοβαρά ο Ντίνος, αλλά πάλι καρφάκι δεν του κάηκε. Το κακό τρίτωσε.

Ξαναμμένος πια ο πρόγονός μου τον βρίσκει, τον πλησιάζει αμίλητα και του κοπανάει μια γροθιά στα μελίγγια έπεσε μέσα στην αγορά στα Δολιανά κι έμεινε στον τόπο. Τον πιάσαν, τον δικάσαν και τον έβαλαν φυλακή στ' Ανάπλι.

Έκανε πεντέξι χρόνια στη φυλακή κι απολύθηκε. Γύρισε πάλι στα Δολιανά. Το 'μάθαν τα αδέρφια του σκοτωμένου - ήτανε πεντέξι αδέρφια, Τσιροπουλαίοι λεγόντουσαν, από την Αρτσίνα - κι εφοβερίζανε να τον σκοτώσουν. Και ξεκίνησαν για τις Σπηλιές έτσι λέγανε τα Κάτω Δολιανά καθώς ξέρεις - από τις σπηλιές που έχουν ακόμη. Εκεί που κατηφόριζαν, στις λογκάδες*2, βρήκαν μπροστά τους έναν πρωτοξάδερφο του Ντίνου, το Βασίλη. Τον ντουφέκισαν και τον στράβωσαν από το 'να μάτι.

Άκουσε ο Κωσταντίνος την ντουφεκιά και πονοιάστηκε*3. Να σου και πλάκωσαν εκείνοι στο μαγαζί. Καθόταν στο παράθυρο. Στη στιγμή αρπάζει ένα κούτσουρο, δένει και φτιάχνει απάνω τη μάγκα του, το μαντίλι του που φόραγε, έτσι που έμοιαζε με το κεφάλι του. Και τους ξεγέλασε.
Τραβάνε κανά δυο τρείς μπαταριές εκείνοι με τα δίκαννα. Μαντίλι και κούτσουρο τα σήκωσαν στον αέρα. Φυλαγμένος πίσω από την πόρτα ο Ντίνος, βουτάει τον γκρα. Τρομαγμένοι εκείνοι, μόλις τον είδαν, κάνουν ίσια πέρα στο γιοφύρι και πέφτουν κάτου στη λογκά. Τους έφτασε ο Κάβουρας κι ελιά σ' ελιά τους ξέκανε, τους σκότωσε όλους.

Μετά πια στασιό και σωτηρία δεν είχε άλλη και βγήκε στο κλαρί. Έτσι κατάντησε και ζούσε σα ληστής. Αλλά, όπως προείπαμε, αυτός δεν ήτανε ληστής, ήτανε άνθρωπος ηθικός και με φιλότιμο. Εξαιτίας που θίγηκε η τιμή συγγενικής του οικογένειας αναγκάστηκε να φτάσει εκεί που έφτασε, να εγκληματήσει και να βγει στο βουνό.

Βγήκανε αποσπάσματα χωροφυλάκοι και τον κυνηγάγανε. Δεν μπορούσαν να τον πετύχουν, να τον πιάσουνε. Γι' αυτό ξεσπάγανε και χτυπάγανε τους συγγενείς του. Από τους κοντινότερους ήταν ο παππούς μου. Του 'καναν μαρτύρια. Μια του άδειαζαν το καλύβι, μια τού 'παιρναν τα πρόβατα. Μια φορά τα πήρανε τα πρόβατα και τα πήγανε στη Ζάβιτσα*4, κάτω από ένα βράχο. Τα στρουγκιάσανε*5 κει και τα αρμέγανε οι χωροφυλάκοι. Φτάνει από πάνω ο Κάβουρας και κυλάει ένα τσιουρούμι* 6 και πέφτει ίσια μες στην καρδάρα*7.
Κάνουν άλα*8 κι όπου φύγει φύγει οι χωροφυλάκοι. Λακάν και τα πρόβατα και κολλάνε πάλι στα Δολιανά απέναντι, στο βοσκοτόπι τους.

Έτσι χρόνο με το χρόνο, πέρασε πολλά χρόνια στο βουνό. Έσιαχνε*9 τις πίγκες *10 , όπως τις λέγανε τότες, τις αρβανίτικες, με δυο μύτες. Περπάταγε στις λάσπες, στις χωραφιές και στα χιόνια και στις πατημασιές του δεν ξεχώριζαν μπρος και πίσω. Και τα αποσπάσματα δεν καταλάβαιναν προς τα πού πηγαίνει. Προς τα δω; Προς τα κει;

Γι' αυτό και τον έβγαλαν Κάβουρα, γιατί ο κάβουρας περπατάει λοξά, πότε προς τα δω, πότε προς τα κει. Δεν έχεις ακουστά που το λένε: 'Πάει ανάποδα σαν τον κάβουρα'.
Παντελάκης λεγόταν πρώτα. Το παρατσούκλι του Κάβουρας το πήρανε από τότες και οι συγγενή δες του.

Ύστερα απ' όλα αυτά τον επικηρύξανε σα ληστή. Και οι συγγενείς τα πλήρωναν όλα τα σπασμένα από τα αποσπάσματα κάθε φορά. Καταδιώκοντάς τον ένα απόσπασμα βρισκόταν στο Στόλο*11 Το βράδυ καταλύσανε σε ένα μετόχι εκεί του μοναστηριού του Προδρόμου, στον Άγιο-Χαράλαμπο.
                      
                      Περιοχή του Στόλου Κυνουρίας ένα από τα λημέρια του Κάβουρα. 
Ο Κάβουρας, εξαγριωμένος γιατί βασανίζανε τους συγγενείς του, μια και δυο φτάνει στο μετόχι τη νύχτα. Είχε μαζί του το στραβό από το 'να μάτι ξάδερφό του, που προείπαμε, και τον Καμπυλόγιαννη με τη φουστανέλα. 'Κάρφωσαν' τα ντουφέκια με τις μπούκες προς τα μέσα, τη μια μεριά και την άλλη στην πόρτα. Μια κλωτσιά και μια σπρωξιά στην πόρτα κι έπεσε μέσα.

Όρμησε κι αυτός. Σαράντα άτομα ήτανε το απόσπασμα.
'Μην κουνηθεί κανένας', τους φώναξε' 'αλλιώς θα πεθάνετε όλοι σας.
Εγώ είμαι ο Ντίνος ο Κάβουρας!'
Βουτάει τον αξιωματικό και τον σούρνει όξω. Τραβάει το μαχαίρι και του λέει: 'Τι θέλεις να σου κόψω τώρα; Αυτιά; Μύτη; Πόδια; Ο Κάβουρας εγώ είμαι. Πιάσε με ντε*12 Τι σου φταίνε οι συγγενή δες μου που τους πιάνεις και τους βασανίζεις και τελεύεις*13 τόσα και τόσα άναντρα;'
Του λέει τρεμουλιασμένος ο αποσπασματάρχης: Χάρισέ μου τη ζωή κι εγώ δεν πρόκειται πια να σε ξανακυνηγήσω. Θα δηλώσω ανικανότητα και θα φύγω γι' αλλού. Κι έτσι κι έγινε.

Στο μεταξύ, αφού έφυγε ο αποσπασματάρχης, έμεινε ελεύθερος στην περιοχή ο Κάβουρας. Κάπου ένα χρόνο δεν τον κυνηγήσανε. Τελευταία, δεν ξέρω πώς του 'ρθε, θέλεις μπαΐλντισε*14 γυρίζοντας, θέλεις κάτι άλλο σοφίστηκε, αποφάσισε να παραδοθεί. Παράγγειλε λοιπόν στην Εισαγγελία στ' Ανάπλι να στείλουν στον Αχλαδόκαμπο*15 φρουρά να τον παραλάβει και να ξαναμπεί στη φυλακή.
Ο Εισαγγελέας τότε μαζί με ένα απόσπασμα και με τη στρατιωτική μουσική πήγαν στο ορισμένο μέρος, όπου πράγματι παρουσιάστηκε και παραδόθηκε ο Κάβουρας. Και τον πήγαν παράτα και με τη στρατιωτική μουσική στ' Ανάπλι και τον έβαλαν πάλι στη φυλακή. 2


                         Το φοβερό Παλαμήδι. Κάπου εδώ σκοτώσανε τον Κάβουρα. 
Στη φυλακή έμεινε τέσσερα πέντε χρόνια και ασχολιόταν σιάχνοντας μικροκομψοτεχνήματα της φυλακής, που τα 'στελνε δώρα στο βασιλιά και σε άλλους. Έτσι, είχε κερδίσει ολουνών τη συμπάθεια και ήταν να του δοθεί χάρη. Αλλά από τη φυλακή φοβέριζε: "Άμα βγω θα κάψω στα Δολιανά τρεις γειτονιές με λάδι”. Νοούσε βέβαια όσους τον είχαν κατατρέξει και του είχαν κάνει κακό.

Οι Δολιανίτες λοιπόν έκαναν αναφορά στην Κυβέρνηση για τις φοβέρες του και δεν τον απόλυκαν. Τότε αποφάσισε να δραπετεύσει. Αλλά ήταν δύσκολο, γιατί είχαν τριπλοσκοπούς. Βασάνισε το μυαλό του και μαζί με άλλους δυο άνοιξαν ένα λαγούμι με τα κουτάλια. Κι είχε φτάσει μόλις στο τέλος για να βγει, μα κουνήθηκε μια πέτρα, την παρατήρησε ο σκοπός και τον σκότωσε απάνω που έβγαινε, μαζί και τους άλλους δυο.

Αυτό ήταν το τέλος του Κάβουρα, που για ένα φιλότιμο, για την τιμή και την υπόληψη των συγγενών του, σκότωσε, φυλακίστηκε και πήρε το βουνό. 'Άλλοι οι καιροί τότε!»

Ακριβώς, για τα κατορθώματα και τη λεβεντιά του ο Κάβουρας τραγουδήθηκε από το λαό. Στη β' μάλιστα νεότερη παρλ., η λαϊκή συμπάθεια και συμπαράσταση εκδηλώνεται καταφανέστερα με το να τον αποκαλούν «δόλιοΚωσταντίνο» (κακόμοιρο Κ.) και με το να γίνεται λόγος για τη νια γυναίκα και τα παιδιά του, που δεν τους ταιριάζει η ορφάνια, και ακόμη με την απροκάλυπτη εκδήλωση εχθρότητας προς τα αποσπάσματα: «που να 'χετους φαν τα φίδια». Με το πέρασμα πράγματι του καιρού η μνήμη του Κάβουρα περιβαλλόταν όλο και με περισσότερη αίγλη. (Πβ. ληστής Καβουρίνος, Λ.Δ., Ε' 152, 28 - Δ:. 65 - περ. Αρκαδικά, 1980, τ. 4, σ. 44).

1. σπήλαιο: Η χρήση της λόγιας λ. «σπήλαιο» έχει τούτη την εξήγηση: Τα καταδιωκτικά αποσπάσματα, που θα αναζητούσαν το κρησφύγετο του φυγόδικου Κάβουρα, θα χρησιμοποιούσαν στις συζητήσεις συχνά, καθώς και στα επίσημα έγγραφα, τη λέξη «σπήλαιο», αντί σπηλιά, και έτσι θα πέρασε και στο στόμα του λαϊκού στιχουργού και τραγουδιστή. Στη β' παρλ., προσδιορίστηκε σαφέστερα το τοπωνύμιο και η λ. σύμφωνα με το λαϊκό γλωσσικό. αίσθημα: «στα σπήλια». Πρόκειται βέβαια για τα σημερινά Κάτω Δολιανά, τα οποία για τις πολλές τους σπηλιές ονομάζονταν, όπως θυμάμαι και από τα παιδικά μου χρόνια,
2. Μόνο ψυχολογική ερμηνεία μπορεί να δοθεί σ' αυτή την απόφασή του. Δεν ήταν πράγματι κοινός ληστής, αλλά παλικάρι με προσωπικότητα που αναγκάστηκε να σκοτώσει. προασπίζοντας από φιλότιμο την αξιοπρέπεια των συγγενών του, σύμφωνα και με τα τελευταία λόγια του αφηγητή. Όταν όμως σταμάτησαν να τον καταδιώκουν τα αποσπάσματα, περιφρονώντας τον κατά κάποιον τρόπο - άλλωστε δεν προέβαινε σε άλλου είδους αξιόποινες πράξεις - τούτο ηθικά τον ταπείνωσε. Από τη μια δεν είχε πώς να δράσει, αφού δε διωκόταν, και από την άλλη δεν καταδεχόταν να ζει εις βάρος των χωρικών. Εξάλλου, αφού είχε εξοντώσει και αυτούς που τον είχαν προσβάλει, η ανταρσία του πια δεν είχε νόημα. Έτσι, πήρε τη γενναία απόφαση και παραδόθηκε. Ακριβώς, λοιπόν, για τους παραπάνω λόγους η εκούσια παράδοσή του χαρακτηρίζει το ηθικό του ανάστημα. Τούτο επικύρωσε και η πολιτεία που τον οδήγησε με τιμητική παράτα στις φυλακές του Αναπλιού.

                       
                       Εξώφυλλο και αφιέρωση στο β τόμο. ► ΣΧ1

             Γλωσσάριο.


*1 χαμπάρισε =Δεν πείρε είδηση.
*2 Λογκάδες = Δασώδης ομαλή έκταση – κοιλάδα. Υπάρχει  
    τοποθεσία κοιλάδα του Τάνου.
*3 πονοιάστηκε = Υποψιάστηκε. Πέρασε από το μυαλό του η
     υπόνοια.
*4 Ζάβιτσα = Αρχαίο Τημένιον. Πρόβουνο του Πάρνωνα. Υψ. 976 μ. Σύνορα – 
   Αργολίδας.
*5 στρουγκιάσανε = Βάζω τα γιδοπρόβατα στη στρούγκα και τα αρμέγω.
*6 τσιουρούμι = ακατέργαστος ογκόλιθος.
*7 καρδάρα = Ποιμενικό δοχείο, συνήθως ξύλινο, λέγετε και γαλομέτρα, γιατί
 χρησίμευε να μετριέται το γάλα. Συνήθως είχε χωρητικότητα
8* άλα = Κάνουν ορμητικό ξεκίνημα. Στόλο
*9 Έσιαχνε = Έφτιαχνε.
10* πίγκες= τσαρούχια κόκκινα με μαύρες φούντες. 
*11 Στόλος = Ένα από τα Καστριτοχώρια. ΒΔ του Αγιάννη απέχει μια ώρα
πεζοπόρου.  
*12 ντε = Βεβαιωτικό μόριο.
*13 τελεύεις = τελειώνω.
*14 μπαΐλντισε = Βαριεστάω, βαριέμαι.
*15 Αχλαδόκαμπος = Κωμόπολη της Αργολίδας. Τα βουνά φαίνονται από τον   
  Aγιάννη.

                      Αυτοβιογραφικό σημείωμα  Ιωάννη Μ. Αρβανίτη 

Γεννήθηκα στο Άστρος το 1921. Οι γονείς μου ήταν μικροαγρότες και μεροκαματιάρηδες. Ορφάνεψα από πατέρα σε ηλικία 10 ετών και η μητέρα μου, αγράμματη, αλλά κοινωνικά σοφή, στάθηκε συμπαραστάτης και σύμβουλος σ’ όλη μου τη ζωή. ► ΣΧ2.

Δημοτικό και Ημιγυμνάσιο τελείωσα στο Άστρος και Γυμνάσιο στο Άργος ► ΣΧ3. Αποφοίτησα το 1942 από την Ακαδημία Τριπόλεως, παρακολούθησα τη Μετεκπαίδευση των Δημοδιδασκάλων το 1952, αποφοίτησα από τη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών το 1953 και απέκτησα Διδακτορικό Δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης/ Παρίσι, με υποτροφία του Γαλλικού Κράτους, το 1965.
Υπηρέτησα από το 1943 διαδοχικά σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης ► ΣΧ3. και συνταξιοδοτήθηκα το 1981 ως Εκπαιδευτικός Σύμβουλος από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (πρώην Κέντρο Εκπαιδευτικών Μελετών και Επιμορφώσεως). Μεταξύ άλλων δίδαξα και στην Κωνσταντινούπολη, στη Μεγάλη του Γένους Σχολή.
Μελέτες και άρθρα επιστημονικού ενδιαφέροντος και πολιτιστικού περιεχομένου, αλλά και ποιήματα δημοσιεύονται στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο, σε συλλογικές εκδόσεις και σε εκδόσεις –αφιερώματα. Συνεχής είναι και η παρουσία μου σε αμιγώς επιστημονικά συνέδρια και αρκετές οι σχετικές δημοσιεύσεις περί τη λαογραφία, την ιστορία και την αρχαία Ελληνική Γραμματεία στις εκδόσεις των Πρακτικών των συνεδρίων αυτών.
Το κυρίως συγγραφικό μου έργο συνίσταται από τις εξής μονογραφίες:

α) Σοφοκλέους Φιλοκτήτης, Αθήνα 1958.
β) Ο Σοφοκλής ως παιδαγωγός, (διδ. διατρ.), Αθήνα 1973
γ) Από τις πηγές του λαού μας, τόμ. Α΄ - Ποιητικά και Πεζά κείμενα, Αθήνα
1985 και τόμ. Β΄ - Παροιμίες –Γλωσσάριο, Αθήνα 1988.
δ)  Μαραθώνας – Ευρώπη, Αθήνα 2009 (β΄ έκδοση)

 
ΣΧΟΛΙΑ Παν.Ι.Δ.Βλαχάκη.

► ΣΧ1 Ο Γιάννης είχε μόνο πέντε 5  βιβλία με τη διατριβή του «Ο Σοφοκλής ως παιδαγωγός, (διδ. διατρ.), Αθήνα 1973» Δεν το έβρισκα με τίποτα. Το 1993 μου χάρισε το ένα.
Τον εκτιμώ και τον σέβομαι αν και έχουμε ουσιαστικές διαφορές σε προσέγγιση διαφόρων θεμάτων.
Ας μου επιτρέψει να αναφέρω ένα προσωπικό θέμα !!.
Είχαμε και κουβεντιάσει να του δείξω ένα κειμενογράφο στον Η/Υπολογιστή. Συγκινήθηκα και το συμφωνήσαμε, του είπα ότι εφόσον γράφει στη γραφομηχανή είναι εύκολο αρκεί να μάθει κάποια βασικά στον Η/Υ. Φάνηκα ασυνεπής. Για δυο λόγους ο πρώτος λόγο ελλείψεως χρόνου. Η δεύτερη σκέψη που έκανα ήταν ότι σε αυτή την ηλικία δεν ήταν σωστό να τον κουράσω. Είμαι σίγουρος ότι θα το μάθαινε γιατί είναι φιλομαθής μέχρι τα βαθιά του γεράματα. 

► ΣΧ2 Η θεια Σμαράγδη πάντα ήταν στυλοβάτης του παιδιού της. Όταν ο Γιάννης ήταν στο Παρίσι ήθελε να επικοινωνεί μαζί του χωρίς να διαβάζει κανείς άλλος τα γράμματα τους. Επειδή ήταν αγράμματη δεν μπορούσε να γράψει και να διαβάσει. Έκλεινε στο φάκελο ένα κλωνί βασιλικό έγραφε κάποιος τη διεύθυνση και το έστελνε στο γιο της!!!. Το σήμα ελήφθει μέγιστη σημειολογία!! Ο Γιάννης κάθε φορά που έπαιρνε το βασιλικό ήξερε ότι η μάννα του ήταν καλά. 

► ΣΧ3 O Μοναδικός Αγιαννίτης που φοιτούσε τότε στο Γυμνάσιο. Οι Γιαλίσιοι οι  Καλαμαράδες δεν αποδέχτηκαν ποτέ την πρόοδο του φτωχού και ορφανού παιδιού από τον Aγιάννη.

► ΣΧ4 Ο Γιάννης υπηρετούσε στο Καστρί στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Οι συνθήκες διδασκαλίας τέλειες !!! Γυμνάσιο στο παλιόσπιτο του Δαμάσκου. Κρύος, βαρύς χειμώνας μοναδικό μέσο θέρμανσης μια παλιοσόμπα!! Τα Καστριτάκια όπως όλα τα παιδιά σκάρωσαν φάρσα στο δάσκαλο. Τράβηξαν το μπουρί της σόμπας, έριξαν μια σκορδοπλεξίδα και χλωρά ξύλα, έφαγαν σκόρδα και κάποια αναιδέστατα άρχισαν να πορδίζουν!!! Η ατμόσφαιρα άρχισε να γίνεται από ανυπόφορη μέχρι αποπνικτική. Νόμισαν ότι θα τα έβγαζε έξω και θα γλύτωναν το μάθημα!!! Αμ δε ο Γιάννης άνοιξε τη πόρτα, έβγαλε το κεφάλι του και έπαιρνε αέρα, τα εμπόδισε να βγουν και τους είπε: «Ήσαστε πονηρά παιδιά μου αλλά εγώ γεννήθηκα στον Aγιάννη και σε ΄μένα δεν περνάνε αυτά!!» Τα άφησα λίγο στους καπνούς και στις μυρωδιές, άρχισαν να βήχουν, να παρακαλούν και να φωνάζουν. Όταν είδα ότι τα πράγματα ζόριζαν τους επέτρεψα  να βγουν. Έκαναν μπραφ και βγήκαν στο κρύο αγιάζι του Μαλεβού. Αέρισα το σχολείο έφτιαξα τη σόμπα και ξανά μέσα …..


Click to enlarge image 10.jpg