Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

Η ΒΛΟΓΙΆ.




     Βασίλης Iωαν. Κούβαλης 

                                          

    ΙΣΤΟΡΙΚΟΊ ΣΥΝΕΙΡΜΟΊ... (Λόγω επιδημικής επικαιρότητας)

   Στο τέλος του 19ου αιώνα , που λέτε, στα Βέρβενα, όπως και σε άλλα πολλά μέρη της χώρας, «έπεσε» η τρομερή επιδημία της ευλογιάς. Της βλογιάς όπως τη λέμε στα Βέρβενα. Οι άνθρωποι πέθαιναν σωρηδόν. Εκατοντάδες πατριώτες Βερβενιώτες «χάθηκαν» εκείνο το διάστημα και τάφηκαν παντού στο χωριό.
   Ούτε παπάδες εμφανίζονταν, ούτε συγγενείς, φοβούμενοι την μεταδοτικότητα της αρρώστιας, τη δε ταφή αναλάμβαναν οι κοντινότεροι συγγενείς. Κυριολεκτικά αδιάβαστοι δηλαδή! Και για ποια ταφή μιλάμε δηλαδή, λάκκος και ...μέσα. Και όπου «βόλευε». Ήδη εκσκαφές στο χωριό, αποκαλύπτουν τα οστά των άτυχων αυτών Βερβενιωτών σε διάφορα άτυπα νεκροταφεία, αλλά και μεμονωμένα.
   Μπροστά σ αυτή την τρομερή πανδημία, οι υγιείς του χωριού, όντας και τσοπαναραίοι, απομονώθηκαν στα βουνά και στις στάνες τους με το φόβο της μεταδοτικότητας αυτής της "κατάρας" και δεν "πατούσαν" στο χωριό, παρά μόνο για να θάψουν κάποιο δικό τους νεκρό. 


                                               Η Γριά - Μουστακέλαινα.
   Μεταξύ των θυμάτων αυτής της "παλιο-αρώστειας" ήταν και μια γυναίκα, σύζυγος κάποιου Ι. Φιλάρετου, η οποία και πέθανε, μόλις είχε γεννήσει ένα κοριτσάκι. Το βρέφος με πεθαμένη τη μάνα, θήλαζε από το στήθος της και διατηρήθηκε στη ζωή, μέχρι που τους βρήκαν οι συγγενείς.
   Εκείνοι ανέλαβαν την όπως-όπως, ταφή της γυναίκας και ανοίγοντας τον τάφο, κάποιος από τους συγγενείς σκέφτηκε μακάβρια και φρικτά να θάψουν και το βρέφος μαζί φοβούμενος ότι το μωρό, ήταν κι αυτό μολυσμένο. Όμως τελικά επεκράτησε, η ανθρώπινη και γεμάτη οίκτο άποψη για το παιδί και δεν πραγματοποιήθηκε, η απάνθρωπη αυτή πρόταση και ενδεχόμενο. Έτσι κάποιος κράτησε το κοριτσάκι και το μεγάλωσε.
   Τη γυναίκα αυτή, την "πρόλαβα" στα γεράματά της, ήταν γειτόνισσά μου στα Βέρβενα και ήταν η γρια-Μουστακέλαινα (Σταματίνα στο μικρό όνομα) όπως την αποκαλούσαμε στο χωριό, από το παρατσούκλι (τώρα του πατέρα της, του άνδρα της-θα σας γελάσω...). Παντρεύτηκε τον Δ. Τσιλικά, έκανε παιδιά, μεγάλωσε και παιδιά από τον πρώτο γάμο του άντρα της και άφησε και εγγόνια. Πέθανε σε ηλικία 90 χρόνων.
Υ.Γ. (Την ιστορία της την έχω ακούσει από τους παλιούς στο χωριό και για τα γραφόμενά μου με βοήθησε η συγγενής της (εξ αγχιστείας) Παναγιώτα Κουτσουμπού - Μπούζιου, που με εφοδίασε και με τη φωτογραφία της γιαγιάς).

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

Η Πανούκλα.

 





  

Γράφει ο Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης.©
     Οι Αγιαννίτες ήταν διπλοκάτοικοι. Τέλος Νοέμβρη άδειαζε ο Αγιάννης και όλοι σκόρπιζαν στα χειμαδιά σαν του λαγού τα παιδιά. Ανάλογα με το επάγγελμά τους γεωργοί ή ποιμένες ή και τα δυο μαζί ξεχείμαζαν σε διάφορες τοποθεσίες. Τα καλύβια τους ήταν στο Άστρος, στα Χαντάκια, στο Χάραδρο, στον Άγιο Στέφανο, στου Βάρβογλη και ελάχιστοι ξεχείμαζαν στο Παρ Άστρος. Μόλις έμπαινε ο Μάρτης γύρω του Αγιοθοδώρου όλοι οι Αγιαννίτες ανέβαιναν στο Χωριό, εκτός από αυτούς  που τελικά παρέμειναν, εκτίσαν καλά σπίτια στα χειμαδιά και έτσι  εποίκησαν τα χωριά του Κάμπου της Θυρέας.  

   Ο Γιάννης που μπροστά από κάθε του λέξη έβαζε το «Μονέ » και το άφησε παρατσούκλι στους απογόνους του ετοιμαζόταν να φύγει από την Απάνω γειτονιά του Άστρους για τον Αγιάννη. Η κυρά του φώναζε ότι είναι νωρίς για να σκάψεις αμπέλια στα Μεσιανά και αλλού. Είναι βαριά τα περβόλια άσε τα οργώνεις αργότερα. Εκείνος της εξήγησε ήρεμα και σταθερά ότι οι δουλειές δεν περιμένουν. Κάτσε να προσέχεις το σπίτι και τα κοπάδια αν και τα παιδιά μεγάλωσαν και τα καταφέρνουν. Τέλος , θα φύγω αύριο την αυγή. Αυτό ήταν διαταγή.
   Έδωσε οδηγίες στα παιδιά του σχετικά με την διαχείριση το κοπαδιού που το ξεχείμαζαν στο Καλογερικό μαντρί, «στου Κάνουρα». Τον άλλο γιο του το Θανάση το Μαναρτζή του Παραλίου Άστρους τον είχε ενημερώσει από το μεσημέρι.
   Σαμάρωσε τα δυο θαυμάσια μουλάρια του. Τον « Ψαρή» και την Κόρμπα - που την έλεγε « Καλιακούδα» - την φόρτωσε με εργαλεία, ταγάρια, τρόφιμα, ένα τουλούμι λάδι και άλλα χρειαζούμενα. Καβάλησε στον « Ψαρή» του, έδεσε πίσω την « Καλιακούδα» και μέσω της Μάννας του Νερού ανηφόρησε για τα βουνά του.
   Όταν έφτασε στο Μύλο του Σταυρούλη ήταν ακόμα σκοτάδι. Ο παραπόταμος του Τάνου που μαζεύει τα νερά από τα ρέματα του Αγιάννη και της Μελιγούς είχε φουσκώσει και είχε καβαλήσει το γεφυράκι. Έπρεπε να βρει Πόρο να περάσει απέναντι με ασφάλεια. Η πολύχρονη εμπειρία του τον οδήγησε λίγο ποιο κάτω προς τα κτήματα του Τυροβολόγιαννη. Εδώ η κοίτη ήταν πλατιά και το βάθος της λίγο.
   Μόλις πέρασε απέναντι είδε τον παλιό Αγιοδημήτρη, το εκκλησάκι που αργότερα το ανακαίνισαν Αγιαννίτισσες γυναίκες των οποίων οι άντρες ήταν στον πόλεμο, σκέφτηκε να πάει να ανάψει το καντήλι. Η σχέση του με την θρησκεία ήταν αυτή που είχαν όλοι οι ξωμάχοι. Προσκυνούσε αλλά δεν ήταν θεοσεβούμενος. Οι Βλαχαγιαννίτες πάταγαν στις πολλές εκκλησιές τους αραιά και που. Έκαναν όμως το σταυρό τους και ανάβαν τα καντήλια μόνο στα ξωκλήσια. Οι μεγάλες εκκλησίες ήταν για τους προύχοντες, τους θεοσεβούμενους και τους παπάδες.
   Ξαφνικά «ο Ψαρής» κοντοστάθηκε απότομα παρ΄ ολίγο να σκοντάψει απάνω του η «Καλιακούδα» να τον γκρεμίσει. Τα μουλάρια άρχισαν να φρουμάζουν δυνατά, στήλωσαν τα πόδια και δεν πήγαιναν ούτε μπροστά ούτε πίσω. Ο θεοσεβούμενος άρχισε τις σταυροπαναγίες και τράβηξε τη βίτσα. Τραβούσε τα καπιστρόσχοινα τίποτα, αλλά τα ζώα τα είχαν στηλώσει μόνο φρούμαζαν φοβισμένα. Το βλέμμα του ακολουθήσε το βλέμμα του « Ψαρή».
   Στην όχθη του ποταμιού αντίκρισε μια πανύψηλη μαυροντυμένη γυναίκα, κοκαλιάρα με μακρύ σκεπασμένο πρόσωπο. Ανατρίχιασε άθελα του αλλά δεν έδειξε τον φόβο του. Σκέφτηκε νεράιδες και αερικά. Έφερε το χέρι του στο μαυρομάνικο Καστρίτικο μαχαίρι με λαβή από κέρατο που είχε αγοράσει από τον Κοσμοβασίλη τον Καστρίτη «Γύφτο» στο πανήγυρη της Ανάληψης. Το είχε πάντα μαζί του φυλακτό και όπλο.


                      Αγιάννης 1995 μερική άποψη τραβηγμένη από τα Τρίστρατα.
-         Καλημέρα Γιάννη, του είπε με μια βραχνή απόκοσμη φωνή.
Κόκκαλο ο Γιάννης. Αναρωτήθηκε που η άγνωστη γνώριζε το όνομα του;
-         Αν πας στον Αγιάννη να ρίξω στο μισογόμι τον μπόγο μου και να πάμε παρέα.
   Ένταξει της είπε αλλά θα περάσω να ανάψω το καντήλι του προστάτη των γεωργών, του Αγιοδημήτρη μας. Αυτό δεν της άρεσε αλλά τον ακολουθήσε και στάθηκε στη μουριά. Ο Ξωμάχος άναψε το καντήλι, έβαλε λιβάνι, έκανε το σταυρό του και ζήτησε από το άγιο υγεία για όλους και για τα κοπάδια του.
   Ανέβηκε στον « Ψαρή» κρατώντας την μαγκούρα που στην άκρη της είχε δέσει την βίτσα για να ξαμώνει τα ζα. Πήρε τον μουλαρόδρομο, και φτάνοντας στα Δαλιανέικα είδε φως στην αγροικία που δέσποζε στα ποτιστικά χωράφια. Τα ζα έφτασαν στο ποτάμι της Βρωμίστρας που μάζευε τα νερά από το Σαραντάψυχο, τη Μούσγα, τις πήγες που σχημάτιζαν το ποτάμι του Πρόδρομου, την Γούρνα του Λάμπρου και από όλα τα γύρω ρυάκια. Το νερό πήγε τα μουλάρια μέχρι τη μέση αλλά πέρασαν.
   Ο « Μονές» γύρισε με σκοπό να πει της γυναίκας να της πετάξει το καπιστρόσχοινο του «Ψαρή» ώστε να ανεβεί στο σαμάρι του για να μην την «πάρει το ρέμα». Αυτή είχε περάσει χωρίς να βραχούν τα πόδια της. Άλλο μυστήριο και τούτο. Θα της μιλήσω σκέφτηκε.
-         Από που είσαι κυρά μου και ποιος καλός άνεμος σε φέρνει στο Χωριό μας; Σε ποιανού το σπίτι θα μείνεις για να σου πω αν ο άνθρωπος έχει έρθει από τα χειμαδιά;
-         Άκου γέρο ντερβίση όλα τα σπίτια δικά μου είναι! Όσον αφορά το νοικοκύρη τους «παίρνω» όποια θέλω! Δεν θα έλεγα ότι με φέρνει καλός άνεμος στο χωριό σου , αλλά όπως το πάρει κανείς! Κατάγομαι από μακριά από την Ασία, την Αφρική... ξέρεις που είναι αυτές;
-         Α δεν ξέρεις και πολλά γράμματα. Εδώ στην Ελλάδα είμαι από την Αθήνα, την Κόρινθο, το Ανάπλι που «πήρα» αρκετούς, από τα Δολιανά που «πήρα» πέντε έξι  και τώρα στον Αγιάννη θα «πάρω πολλούς»...
-         Μήπως θέλεις να σε « πάρω»;  Παρ΄ όλα τα χρόνια σου καλός μου φαίνεσαι!
   Ο μεσόκοπος άντρας άκουσε τα παράξενα λόγια και δεν απάντησε. Σκέφτηκε καμμιά πουτάνα θα είναι για να « παίρνει » πολλούς ανθρώπους. Άστη να πάει στην οργή όταν φτάσω στου Παρασκευά τη Βρύση θα της δώσω τον μπόγο της και θα την ξεφορτωθώ. Παράξενη γυναίκα αλλά τι με νοιάζει. Μπορεί να είναι κανένας Τσόπελας στο Χωριό και η παστρικιά να πηγαίνει στο σπίτι του…  
    Αφήνοντας δεξιά τους το Καλογεροβούνι πάνω από τη Βρωμίστρα προς τα Χασαπογιανέικα τσιφλίκια, πριν τα μαντριά, η γυναίκα μπήκε μπροστά. Ο γέρος σταμάτησε να της μιλάει και πρόσεχε τις κινήσεις της και τα ζα του.
   Όταν έφτασαν στα Τρίστρατα η πανύψηλη γυναίκα σωριάστηκε στο χώμα. Έβγαλε αφρούς από το στόμα, λιποθύμησε και έπεσε στο πλάι. Τα μουλάρια αρχίσαν να φρουμάζουν. Ο ήμερος, μολαϊμικός « Ψαρής» παρ ολίγο να τινάξει το αφεντικό του πάνω στα κοτρόνια που ήταν στην άκρη του μουλαρόδρομου. Ο Γιάννης με κόπο ησύχασε τα ζα. Τα έδεσε σε μια γλαντινιά και πήγε να σηκώσει τη μαυροφορέμενη γυναίκα.
   «Ποιοί καργιόληδες μου φράξανε το δρόμο;» ούρλιαξε θυμωμένα. Η φωνή της καμπάνιζε λες έβγαινε από την κόλαση. Τότε ο ξωμάχος πρόσεξε το πρόσωπο της. Ήταν γεμάτο κόκκινα μεγάλα τα εξανθήματα που έσταζαν αίμα. Τα μάτια της ήταν βαθιά στις κόχες κατακόκκινα σαν αίμα. Ο άνθρωπος κοκκάλωσε, πάγωσε το αίμα του.
…Η κόκκινη πανούκλα συνέχισε ουρλιάζοντάς: «Δεν το κατάλαβα και έπεσα πάνω στον εξαγνισμένο χώρο παρολίγο να με ξεκάνει με το αρχαίο τελετουργικό αυτή η πόρνη η Λουκαΐτισσα διακονιάρα. Τους παπάδες με τους αγιασμούς τους έχω γράψει, δεν με αγγίζουν. Χαλάλι σου παλιόγερε φεύγω, στο τσακ τη γλύτωσες εσύ και το χωριό σου. Εγώ είμαι η Πανούκλα θα έφερνα και την αδερφή μου την Ευλογιά και θα σας ξεπάτωνα, δεν θα έμενε ρουθούνι. Φεύγω πάω στην Τσακωνιά.» Ξαφνικά ο μπόγος της έγινε πύρινη σφαίρα και πήγε στα χέρια της. Έγιναν καπνός και χάθηκαν προς τη Σαββανόραχη.
   Όταν συνήλθε από την τρομάρα του έλυσε τα ζα και πρόσεξε ότι το δέρμα που κρατούσε το βούτημο του σαμαριού στο μεσογόμι είχε καεί και βρώμαγε σαν απόπατος. Έδεσε την « Καλιακούδα» στο πίσω κολιτσάκι του σαμαριού του «Ψαρή» και προχώρησε προς το χωριό.
   Όταν έφτασε στο Λινοβροχιό, συνήλθε από την τρομάρα του και θυμήθηκε την παγανιστική τελετή που είχε κάνει εκείνη η Λουκαΐτισσα διακονιάρα. Βλαστήμησε τους παπάδες και τους προύχοντες που ήθελαν να την διώξουν ευτυχώς που επέμενε «ο κόσμος» και έκανε την αρχαία τελετή. Είχαν σφάξει ένα μοσχαράκι και με το αίμα του ράντισε τους τρις δρόμους λέγοντας αρχαία λόγια. Εξήγησε σε κάποιους ότι το αίμα του αγνού ζωντανού θα προστατεύσει το Χωριό από κάθε ασθένεια. Άλλοι την πίστευαν άλλοι όχι.
                

Ο Γιάννης ο «Μονές» έφτασε στο σπίτι στο Κουφόβουνο. Ξεφόρτωσε, πάχνιασε τα ζα, άφησε το σαμάρι έξω στη μουριά και ροβόλησε κατά τον Πρόδρόμο. Νωρίτερα είχε πάρει το μάτι του στο Πηγαδάκι τον Μιχάλη τον Τσουρή τον μυλωνά και ψάλτη.  Ήθελε να τον συναντήσει και να τον συμβουλευτεί τι πρέπει να κάνει. Να πάει στον παπά ή στον Μανωλάκη τον Φαρμακοτρίφτη;


                       Φωτο από το διαδίκτυο εφημ ΒΗΜΑ επιδημία στο μεσαίωνα
 Ο καλός και σώφρων μυλωνάς τον συμβούλευσε να κάψει σύντομα το σαμάρι της «Καλιακούδας» να πάει στον Φαρμακοτρίφτη και να ακολουθήσει τις οδηγίες του και το βραδύ στον εσπερινό θα έχουν χρόνο να μιλήσουν στον παπά.
   Ο Φαρμακοποιός τον απολύμανε, του έδωσε ένα διάλυμα να ραντίσει τα ζα και τα πράγματα του, του είπε να κάψει το σαμάρι και να πάει σε δυο μέρες να τον εξετάσει.
   Ο μυλωνάς πήγε μαζί του. Είδε το σημάδι στο σαμάρι του και ρίχνοντας  πετρέλαιο το έκαψαν. Είπε κάποια ευχή γιατί ήταν ο ψάλτης του χωριού έδωσε θάρρος στο συχωριανό του. Τον βοήθησε να απολυμάνουν τα ζα, τα εργαλεία και έφευγε. Ο Γιάννης έπρεπε να φτιάξει καινούργιο σαμάρι. Πήρε την « Καλιακούδα» τραβώντας τη από το καπιστρόσχοινο και ανηφόρισε προς τον Αι Γιώργη. Ήθελε να την πάει στο σαμαρά για να της πάρει μέτρα. Φώναξε τον Ξούρα τον σαμαρά και δεν πήρε απάντηση. Ο Μπολόλιας τον ενημέρωσε ότι ο γέρο Ξούρας θα ερχόταν αύριο. Ας ελπίσω ότι θα έχει  τα εργαλεία του παΐδες, μπροστάρι και πιστάρι, κολιτσάκια, ίγκλα, μπροστελίνα και όλα τα χρειαζούμενα για το σαμάρι. Ειδάλλως άστα, θα πρέπει να πάω στο Καστρί.
   Έδεσε το ζωντανό στη μουριά της πλατείας και κάθισε στο καφενείο του Τζιορτζιόνα που είχε αρκετές παρέες. Παρήγγειλε καφέ και είπε τα καθέκαστα  στους χωριανούς του. Άλλοι τον πίστεψαν, άλλοι χαμογέλασαν ειρωνικά και μόνο ο Λεμπέσης ο θυμόσοφος είπε: «Να συχωράμε την παράξενη διακονιάρα που έκανε την αρχαία τελετή και μας γλύτωσε από την κακιά αρρώστια. Έχω κουβεντιάσει μαζί της γιατί την φιλοξενεί κάθε Δεκαπενταύγουστο η Καμπύλενα.  Ξέρει πολλά και ακολουθεί την παράδοση που φτάνει μέχρι τις τελετές της αρχαίας Αρκαδίας.»
   Ο Καλογερόπαπας της Λουκούς ο Κάραλης, όταν άκουσε την συζήτηση τους επιτέθηκε λάβρος με βαριές καλογερίστικες κατάρες. Κάνεις δεν του απάντησε και αγνόησαν επιδεικτικά.
Μόνο ο ανυπότακτος της παρέας του φώναξε: « παπά - αρχαιοκάπηλε κάνε και συ αγιασμό να μην έρθει η αρρώστια. Που ξέρεις μπορεί να κονομήσεις κανένα φράγκο ταυραμπά, σουΐτη....»