Πέμπτη 10 Ιουνίου 2021

Ο ΦΡΟΥΡΑΡΧΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΑΝΝΗ.

 

      γράφει 

 ο  Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης. © 

 

Αγιάννης κατακαλόκαιρο από την «Καρυδιά του Χαρούλη του Σπυράκη » ακούστηκε μια γνώριμη δυνατή μπάσα και αγαπητή φωνή. «Τούλα – Τούλα τηλέφωνο έλα γρήγορα καμάρι μου το έχω ανοικτό… ο Γιάννης τηλεφώνησε από την αλωνιστική μηχανή έλα γρήγορα… »

Σε δυο λεπτά το αδύνατο παιδί έφτασε στο Τηλεφωνείο του Αγιάννη άρπαξε το ακουστικό από το μαύρο Siemens και μίλησε με τον πατέρα του που αλώνιζε στο Μαυρίκη. Μετά από λίγα λεπτά έφτασε η μάννα το παιδί έδωσε το ακουστικό αλλά τέντωσε τις αυτάρες να ακούσει μήπως αναφερθεί καμμιά σκανδαλιά του.

Στο τηλεφωνείο ήταν δυο τρεις συγχωριανοί μας που περίμεναν υπομονετικά να τηλεφωνήσουν στο Γιαλό, στο Άστρος. Ήξερε ο γέροντας ότι και η δραχμή ήταν πολύτιμη για τους φτωχούς- εργατικούς ανθρώπους. Αυτός ήταν ο λόγος που δεν έκλεισε το τηλέφωνο να ξανατηλεφωνήσει η μητέρα ώστε να καρπωθεί ο Ο.Τ.Ε. τη δραχμή και αυτός το μικρό ποσοστό του. Άκουγαν όλοι τι έλεγε η μάνα και έτσι μίλησε λίγο για τα βασικά. Ευτυχώς που δεν ενημέρωσε τον πατέρα για τις αταξίες και τα κατορθώματα του παιδιού ευτυχώς! Το παιδί το τραβούσε η τεχνολογία και του άρεσε η διαδικασία στο τηλεφωνείο. Ο γέροντας του επέτρεπε να είναι παρόν εκτός ειδικών περιπτώσεων.

            Ο Μητρούσης με την τιμημένη στολή του Τσολιά, υπηρετούσε τη θητεία του.

Kτύπησε το τηλέφωνο ο παππούς με σβελτάδα εφήβου το σήκωνε.

– «Αγιάννης εδώ, έλα ακούω » απαντούσε.

Από τον Πλάτανο τηλεφωνώ ρε φιλεεεε θέλω το Μήτσο τον Τ… Δεν είναι εδώ, το σπίτι του είναι στο Σουληνάρι θα στείλω ένα παιδί να τον φωνάξει τηλεφώνησε αργότερα.

 Πάνο τηλεφώνησε στο 22 ΧΧΧ να μιλήσει στο Γιαλό ο Προπολεμικός ο μπάρμπα Γιώργης ο Λεμπέσης. Μετά πήγαινε να φωνάξεις τον εγγονό μου το Μήτσιο είναι στην πλατεία στον Αγιώργη. Σπάζει τα πόδια του, λες να γίνει ο Γιούτσος! Έχετε το μυαλό σας στο παιχνίδι και όχι στην δουλειά, παιδιά είσαστε ...»  Το παιδί τηλεφώνησε ο άνθρωπος που περίμενε μίλησε με το Αστρος. Ξεχύθηκε να φωνάξει τον συγχωριανό μας που τον έψαχναν από τον Πλάτανο. Τον βρήκε στο καφενείο του Τζιορτζιόνα και τον ειδοποίησε.

Στην πλατεία του Αγιώργη που ήταν στρωμένη με ψιλό γαρμπίλη μέχρι που νύχτωσε παίζανε αρκετά παιδιά με κανονική μπάλα φερμένη από την Αθήνα. Την είχαν φέρει δυο καλά παιδιά - δίδυμα αδέρφια. Κάποιος έφυγε και το παιδί μπήκε αλλαγή. Τώρα το στρώσανε με πλάκες - λιθάρια πάει το γήπεδο αλλά δεν υπάρχουν και παιδιά να παίξουν.

Αρκετές φορές ο Μήτσος ο Φούντας κρατούσε μόνος του το τηλεφωνείο. Όταν δεν είμαστε στα χωράφια ή δεν βόσκαμε τις γίδες πηγαίναμε για παρέα και χαζεύαμε. Δεν θυμάμαι ποτέ να κουτσομπολέψαμε ή να σχολιάσαμε κάτι. Ούτε θυμάμαι κανένα ευτράπελο. Επικρατούσε τάξη σεβασμός και διακριτικότητα. Όλα αυτά τα είχε επιβάλει η προσωπικότητα του μπάρμπα Μήτσιου του Τραγιάσκα – Τρυποσκούφη.

Μας αγαπούσε ο παππούς μας πρόσεχε και μας συμβούλευε. Τότε να τηλεφωνούμε το θεωρούσαμε σημαντικό. Τα δάκτυλα του ήταν χοντρά από το ξυνιάρι και δεν χωρούσαν στο καντράν του μαύρου Siemens έβαζε τον διάφανο μπικ στυλό και τηλεφωνούσε 22222 . ( Αυτό μάλλον ήταν το τηλέφωνο της Αστυνομίας και αργότερα το τηλέφωνο των ΤΑΧΙ τότε « ΑΓΟΡΑΙΟ» στο Άστρος.

Με τα χρόνια το τηλεφωνείο έγινε κεντράκι Siemens με 20 τηλέφωνα σαν αυτά του στρατού με τα βύσματα και το μανιατό. Γύρναγε τη μανιβέλα έβαζε το βύσμα και έκανε τη σύνδεση. Παράδειγμα Αντρέας Αγρανιώτης του Παπά - Αριστείδη το 10 σύνδεση με Αθήνα στο τάδε νούμερο. Λυσαίος το 7 σύνδεση με Άστρος στο 22ΧΧΧ.

Πως δεν είχαμε σκεφτεί να σηκώνουμε το ακουστικό να κάνουμε πλάκες όπως στο στρατό; Αναλογίζομαι αν το τολμούσαμε τότε πως θα αντιδρούσε ο ηθικός και τίμιος αυτός άνθρωπος. Σίγουρα θα μας συμβούλευε αλλά και θα μας επέπληττε αυστηρά. Έβαζε πάνω απ όλα οι αρχές και το ήθος.

Η Ιδιότητα του τηλεφωνητή ήταν μια από τις εργασίες του μπάρμπα Μήτσου. Στο χασάπικο δεν έκοβε κρέας μάλλον το έκοβε σε μερίδες ο γαμπρός του ο Φούντας. Ήταν ταβερνιάρης, μπακάλης, αγρότης και πολύ καλός αμπελουργός, όλα τα προλάβαινε.

Είχε φυτέψει μια « φυτειά» στην «Σπασμένη Βρύση» όταν γεννήθηκε η μικρή εγγόνα του με σκοπό να της το δώσει προίκα. Αλλάξαν τα πράγματα, ήρθε η παρακμή του Χωριού. Προκειμένου να μην ξεραθεί το αμπελάκι αυτό πουλήθηκε και περιήλθε στην οικογένεια μου.  Όταν το τρυγούσαμε κόβαμε όλες σχεδόν τις ποικιλίες της περιοχής. Ο Πατέρας μου είπε με θαυμασμό « Ο συχωρεμένος ο Μητρούσης ήταν νοικοκύρης βλέπεις έτσι μπορεί εξηγηθεί η ποιότητα τα κρασιά που βγάζαν οι παλιοί..»

Ήταν εύζωνας, λεβέντης και τίμησε την στολή του. Είχε πολεμήσει στην Μικρά Ασία σε ευζωνικό τάγμα. Δεν μας είχε αναφέρει κάτι το σχετικό γιατί δεν είχε χρόνο.

                           Ο Μητρούσης σε μεγάλη ηλικία με περιοδικό και καφέ. 

Πέρασαν τα χρόνια οι καταστάσεις έδιωξαν σχεδόν όλα τα παιδιά του Χωριού. Ο Μητρούσης γέρασε τα χρόνια τον βάρυναν. Αρχές της δεκαετίας του ΄80 ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς. Ανέβηκα στον Αγιάννη με το 2CV έκανε ψοφόκρυο, μπήκα στο μαγαζί χαιρέτισα τον γέροντα και την γιαγιά Αγάπη την συμβία του και του ζήτησα κονιάκ . Ο πάππους με θυμόταν παιδάκι πήγε να αρνηθεί αλλά χαμογέλασε με αγάπη. Μεγαλώσατε σας έχω στο νου μου παιδιά! Τώρα κάνει να πίνετε με μέτρο. Με ρώτησε αν τέλειωσα με το στρατό; Μου ευχήθηκε κάλος πολίτης καί μου γέμισε το ποτηράκι.

Βγήκε μαζί μας στη Λάκκα να δει τον καιρό και να ανασάνει τον ζωογόνο αέρα του Πάρνωνα. Κουβεντιάσαμε για τα παλιά στου Χωριού και τότε τον φωτογράφησα με τον ξάδερφο μου που και αυτός τώρα είναι πολίτης του άλλου κόσμου.  

Φρούραρχο τον προσφωνούσε ο αείμνηστος Νίκος Φλούδας διότι κατοικούσε όλο το χρόνο στον Αγιάννη. Τότε ο χειμώνας ήταν βαρύς, τα χιόνια πολλά και οι βροχές συχνές. Τέλος Νοέμβρη σχεδόν όλοι οι κάτοικοι είχαν μετακομίσει στα χειμαδιά. Έμεναν οι αγροφύλακες, ο Μητρούσης με την σύζυγό του και λίγοι ακόμα. Η απόσταση από το Άστρος ήταν τρεις ώρες πεζοπόρου. Σπάνια κάποιοι έρχονταν για προμήθειες κυρίως για να  φέρουν στα χειμαδιά τα φημισμένα Αγιαννίτικα κρασιά. Αργότερα τα φορτηγά …

                         Ο Μητρούσης & ο Τάκης Κολοβός στη Λάκκα στο ξέχιονο .

Χρόνια αργότερα στο βενζινάδικο του Μήτσιου είδα με συγκίνηση την ατζέντα με τα τηλέφωνα των χωρικών και τις Φωτο στον τοίχο. Τις Φωτο τις αντέγραψα την ατζέντα όχι. Είχε γράψει μόνο τα τηλέφωνα των πατριωτών που κατοικούσαν στο λεκανοπέδιο των  Αθηνών. Τα άλλα τα θυμόταν. Κάτι άλλο κρατούσε ημερολόγιο με σημαντικά πράγματα που συνέβαιναν στο Χωριό. Αυτοί ήταν οι πραγματικοί Αγιαννίτες…τώρα ;;; Ας μην επεκταθώ.

 

Τρίτη 1 Ιουνίου 2021

Ο ΑΡΗΣ

 


 

 

 

 

 Γράφει.

Ο Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης.

Συνέχεια από το Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΕΛΑΣΙΤΗΣ  Δευτέρα, 10 Ιουνίου 2019. http://vlachakispan.blogspot.com/2019/06/blog-post.html

  «Πατέρα- πατέρα για τον Άρη δεν μας είπες! »Ταράχτηκε ο γέρο δάσκαλος, ο αγωνιστής του Α Ανταρτικού, ζωντάνεψαν τα μάτια του. Είπε δυνατά δυο φορές με την Ηπειρώτικη ντοπιολαλιά που δεν την εγκατέλειψε ποτέ του. «Για τον Άρην, τον Άρην, τον Βελουχιώτ΄ για τον Βελουχιώτ΄;; ». Εντάξει αφού μου το θύμισες θα σας πω για τον Άρη….

 « Ήμουν σύνδεσμος στα Τζουμέρκα. Η Οργάνωση μου έδινε διάφορα σημειώματα που έπρεπε να τα πάω σε διαφορετικά σημεία. Ένα από αυτά που είχε αποστολή το χωριό Πράμαντα επέτρεπε να δοθεί στα χέρια του Αρχηγού, του Άρη Βελουχιώτη.

 

                                          Φωτο του Άρη από το διαδίκτυο.

  Όλα τα μηνύματα ήταν σημαντικά αλλά αυτό ίσως ήταν το σημαντικότερο. Μου το είχαν τονίσει το είχα κρύψει καλά. Σε περίπτωση που με έπιαναν οι Γερμανοί, οι Ιταλοί ή οι συνεργάτες τους έπρεπε να τα καταστρέψω. Καλύτερος τρόπος ήταν να τα φάω. Όταν έφτασα στα Πράμαντα που είχε στρατοπεδεύσει ο ΕΛΑΣ ρώτησα έναν Ελασίτη στην πλατεία.

- Ρε που είναι ο Αρχηγός;

- Να σε αυτό το σπίτι ΄κει πάνου. Ήταν στο πάνω μέρος προς την ανηφορίτσα.

Πήγα λοιπόν. Στην πόρτα έστεκε σκοπός ένας Μαυροσκούφης. Ζήτησα τον Αρχηγό.

-  Τι τον θέλεις μου είπε;

- Να του δώσω ένα σημείωμα του είπα.

- Δώστα σε μένα μου λέει.

- Όχι του απάντησα έχω εντολή να το δώσω στα χέρια του δεν στο δίνω. Έχω εντολή να το δώσω στον ίδιο.

Τέλος πάντων έγινε μια φασαρία. Επέμενε αυτός επέμεινα και εγώ λέγοντας του έντονα ότι μόνο στον ίδιο τον Άρη θα το έδινα. Αυτός, o Αρχηγός ήταν στο βάθος πρέπει να κοιμόταν, μάλλον λαγοκοιμόταν γιατί άκουσε τη φασαρία. Ήρθε την πόρτα έτριψε τα μάτια του και άπλωσε το χέρι του να του δώσω το σημείωμα. Του το έδωσα και αφού με «έκοψε» με το σπινθηροβόλο βλέμμα του από πάνω έως κάτω με ρώτησε.

- Τι είσαι συ ωρε;

- Αντάρτης του λέω!

- Σκατά αντάρτης είσαι! Πόσο καιρό είσαι στον αγώνα;

- Έξη μήνες του απάντησα

- Καλά τόσο καιρό δεν βρήκες κανένα ζευγάρι παπούτσια στο δρόμο σου να « ποδεθείς;» Λέει στον Μαυροσκούφη.

- Πάρτον και πήγαινε να τον «ποδέσεις» μετά φέρτον πίσω να του δώσω την απάντηση.

Με είχε «κόψει » με το ζωηρό του βλέμμα από πάνω μέχρι κάτω. Είχα μήνες ξυπόλητος ούτε κάλτσες δεν είχα. Μετέφερα τα μηνύματα περνώντας βουνά, περπατώντας σε κακοτράχαλους δρόμους, πατώντας σε λάσπες, νερά και χιόνια.

Με παίρνει ο Μαυροσκούφης και με πηγαίνει σε κάποιο χωροφύλακα που τον είχαμε « περιορισμένο». Του λέει κε ενωμοτάρχα έχεις παπούτσια στο σπίτι σου;

- Έχω αλλά δεν είναι άρβυλα

- Δεν πειράζει δεν χρειαζόμαστε άρβυλα.

Τα παπούτσια αυτά τα λέγαμε σκαρπίνια. Μου ΄δωσε ένα ζευγάρι σκαρπίνια και κάλτσες. Τα φόρεσα, έβαλα εφημερίδες γιατί ήταν λίγο μεγάλα και ποδεμένος πήγα στον Άρη. Μου είπε τώρα είσαι εντάξει.

 Μου έδωσε το χαρτί με την απάντηση χωρίς να μου πει τα μέτρα προφύλαξης που μου τα έλεγαν οι άλλοι. Ήταν ευφυής ο Αρχηγός. Είχε καταλάβει ότι θα έκανα το παν και θα έφερνα σε πέρας την αποστολή μου με τον καλύτερο τρόπο. Του πήγα και άλλες φορές μηνύματα. Είχα την τιμή να τον γνωρίσω έστω και για λίγο χρόνο συνολικά.

 Μεγάλωσαν οι ανάγκες του αγώνα και από την ΕΠΟΝ με κατέταξαν στον ΕΛΑΣ. Όπως προείπαμε μετατέθηκα στο Μεγανήσι. Υπηρέτησα στις υποτυπώδεις τηλεπικοινωνίες του ΕΛΑΣ.

Πέρασε ο καιρός, φτάσαμε στο 1945 ο Άρης είχε γυρίσει από την Αλβανία. Το Κομμουνιστικό Κόμμα τον είχε αποκηρύξει και διαγράψει. Το είχα διαβάσει στο «Ριζοσπάστη». Είμαστε στους Μελισσουργούς. Ο Αρχηγός ήθελε να μας μιλήσει. Μας ειδοποίησαν και πήγαμε σε ένα κτήριο που είχε αίθουσα σε όροφο. Μας μίλησε για τον αγώνα μας είπε διάφορα. Όπως να προσέξουμε για να ζήσουμε. Στο τέλος μας είπε ότι θα συνεχίσει τον αγώνα πηγαίνοντας στην πατρίδα του τη Ρούμελη. Τι μου ήρθε έμενα να του πω;

- Αρχηγέ που πας; Που πας;

- Τι θα πει αυτό; Μου λέει.

- Αφού το Κόμμα σε έχει διαγράψει και σε έχει αποκηρύξει που θα πας χωρίς βοήθεια; Θα χαθείς! Λες και δεν τα ήξερε. Λες και δεν διάβαζε εφημερίδα; Διάβαζε το « Ριζοσπάστη». Αυτά τα είπα από την αγωνία και από το μεγάλο ενδιαφέρον μου για τον Αρχηγό.

- Εεε- Εεε μου λέει.

 Μου φάνηκε ότι με αποχαιρετούσε με το θλιμμένο του βλέμμα. Είπε και άλλα που δεν τα θυμάμαι. Θυμάμαι ένα πράγμα. Φορούσε ένα κάλο καινούργιο ψηλό άρβυλο, μάλλον Εγγλέζικο, στο ένα πόδι μέχρι εδώ πάνω . Μας το δείχνει και μας λέει «Το παλιό μεγαλείο!»

Στο άλλο πόδι φορούσε ένα κοντό, παλιό πολύ φθαρμένο μπαλωμένο με σύρματα. Μας το δείχνει και μας λέει « Ο καινούργιος δρόμος»

« Το παλιό μεγαλείο και ο καινούργιος δρόμος » Δεν θυμάμαι τα άλλα που μας είπε αλλά το νόημα ήταν να δούμε τι θα κάνουμε από δω και πέρα. Μετά κατέβηκε στην Μεσούντα και ακολούθησαν τα γνωστά γεγονότα. Είχα υπηρετήσει ένα διάστημα στην περιοχή της  Μεσούντας είναι απότομα και άγρια αυτά τα μέρη.

Σιώπασε για λίγο ο Δάσκαλος. Ποιος ξέρει που έτρεχε το μυαλό του εβδομήντα τόσα χρόνια πίσω. Ψιθύρισε « Έμεινα λίγο ακόμα στον ΕΛΑΣ. Με πήραν τα μέτρα ειρήνευσης γλύτωσα και επέστρεψα στο σπίτι μου…» Πήγα στο σχολειό στην Άρτα και δεν με κυνήγησαν έτσι δεν βγήκα στο Β΄. Υπέστην διώξεις που δεν είναι του παρόντος. Τα υπόλοιπα τα γνωρίζεις. Η γενιά μου επιβίωσε σε δύσκολες συνθήκες.

 

Φωτο από την στρατιωτική του θητεία. Τον ανάγκασαν να παραιτηθεί από δόκιμος και υπηρέτησε σαν απλώς στρατιώτης.

 Το πειραχτήρι ο γιος του, ο καλός συνάδελφος μου, χαμογελούσε αμήχανα- πικρά.

- Τι γελάς ρε….του είπα.

- Τα ξέρει του τα έχω πει πολλές φορές…

- Δάσκαλε γιατί δεν τα έγραψες; Γιατί δεν έγραψες για τον Άρη;

- Ο Άρης δεν θέλει λιβανίσματα και ύμνους…. Σιγή… ο Άρης δεν έχει ανάγκη από γραπτά, αγάλματα κ.α. Οι ιδέες του ζουν….Σιώπασε και δεν έκανε κριτική στο Κόμμα.

 Μετά από λίγο καιρό ο Δάσκαλος έγινε πολίτης του άλλου κόσμου. Ακόμα και μ ε το θάνατο του μας δίδαξε αξιοπρέπεια. Τι δουλειά έχω με τους παπάδες! Πολιτική κηδεία και αποτέφρωση στην Βουλγαρία….

 Σχόλια.

Ι)  Δεν γνωρίζω αν ο Δάσκαλος πρόλαβε να διαβάσει την ΙΣΤΟΡΙΑ του ΚΚΕ 1939-1949. Διάβαζε μέχρι τα βαθιά γεράματα. Αλλά και να την διάβαζε παρόλο που τα γνώριζε από τότε και είχε πικραθεί με το χαμό του « Αρχηγού» δεν θα σχολίαζε.)

ΙΙ)   Παραθέτω χωρίς σχόλια το απόσπασμα από τον Β1 ΤΟΜΟΣ (ΕΚΔΟΣΗ 2018

« Ο Άρης Βελουχιώτης, καταδιωκόμενος από τον αστικό στρατό, βάζει τέλος στη ζωή του ; με το ατομικό του περίστροφο, περικυκλωμένος έξω από τη Μεσούντα. Τη μέρα του θανάτου του δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη απόφαση που πήρε το ΠΓ, με ημερομηνία 15 Ιούνη, η οποία ανέφερε:
«Το Πολιτικό Γραφείο ενέκρινε τη δημοσίευση στο Ριζοσπάστη της απόφασης της 11ης Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής για τον Άρη Βελουχιώτη (Θανάση Κλάρα ή Μιζέρια). Ο Κλάρας, αφού μια φορά πρόδωσε και αποκήρυξε το ΚΚΕ γιατί λύγισε μπροστά στην τρομοκρατία του Μανιαδάκη,………….»

 

Σάββατο 8 Μαΐου 2021

 

21η ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967.


Γράφει

 ο Νίκος Μυλωνάς.  ©

Λύκειο Άστρους… Πέμπτη 20η Απριλίου 1967…  

Σαράντα τρεις συμμαθητές και συμμαθήτριες, στρυμωγμένοι εκεί στη μεσαία τάξη, τη μικρή, του παραρτήματος της Σχολής Καρυτσιώτη, μετρούσαμε τους τελευταίους μήνες πριν το Απολυτήριο…

Η τελευταία ώρα ενός ακόμα εξάωρου έφθανε στο τέλος της. Ο Γιάννης, ο «συγκάτοικος» μου στο τελευταίο θρανίο, με τα γνωστά χτυπήματα του τοίχου, υπενθύμισε στο μπάρμπα- Στράτη να μην αργεί να κτυπήσει το κουδούνι…

                           

Η αυριανή θα ήταν η τελευταία ουσιαστικά μέρα λειτουργίας του σχολείου, πριν τις διακοπές του Πάσχα, και αυτό μου έδινε το δικαίωμα για ένα απογευματινό διάβασμα, επικεντρωμένο στις εισαγωγικές εξετάσεις του Σεπτεμβρίου. Στόχος και όνειρό μας η επιτυχία σε μια Πανεπιστημιακή Σχολή. Μια επιτυχία, “διαβατήριο” απόδρασης από τη δύσκολη αγροτική ζωή των γονιών μας.  

Το βραδάκι, όπως το συνηθίζαμε, μαζευτήκαμε στο γνωστό μας στέκι, που δεν ήταν άλλο από το δωματιάκι, που νοίκιαζε ο Τάκης, συμμαθητής μας από την Πλατάνα, εκεί λίγο πιο κάτω από την πλατεία. Συζήτηση για τα μαθήματα. Συζήτηση και προβληματισμός για το ποιο Αθηναϊκό φροντιστήριο θα επιλέγαμε. Θα επιλέγαμε ένα από τα παλιά και γνωστά, Μανωλκίδη, Δενδρινού ή το νέο του πατριώτη μας, του Μιχάλη του Δρακόπουλου, γιού του δασκάλου μας στο Δημοτικό μπάρμπα-Κώστα…

 Προβληματισμός αν προλάβουμε στο δίμηνο του καλοκαιριού να καλύψουμε τα κενά, αλλά και πολιτικές συζητήσεις. Ήταν και οι βουλευτικές εκλογές, που είχαν προκηρυχθεί για το Μάιο…

Όταν αποφασίσαμε να το διαλύσουμε το επτά και μισή, του σχολικού κανονισμού, είχε περάσει προ πολλού. Έτσι ακολουθήσαμε για μια ακόμα φορά το γνωστό δρομολόγιο μέσα από τα σκοτεινά σοκάκια και τους παράδρομους, προκειμένου να αποφύγουμε τα άγρυπνα βλέμματα των καθηγητών μας. Βλέπεις ο κεντρικός δρόμος είχε ηλεκτροφωτισθεί εδώ και δυο χρόνια περίπου, που είχε έρθει η ΔΕΗ στο χωριό μας…

Ένας-ένας φτάνοντας στο ύψος του σπιτιού του με μια «καληνύχτα» ή «θα τα πούμε αύριο», αποχαιρετούσε την παρέα …

Το βράδυ με την πολυτέλεια του ηλεκτρικού, δεν θυμάμαι ακριβώς, αλλά σίγουρα θα έλυσα κάποιες ασκήσεις από τον Τόγκα ή τον Παπανικολάου… 

Εκείνο που θυμάμαι σίγουρα είναι ότι άνοιξα το μικρό τραντζιστοράκι, το σπίτι δεν διέθετε μεγάλο ραδιόφωνο. Τίποτα το ιδιαίτερο. Και οι δύο σταθμοί, ΕΙΡ και ΥΕΝΕΔ, έπαιζαν τραγούδια από οπερέτες του Νίκου Χατζηαποστόλου και τραγούδια της παλιάς Αθήνας με τη μαντολινάτα του Φώτη Αλέπορου. Δεν άργησε να πέσει το σήμα της νυχτερινής διακοπής. Το τραντζιστοράκι έκλεισε και εγώ παίρνοντας το  Βαλέτα έριξα κλεφτές ματιές σε βιογραφικά ποιητών και συγγραφέων . Τα βλέφαρα δεν άντεξαν για πολύ…

 Ξημέρωσε η Παρασκευή… ©

Το ημερολόγιο έδειχνε 21η Απριλίου του έτους 1967…

Ξύπνησα και το χέρι μου αμέσως στο τραντζιστοράκι. Το ανοίγω και αντί να ακούσω τις γνωστές πρωινές εκπομπές, ακούω εμβατήρια. Όπα λέω… Έγινε αυτό που έγραφαν κάποιες εφημερίδες τις προηγούμενες μέρες;

Το εμβατήριο χαμήλωσε και τότε άκουσα τη φωνή του εκφωνητή να λέει:

 "Λόγω της δημιουργηθείσης εκρύθμου καταστάσεως, από του μεσονυκτίου ο στρατός ανέλαβε την διακυβέρνησιν της χώρας"...

Και στη συνέχεια αναγγελία της άρσης πολλών άρθρων του Συντάγματος. Τα εμβατήρια συνεχίζονταν.

                                              Το μικρό τραντζιστοράκι.

Ετοιμάστηκα βιαστικά για το σχολείο. Ένα βιβλίο και δύο τετράδια στο χέρι και με τη μία βγήκα στο κεντρικό δρόμο του χωριού. Λιγοστοί ακόμα οι μαθητές που τράβαγαν προς το σχολείο. Από τη στροφή του Μαχαίρα βλέπω τους συμμαθητές μου, τον Πάνο και το Γιάννη, που έρχονταν από την απάνω γειτονιά. Μια πρώτη κουβέντα και το γνωστό χάζεμα των άλλων πρωινών έγινε βιαστικό βήμα. Θέλαμε να μάθουμε κάτι περισσότερο.

 Στον Ιερό Χώρο και στο προαύλιο της Σχολής Καρυτσιώτη, όπου στεγαζόταν το Λύκειο, τα πρώτα πηγαδάκια είχαν ξεκινήσει. Προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι έχει γίνει. Η ώρα περνούσε. Ο μαθητόκοσμος πύκνωνε στο προαύλιο. Έφτασαν και οι πρώτοι καθηγητές μας. Προσπαθήσαμε να πάρουμε κάποιες πληροφορίες από τους νεότερους. Αλλά και αυτοί τι ήξεραν να μας πουν;  Μουδιασμένοι ήταν περισσότερο από εμάς.

 Κάποια στιγμή, με μεγάλη καθυστέρηση, χτύπησε το κουδούνι και μας ανακοίνωσαν ότι κάτι έχει γίνει, γι΄ αυτό πρέπει να διαλυθούμε, να πάμε στα σπίτια μας και ο προγραμματισμένος εκκλησιασμός της άλλης μέρας (Σάββατο του Λαζάρου) αναβάλλεται. Ουσιαστικά άρχιζαν οι Πασχαλινές διακοπές…

Επιστροφή στο σπίτι. Πέταξα τα τετράδια και το βιβλίο που κράταγα σ΄ ένα τραπέζι που είχαμε στο χαγιάτι και κατευθείαν στο τραντζιστοράκι. Δημοτικά τραγούδια, κλέφτικα, εναλλάσσονταν με εμβατήρια. Η πρωινή ανακοίνωση επαναλαμβανόταν περί αναστολής των άρθρων του συντάγματος και εκείνο «… υπ’ όψιν ότι μετά την δύσιν του ηλίου πας κυκλοφορών εις τας οδούς θα πυροβολείται άνευ προειδοποιήσεως…» σου δημιουργούσε ένα αίσθημα ανασφάλειας…

Ο προβληματισμός του τι έχει συμβεί μεγάλωνε. Ο αδερφός φοιτητής στη Θεσσαλονίκη.  Οι δικοί μου έλειπαν από το σπίτι. “Θα έχουν πάει να φέρουν χορτάρι, για τα ζωντανά”,  είπα. Έβαλα να φάω και από το παράθυρο της μικρής μας κουζίνας είδα το «γείτονα» ταγματάρχη, διοικητή των ΤΕΑ, Νι. Δα…με στολή εκστρατείας να μπαίνει βιαστικός στο σπίτι του, από την πόρτα της κουζίνας τους, που βλέπει προς εμάς, και να βγαίνει πάλι γρήγορα.  Δεν τον είχα ξαναδεί με αυτή τη στολή. Άκουσα το στρατιωτικό αυτοκίνητο των ΤΕΑ, που τον περίμενε στον κεντρικό δρόμο, να φεύγει μαρσάροντας…

 Ένας φράχτης χώριζε το σπίτι που νοίκιαζε για κατοικία από την αυλή μας…

    


                                 Κλασική Οικία απλών ανθρώπων στο Άστρος
.

Το σπίτι δεν με κρατούσε και τράβηξα κατευθείαν για το μεσημεριανό μας στέκι. Πήρα το δρόμο προς την πλατεία. Έφτασα στο ύψος του παλιού Μουσείου, που βρισκόταν απέναντι από το σπίτι του μπάρμπα-Δημήτρη του Ευθυμίου. Το τσαγκάρικο του μπάρμπα-Στέλιου, απέναντι στο Ρεβεζικέϊκο καλύβι, κλειστό. Έστριψα αριστερά και πέρασα την ιστορική είσοδο του Αγροκηπίου, που βρισκόταν απέναντι από το Νταλιανέϊκο περιβόλι, του μπάρμπα μου του Μήτσου. Πήρα το χωματόδρομο με τις μουσμουλιές δεξιά και αριστερά. Κάποια μούσμουλα έπαιρναν να κιτρινίσουν. Δεν θα προλάβαιναν να γίνουν γιατί ο ουρανίσκος του Κωστάκη κατά την απογευματινή παγανιά θα τα έβρισκε …πεντάγλυκα, «μαράγκια»...

Βρέθηκα γρήγορα στη στέρνα του Αγροκηπίου. Κάποιοι ήταν ήδη εκεί ξάπλα στους μάηδες και το ανοιξιάτικο χορτάρι . Πήρα τη θέση μου και εγώ. Η συζήτηση γύρω από τα σημερινά γεγονότα. Τι τελικά έχει γίνει; Ποιο είναι το Υπουργικό Συμβούλιο; Ποιος ο Πρόεδρος και ποια τα Μέλη; Είναι οι στρατηγοί, οι φιλικά διακείμενοι στο Βασιλιά; Είναι κάποιοι άλλοι; Και στο δια ταύτα. Είναι καλό ή κακό για μας που τελειώναμε το Λύκειο και ετοιμαζόμαστε να δώσουμε στα Πανεπιστήμια; Η ώρα περνούσε και αποφασίστηκε μια βόλτα μέχρι το «Μάρτη» 1

  

                    Πλατεία του Άστρους με τις επιγραφές της Εθνοσωτήριου.

Πήραμε τη κατηφόρα του Παπαδάκου, παρακάμψαμε την πλατεία και ανηφορίζαμε προς το σταυροδρόμι της Αγροτικής Τράπεζας. Φθάνοντας στο ύψος του καφενείου-ταβέρνας του μπάρμπα Σπύρου του Τζιβελόπουλου (Λούκουλου) ακούσαμε από το μεγάφωνο, που είχε στερεώσει έξω από την τζαμαρία, ότι «εντός ολίγου θα ανακοινωθούν τα ονόματα της πρώτης Επαναστατικής Κυβερνήσεως». Σταθήκαμε. Ανεβήκαμε τα σκαλοπάτια. Καθίσαμε κάτω από την κληματαριά, παραγγέλνοντας από ένα αναψυκτικό περιμέναμε τα ονόματα.  Είμαστε όλοι εκεί,  οι ντόπιοι της παρέας, ο Γιάννης, ο Πάνος, ο Τάκης, ο Γιάννης, ο Σούλης, ο Γιώργος εγώ…

Οι ξενομερίτες την είχαν ήδη «κάνει» για τα χωριά τους…

Ακούσαμε τα ονόματα. Άγνωστα σε όλους μας. Δεν ήταν οι στρατηγοί του Βασιλιά, αλλά κάποιοι κατώτεροι, συνταγματάρχες. Ούτε που  συγκρατήσαμε τα ονόματα, με το πρώτο άκουσμα. Η ώρα ήταν λίγο μετά τις πέντε…

Η βόλτα συνεχίστηκε στο “Μάρτη”, μέχρι πάνω του Κουλοπάνου. Καθίσαμε στο τσιμεντένιο αυλάκι, χωρίς να μπορούμε να ξεστρατίσουμε τη κουβέντα. Βλέποντας την ώρα να περνά δόθηκε το σύνθημα να το διαλύσουμε. Η απαγόρευση αυτή της κυκλοφορίας δεν ήταν ίδια με εκείνη τη σχολική. Ο φόβος μας είχε κυριεύσει. Υπήρχε και εκείνο «ότι μετά την δύσιν του ηλίου πας κυκλοφορών εις τας οδούς θα πυροβολείται άνευ προειδοποιήσεως…»

Κάτι άγνωστο και πρωτόγνωρο είχε αρχίσει …

Έφτασα στο σπίτι. Δεν βρήκα κανέναν. Όπως τα άφησα το μεσημέρι έτσι τα ξαναβρήκα.  Κατέβηκα στο κατώι. Τα ζωντανά στη θέση τους. Οι δυο γίδες, η προβατίνα, ο γάιδαρος. Είδα ότι οι γίδες δεν είχαν κλαρί. Τις κλάρες τις είχαν γλείψει, απόδειξη ότι το κλαρί το είχαν φάει από ώρες και πεινούσαν. Πήγα πίσω έκλεισα τις κότες. Οι αλεπούδες, είπα, μάλλον δεν θα κατάλαβαν ότι υπάρχει απαγόρευση κυκλοφορίας…

Η ώρα περνούσε. Εγώ ανήσυχος καθόμουνα στο χαγιάτι χωρίς να ξέρω τι να κάνω. Ο ήλιος έγειρε  και χάθηκε κατά την Αγριλίτσα. Νύχτωσε για τα καλά. Κανένα σημάδι από τους δικούς μου. Η ανησυχία μεγάλωνε και εκείνο «θα πυροβολείται άνευ προειδοποιήσεως…» μεγάλωνε το φόβο μου. Δεν έμπαινα στο σπίτι. Λούφαξα προς τον τοίχο του χαγιατιού και χωρίς να ανάψω το έξω φως περίμενα…

   Πανό της Χούντας έμπροσθεν της οικίας Διαμαντάκου στην Πλατεία του Άστρους. 

 Τα αυτιά μου τεντωμένα να πιάσουν κάθε θόρυβο. Τίποτα. Νεκρική σιγή. Λες και εκείνα τα ζωντανά ακόμα είχαν καταλάβει ότι κάτι διαφορετικό γινόταν απόψε και σιωπούσαν.  Κάποια στιγμή από το Τσαρουκέϊκο γέννημα άκουσα  θόρυβο. Τέλος Απρίλη και τα γεννήματα είχαν σηκωθεί αρκετά, ώστε να προδίνουν το πέρασμα ανθρώπου ή ζώου.  Βγάζω το κεφάλι μου από χαγιάτι και τους βλέπω να δρασκελάνε το φράχτη του Γαϊτανόγιαννη και να μπαίνουν στην αυλή μας. Ανάσανα.  Ανεβήκανε πάνω και φθάνοντας στο τελευταίο σκαλοπάτι  άκουσα τη μάνα μου να μου λέει, εκείνο που είχε περάσει από μυαλό μου:

-        «Πιάσανε τον μπάρμπα σου… Είμαστε εκεί…  Δεν μας είπαν που τον πάνε… Παιδάκι μου, πάλι τα ίδια έχουμε…»

Ο φόβος μου μεγάλωσε. Τα βήματά μου με έφεραν στο χειμωνιάτικο.  Πήρα το ψαλίδι, που ήταν πάνω στο τζάκι, άνοιξα εκείνο το παλιό βιβλίο, ανάμεσα στα φύλλα του οποίου έβαζα προσεκτικά, κόβοντας από “ΤΑ ΝΕΑ”, τις γελοιογραφίες του Φωκίωνα Δημητριάδη και χωρίς δεύτερη σκέψη τις έκανα κομματάκια…

Τι κρίμα… Ήταν όλη η ιστορία των Ιουλιανών του 1965, γραμμένη με το πενάκι του μεγάλου μας γελοιογράφου…

 Νύχτωσε για τα καλά…

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ. 

Νίκος Μυλωνάς… Ο δεύτερος γιός του μπάρμπα – Μήτσου και της θειά-Ματίνας… Με έφεραν στον κόσμο το Μάρτη του 1949, δύο απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, του μόχθου και της βιοπάλης… Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο στο Άστρος… Παιδί και εγώ της γειτονιάς, της Χωραφιάς, του Ιερού Χώρου, της πλατείας τα καλοκαίρια… Παιχνίδια με ξύλα και πέτρες, κρυφτό, κυνηγητό… Και πάνω απ΄ όλα η μπάλα… Παιχνίδια που κατέληγαν τις περισσότερες φορές σε καυγάδες… Αλλά και αγροτικές δουλειές, κατά την διάρκεια ιδία των διακοπών… Με τις Πανελλήνιες εξετάσεις τον Σεπτέμβρη του 1967 πέρασα στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών… Αποφοίτησα στο τέλος του 1972 και τον Ιανουάριο του 1973 μέχρι τον Ιούλιο του 1975 (30 μήνες) υπηρέτησα στον Ελληνικό Στρατό… Εργάστηκα στον ιδιωτικό τομέα μέχρι που διορίστηκα στο Υπουργείο Γεωργίας… Από το 2011 συνταξιούχος απολαμβάνω παιδιά και προπάντων τα εγγόνια μας…

 Επεξηγήσεις.

1 « Μάρτης» : τοποθεσία στο Άστρος, που βρίσκεται στις αρχές του δρόμου προς Άγιο Ιωάννη, όπου η νεολαία του Άστρους έκανε τη βόλτα της.