Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

Ο ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΟΣ


      Γράφει ο ©

Θανάσης Γεω. Λεμπέσης-
Προπολεμικός .

      Φίλε μου Τάκη Βλαχάκη. Διάβασα προσεκτικά  το κείμενο σου για τα πάσης φύσεως λαμόγια. Έχεις αιχμηρή πέννα και «αιχμαλωτίζεις » τον αναγνώστη ακόμα και αυτόν που δεν τον αγγίζει για ευνόητους λόγους η πολιτική χροιά που ντύνεις τα γραφόμενα σου. Σε συγχαίρω για μια ακόμα φορά. ►1
Όμως μέσα στα κείμενα σου μιας και ανάφερες τον αξέχαστο μπάρμπα Λουφολιά, έκανα κάποιες πολιτικές αναλύσεις ….!!!!
 
Ο Λουφολιάς στη γειτονιά μας.  

Μήπως ο μπάρμπα Λουφολιάς υπήρξε ένας επαναστάτης ;;; Ένας αντιεξουσιαστής, που ποτέ δεν τον είδαμε έτσι; Αναλύοντας την προσωπικότητα του σκέφτηκα τα παρακάτω:
Ο μπάρμπα Λουφολιάς έκραζε συγκεκριμένους ανθρώπους… Αν και στο Χωριό μας η οικονομική μας διαβάθμιση μέτραγε σε κουβέλια ►2 σιτάρι ή σε οκάδες λάδι ή σε αριθμό ζώων.     
Ο αείμνηστος Λουφολιάς « κτυπούσε » τις υψηλές εισοδηματικές τάξεις και τους καλοντυμένους. ►3 Τον ακούγαμε να φωνάζει: « Κηφήνες, Κολαντεράδες, Φαγάδες… ! Φοράτε κουστουμάκια, μεταξωτές γραβάτες, πήγατε στην Αθήνα και μας ήρθατε με χρυσό δοντάκι….!!!
Δεν θέλω να συγκρίνω τα σημερινά λαμόγια με τους συγχωριανούς μας . Η κοινωνική όμως διαφοροποίηση ήταν στόχος του Λουφολιά. 
Ας σκεφτούμε όμως και κάτι λίγο παράλογο βέβαια, Μήπως ο μπάρμπα Λιάς « αφήνιαζε » στα πανηγύρια επειδή έβλεπε την έστω και μικρής διάρκειας κραιπάλη; - γλέντια, αυτοκίνητα, οινοποσία- !!
Σκεφτήκατε κάτι; Μήπως ο «άγαρμπος» συνεχής διασκελισμός του σήμαινε κυνηγάω, τρέχω, άρα είμαι «Ανυπότακτος» ;
Δεν θυμάμαι η μηχανή που λεγότανε μπαμπά Λιάς να έχει όπισθεν, πάντα τα γκάζια στο φουλ.
Το συνεχές σήκωμα της μαγκούρας- χωρίς να κτυπάει – μήπως σήμαινε δεν Υποτάσσομαι;
Θα μπορούσε να είναι μπροστάρης σε διαδηλώσεις στο Σύνταγμα ;
Νομίζω ναι…

Σκίτσο μιας νέας συμπατριώτισσας μας της κ Γιάννας Χάγια. Εμπνέει καλλιτέχνες ο Λουφολιάς; 

Αυτά φίλε Τάκη . Ο μπάρμπα Λιάς ήτανε εναντίον των κοινωνικών ανισοτήτων Έστω αργά ας τον αναγνωρίσουμε σαν ήρωα….
Θα μπορούσαμε τα χρόνια να έχουμε μια ταμπέλα στην Αγία Παρασκευή και να λέμε.: « Καλώς ήρθατε πολιτικοί όμορφο Aγιάννη, προσέξτε τι θα πείτε και τι θα πράξετε. Ο Λουφολιάς κρατάει μαγκούρα από αρκουδόβατο !!!
                       10 /10/ 2015©  Σούλης Προπολεμικός.

ΣΧΟΛΙΑ  Παν. Ι.Δ. Βλαχάκη. ©

►1 Δεν θα τα αναρτούσα για ευνόητους λόγους. Κάνω εξαίρεση γιατί το «παιδί» που το δίκασαν επειδή έφαγε μια χούφτα μούρα με επαινεί. Είναι τιμή μου αλλά τα καλάμια ;;;;;Ευχαριστώ Θανάση.
►2 Κουβέλι. Kατασκευή που χρησιμεύει ως κατοικία ενός σμήνους μελισσών. Μέτρο σιτηρών Δημητριακών, ελιών. Ένα Κουβέλι =…. οκάδες =     κιλά νομίζω 50….. ;;;;;; 
►3 Από « εργατικούς ανθρώπους» = ανθρώπους του μόχθου δεν ζητούσε ποτέ τίποτα. Οι Βλαχαγιαννίτες τον κέρναγαν ένα ποτήρι κρασί με την ψυχή τους. Οι δάσκαλοι και οι παραθεριστές αγανακτούσαν χωρίς να έχουν  δίκιο!!! « Δώς΄ μου ένα τάλιρο ρε κηφήνα… στις παλιές του τις αρβύλες του αν ήταν δικαστικός, δάσκαλος, ή πλούσιος – Τσόπελας !!!!!!!!!!»  Τον  μόνο δάσκαλο που δεν χούγιαζε ήταν τον Αντρέα Τ… . Το δικό μας παιδί τον Αγιαννίτη καθηγητή. Τον αγαπούσε και έκαναν πλάκες. Τότε ήταν η καλύτερη του μεζέδες, τσιγάρα και μετρημένο κρασάκι. 
►4  Ας μου επιτραπεί να στολίσω και εγώ τους Πολιτικούς με τα λόγια του αείμνηστου Λουφολιά.»» «Ου να χαθείτε κηφήνες, φαγάδες, κολαντεράδες να σας πιάσει ταμπλάς ζερβόδεξος να ξεβρομίσει ο τόπος …»

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

TO AΣΤΕΡΙ ΤΗΣ ΒΗΘΛΕΕ΄Μ.


Λαμπιόνια Χριστουγεννιάτικα στα μάτια μου τρέχουν
λόγια κατά ριπάς σχηματίζουν θανατηφόρα
η αρρώστια επιδεινούμενη , η τρέλα ασίγαστη
η βροχή. , το φως. , ο διωγμός. , ο θάνατος
βλέπω θολά. ψεύτικα σχήματα , χρώματα ανύπαρκτα
το δρόμο της Βηθλεέμ τ' αστέρι να χάσει
Χριστούγεννα άλλα μην έρθουν
δεν είμαι παιδί πιά δώρο να προσμένω
οι γιορτές για πάντα τελειώσαν
με τη σιωπή αγκαλιά και το λυγμό
κλοσάρ σ' υπόγειες στοές αφώτιστες
στης ψυχής τα κουρέλια κρεμάσαν κουδούνια
ανεπιθύμητος καλικάντζαρος στου ανθού τη γης
παρελθόν επιθυμία ήταν να γίνω και πέθανα.
Χήρας βέλο στο βλέμμα η καταχνιά
η σπίθα πετυχημένα στραγγαλίστηκε
Ένα παιδί φοβισμένο στο σύγνεφο χάθηκε
σαρακοφαγωμένη η ανάσα μισή περιφέρεται
αμέτρητα τσιγάρα πόνος ο χρόνος ο γκρίζος
προορισμένος ήττες αξιολάτρευτες να αιμορραγώ
κι άρχισε πάλι να βρέχει
τα μάτια ψηλά σήκωσα να με ξυραφιάσουν οι στάλες
ρυάκια αίμα και δάκρυ να με ζωγραφίσουν ξανά
ξεψύχησα κι έγινα σκιά τις νύχτες άφαντη.

                                                             12/12/2015 - 00.35'

Σχόλια Παν. Ι.Δ. Βλαχάκη.

Ο Τάκης Λάτσης κατάγεται από την Πλάτανο της Κυνουρίας. Ο Πλάτανος είναι  καταπράσινο χωριό της περιοχής μας, στα πόδια του Πάρνωνα. Οι περισσότεροι Πλατανίτες  είναι καλλιτέχνες, δεν μπορεί να ήταν και διαφορετικά  ζούσαν μέσα στην ομορφιά. Είναι διαφορετικοί άνθρωποι από τους άλλους πολύ φιλόξενοι, φιλότιμοι, παράξενοι  καλλιτέχνες. Στις πόλεις κουβαλάνε την τέχνη στα γονίδιά τους. Κάποιοι τους λένε ωραίους τρελούς!!! Ένας τέτοιος είναι και ο φίλος μου ο Τάκης. Γράφει ποιήματα τα δημοσιεύει μια κλειστή ομάδα. Φωνάζω να τα δημοσιεύσει αλλά αυτός βγάζει αυτά που θέλει και τα μοιράζετε με ελάχιστους. Με τιμά και τον ευχαριστώ.  Ο Τάκης   είναι ερασιτέχνης σε όλα του, εραστής των τεχνών!! Λειτουργεί πάντα με γνώμονα την  ήσυχη  συνείδηση, ένας υπνοβάτης στα σοκάκια της ουτοπίας!! 

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ.


Γράφει ο
Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης. . ©

                               Καραγκιόζης. 
                                Θέατρο σκιών στο Σαραντάψυχο.

Γλυκό το απόγευμα από εκείνα τα καλοκαιριάτικα τα ατελείωτα τα αξέχαστα στον Αγιάννη, αποφασίσαμε να παίζουμε Καραγκιόζη. Διαλέξαμε το έργο << Ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι >>.

 Το Θέατρο σκιών άρχισε να στήνεται στο ταρατσάκι του μπάρμπα Γιάννη του Πλατή – Καμπύλη. Ο Γιώργος της δασκάλας ο Μπουρνάκης, ο Πέτρος ο Καψάλης ο μετέπειτα Πητ, κάνα δυο άλλοι και η αφεντομουτσουνάρα μου ήμαστε οι αρχικοί διοργανωτές. 
Καθόρισαν το εισιτήριο στην μια δραχμή!!! Αυτό ήτανε ο λόγος που διαφώνησα με όλους. Προσπάθησα να τους πείσω ότι η τέχνη πρέπει να είναι δωρεάν για το λαό! Ήθελα να παρακολουθήσουν και οι άφραγκοι !! Οι διοργανωτές επέμεναν και είχαν και το θράσος να μου ζητήσουν να κάνω τον υποβολέα! Βλέπεις ακόμα έχω κάπου τα βιβλιαράκια του Σπαθάρη. Απ΄ έξω και ανακατωτά τα θυμόμουνα. Αυτοί ανένδοτοι, τελικά μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις το κατεβάσαμε στο πενηνταράκι! Ανέκαθεν υπήρξα ο καλύτερος έμπορος…!  Άρχισαν τις γκρίνιες και τις μουτσούνες!!!

Αποχώρησα παίρνοντας τις φιγούρες μου σπρώχνοντας τους και χουγιάζοντας τους κατά το πρότυπο Λουφολιά. Πήρα με το μέρος μου σχεδόν όλα τα παιδιά της γειτονιάς έκτος από τους διοργανωτές που έμειναν στον Άσσο.

Ο μπάρμπα Γιάννης ο Πλάτης στην αρχή δεν είχε αντίρρηση να παίξουμε στο ταρατσάκι του. Όταν άκουσε τον παιδικό καυγά μας πείρε θέση και τους έδιωξε, τότε με επαίνεσε, μου είπε μια κουβέντα που δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Την κουβέντα αυτή μου την επανέλαβε το 1985 την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε. Ας είναι συχωρεμένος ήταν << Μεγάλη Καρδιά …>> ο μπάρμπα Γιάννης.

Πήγαμε στο πατρικό μου σπίτι στο πάνω μέρος του Χωριού. Στο « Μέρος» ►1 υπάρχει ένα τζάμι 30 χ 40 και εκεί έφτιαξα το μπερντέ!!!
 
Ο Φούρνος και δίπλα το « Μέρος» όπου παίζαμε Καραγκιόζη…

Άναψα τη λάμπα της θυέλλης, ►2 ταχτοποίησα τις φιγούρες μου που ήταν φτιαχτές και όχι αγοραστές και έτοιμος για την μεγάλη παράσταση. Έβγαλα το μεγάλο χωνί του νερού από το κατώι και κάποιος φώναζε Δωρεάν Δωρεάν, ελάτε κόσμε ελάτεεεε.

Η θειά Τασιά του Πλατή η σύζυγος του Νίκου του Κολοβού έβαλε τις φωνές. Ο μπάρμπα Νίκος γελώντας μας είπε «παίξτε ήσυχα και μη σκούζετε με το χωνί !! Τι στο καλό αντάρτικο με ξαναβρήκε!» Έκλεισα την εξώπορτα και την έδεσα με σύρμα, μην έρθει η γειτόνισσα με την κλαρούδα!! Γελώντας επέμενε να μου διώχνει τους θεατές!!!

Φώναξα στα παιδιά να κάνουν τον κύκλο από της Μάρθας το αλώνι και να έρθουν από πάνω από το βουνό – το Σαραντάψυχο. Πήδησαν κάτω από το ταρατσάκι του φούρνου. Κάποια τυχερά κάθισαν στα σκαμνιά και κάποια στα στραβομούτσουνα καρεκλάκια αγορασμένα από τον μπάρμπα Γιώργο τον Καλούδη. Τα ποιο μικρά κάθισαν οκλαδόν στην ταράτσα.

Άρχισα να παίζω με τον βοηθό τον ξάδελφο μου τον Τάκη τον Κολοβό, που τώρα είναι πολίτης του άλλου κόσμου. Βαρούσαμε με μανία τον βρωμερό ρουφιάνο του πασά τον Χατζιαβάτη. Κτυπάγαμε και τον τενεκέ για να ακούγονται καλύτερα οι κατραπακιές!!

 Τα παιδιά γελούσαν, φώναζαν και επιδοκίμαζαν. Άρχισα να τραγουδάω τη Μαλάμω – την ήξερα και την ξέρω καλά γιατί την είχα ακούσει πάμπολλες φορές από το Λουφολιά- ετοιμαζόμουν να βγάλω τη φιγούρα του Βλάχου του Γιώργου του Μπλατσιάρα, ξύλο που θα έριχνε ο βλάχος στον ανιψιό του τον Καραγκιόζη!!

Μέσα στο χαλασμό μου φάνηκε ότι άκουσα το κουδουνάκι του Ψαρή μας και τις κουβέντες των γονιών μου με τη γειτόνισσα. Μπα ιδέα μου είναι σκέφτηκα και συνέχισα να παίζω…

Οι γονείς μου ήρθαν κατακουρασμένοι. Είχαν δουλέψει όλη τη μέρα στο χωράφι μας στον Πύργο – λίγο ποιο πάνω από τις Πόρτες - και είχαν πορευτεί τέσσερες►3 ώρες πεζοπόρου. Ο πατέρας πάντα πίεζε τα ζά στο δρόμο – κακιά συνήθεια που είχε αποκτήσει από τους τζαμπάσηδες τους Βουλγαραίους- έτσι έφτασαν μίση ώρα νωρίτερα. Η πρώτη δουλειά τους ήταν να ξεσαμαρώσουν και να σκουπίσουν τα ζώα από τον ιδρώτα. Κατόπιν τα πάχνισαν και μετά θα ανέβαιναν στο επάνω πάτωμα. Έχω χρόνο σκέφτηκα...

Δεν βρήκαν όμως τη λάμπα της θυέλλης. Ανέβηκε η μάννα, τι να δει!!  Αντίκρισε περίπου δεκαπέντε παιδιά να παρακολουθούν την παράσταση!!!  Μύρισε και το χυμένο πετρέλαιο, χαμογέλασε πικρά με τα κατορθώματα μας και το μόνο που μας είπε να το σχολάσουμε γιατί αν μας δει ο πατέρας θα γίνει Χαμός. Ο επίδοξος Σπαθάρης δεν απάντησε και συνέχισε απτόητος να παίζει!!

Πέρασε λίγος χρόνος αλλά δεν είχα ακόμα τελειώσει, πήδησα και κάποια λόγια!! Ήθελα να φτάσω εκεί που ο Μέγας Αλέξανδρος – ας αφήσω το Μέγας – σκότωνε το καταραμένο φίδι!!!

 
Φιγούρα του- Θεάτρου σκιών - Καραγκιόζη!!!

Τότε ανέβηκε ο πατέρας, η θεια Τασιά έλεγε της μάνας:<< διώχτα μωρή, διώχτα νύχτωσε πάρε μια κλαρούδα δεν παίρνουν από λόγια, τα έδιωξα πολλές φόρες, θα πέσει κανένα από την ταράτσα…>> Η μάννα κάτι της απαντούσε αλλά δεν έκανε καμιά κίνηση μάλλον κουβέντιαζαν τα δικά τους.

Ακουστήκαν τα βαριά βήματα του πατέρα ο οποίος ψύχραιμα με αυστηρό τρόπο έδιωξε τα παιδιά χωρίς να τα μαλώσει. Πρόλαβα να φωνάξω ότι << Η παράσταση έλαβε τέλος αύριο θα παίξουμε << ο Καραγκιόζης Φούρναρηηηης !!! >>

- «Έλα ΄δω ρε, τώρα, φέρε τη λάμπα γρήγορα, μαζέψετε τα όλα μην τα πατήσω κάτω και τα κάνω πατσιά !! Θέλω να πάω στο << μέρος >>, θα τα πούμε μετά. Πήγαινε τώρα να σκουπίσεις το μουλάρι. Έκανες μεγάλο λάθος που μάζεψες τα παιδιά, γιατί τσακώθηκες με τους φίλους σου; Σου έχω πει να προσέχεις το Γιώργο γιατί είναι ορφανός, δεν πιστεύω να κτυπηθήκατε, εσύ δεν σέβεσαι τίποτα, έμαθα ότι έβριζες κιόλας! Γιατί χούγιαζες παιδιά τα όπως ο Λουφολιάς; Τι πράγματα είναι αυτά; Οι καραγκιόζηδες και τα λοιπά δεν είναι για εμάς τους φτωχους…»►4

- «Τσακώθηκα γιατί θέλανε λεφτά από τα παιδιά δεν κτύπησα κανένα. Ρώτα και τους γείτονες εκεί ήταν και ο μπάρμπα Γιάννης. Κανονικά έπρεπε να τους ρίξω στα μούτρα άκου να βγάλουν λεφτά από τους φίλους τους;»

- « Ένταξη το παιχνίδι αλλά όχι να χαλάς το πετρέλαιο!! Αν έπεφτε κάποιο παιδάκι από την ταράτσα; Εκείνο που με πειράζει είναι που πας να βγεις και από πάνω! Ξεψυχάμε με τις δουλειές, τρέξαμε να σας μαζέψουμε, να φάτε και εσύ έπρεπε να γκρεμίσεις το σπίτι. Τέρμα ο Καραγκιόζης άντε μη σου σκίσω και τις φιγούρες που αντί να διαβάζεις ασχολείσαι με άλλα πράγματα…»

Τώρα μετά από χρόνια όταν καμιά φορά ακούω τους μαθητές μου στα διαλλείματα όταν κάνω εφημερία να λένε ο ένας τον άλλο Καραγκιόζη… Τα θυμάμαι και με πιάνει το περιεχτικό μου και τους λέω: «Χατζιαβάτη να λέτε όχι καραγκιόζη, ο καραγκιόζης ήταν ωραίος τύπος ….ο Χατζιαβάτης ήταν λαμόγιο, ρουφιάνος του Πασά που τα έκανε πλακάκια με την εξουσία … !»

Μετά μέχρι να τελειώσει το διάλειμμα σκέπτομαι και αναπολώ  Α ρε φουκαρά καραγκιόζη Έλληνα και ας γεννήθηκες στην Ανατολή, το έχει η μοίρα σου να σε φιμώνουν, να σε βρίζουν και να τρως τις κατραπακιές σου!!!

ΣΧΟΛΙΑ  Παν. Ι.Δ. Βλαχάκη.

►1 « Μέρος» η τουαλέτα στα χωριά ήταν έξω από το σπίτι. Κάποιες ήταν πρόχειρες με σανίδια ή τσίγκους. Κάποιες ήταν κτιστές με λεκάνες πήλινες ή τούρκικες.
►2 Λάμπα της θυέλλης. Φορητή λάμπα πετρελαίου με πλέγμα στο γυαλί κατασκευασμένη να μη σβήνει όταν φυσούσε αέρας.
►3 «Πύργος» αγροτική τοποθεσία στον Κάμπο της Θυρέας κοντά στη θάλασσα, λίγο ποιο πάνω από τις Πόρτες. Σύμφωνα με το Νικ Φλούδα στο βιβλίο του ΑΓΙΑΝΝΗΣ η απόσταση μέχρι τον Αγιάννη είναι 4 ώρες πεζοπόρου.
►4 Οι κάτοικοι ήταν αγρότες και κτηνοτρόφοι. Οι πρώτοι λόγω του ότι τα άγονα χωράφια δεν τους εξασφάλιζαν αρκετό εισόδημα εργάζονταν σαν εποχιακοί εργάτες σε αγροτικές εργασίες, στις αλωνιστικές μηχανές και σαν εργάτες σε οικοδομές στην περιοχή του Άστρους… Πράγματι είμαστε φτωχοί με λίγες εξαιρέσεις.

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

Η ΠΗΓΗ ΤΟΥ ΤΣΕΓΓΟΥ.


   
               Γράφει                         
 Ο Γιάννης Γρηγ. Κουρόγιωργας.
 Αγιαννίτης της διασποράς.

                     Η πηγή του Τσέγγου ►1

«…με τις νεραΐδες, πως έμαθα τα τρανζίστορ ραδιόφωνα  και  ιστορίες της παιδικής ηλικίας και οι πηγούλες …»

Υπάρχει και μια πηγή που τι λέγανε  του Τσέγγου και ήταν στο τέλος των περβολιών   πολύ κοντά στο ρέμα  με τα πλατάνια, ιτιές, βάτα και άλλα δένδρα. Είναι ακριβώς απέναντι από το εκκλησάκι του Αιλιά αλλά πολύ χαμηλά στο ρέμα, (απέναντι από την πηγή προς το Αιλιά ήταν τα περβόλια του Ζαχούλια-Ζάχου Λεμπέση), που είχε λίγο νερό αλλά έβγαινε όλο το καλοκαίρι.

Η πηγή ήταν χωμένη σχεδόν μέσα στα βάτα. Στο τέλος των περβολιών υπήρχε ένα πολύ μικρό δρομάκι ας πούμε 10-15 μέτρων και όταν σε μια μικρή στρόφουλα έφτανες στο τέλος ας πούμε στα 3-5 μέτρα την έβλεπες. Δεν φαινότανε από μακρυά, αλλά ο δρόμος ήταν πολύ κατηφόρα, μεγαλύτερη κατηφόρα από τη κατηφόρα των  περβολιών  των Μύλων, ήταν σαν να έμπαινες σε ένα μεγάλο πηγάδι!!!. Από την άλλη μεριά ήταν σε 2-3 μέτρα το ρέμα πολύ απότομο με πέτρες σαν ξυράφι  και βαθύ 8-10 μέτρα  με μεγάλα πλατάνια , που άμα παραπάταγες σίγουρα θα χανόσουνα.


Αγιαννιτάκια το 1985 στα περβόλια, λίγο παραπάνω από την πηγή του Τσέγγου. ►2

Εκεί πήγαινα μικρός  όταν είμαστε στα περβόλια του Αιλιά, τώρα είναι όλο βάτα και η πρόσβαση είναι αδύνατη, για να φέρω νερό σ΄ ένα παγούρι στους μεγάλους που έκαναν δουλειές.
Τα περβόλια μας που ήταν κοντά στο ρέμα ήταν πολύ μικρά, 50 τ.μ! το καθένα , και ήταν δυο μικρά κομμάτια. Ο μπάρμπα Τάσης ο Βλαχάκης, πατέρας του Νίκου του φιλολόγου καθηγητού,  είχε τα  άλλα δυό μικρά κομμάτια και δεν ήταν συνεχόμενα. Ε, έτσι τα μοίραζαν οι συγγενείς για να είναι πιο δίκαιη η μοιρασιά, είχαμε εμείς ένα, το άλλο ο μπάρμπα Τάσης, μετά το δικό μας και μετά μέσα στο ρέμα σχεδόν του μπάρμπα Τάση.

   Ευτυχώς που δεν είχαν πάρει όλα τ αδέρφια, τότε θα είχαμε από πέντε τ. μ. ο καθένας. Θυμάμαι ο μπάρμπα Τάσης είχε πολύ καλές ντομάτες και αγγουριές.  Εδώ πήγαινα πολύ μικρός , ας πούμε 10-12 χρόνων, πολύ πρωί σχεδόν νύκτα και πότιζα το περβόλι από το νερό που έτρεχε στο ρέμα από τους μύλους. Την ημέρα λιγόστευε, και φοβόμουνα να  πάω βαθειά μέσα στο ρέμα να αλλάξω το νερό στο αυλάκι, από πάνω ήταν μεγάλα βάτα και τίποτα άλλο.

Θυμάμαι ότι έλεγαν ότι εκεί  στη πηγή του Τσέγγου ήταν νεραίδες  και φοβόμουνα πολύ όταν έφτανα κοντά στη πηγή στα τελευταία πέντε μέτρα. Εκεί κανένας δεν σ έβλεπε πια, ας ήταν γεμάτα τα περβόλια από κόσμο, ήταν σαν πανηγύρι , πολλοί τραγούδαγαν ή μιλάγανε από πολύ μακρυά ο ένας από τον άλλο και τους άκουγε όλο το χωριό. Γέμιζα το παγούρι  με νερό γρήγορα και χωρίς να πιώ νερό από την πηγή, χωρίς να κοιτάξω στο βαθύ ρέμα με τα πλατάνια, έφευγα γρήγορα  με πιασμένη την ανάσα μέχρι να ανέβω τα 5-10 μέτρα της μεγάλης τώρα ανηφοριάς.

Μετά μπορούσες πια να αγναντέψεις μακρυά, είχες σωθεί και άκουγες τον κόσμο, άμα ερχόντουσαν οι νεράιδες θα φώναζες και κάποιος θα σε άκουγε.

Απέναντι ήταν ο μπάρμπα Ζάχος με τη θειά Μάρω και με τα τρία κορίτσια τους, ο Πάνος Κουτίβας ή Πίπας ή Γιάννακας- με το γιο του  Γιάννη (Πλαστήρα ). Όπως μας έλεγε και ο ίδιος  χαριτολογώντας όταν πήγαινε στο πόλεμο, « είχε πηδήσει το Ισθμό της Κορίνθου με τα κολλητά» . ►3 Ευτυχώς που υπήρχε μια ασφάκα στο τέλος και πιάστηκε, αλλιώς θα έπεφτε μέσα.

Παραπάνω ήταν ο μπάρμπα Θοδωρής ο Άρχοντας, πατέρας του Μήτσιου που ήταν δάσκαλος και θεολόγος, και νομίζω πούλαγε υφάσματα στο Άστρος δίπλα στου Παπαδάκου το σπίτι και το σπίτι του ήταν στον Αγιάννη κοντά στου Κώστα Δικαίου-Μακαρούνα στη πλατεία του Αγιώργη.
 Ο μπάρμπα Θοδωρής ήταν πολύ κοντός αδύνατος και σκυφτός και τον αναφέρω εδώ γιατί είχε ένα  μαύρο γαϊδούρι και στο σαμάρι στα μπροστινά κολιτσάκια είχε κρεμάσει τότε ένα πολύ μικρό τρανζίστορ ραδιόφωνο, σαν τα δάκτυλα του χεριού μας, και όπως ερχόμουνα από τη πηγή του Τσέγγου και κατέβαινα στο ρέμα  άκουγα τα τραγούδια από το ραδιόφωνο.

 Έλεγα ότι θα ήταν νεραίδες κάπου εκεί κοντά  και από το φόβο πήγαινα πιο κοντά στο μπάρμπα Θοδωρή με το γαϊδούρι  αλλά τόσο δυνάμωνε η μουσική .Τότε ο μπάρμπα Θοδωρής μου έδειξε το ραδιόφωνο  στα κολιτσάκια του σαμαριού και τότε έμαθα ........οτι υπήρχαν τρανζίστορ ραδιόφωνα, δεν είχα ξαναδεί άλλη φορά τόσο μικρό ραδιόφωνο.

Αγιαννίτης αγρότης καβάλα στο γάιδαρο του το μουλάρι του είναι φορτωμένο φουσκιά ► 4

Στις Βάγιες είχαμε, και το έχουμε ακόμα, ένα πολύ μεγάλο κτήμα, καμιά δεκαριά στρέμματα. Ήταν καλός τόπος για σιτάρι , από αυτό έζησαν στην Κατοχή οι δικοί μας. Επίσης εκεί τα καλοκαίρια είχαμε περβόλια με ντομάτες φασολάκια, κολοκυθιές, αραποσιτιές και πολλά δένδρα με φρούτα συκιές, μιλιές, αχλαδιές, αμυγδαλιές , ροδιές , παλιά μερικό ήταν αμπέλι, που όπως έλεγαν ήταν ένα από τα καλύτερα του χωριού. Το ποτίζαμε από τον Πρόδρομο ,το νερό πήγαινε με αυλάκι τσιμεντένιο  μέχρι τη μέση και μετά μέσα  στο δρόμο , τόσο νερό είχε ο πρόδρομος. Στη μέση και επάνω μεριά του χωραφιού είχαμε και ένα πηγάδι  και λίγο  πιο κάτω υπήρχε και μια μικρή βρυσούλα που πάντοτε το καλοκαίρι στέρευε η έβγαινε πολύ λίγο νερό.
 Υπήρχε  μια πολύ μεγάλη συκιά στη μέση του χωραφιού,  η μεγαλύτερη στο χωριό;; και σχεδόν στη κορυφή 3-4  μέτρα πάνω από το έδαφος είχε ο παππούς μου φτιάξει μια κρεβάτα από καλάμια ,που ήταν ένα μικρό κρεβάτι, και ανέβαινα και καθόμουνα ή καμιά φορά κοιμόμουνα όταν πήγαινα  τα ζωντανά, μουλάρια και γιδοπρόβατα, για βοσκή.

Σχόλια – επεξηγήσεις Παν. Ι. Δ. Βλαχάκη.

►1 Πολλές φορές θυμάμαι την πηγή του Τσέγγου. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση το σημείο που ήταν. Πηγαίναμε  μαζί με τον πατέρα μου, η αλήθεια είναι ότι φοβόμουν.
►2 Τα παιδάκια είναι του ξάδελφου μου Γιάννη του Δικαίου- Κολίκου και της Ευγενείας. Ο Νίκος και η Σοφία.
►3  Ο Πάνος Κουτίβας ή Πίπας ή Γιάννακας έλεγε φανταστικές ιστορίες. Υποτίθεται ότι το γεγονός έγινε μετά την Μικρασιάτικη Καταστροφή. Οι Γιαννακέοι είχαν πολλά ποτιστικά χωράφια στην περιοχή, είχαν και νερόμυλο. Ο ποιο καινούργιος του Aγιάννη χρονικά. Ο Μύλος  περιήλθε στην κατοχή της Κατίνας που είχε παντρευτεί με  ένα Δολιανίτη τον -  Αραβανάκο, νομίζω ότι ήταν παρατσούκλι. Οι έγειραν αξιώσεις ιδιοκτησίας στα νερά!!  Συχνά έκαναν καυγάδες με τους άλλους γείτονες…
►4 Κάπως έτσι συναντούσες τους συγχωριανούς μας στις στράτες του Χωριού. Εδώ ο μπάρμπα Τάσης ο Αλουπογιάννης ή Τασούλιας – ψάλτης στην εκκλησία – Η Φώτο το 1985 -86  στο δρόμο προς το Μποστανάκι.

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ.


Γράφει ο ©
Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης. .

          Κάθοδος στο Γιαλό.

Μπήκε ο Σεπτέμβρης, πέρασε το καλοκαίρι, πάνε πέρασαν οι γιορτές και τα πανηγύρια φύγανε οι ξένοι, μαζεύτηκε το Χωριό. Άλλαξαν οι ρυθμοί μας ζούμε στο φθινόπωρο. 
  Η καμπάνα του Αγιώργη κτύπησε γοργά και χαρούμενα. Αρχή του Σχ. Έτους 1966 -67 Τα παιδιά μαντρώθηκαν στο σχολείο άρχισαν σιγά – σιγά να παλεύουν με τα γράμματα και τους αριθμούς. Οι δάσκαλοι πιστοί στο καθήκον τους. 
   Ο κ Ανάργυρος μας ήρθε φέτος με καινούργιο αυτοκίνητο ένα FIAT NEGRO, συμπαθητικούλη που είναι! Η θεία Ματίνα η δασκάλα κυρία για το σχολείο και θεια για το σπίτι, έστειλε το γιο της το Γιώργο και εμένα να κτυπήσουμε την καμπάνα που ήταν κρεμασμένη στην Πλατάνα του Αγιώργη για να μαζευτούν τα παιδιά στο σχολείο. Μας είδε που τρέχαμε κάποιο μεγαλύτερο παιδί- o ξάδερφος μας ο Γιάννης - ο Κολίκος - και την κτύπησε εκείνος!


Αγιαννίτης ζευγολάτης- Νίκος Αλουπογιάννης – Κανέλιας  από τους τελευταίους ζευγολάτες του Χωριού. Εδώ είναι στην Θυρέα. ΦΩΤΟ θυρεατις γη.
   Οι ζευγάδες, οι ζευγολάτες, τα ζευγάρια όργωναν, βαράγανε - σκάβανε - τις άκρες με το ξυνιάρι οι γυναίκες σπέρνανε ακόμα και πάνω στις πέτρες. Σπέρναμε στις τοποθεσίες: Σαραντάψυχο, Γερτή γκορτσιά, Λεπίδα, Ξεροκάμπι, Σπαθοκομένο, Πλάκα, Καβουκάς, Μάντρα, Βατάκι, Σπασμένη βρύση, Μπολιάνα, Χτίρια ή Μάντρα, Καλογεροβούνι, Βρωμίστρα, Λυκοστράτη, Αστραπάλωνα….
    Μύριζε ζωντάνια το φρεσκοοργωμένο χώμα. Αχ αυτή η μυρωδιά του χώματος, της γης μας! Ο ιδρώτας των μουλαριών και των ανθρώπων πήγαινε ποτάμι.
Πήγαινα μερικά απογεύματα στα χωράφια αλλά ο πατέρας με άφηνε λίγο να «κάνω ζευγάρι», να οργώσω με το δίφτερο ή μονόχειρο αλέτρι. Πολλές και επικίνδυνες για ένα παιδί οι «κόντρες», το χωράφι στην Πλάκα είχε τις περισσότερες!!
   Οι τσοπαναραίοι, οι βοσκοί, οι βλάχοι, αυτό τον καιρό πρόσεχαν περισσότερο τα ζωντανά τους γιατί ήταν γκαστρωμένα. Ταχτοποιούσαν  τις προμήθειες, και προγραμμάτιζαν την κάθοδο τους στα χειμαδιά. Ξεχειμώνιαζαν άλλοι στο Γιαλό άλλοι στα Χαντάκια άλλοι απέναντι από το Ποτάμι στα Δικαιανέικα, άλλοι στη Λουκού στα Μπαρλέικα ακόμα και στο Ξεροπήγαδο κατέβαζε τα παιδιά και τα ζωντανά του ο μπάρμπα Γρηγόρης …
   Οι μπακάληδες μετράγανε τα κέρδη το καλοκαιριού και ασφάλιζαν το βιος τους για το χειμώνα. Μόνο ο Μητρούσης ο Φρούραρχος του Aγιάννη δεν ετοιμαζότανε για τα χειμαδιά.
   Ο μπάρμπα Θοδωρής ο Καψάλης ( Χουτ) ο καλός γείτονας μας μάζεψε τα κατακόκκινα μήλα του από την Τσιφορά. Τι γλυκά, μεγάλα και κόκκινα που ήταν! Μας τα χάριζε με την καρδιά του αλλά ο  γιός του Πέτρος ο (Πητ) συνομήλικος και φίλος μου, « απαλλοτρίωνε» μερικά ακόμα στην τσάντα του.  Έδινε ακόμα ένα με την ψυχούλα του στα παιδιά που δεν είχαν μηλιές, ανάμεσα τους και εγώ.
   Ήταν μεγάλος πειρασμός εκείνα τα μήλα. Τα ανταγωνίζονταν του παππού του Μιχάλη του Σκαρπέλου (Μονεμιχάλη) στο κάτω μέρος του χωριού κοντά στο Σουληνάρι. Μπες μέσα στις μηλιές και φάε όσα μπορείς! Φωνές κακό η θεια Μαρίκα και η μάννα μου μην με πιάσει το στομάχι μου βλέπεις τα έτρωγα άπλυτα!


O Μιχάλης Σκαρπέλος ο «Μονεμιχάλης» με τη σύζυγο του Μαρίκα.

  Ο παππούς ο Μιχάλης τις έλουζε με φωνές και γαλλικά όποτε σταματούσανε τις έντονες παραινέσεις. Έτρωγα δυο τρία τα ποιό ζουμερά θαυμάζοντας ταυτόχρονα τις φορτωμένες μηλιές, τι τρομερή εικόνα!
  Τώρα, έφυγαν οι γέροι, ψόφησε η καλιακούδα το μουλάρι του, ξεράθηκαν οι μηλιές του, οι κληρονόμοι του φύτεψαν ελιές, έπεσε η βίλλα του... Είχε και μια φιρικιά με πεντανόστιμα κατακόκκινα μικρά μηλάκια αλλά αυτά δεν τα καταδεχόμουν! 
  Εκείνοι που είχαν περβόλια μάζευαν και τους τελευταίους καρπούς. Όσοι είχαν καρυδιές μάζευαν τα καρύδια. Εμείς δεν είχαμε δικά μας δένδρα τα δοκιμάζαμε αν μου έδινε κανένας φίλος ή κάποιος γείτονας συνήθως ο μπάρμπα Νίκος ο Κολοβός, έχει καλώς. 
   Κάποια παιδιά κλέβανε, οι αγροφύλακες τα πιάνανε τα συνέτιζαν αλλά και τα διαπόμπευαν! Προσωπικά δεν ήμουν για τέτοια. Σεβόμουν και ντρεπόμουν τους ιδιοκτήτες, τους γονείς μου, φοβόμουν το διασυρμό ευτυχώς ή δυστυχώς δεν έμαθα να κλέβω σε τίποτα.
  Στα βαγένια ο μούστος με την βοήθεια του μικροκλίματος, των μυκήτων του ρετσινιού και της έννοιας μας έβραζε. Του Αγιοδημητριού μας χάριζε το ξακουστό Αγιαννίτικο κρασί. Τι κρίμα που δεν μου δίνανε τότε ένα ποτήρι. Όταν μεγάλωσα τα αμπέλια εκφυλιστήκαν, οι άνθρωποι φύγαμε, τα βαρέλια ξερομάχιασαν, παιδιά δεν υπάρχουν να φτιάξουν ρετσινάνθρωπο … ρήμαξε το Χωριό, άστα να πάνε!
  Γιορτάσαμε σεμνά με σεβασμό την εθνική εορτή της 28η Οκτώβριου 1940, το Αλβανικό έπος. Ο Δάσκαλος μας ο κυρ Ανάργυρος ο Σπετσιώτης με Βερβενιώτικη ρίζα εκφώνησε τον πανηγυρικό της ημέρας.
   Ζούσαν αρκετοί μαχητές του Αλβανικού μετώπου, τους έβλεπα με σεβασμό να παρακολουθούσαν κατασυγκινημένοι με κατάνυξη την δοξολογία. Άκουγαν με προσοχή τα πατριωτικά λόγια του δάσκαλου μας αλλά δεν μιλούσαν ποτέ για την μεγάλη τους προσφορά στην πατρίδα. 
  Φτωχοί αγρότες, εργάτες και βοσκοί άφησαν το αλέτρι στο χωράφι, τα ζωντανά στους γέρους. Οι γυναίκες ανάψανε τους φούρνους και στέγνωσαν μια δύο αλλαξιές ρούχα και φύγαμε για το μέτωπο. 
   Ήταν βροχερός και κρύος εκείνος ο Οκτώβρης του 1940 θυμότανε η μάννα μου επτά χρονών τότε. Μου τα έλεγε σαν παραμύθι κάθε τέτοια μέρα« Πέταξαν τους Ιταλούς μέχρι τη θάλασσα…»  τιμώντας με αυτό τον τρόπο τους αφανείς πατριώτες. Προσθέτω ότι μεγαλούργησαν στο βωμό της πατρίδας.
   Δυο παππούδες μας ήταν μαχητές του Αλβανικού Έπους. Ο Μιχάλης Σκαρπέλος ο «Μονεμιχάλης» και ο Στράτης ο Μπάρλας «ο Λαβιός» . Παρόλο ότι τους είχα ρωτήσει πολλές φορές, δεν μου είχαν ποτέ διηγηθεί για μάχες και ανδραγαθήματα. Ανάφεραν κάτι για χιόνι, λάσπες, κρύο και κρυοπαγήματα .... Σεμνή και ανιδιοτελής η προσφορά τους στην πατρίδα. 
   Τραγική ήταν η περίπτωση του μπάρμπα Γιώργη του Βλαχάκη θειου του πάτερα μου. Μεγάλο μυαλό ο παππούς αλλά δυστυχώς τυφλώθηκε μάλλον από τις αντανακλάσεις του φωτός στα χιόνια. Ήταν και άλλοι χωριανοί μας Αλβανομάχοι, ο Κωστάκης ο Αλουπογιάννης – Ιππέας, ο Σπύρος ο Τρυποσκούφης – Μαχαίρας, ο Μαρίνος ο Γαρδικιώτης- Μαϊστόπ,  κ.α.
   Έφτασε τις Παναγίας της Μισοσπορίτισσας «Μισόσπειρες μισόφαγες μισά αποκράτιε να’ χεις» …λέει η σοφή λαϊκή παροιμία. Στον Πρόδρομο στην μητρόπολη του Χωριού μας, ο μακαριστός παπαγιώργης ο Γαρδικιώτης - Γεωργουλής λειτουργούσε πάντα με κατάνυξη, έψελνε ο Τάσης ο Αλουπογιάννης (Τασούλιας).
   Χθες ήρθε ο Λουφολιάς να αποχαιρετήσει τον παππού για το χειμώνα. Μιλούσαν χαμηλόφωνα, δοκίμασαν σιωπηλοί το καινούργιο κρασί.Παραξενεύτηκα που Λουφολιάς το στριφογύριζε στο ποτηράκι και έλεγε στον παππού μμμμμ καλό – καλό... και εξαφάνισαν το κανατάκι της μισής οκάς.
   Είπαν απλά « καλό χειμώνα» δώσανε τα χέρια, το μεγάλο παιδί  έκανε μια αστεία γκριμάτσα προς έμενα. Με αυτό τρόπο με αποχαιρέτησε.  Όταν κατηφόριζε στο σφεντάμι του Κοντόπανου, πάππους του φώναξε: «Να είμαστε καλά, καλή αντάμωση την άνοιξη».
    Δεν ξέρω αν είχαν ετοιμαστεί ψυχολογικά για τα χειμαδιά οι πρώην ορεσίβιοι βοσκοί. Μάλλον τα βουνά τους θα τους έλειπαν γιατί θυμάμαι ότι ο παππούς ερχότανε με τα ζά του στο Χωριό μέσα στο καταχείμωνο. 
   Παραδόξως ο Λουφολιάς το φθινόπωρο ησύχαζε, δεν φώναζε ίσως τον βάραινε η σκέψη των χειμαδιών. Όταν άρχιζαν τα αστραπόβροντα με τα πρωτοβρόχια άφηνε το Σφεντάμι του, μαζευόταν και φώλιαζε στο φτωχικό σπιτάκι του. 
   Μελαγχολικό αλλά πανέμορφο είναι αλήθεια το φθινόπωρο. Στρώμα κάτω τα φύλλα από τις πλατάνες. Αυτή η μεγάλη του Προδρόμου είχε μιλιούνια, α ρε και να τα τρώγανε τα ζωντανά!
   Λύθηκαν τελικά οι διαφωνίες για την ημερομηνία καθόδου του σχολείου στην χειμερινή έδρα του στο Γιαλό - στο Άστρος. Ορίστηκε με τα πολλά στο τέλος του Νοέμβρη. Αφήναμε το σχολείο κόσμημα και θα πηγαίναμε στα νοικιασμένα κατώγια - ισόγεια. 
    Φορτώσαμε κάποια κουτιά με έγγραφα του σχολείου, ένα τραπέζι και κάποια αναχρικά του σχολικού συσσιτίου στο φορτηγό του Χαρή του Δικαίου (Γυρολόγου). 
   Λάβαμε την μικρή άτυπη άδεια των λίγων ήμερων μέχρι την εγκατάσταση μας στα χειμαδιά. Κάποιοι πονηροί πείθανε τους γονείς τους και κέρδιζαν παραπάνω μέρες!
Δεν ξέρω τι κάνανε αυτοί που πήγαιναν σε άλλα σχολεία των Χαντακίων, του Ξεροπηγάδου και των Κουτρούφων.
   Ο πατέρας είπε : «φέτος έχουμε λίγα χρήματα, να μην μεταφέρουμε τα πράγματα μας στο Γιαλό με το φορτηγό του Σωτήρου του Μακρή ή Γκορτσούλη.» Η απόφαση πάρθηκε θα τα πάμε με τα ζά. Δυο δρομολόγια και είμαστε ένταξη, εγώ θα τραβάω μόνο το μουλάρι μου! Για τα άλλα σκοτίστηκα, το δήλωσα ευθαρσώς και παραλίγο να γίνει χαμός.
   Έφυγα και έκανα μια τελευταία βόλτα σε όλο το Χωριό και που δεν πήγα!! Την άλλη μέρα την αυγή φορτώσαμε τα πράγματα μας και ξεκινήσαμε.

Το χάνι του Κοπανίτσα – Γεώργιος Κανατάς Κοπανίτσας το 1983 – κοντά στο πάλε ποτέ χάνι του Κουλουρά. 
    Περάσαμε την Αγιαπαρασκεύη , του Λαϊνά, την Πάνω Μελιγού, το ερειπωμένο χάνι του μπάρμπα Γιώργη του Κουλούρα, δίπλα του το Χάνι του Κοπανίτσα, μπάρμπα Γιώργης είχε και ένα βάζο με καραμέλες !! Άπλωσε το βλέμμα μας στον κάμπο της Θυρέας, κάρφωσα τα μάτια μου στο Κάστρο πάνω στο νησί του Παραλίου - γιατί να μη μας διδάσκουν την τοπική ιστορία για να ξέρω από τότε για τον Πάνο τον Άκουρο; 
Φτάσαμε στο Σαββανά, την Παράγκα, είδαμε από πάνω μας το Τοιχειό, κατεβήκαμε τις Κοδέλλες, πήραμε το μονοπάτι και κατεβήκαμε  στη Συκιά.
   Εδώ έπεσε το σχετικό πείραγμα στη μάννα, ότι γεννήθηκε στο μαντρί κάτω από την Ξυλοκερατιά- χαρουπιά και δεν είναι πολιτισμένη! Η μάννα κουβέντα, είχε σοβαρές σκέψεις σχετικά με τη γέννηση της και δεν μας άκουγε σχεδόν. Είχε χαθεί η μάννα της στη γέννα, η γιαγιά μου μια ώρα μόνο είχε χαρεί το μωρό της! Σίγουρα αυτές ήταν οι σκέψεις που την βασάνιζαν αλλά που να καταλάβουμε εμείς. 
  «Κάντε το σταυρό σας στην Παλιοπαναγιά μας είπε για να είμαστε όλοι καλά! Αφήστε τα πειράγματα και να προσέχετε στο Γιαλό. Δεν θέλω καυγάδες με τα παιδιά στη γειτονιά φέρε εδώ το λάστιχο - την σφεντόνα - γρήγορα.»
   Άρχισε και ο πατέρας το κήρυγμα όχι παιχνίδι στο πάνω γήπεδο στη Χωραφιά, όχι στο Αγροκήπιο, όχι στο κάτω γήπεδο… γιατί; Γιατί πρέπει πρώτα να μαζέψουμε τα χαμολόγια στις ελιές και μετά βλέπουμε.  
   Αφήσαμε πίσω τα Γεφυράκια, τη Συκιά στου Αρκούδη, στου Ταλιαδούρου, περάσαμε το ξερόρεμα του Μάρτη και φτάσαμε στη Ρίζα. Αντικρίσαμε το καλύβια του μπάρμπα Πέτρου του Κοντοπετράκου και του παππού είδαμε και τα πρώτα σπίτια του Άστρους. 
   Άρχισα να μελαγχολώ για το χειμώνα και να σκέπτομαι την άνοιξη, τα βουνά μας. Ελιές χαμολόγια, αυτά τα καλόπαιδα τα Αστρινάκια, τα φαντασμένα τα εγωιστάκια, ούτε πέτρες δεν ξέρουν να ρίχνουν!  Έκτος από τα παιδιά της γειτονιάς τους άλλους τους έχω …. Θα πάω να δω τους δυο καλούς μου φίλους, το Σωτηράκη και το Γιάννη. Θα μου δώσουν άραγε να κάνω ποδήλατο ή το ξέκαναν;
- Μάννα ο μπάρμπα Γιώργης ο Μπατίρης έχει βόδια; Τα πορτοκάλια κιτρίνισαν;
 - Πρόσεχε ρε νεραϊδοπαρμένε η γαϊδούρα θα στα γυρίσει! Συγκεντρώσου ρε ονειροπαρμένο, πρόσεχε ρε μη χαζεύεις η γίδα θα αρπάξει καμιά ελιά, που έχεις το μυαλό σου;
- Στα βουνά ρε μάννα αλλά τι να σου πω!
Θέα του κάμπου της Θυρέας. 

   Φτάσαμε στο ισόγειο πέτρινο σπιτάκι μας στο Γιαλό. Βάλαμε το μεγάλο γύφτικο κλειδί στην κλειδαριά ξεφορτώσαμε τα ζά. Μόλις δέσαμε τον Ψαρή στο παχνί του τα παράτησα όλα και πύραυλος στη γειτονιά για να δω τα παιδιά.
    Συνάντησα το Σωτήρη τον Καλούδη και μετά το Γιάννη Μπούζιο που τώρα είναι πολίτης του άλλου κόσμου.
– Παιδιά ήρθα τι νέα; Κάνατε μπάνια; Είσαστε καλά;
-Καλά είμαστε εσύ;
- Τι θα γίνει ρε θα μου δώσετε μια βόλτα με το ποδήλατο ή το ξεκάνατε; Έχει φρένα;
 – Έτσι και έτσι βάλε τα πόδια σου κάτω και φρέναρε αν χρειαστεί! Έλα ρε πάρτο καβάλα το και άντε μέχρι τη Ρίζα για να το ευχαριστηθείς που δεν έχεις κάνει ποδήλατο όλο το καλοκαίρι !! Μετά έλα στο σπίτι να φάμε ρόδια …τα έχουν φέρει από το χωράφι μας στο Βάλτο. 
Φεύγω βολίδα, θα έρθω γρήγορα….
Καλό Χειμώνα να έχουμε όλοι μας.

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΧΑΙΡΑΣ.



ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ  ΜΑΧΑΙΡΑΣ
 (Η εκδημία ενός γενναίου ) Γράφει ο Χρίστος Κυρκιντάνος.

Την Πέμπτη 12 Νοεμβρίου απεβίωσε σε ηλικία 97 ετών  ο Ευάγγελος Μαχαίρας, ένας από τους αυθεντικούς εκπροσώπους της γενιάς των αντιστασιακών που απέμειναν, επίτιμος πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας, με πλούσιο ενεργητικό στους δημοκρατικούς και συνδικαλιστικούς αγώνες όπως και στους αγώνες για την ειρήνη και την διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων. Ελάχιστοι γνωρίζουν σήμερα ότι ο Μαχαίρας, διοικητής της μονάδας του, πήρε εκδίκηση, για λογαριασμό του ΕΛΑΣ, για την εκτέλεση των 118 στο Μονοδένδρι εξοντώνοντας στην ίδια περιοχή μεγάλη γερμανική φάλαγγα αυτοκινήτων.
 
Ο Ευάγγελος Μαχαίρας, γεννήθηκε στα Αγιωργίτικα Αρκαδίας. Τελείωσε το Γυμνάσιο στην Τρίπολη και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πήρε το πτυχίο του το 1941 και τελείωσε την άσκησή του το 1943, αλλά το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου κατατάχθηκε στον ΕΛΑΣ και συνεπώς άρχισε τη δικηγορία το 1945, μετά την Συμφωνία της Βάρκιζας.

Η μεταβαρκιζιανή τρομοκρατία τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει το γραφείο του και να καταφύγει στην Αθήνα, όπου συνελήφθη κατά τα τέλη του 1947 και εκτοπίστηκε στην Ικαρία. Τον Ιανουάριο του 1949 μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο και από εκεί στο Στρατοδικείο της Τρίπολης με σκοπό την εξόντωσή του, η οποία αποφεύχθηκε ύστερα από διεθνή κινητοποίηση και κατά τα τέλη του 1949 διακόπηκε προσωρινά η προφυλάκισή του.

Το 1950 -αν και υπόδικος- έκανε από τις στήλες της εφημερίδας "ΜΑΧΗ" την δημοσιογραφική εκστρατεία κατά της Μακρονήσου, η οποία είχε διεθνή απήχηση και υποχρέωσε την Κυβέρνηση να καταργήσει το στρατόπεδο πολιτικών εξόριστων της Μακρονήσου.
Το 1952 μετατέθηκε στο Δικηγορικό Σύλλογο του Πειραιά και το 1956 στο Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας. Από τότε ασχολήθηκε με τα προβλήματα της Δικαιοσύνης και των δικηγόρων ως Γενικός Γραμματέας και Πρόεδρος της "Νέας Κίνησης των Δικηγόρων" (1956-1980), αντιπρόεδρος του Δ.Σ.Α. (1975-1980) και πρόεδρός του (1981-1984). Από το 1987 είναι επίτιμος Πρόεδρος του Δ.Σ.Α.

Παραλλήλως ασχολήθηκε με πολλά προβλήματα του δημόσιου βίου (διεύρυνση της δημοκρατίας 1-1-4, αντιδικτατορικό αγώνα, απλή αναλογική, αγώνας για την Ειρήνη, την παιδεία, την υγεία κ.λ.π.).
Το 1989 εκλέχτηκε Πρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και την Ειρήνη και το 1990 Πρόεδρος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης. Από το 1994 είναι επίτιμος πρόεδρός του.

Ως έφεδρος αξιωματικός πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41 και τραυματίστηκε κοντά στο Τεπελένι. Πήρε επίσης μέρος στην Εθνική Αντίσταση 1941-1944 ως Διοικητής μονάδων του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου και έγραψε τραγούδια της Αντίστασης ("Η μάνα του αντάρτη", "Μέσ' τα κατάμαυρα ντυμένη" και το "Νέο αρματολίκι") που τραγουδιούνται μέχρι σήμερα. Έγραψε το χρονικό της Αντίστασης με τίτλο "50 χρόνια μετά" και ένα πολύτιμο βιβλίο για την "Τέχνη της Αντίστασης", που είναι και το μοναδικό για την πνευματική μας αντίσταση.

Παρασκευή, 13 Νοεμβρίου 2015 11:54 πμ|http://seirios.pblogs.gr/2015/11/efaggelos-mahairas-hekdhmia-enos-gennaioy.html