Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ.


Γράφει ο ©
Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης. .

          Κάθοδος στο Γιαλό.

Μπήκε ο Σεπτέμβρης, πέρασε το καλοκαίρι, πάνε πέρασαν οι γιορτές και τα πανηγύρια φύγανε οι ξένοι, μαζεύτηκε το Χωριό. Άλλαξαν οι ρυθμοί μας ζούμε στο φθινόπωρο. 
  Η καμπάνα του Αγιώργη κτύπησε γοργά και χαρούμενα. Αρχή του Σχ. Έτους 1966 -67 Τα παιδιά μαντρώθηκαν στο σχολείο άρχισαν σιγά – σιγά να παλεύουν με τα γράμματα και τους αριθμούς. Οι δάσκαλοι πιστοί στο καθήκον τους. 
   Ο κ Ανάργυρος μας ήρθε φέτος με καινούργιο αυτοκίνητο ένα FIAT NEGRO, συμπαθητικούλη που είναι! Η θεία Ματίνα η δασκάλα κυρία για το σχολείο και θεια για το σπίτι, έστειλε το γιο της το Γιώργο και εμένα να κτυπήσουμε την καμπάνα που ήταν κρεμασμένη στην Πλατάνα του Αγιώργη για να μαζευτούν τα παιδιά στο σχολείο. Μας είδε που τρέχαμε κάποιο μεγαλύτερο παιδί- o ξάδερφος μας ο Γιάννης - ο Κολίκος - και την κτύπησε εκείνος!


Αγιαννίτης ζευγολάτης- Νίκος Αλουπογιάννης – Κανέλιας  από τους τελευταίους ζευγολάτες του Χωριού. Εδώ είναι στην Θυρέα. ΦΩΤΟ θυρεατις γη.
   Οι ζευγάδες, οι ζευγολάτες, τα ζευγάρια όργωναν, βαράγανε - σκάβανε - τις άκρες με το ξυνιάρι οι γυναίκες σπέρνανε ακόμα και πάνω στις πέτρες. Σπέρναμε στις τοποθεσίες: Σαραντάψυχο, Γερτή γκορτσιά, Λεπίδα, Ξεροκάμπι, Σπαθοκομένο, Πλάκα, Καβουκάς, Μάντρα, Βατάκι, Σπασμένη βρύση, Μπολιάνα, Χτίρια ή Μάντρα, Καλογεροβούνι, Βρωμίστρα, Λυκοστράτη, Αστραπάλωνα….
    Μύριζε ζωντάνια το φρεσκοοργωμένο χώμα. Αχ αυτή η μυρωδιά του χώματος, της γης μας! Ο ιδρώτας των μουλαριών και των ανθρώπων πήγαινε ποτάμι.
Πήγαινα μερικά απογεύματα στα χωράφια αλλά ο πατέρας με άφηνε λίγο να «κάνω ζευγάρι», να οργώσω με το δίφτερο ή μονόχειρο αλέτρι. Πολλές και επικίνδυνες για ένα παιδί οι «κόντρες», το χωράφι στην Πλάκα είχε τις περισσότερες!!
   Οι τσοπαναραίοι, οι βοσκοί, οι βλάχοι, αυτό τον καιρό πρόσεχαν περισσότερο τα ζωντανά τους γιατί ήταν γκαστρωμένα. Ταχτοποιούσαν  τις προμήθειες, και προγραμμάτιζαν την κάθοδο τους στα χειμαδιά. Ξεχειμώνιαζαν άλλοι στο Γιαλό άλλοι στα Χαντάκια άλλοι απέναντι από το Ποτάμι στα Δικαιανέικα, άλλοι στη Λουκού στα Μπαρλέικα ακόμα και στο Ξεροπήγαδο κατέβαζε τα παιδιά και τα ζωντανά του ο μπάρμπα Γρηγόρης …
   Οι μπακάληδες μετράγανε τα κέρδη το καλοκαιριού και ασφάλιζαν το βιος τους για το χειμώνα. Μόνο ο Μητρούσης ο Φρούραρχος του Aγιάννη δεν ετοιμαζότανε για τα χειμαδιά.
   Ο μπάρμπα Θοδωρής ο Καψάλης ( Χουτ) ο καλός γείτονας μας μάζεψε τα κατακόκκινα μήλα του από την Τσιφορά. Τι γλυκά, μεγάλα και κόκκινα που ήταν! Μας τα χάριζε με την καρδιά του αλλά ο  γιός του Πέτρος ο (Πητ) συνομήλικος και φίλος μου, « απαλλοτρίωνε» μερικά ακόμα στην τσάντα του.  Έδινε ακόμα ένα με την ψυχούλα του στα παιδιά που δεν είχαν μηλιές, ανάμεσα τους και εγώ.
   Ήταν μεγάλος πειρασμός εκείνα τα μήλα. Τα ανταγωνίζονταν του παππού του Μιχάλη του Σκαρπέλου (Μονεμιχάλη) στο κάτω μέρος του χωριού κοντά στο Σουληνάρι. Μπες μέσα στις μηλιές και φάε όσα μπορείς! Φωνές κακό η θεια Μαρίκα και η μάννα μου μην με πιάσει το στομάχι μου βλέπεις τα έτρωγα άπλυτα!


O Μιχάλης Σκαρπέλος ο «Μονεμιχάλης» με τη σύζυγο του Μαρίκα.

  Ο παππούς ο Μιχάλης τις έλουζε με φωνές και γαλλικά όποτε σταματούσανε τις έντονες παραινέσεις. Έτρωγα δυο τρία τα ποιό ζουμερά θαυμάζοντας ταυτόχρονα τις φορτωμένες μηλιές, τι τρομερή εικόνα!
  Τώρα, έφυγαν οι γέροι, ψόφησε η καλιακούδα το μουλάρι του, ξεράθηκαν οι μηλιές του, οι κληρονόμοι του φύτεψαν ελιές, έπεσε η βίλλα του... Είχε και μια φιρικιά με πεντανόστιμα κατακόκκινα μικρά μηλάκια αλλά αυτά δεν τα καταδεχόμουν! 
  Εκείνοι που είχαν περβόλια μάζευαν και τους τελευταίους καρπούς. Όσοι είχαν καρυδιές μάζευαν τα καρύδια. Εμείς δεν είχαμε δικά μας δένδρα τα δοκιμάζαμε αν μου έδινε κανένας φίλος ή κάποιος γείτονας συνήθως ο μπάρμπα Νίκος ο Κολοβός, έχει καλώς. 
   Κάποια παιδιά κλέβανε, οι αγροφύλακες τα πιάνανε τα συνέτιζαν αλλά και τα διαπόμπευαν! Προσωπικά δεν ήμουν για τέτοια. Σεβόμουν και ντρεπόμουν τους ιδιοκτήτες, τους γονείς μου, φοβόμουν το διασυρμό ευτυχώς ή δυστυχώς δεν έμαθα να κλέβω σε τίποτα.
  Στα βαγένια ο μούστος με την βοήθεια του μικροκλίματος, των μυκήτων του ρετσινιού και της έννοιας μας έβραζε. Του Αγιοδημητριού μας χάριζε το ξακουστό Αγιαννίτικο κρασί. Τι κρίμα που δεν μου δίνανε τότε ένα ποτήρι. Όταν μεγάλωσα τα αμπέλια εκφυλιστήκαν, οι άνθρωποι φύγαμε, τα βαρέλια ξερομάχιασαν, παιδιά δεν υπάρχουν να φτιάξουν ρετσινάνθρωπο … ρήμαξε το Χωριό, άστα να πάνε!
  Γιορτάσαμε σεμνά με σεβασμό την εθνική εορτή της 28η Οκτώβριου 1940, το Αλβανικό έπος. Ο Δάσκαλος μας ο κυρ Ανάργυρος ο Σπετσιώτης με Βερβενιώτικη ρίζα εκφώνησε τον πανηγυρικό της ημέρας.
   Ζούσαν αρκετοί μαχητές του Αλβανικού μετώπου, τους έβλεπα με σεβασμό να παρακολουθούσαν κατασυγκινημένοι με κατάνυξη την δοξολογία. Άκουγαν με προσοχή τα πατριωτικά λόγια του δάσκαλου μας αλλά δεν μιλούσαν ποτέ για την μεγάλη τους προσφορά στην πατρίδα. 
  Φτωχοί αγρότες, εργάτες και βοσκοί άφησαν το αλέτρι στο χωράφι, τα ζωντανά στους γέρους. Οι γυναίκες ανάψανε τους φούρνους και στέγνωσαν μια δύο αλλαξιές ρούχα και φύγαμε για το μέτωπο. 
   Ήταν βροχερός και κρύος εκείνος ο Οκτώβρης του 1940 θυμότανε η μάννα μου επτά χρονών τότε. Μου τα έλεγε σαν παραμύθι κάθε τέτοια μέρα« Πέταξαν τους Ιταλούς μέχρι τη θάλασσα…»  τιμώντας με αυτό τον τρόπο τους αφανείς πατριώτες. Προσθέτω ότι μεγαλούργησαν στο βωμό της πατρίδας.
   Δυο παππούδες μας ήταν μαχητές του Αλβανικού Έπους. Ο Μιχάλης Σκαρπέλος ο «Μονεμιχάλης» και ο Στράτης ο Μπάρλας «ο Λαβιός» . Παρόλο ότι τους είχα ρωτήσει πολλές φορές, δεν μου είχαν ποτέ διηγηθεί για μάχες και ανδραγαθήματα. Ανάφεραν κάτι για χιόνι, λάσπες, κρύο και κρυοπαγήματα .... Σεμνή και ανιδιοτελής η προσφορά τους στην πατρίδα. 
   Τραγική ήταν η περίπτωση του μπάρμπα Γιώργη του Βλαχάκη θειου του πάτερα μου. Μεγάλο μυαλό ο παππούς αλλά δυστυχώς τυφλώθηκε μάλλον από τις αντανακλάσεις του φωτός στα χιόνια. Ήταν και άλλοι χωριανοί μας Αλβανομάχοι, ο Κωστάκης ο Αλουπογιάννης – Ιππέας, ο Σπύρος ο Τρυποσκούφης – Μαχαίρας, ο Μαρίνος ο Γαρδικιώτης- Μαϊστόπ,  κ.α.
   Έφτασε τις Παναγίας της Μισοσπορίτισσας «Μισόσπειρες μισόφαγες μισά αποκράτιε να’ χεις» …λέει η σοφή λαϊκή παροιμία. Στον Πρόδρομο στην μητρόπολη του Χωριού μας, ο μακαριστός παπαγιώργης ο Γαρδικιώτης - Γεωργουλής λειτουργούσε πάντα με κατάνυξη, έψελνε ο Τάσης ο Αλουπογιάννης (Τασούλιας).
   Χθες ήρθε ο Λουφολιάς να αποχαιρετήσει τον παππού για το χειμώνα. Μιλούσαν χαμηλόφωνα, δοκίμασαν σιωπηλοί το καινούργιο κρασί.Παραξενεύτηκα που Λουφολιάς το στριφογύριζε στο ποτηράκι και έλεγε στον παππού μμμμμ καλό – καλό... και εξαφάνισαν το κανατάκι της μισής οκάς.
   Είπαν απλά « καλό χειμώνα» δώσανε τα χέρια, το μεγάλο παιδί  έκανε μια αστεία γκριμάτσα προς έμενα. Με αυτό τρόπο με αποχαιρέτησε.  Όταν κατηφόριζε στο σφεντάμι του Κοντόπανου, πάππους του φώναξε: «Να είμαστε καλά, καλή αντάμωση την άνοιξη».
    Δεν ξέρω αν είχαν ετοιμαστεί ψυχολογικά για τα χειμαδιά οι πρώην ορεσίβιοι βοσκοί. Μάλλον τα βουνά τους θα τους έλειπαν γιατί θυμάμαι ότι ο παππούς ερχότανε με τα ζά του στο Χωριό μέσα στο καταχείμωνο. 
   Παραδόξως ο Λουφολιάς το φθινόπωρο ησύχαζε, δεν φώναζε ίσως τον βάραινε η σκέψη των χειμαδιών. Όταν άρχιζαν τα αστραπόβροντα με τα πρωτοβρόχια άφηνε το Σφεντάμι του, μαζευόταν και φώλιαζε στο φτωχικό σπιτάκι του. 
   Μελαγχολικό αλλά πανέμορφο είναι αλήθεια το φθινόπωρο. Στρώμα κάτω τα φύλλα από τις πλατάνες. Αυτή η μεγάλη του Προδρόμου είχε μιλιούνια, α ρε και να τα τρώγανε τα ζωντανά!
   Λύθηκαν τελικά οι διαφωνίες για την ημερομηνία καθόδου του σχολείου στην χειμερινή έδρα του στο Γιαλό - στο Άστρος. Ορίστηκε με τα πολλά στο τέλος του Νοέμβρη. Αφήναμε το σχολείο κόσμημα και θα πηγαίναμε στα νοικιασμένα κατώγια - ισόγεια. 
    Φορτώσαμε κάποια κουτιά με έγγραφα του σχολείου, ένα τραπέζι και κάποια αναχρικά του σχολικού συσσιτίου στο φορτηγό του Χαρή του Δικαίου (Γυρολόγου). 
   Λάβαμε την μικρή άτυπη άδεια των λίγων ήμερων μέχρι την εγκατάσταση μας στα χειμαδιά. Κάποιοι πονηροί πείθανε τους γονείς τους και κέρδιζαν παραπάνω μέρες!
Δεν ξέρω τι κάνανε αυτοί που πήγαιναν σε άλλα σχολεία των Χαντακίων, του Ξεροπηγάδου και των Κουτρούφων.
   Ο πατέρας είπε : «φέτος έχουμε λίγα χρήματα, να μην μεταφέρουμε τα πράγματα μας στο Γιαλό με το φορτηγό του Σωτήρου του Μακρή ή Γκορτσούλη.» Η απόφαση πάρθηκε θα τα πάμε με τα ζά. Δυο δρομολόγια και είμαστε ένταξη, εγώ θα τραβάω μόνο το μουλάρι μου! Για τα άλλα σκοτίστηκα, το δήλωσα ευθαρσώς και παραλίγο να γίνει χαμός.
   Έφυγα και έκανα μια τελευταία βόλτα σε όλο το Χωριό και που δεν πήγα!! Την άλλη μέρα την αυγή φορτώσαμε τα πράγματα μας και ξεκινήσαμε.

Το χάνι του Κοπανίτσα – Γεώργιος Κανατάς Κοπανίτσας το 1983 – κοντά στο πάλε ποτέ χάνι του Κουλουρά. 
    Περάσαμε την Αγιαπαρασκεύη , του Λαϊνά, την Πάνω Μελιγού, το ερειπωμένο χάνι του μπάρμπα Γιώργη του Κουλούρα, δίπλα του το Χάνι του Κοπανίτσα, μπάρμπα Γιώργης είχε και ένα βάζο με καραμέλες !! Άπλωσε το βλέμμα μας στον κάμπο της Θυρέας, κάρφωσα τα μάτια μου στο Κάστρο πάνω στο νησί του Παραλίου - γιατί να μη μας διδάσκουν την τοπική ιστορία για να ξέρω από τότε για τον Πάνο τον Άκουρο; 
Φτάσαμε στο Σαββανά, την Παράγκα, είδαμε από πάνω μας το Τοιχειό, κατεβήκαμε τις Κοδέλλες, πήραμε το μονοπάτι και κατεβήκαμε  στη Συκιά.
   Εδώ έπεσε το σχετικό πείραγμα στη μάννα, ότι γεννήθηκε στο μαντρί κάτω από την Ξυλοκερατιά- χαρουπιά και δεν είναι πολιτισμένη! Η μάννα κουβέντα, είχε σοβαρές σκέψεις σχετικά με τη γέννηση της και δεν μας άκουγε σχεδόν. Είχε χαθεί η μάννα της στη γέννα, η γιαγιά μου μια ώρα μόνο είχε χαρεί το μωρό της! Σίγουρα αυτές ήταν οι σκέψεις που την βασάνιζαν αλλά που να καταλάβουμε εμείς. 
  «Κάντε το σταυρό σας στην Παλιοπαναγιά μας είπε για να είμαστε όλοι καλά! Αφήστε τα πειράγματα και να προσέχετε στο Γιαλό. Δεν θέλω καυγάδες με τα παιδιά στη γειτονιά φέρε εδώ το λάστιχο - την σφεντόνα - γρήγορα.»
   Άρχισε και ο πατέρας το κήρυγμα όχι παιχνίδι στο πάνω γήπεδο στη Χωραφιά, όχι στο Αγροκήπιο, όχι στο κάτω γήπεδο… γιατί; Γιατί πρέπει πρώτα να μαζέψουμε τα χαμολόγια στις ελιές και μετά βλέπουμε.  
   Αφήσαμε πίσω τα Γεφυράκια, τη Συκιά στου Αρκούδη, στου Ταλιαδούρου, περάσαμε το ξερόρεμα του Μάρτη και φτάσαμε στη Ρίζα. Αντικρίσαμε το καλύβια του μπάρμπα Πέτρου του Κοντοπετράκου και του παππού είδαμε και τα πρώτα σπίτια του Άστρους. 
   Άρχισα να μελαγχολώ για το χειμώνα και να σκέπτομαι την άνοιξη, τα βουνά μας. Ελιές χαμολόγια, αυτά τα καλόπαιδα τα Αστρινάκια, τα φαντασμένα τα εγωιστάκια, ούτε πέτρες δεν ξέρουν να ρίχνουν!  Έκτος από τα παιδιά της γειτονιάς τους άλλους τους έχω …. Θα πάω να δω τους δυο καλούς μου φίλους, το Σωτηράκη και το Γιάννη. Θα μου δώσουν άραγε να κάνω ποδήλατο ή το ξέκαναν;
- Μάννα ο μπάρμπα Γιώργης ο Μπατίρης έχει βόδια; Τα πορτοκάλια κιτρίνισαν;
 - Πρόσεχε ρε νεραϊδοπαρμένε η γαϊδούρα θα στα γυρίσει! Συγκεντρώσου ρε ονειροπαρμένο, πρόσεχε ρε μη χαζεύεις η γίδα θα αρπάξει καμιά ελιά, που έχεις το μυαλό σου;
- Στα βουνά ρε μάννα αλλά τι να σου πω!
Θέα του κάμπου της Θυρέας. 

   Φτάσαμε στο ισόγειο πέτρινο σπιτάκι μας στο Γιαλό. Βάλαμε το μεγάλο γύφτικο κλειδί στην κλειδαριά ξεφορτώσαμε τα ζά. Μόλις δέσαμε τον Ψαρή στο παχνί του τα παράτησα όλα και πύραυλος στη γειτονιά για να δω τα παιδιά.
    Συνάντησα το Σωτήρη τον Καλούδη και μετά το Γιάννη Μπούζιο που τώρα είναι πολίτης του άλλου κόσμου.
– Παιδιά ήρθα τι νέα; Κάνατε μπάνια; Είσαστε καλά;
-Καλά είμαστε εσύ;
- Τι θα γίνει ρε θα μου δώσετε μια βόλτα με το ποδήλατο ή το ξεκάνατε; Έχει φρένα;
 – Έτσι και έτσι βάλε τα πόδια σου κάτω και φρέναρε αν χρειαστεί! Έλα ρε πάρτο καβάλα το και άντε μέχρι τη Ρίζα για να το ευχαριστηθείς που δεν έχεις κάνει ποδήλατο όλο το καλοκαίρι !! Μετά έλα στο σπίτι να φάμε ρόδια …τα έχουν φέρει από το χωράφι μας στο Βάλτο. 
Φεύγω βολίδα, θα έρθω γρήγορα….
Καλό Χειμώνα να έχουμε όλοι μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου