Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΟ ΧΡΌΝΟ…


         Γράφει 
η Χριστίνα Ανδριανάκου.

Θυμάμαι ένα χωριό μ αυλές γεμάτες λουλούδια που τα πότιζαν οι νοικοκυρές με το λάστιχο κάθε απόγευμα, έχοντας κάνει μούσκεμα τις πλαστικές τους παντόφλες. Γύρω τους φύλλα από μουριές απλωμένα να ξεραθούν στον ήλιο για να φάνε το χειμώνα τα ζωντανά τους ή τραχανάδες σκεπασμένοι με τούλι ή ντομάτες να στραγγίζουν για να δέσουν μπελντέ και μαρμελάδες μισοβρασμένες..... αναλόγως την εποχή!

Τα καφενεία ήταν γεμάτα κόσμο. Έκοβαν βόλτες πάνω-κάτω στην πλατεία παρέες ολόκληρες και ακουγόταν η ομιλία τους σα βουητό από μελίσσι. Χαρακτηριστική η φωνή του Κόλα  που έσκουζε κάθε τόσο πειραγμένος από κάποιον αργόσχολο.

Το τελευταίο ίσως παρκαρισμένο μουλάρι  το 1990 !!!1  

Γαϊδουράκια και μουλάρια δεμένα στις μουριές με το σακί γεμάτο κριθάρι ν ακούγετε το κρουτσ κρουτσ στο μάσημά τους. Γιδούλες τζάνες χιόνες και προβατίνες ήσυχες σε κάθε ξέφωτη πατουλιά έβοσκαν αμέριμνες και κάπου κάπου ακουγόταν και το κουδουνάκι τους.

Παιδιά έτρεχαν με γδαρμένα γόνατα και φώναζαν έτσι, χωρίς λόγο. Τα περίπτερα σαν πυργάκια στις άκρες τις πλατείας και το άγαλμα στη μέση περικυκλωμένο από πιτσιρικάδες που έπαιζαν ματζαφλάρια .Κι έβγαζε ο Φουρλάς 2 το γαλακτομπούρικο κι ο Κουτούζος3  το μπακλαβά και μοσχοβόλαγε η πλατεία σιρόπι!

Έξω απ τα κουρεία την <<άκουγες>> τη μπριγιαντίνη κι έξω απ τα μπακάλικα <<άκουγες >>  την... ιδιότροπα νόστιμη μυρωδιά της παστής σαρδέλας και πολλοί έτρεχαν να πάρουν για συνοδεία στο σουμάκι τους!

Τ αυτοκίνητα μετρημένα, τα μαγαζιά αμέτρητα κι ειδικά οι ταβέρνες που έψηναν λουκάνικα και μπριζολίκια και γουργούριζαν οι κοιλιές μας.... αλλά παρηγοριόταν με πασατέμπους και στρογγυλά γαριδάκια μπόζο!

Μια πορτοκαλάδα και τέσσερα καλαμάκια σε κοντόχοντρο μπουκάλι που το ανθρακικό έκαιγε σαν την κόλαση.... γουλιές ίσες αλλιώς γινόταν καβγάς ! Τις Κυριακές είχε παγωτό με 7 δρχ και διαφημιστικές εκπομπές Λύρα και Κολούμπια με τραγούδια... έτσι μάθαμε τα τραγούδια εμείς και ξέρουμε την πρώτη στροφή και το ρεφρέν γιατί εκεί το κόβανε.....
Υπήρχαν πεταλούδες πολλές τότε και τρέχαμε ξωπίσω τους σα στραβά.... πανάθεμα τις τσουκνίδες ! Ευτυχώς κάπου δίπλα φύτρωναν αγριομολόχες που τις τρίβαμε στο τσικουνιδισμένο πόδι και γιατρευόμαστε αμέσως!

Ποδήλατα και ρακέτες πολύ <<φορέθηκαν>> τότε όπως και το τσάκα-τσάκα ! Αμπάριζα, κρυφτό, κυνηγητό, κλέφτες κι αστυνόμοι (είχα διατελέσει ανώτατος διοικητής όπως και επικίνδυνος Νταβέλης) και φυσικά μακριά γαϊδούρα με μετατόπιση σπονδύλων.....

Τότε γνωρίσαμε τη «Μερέντα» και το «Βιτάμ »το μαλακό.... τότε φτιάξαμε για πρώτη φορά κέικ με κακάο και τσόφλια αυγού (σπάνια συνταγή…) και διαβάσαμε Τιραμόλα, Μανίνα, Μπλέκ και.... ταρατατα!

Το συνηθισμένο στέκι μου, που στεκόμουν και κρυφοκοιτούσα την κίνηση της αγοράς ήταν πάνω απ τους τοίχους του μαγαζιού μας και του γύφτικου που βρώμαγε καμένο σίδερο κι έκοβε ο τροχός λάμες μαχαιριών πετώντας σπίθες.... που προσπαθούσα να μετρήσω χωρίς ποτέ να τα καταφέρω...

         Δημοτικό σχολείο Καστριού 1976.

Κι από κει λοιπόν ψηλά κρυμμένη χάζευα το κοσμοβουιτό και παραμόνευα πότε θ΄ αδειάσει το παγκάκι της μουριάς και θα φύγουν επιτέλους οι παππούδες που ξαπόσταιναν εκεί να πιάσω θέση και να κουνηθώ πέρα δώθε για χαβαλέ... ντάξει το παραδέχομαι εγώ το είχα ξεβιδώσει....

Κι έτσι σήμερα βρήκα την ευκαιρία να πάρω την παλιά μου θέση και να κρυφοκοιτάξω την πλατεία ....μα δεν υπήρχε κανείς εκτός από τις γάτες που ζητιανεύουν στα καφενεία..... Ποτέ δεν περίμενα να τη δώ τόσο έρημη..... ΠΟΤΕ !

ΣΧΟΛΙΑ Παν. Ι.Δ. Βλαχάκη.

►1 Στον Άγιο Νικόλα - Καστρί μέχρι το 1970 στο χώρο αυτό γινότανε μεγάλο παζάρι. Από όλα τα Καστριτοχώρια έφερναν και αντάλλασσαν τα προϊόντα τους. Ήταν ξακουστό σε όλη την περιοχή. Κάποτε ο σοφός καθηγητής Ν. Βέης είπε σε ένα εξυπνάκια Καστρίτη φοιτητή του !! << Είσαι για το παζάρι του Καστριού >>!!! Τώρα παρκάρουν αυτοκίνητα. Το τελευταίο ίσως παρκαρισμένο μουλάρι  το 1990 !!!
►2 Ο υπέργηρος σήμερα Τάκης Φουρλάς διατηρούσε ζαχαροπλαστείο. Τα γλυκά του ήταν φημισμένα σε όλη την περιοχή.
►3 Ο αείμνηστος Βασίλης Κουτούζος με τη σύζυγο την θεία Γιαννούλα διατηρούσε για χρόνια το παραδοσιακό καφενείο της Πλατείας.   

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ!




 
Γράφει ο Δάσκαλος
Βαγγέλης Μητράκος.

Ιωάννης Κοντοές του Νικολάου από Κουρουνιού Καρύταινας Γορτυνίας Αρκαδίας .
Μια ζωή στο πεζοδρόμιο. Γωνία Λυκούργου και Παλαιολόγου στο κέντρο της Σπάρτης . Μπροστά στο σινεμά ΦΛΟΡΑΛ ...πάνω από το υπόγειο Ζαχαροπλαστείο του "Καίσαρη" ...απέναντι από το καφενείο του "Τιμόθεου" !
Ο παππούς μου ο Γιάννης ! Στιλβωτής υποδημάτων . Κοινώς "Λούστρος"! Απ' τα παιδικά του χρόνια. Στρατολογημένο ξυπόλητο παιδί, μαζί με άλλα, από "προστάτη" βγαλμένο από βιβλίο του Ντίκενς, που τα πήγε πρώτα στην Καλαμάτα και μετά στη Θήβα (Φήβα την έλεγε ο παππούς) ! Τα έβαζε να γυρίζουν και να γυαλίζουν παπούτσια και ύστερα του παρέδιδαν το μεροκάματο !
Ο παππούς μου ο Γιάννης! Πάντα πίσω από το κασελάκι του. Καθισμένος στο σκαμνάκι που είχε γίνει με το σώμα του ένα. Με τις παχιές βούρτσες έτοιμες δίπλα του. Με τη φέλπα απλωμένη στο γόνατο. Με τις μπογιές ανοιχτές στο πλάι.
Ο παππούς μου ο Γιάννης ! Με το κασκέτο του πάντα . Με την "ποδιά" κάποτε που τους επέβαλε η Τουριστική Αστυνομία για να μη χαλάνε την πιάτσα με την εμφάνισή τους! Με τη βαριά πατατούκα του τους κρύους χειμώνες! Μια ζωή στο σκαμνί! Πάντα πίσω από το κασελάκι του !Στο μικρό του συρτάρι έκλεινε τα όνειρά του. Δεκάρες, εικοσάρες, πενηνταράκια, φράγκα, δίφραγκα... πού και πού κανένα ταλιράκι ! Φασούλι το φασούλι γίνανε προίκα για τρεις κόρες ...βοήθεια για δυο αγόρια!
Ο παππούς μου ο Γιάννης! Απ' το πρωί ως το βράδυ εκεί στη γωνιά του ! Μαζί με τον Φώτη, τον Δήμο, τον Παναγιώτη, τον Γιωργάκο , τον "Πλάκα"...!
Κανείς ποτέ δεν του αμφισβήτησε τη θέση του. Πάντα αριστερά όπως κατέβαινες στου "Καίσαρη" Ο παππούς μου ο Γιάννης : "Γυάλισμα , κύριοι" ! Ποτέ δεν έμαθε να λέει το "σουσάιν" (σανσάιν) που στραβόμαθε ο Φώτης από κάποιον αμερικάνο και το φώναζε για τους τουρίστες ! Ποτέ δε χτύπησε τις βούρτσες του στο κασελάκι για να τραβήξει την προσοχή ! Μόνο : "Γυάλισμα , κύριοι" !
 Ο παππούς μου ο Γιάννης ! Απ' τα βουνά της Γορτυνίας στη Σπάρτη ! Η γιαγιά μου η Σταμάτα δεν την άντεχε την πόλη . Έμεινε εκεί στο χωριό, στου Κουρουνιού! Κι ο παππούς μου ο Γιάννης, κάθε που έπρεπε, έπαιρνε στο ώμο τα χρειαζούμενα και με τα πόδια , από τον δρόμο του Λογκανίκου, πήγαινε στο χωριό να δει τη "συζυγό" του Σταμάτα . Συνήθως μετά από κάθε τέτοια επίσκεψη γεννιόταν κι ένα παιδί! 

          

                         O παππούς μου ο Γιάννης.

Κατοπινά, ο παππούς μου ο Γιάννης, ερχόταν τακτικά να του γράψω ένα γράμμα για τη γιαγιά . Δεν ήξερε γράμματα ! Μόνο την υπογραφή του ! Αυτός έλεγε κι εγώ έγραφα : "Σύζυγε, Σταμάτα, χαίρε ! Είμαι καλά και το ίδιο επιθυμώ και δια εσάς, να σας έβρει το γράμμα μου πλήρεις υγείας και χαράς..." 
Της "έλεγε" της γιαγιάς μου τα νέα του και στο τέλος έπαιρνε με χαρά το μολύβι για να βάλει από κάτω το όνομά του : Ιωάννης Κοντοές ! Που σήμαινε: "Σύζυγε Σταμάτα , σ' αγαπάω, Σύζυγε Σταμάτα ... κι ας μην στο 'χω πει ποτέ ...Σύζυγε Σταμάτα"!
Ο παππούς μου ο Γιάννης! Κάθε τόσο έστελνε ένα καλάθι στο χωριό! Δε θυμάμαι τι έβαζε μέσα! Θυμάμαι μόνο πόσο όμορφα έραβε το πανί πάνω από το καλάθι! Κι ύστερα έβγαζε ένα χαρτονάκι από κουτί τσιγάρων από την τσέπη του και μου 'δινε να γράψω τη σύσταση : 
Σταμάτα Κοντοέ
Χωρίον Κουρουνιού
Καρύταινα Γορτυνίας - ΑΡΚΑΔΙΑ
  Ο παππούς μου ο Γιάννης ! Ούτε για φαΐ δεν ερχόταν το μεσημέρι στο σπίτι! Στο υπόγειο του μαγέρικου "ΑΒΕΡΩΦ" μαζί με το Δήμο ! Μια μπουκιά ψωμί , μια μεριδούλα στα δύο , ένα κρασάκι και μετά πάλι στο πόστο ! Ως το βράδυ!
"Έκλεινε" τότε το κασελάκι του στις σκάλες κάποιου υπογείου κι ερχόταν να αναπαυτεί .
Ο παππούς μου ο Γιάννης ! Με καρτερούσε , παιδί , πάντα με αγάπη (ήμουνα το πρώτο εγγόνι του) ! Μου γυάλιζε τα παπούτσια και μετά μού 'βαζε στη χούφτα ένα ταλιράκι για να πάω σινεμά ή να φάω μια πάστα στου "Καίσαρη" !
Ο παππούς μου ο Γιάννης ! Έζησε ήσυχα σαν άγγελος ! Δεν έκανε κακό σε κανένα και κανένας δεν τον μίσησε . Το μόνο που έκανε ήταν να γυαλίζει παπούτσια εκεί στη γωνία Λυκούργου και Παλαιολόγου . Έξω απ' το παλιό σινεμά "ΦΛΟΡΑΛ" !
Ο παππούς μου ο Γιάννης ! Σαν γέρασε πιάστηκαν τα ποδαράκια του . Τόσα χρόνια στο σκαμνί ! "Καρφωμένος" στο κρεβάτι , "γύριζε" συνέχεια στο χωριό του ! "Ζούσε" και "ξαναζούσε" όσα του 'λειψαν τόσα χρόνια ! Κι ένα πρωί , ο παππούς μου ο Γιάννης , ήπιε μια κούπα γάλα και ύστερα "κοιμήθηκε" ! Έτσι απλά !
Τον πήγαμε στο χωριό του τον παππού μου το Γιάννη ! Τον κουβαλήσαμε στους ώμους μας τα εγγόνια του και τον θάψαμε σ' ένα αγνάντι , εκεί στον Αγιο-Νικόλα του Κουρουνιού , πλάι στη "σύζυγό του" τη Σταμάτα ! Έζησαν χώρια στη ζωή , τους ένωσε ο θάνατος για πάντα !
Ο παππούς μου ο Γιάννης Κοντοές του Νικολάου . Ο πατέρας της μάνας μου . Παππού , μου λείπεις ακόμα !
                                          (Εφημερίδα "ΛΑΚΩΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ" 5-2-2000 )

 ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Βαγγέλης Μητράκος Γεννήθηκε στη Σπάρτη το 1954 από γονείς Γορτύνιους. Σπούδασε δάσκαλος και δούλεψε 35 χρόνια στο δημόσιο σχολείο. Ασχολήθηκε με τον συνδικαλισμό και συνεργάστηκε επί σειράν ετών με τα τοπικά ΜΜΕ σαν παραγωγός εκπομπών. Αρθρογραφεί  στον τοπικό τύπο σχεδόν 30 χρόνια. 

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

Η ΓΕΡΜΑΝΊΔΑ.


       Γράφει ο 

Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης. ©
                            

Τον Αύγουστο κολυμπούσα σε μια πανέμορφη παραλία της μικρής μας Πατρίδας μας. Kατόρθωσα να πάω με την ψυχή στο στόμα λόγω της οικονομικής κρίσης.

Oταν κολυμπώ γίνομαι αρχέγονος, χαλαρώνω και αντιδρώ με πολλούς τρόπους. Γκαρίζω και καμιά φορά ενοχλώ τους γύρο μου. Άλλες φορές κολυμπώ ή πλατσουρίζω σιωπηλός ατενίζοντας τα βουνά μου.

Προσπαθώ και βρίσκω απομόνωνες παραλίες αλλά καμιά φορά και εκεί έρχεται κόσμος!! Toτε κουβεντιάζω διάφορα επιφανειακά απλά θέματα ακόμα και με αγνώστους ανθρώπους.

 


Παραλία της Τσακωνιάς, ο γέρο Πάρνωνας μέσω του προβουνού του  την ακουμπά.

Ήταν παραδεισένια η παραλία μας, την άγγιζε και την ευλογούσε ο γέρο Πάρνωνας. Ξαφνικά άκουσα πολύ κοντά μου πλατάγισμα του νερού. Όταν έστρεψα το κεφάλι μου αντίκρισα μια ξεπλυμένη ξανθιά κυρία που κολυμπούσε.

Μου απηύθυνε το λόγο μου με καλά Ελληνικά αλλά με ξενική προφορά: « Καλημέρα … έρχομαι χρόνια στο Ελλάδα, αγκαπώ πολύ το χώρα σας!!»
 Τη ρώτησα ποια είναι η χώρα καταγωγής της. Η γερμανία μου απάντησε κάπως αμήχανα ρίχνοντας μου ένα διερευνητικό βλέμμα.

Μόλις άκουσα γερμανία, μου ανάψανε όλα τα λαμπάκια και μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι!! Στα αμπερόμετρα έπρεπε να αλλάξω κλίμακα !!!! Είπα μόνο κάπως αξιώτικα και δυνατά γερμανίδα ααα !!! Ευτυχώς που δεν την στόλισα με κοσμητικά επίθετα λόγω της ηλικίας της – φυσικά μέσα μου έψαλα τα εξ αμάξης- έτσι συγκρατήθηκα.
             Η Irma Gresem πανέμορφη Γερμανίδα το τέρας του 20ου αιώνα.

Στη χώρα μου, στην πατρίδα μας τη διόρθωσα, στη γλώσσα μας έχουμε τρία γένη. Tο θηλυκό, αρσενικό και το ουδέτερο. Η γυναίκα, η χώρα, ο άντρας, το παιδί, το κατάλαβες; Την δίδαξα Ελληνικά, τρομάρα μου !!!

Δεν αγαπάς τη χώρα μας αλλά εκμεταλλεύεσαι τον ήλιο, το φως και τη θάλασσα και την ξενομανία του νεοέλληνα, του ελληνάρα, που για να πουλήσει ένα καφέ σου κάνει τεμενάδες!!! Γνωρίζεις τη λέξη τεμενάδες ;;;;

Με κοίταζε αποσβολωμένη! Σίγουρα δεν περίμενε να ακούσει τέτοια λόγια. Αν άκουγε αυτά που έλεγα μέσα μου… όπως  δεν μας έφτανε το ότι κλείσατε τις τράπεζες μου ζαλίζεις και τ΄ αγγειά μου κ.α. Λίγο ήθελα να αρπάξω φωτιά και τότε άστα να πάνε …!!!

Συγκρατήθηκα και όσο ποιο ήρεμα μπορούσα της είπα
Άκου κυρία μου, παντού υπάρχουν άνθρωποι καλοί και κακοί. H νοοτροπία σας όμως; Χρόνια τώρα αναρωτιέμαι πως ένας λαός – φυσικά με ελάχιστες εξαιρέσεις τους αντιφασίστες, τους κομμουνιστές και κάποιους φωτισμένους ανθρώπους- ακολούθησε τους ναζί και διέπραξε εγκλήματα;

Τι ρώτησα τι σκέπτεται σήμερα ο μέσος γερμανός; Γιατί στηρίζει την Αγκελα; Την πολιτική της εννοώ….. της είπα κάπως τραχιά ότι σε μένα δεν περνάνε αυτά.

Στο μυαλό μου ήρθαν γκεσταπίτισσες ντυμένες με την ομοιόμορφη στολή τους. Ταυτόχρονα θυμήθηκα τα λόγια ενός Αγιαννίτη αιχμαλώτου στα γερμανικά κάτεργα. « Δουλεύαμε τα χωράφια- στα κάτεργα των Ναζί. Κάποιες γερμανίδες παρ όλο που είχαν ελάχιστα τρόφιμα μας δίνανε καμιά πατάτα για να ξεγελάσουμε την πείνα μας! Μας γούσταραν γιατί οι άντρες τους ήταν στον πόλεμο, εμείς αν και νέοι είμαστε σχεδόν σκελετωμένοι και δεν μας έκανε κου - κου…»
  
Πέρασαν σαν κινηματογραφική ταινία η πείνα, τα Καλάβρυτα, ο Κάνδανος, το Δίστομο το Κομμένο, οι δολοφονίες στο Ξεροκάμπι της Κυνουρίας, οι εκτελέσεις στην 118, οι δολοφονία των 10.000 Ιταλών στην Κεφαλονιά, οι αρπαγές τροφίμων, των πολιτιστικών μας μνημείων, η κλοπή χρημάτων με το κατοχικό μάρκο, η καταστροφή της χώρας μας.

Ήρθε στο μυαλό μου εκείνος ο Αγιαννίτης που τον έκαψαν ρίχνοντας τον ζωντανό στα Χαντάκια στις φλόγες του σπιτιού του. Ο άλλος γείτονας μας που τον εκτέλεσαν στο Ξεροκάμπι ενώ θέριζε και μάζευε το ψωμί των παιδιών του.

 Ήρθαν οι Αγιοπετρίτες ξωμάχοι που φιλοξένησαν και τραπέζωσαν τους Ούννους. Σε ανταπόδοση της φιλοξενίας τους εκτέλεσαν κοντά σε ένα ασβεστοκάμινο. Αλλά που να ξέρουν οι βάρβαροι από φιλοξενία και από τον Ξένιο Δια.

Η Γερμανίδα με επανέφερε στο σήμερα … «Άκουσε κύριος, εμείς στο γερμανία σας πληρώνουμε με τα λεφτά των ταμείων μας ….υπάρχουν προβλήματα δεν θα απολογηθεί εγκώ για τις θηριωδίες των πατεράδων μας !! Οι λαοί πρέπει να ξεσηκωθούν !!! …»

 Μέσα μου της έδωσα την γνωστή ευχή, άντε και γ…. υποκρίτρια!! Είπα και κάποια τροπάρια … Προσπάθησα να μην γίνω αγενής.

Τότε ξαναμίλησαν μέσα μου τα λόγια του πατέρα μου: « στην Κατοχή διακονεύαμε ψωμί!! Μέχρι τα Κούτρουφα πηγαίναμε στην Παγιού και μας έδινε λίγο ψωμάκι...»

                             
                                      Maria Mandel, «Το Κτήνος»

Άρχισα να σκέπτομαι έντονα, θα χαλάσω την μέρα μου; Να την στείλω στο ανάθεμα. Ρε μήπως το πάει αλλού η γίδα;;;  Έκανα μια βουτιά, απομακρύνθηκα και σκέφτηκα.

Αυτόν τον αέρα, αυτά τα νερά, αυτό το φως κανείς δεν μπορεί να μας τα στερήσει. Θα τα πουλήσουν όλα οι Κουΐσλιγκς; Όσο ζούμε κάπου θα βρούμε να βρέξουμε τα πόδια μας, να χαρούμε το φως, να πιούμε νερό και να σκεφτούμε σαν Έλληνες …

Από πάνω με κοίταζε ενοχλημένος ο παππούς ο Πάρνωνας. Ρε γιατί δεν την έστειλες από την αρχή στο ανάθεμα και τα βάζεις όλα μέσα σου; Οι πρόγονοι της σκότωσαν τα παιδιά μου…. Άντε ρε παιδάκι μου ανέβα στα βουνά να ηρεμήσεις αρκετά πλατσούρισες στα νερά μας …