Τρίτη 21 Απριλίου 2020

21η Απριλίου 1967.




    






Γράφει ο
Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης
 
    Ο Ξανθός Απρίλης της χρονιάς εκείνης ήταν βροχερός και κρύος. Τράβηξε πίσω ο χειμώνας, τα σπαρτά είχαν μείνει και αυτά πίσω. Οι ανεβοκατεβάτες οι διπλοκάτοικοι καθίσαμε λίγο περισσότερο  στα χειμαδιά και ετοιμαζόμαστε να ανεβούμε στα Βουνά μας. Εμείς τα παιδιά λαχταρούσαμε περισσότερο από κάθε άλλο να ανέβουμε στο Χωριό.
   Ο Λόγος ήταν απλός. Το Φθινόπωρο μας μάντρωναν σε ένα νοικιασμένο κτήριο που μόνο προδιάγραφες για σχολείο δεν είχε. Μια αυλήτσα για προαύλιο σκοτεινό μαύρο και άραχλο ήταν. Ενώ στον Αγιάννη στο Κουτρί το σχολείο μας ήταν κόσμημα ας είχε και ξύλινες πρωτόγονες τουαλέτες!
   Ζούσαμε με το όνειρο της ανόδου στο Χωριό. Το πρωινό εκείνο χαζογέλασε ένας ψεύτης ήλιος που δεν σου έδινε την αίσθηση ότι ήταν άνοιξη. Στο χαμηλό πέτρινο σπιτάκι άνθρωποι και ζωντανά ξύπνησαν νωρίς. Ο πατέρας ετοιμάστηκε να φύγει για το μεροδούλι η μάννα έφτιαξε τα ζα και το «πρωινό » της οικογένειας.
   Το αναποδιασμένο άνοιξε το ραδιόφωνο κοιμόταν αγκαλιά με δαύτο και άκουγε συνήθως το Β πρόγραμμα. Γύρισε το στο πρώτο να ακούσουμε ειδήσεις που ξελιγώνεις τις μπαταρίες…. Όταν το συντόνισε ακούστηκαν εμβατήρια κάποια ακατάληπτα λόγια να και τα δημοτικά μας τραγούδια.
   Παράξενο πολύ παράξενο μουρμούρησε. Άλλαξε σταθμό στο ενόπλων εδώ γινόταν χαμός. Οι μεγάλοι κάτι ψιθύρισαν αλλά οι αυτάρες δεν έπιασαν τίποτα. Ο Καθένας στις δουλειές σας… Αν σας διώξουν από το σχολείο να έρθετε γρήγορα στο σπίτι.
   Βγήκε στην αυλή με την πέτσινη τσάντα περιμένοντας να περάσουν τα παιδιά από τη απάνω γειτονιά να πάνε μαζί στο σχολείο. Τα Αστρινάκια, που πήγαιναν στο καλό σχολείο, στο 6ταξιο που μοιάζει με καράβι, είχαν περάσει νωρίτερα. Αντάμωσαν καμμιά δεκαριά Αγιαννιτάκια πέρασαν την Πάρδουκα και έφτασαν στο σχολείο. Η μαγείρισσα «η θειά Γιαννούλα» είχε αλείψει τις φέτες με εκείνο το αμερικάνικο βούτυρο από το τσίγκινο κουτί που είχε σχέδια με αστέρια και δυο ενωμένα χέρια. Το γάλα άχνιζε η μαγείρισσα άρχισε να το μοιράζει στο τσίγκινο κύπελο του καθενός παιδιού.
   Τα μεγάλα αγόρια κρυφοκοίταζαν τα κορίτσια. Ήρθαν και τα παιδιά από απέναντι από το Ποτάμι. Το παιδί πλησίασε το συνομήλικο φίλο του γιό του δάσκαλου και τον ρώτησε αν θα κάνουν μάθημα. Δεν νομίζω θα κάνουμε αλλά κάτι άκουσα «για επανάσταση»! Εγώ στο ραδιόφωνο άκουσα εμβατήρια και τραγούδια λες να γλυτώσουμε την έκθεση; Πάντος κάτι δεν πάει καλά είπε και κοίταξε το ρολόι του !!Οι δάσκαλοι συσκέπτονται έχουν αργήσει ένα τέταρτο.

                                                                             Το  Πουλί
Ο Δάσκαλος ζήτησε εθελοντές να πάνε να φέρουν το ψωμί της εβδομάδας από το « φούρνο του Γωνιά». Αυτό είχε καιρό να γίνει, υπήρχε άλλος τρόπος που έφερναν αυτές τις μοσχομυριστές φρατζόλες με την καφέ ρίγα σήμα κατατεθέν του φούρναρη. Πήγαν κάποια μεγάλα παιδιά για να γλυτώσουν το μάθημα. Ο Δάσκαλος έβαλε μπροστά στο συμπαθητικό αυτοκινητάκι του και έφυγε βιαστικός.
Η Δασκάλα προσπάθησε να απασχολήσει και τα δυο τμήματα, όλα τα παιδιά του 2θεσιου. Το αναποδιασμένο την πλησίασε όταν δεν ήταν κοντά άλλο παιδί την έλεγε θεία. Δήθεν της είπε χαιρετίσματα από την μάννα  που ήταν ξαδέρφες.
-. Άφησε τα αυτά. Τι θέλεις να μάθεις;
-. Αν θα κάνουμε μάθημα και γιατί ο κύριος έφυγε;
-. Έχει κάποια δουλειά στην Διεύθυνση θα έρθει και θα συνεχίσουμε.
…Επέστρεψε ο Δάσκαλος και ήταν κάπως ανήσυχος. Περίμεναν λίγο να έρθουν «οι ψωμάδες». Μας μίλησε αργά και ψύχραιμα: «Θα σας μοιράσω το ψωμί που αντιστοιχεί σε μια βδομάδα. Θα σας δώσει η μαγείρισσα από ένα μικρό δεματάκι για το σπίτι σας είναι κάποια τρόφιμα που δεν διατηρούνται. Θα πάτε ήσυχα στα σπίτια σας. Θα ειδοποιηθούν οι γονείς σας πότε και που θα ανοίξει το σχολείο. Μάλλον στον Αγιάννη θα μετακομίσουμε. Το ξαναλέω να προσέχεται… »
...Οι Άφτουροι άρχισαν να παίζουν με τα ψωμιά. Τα πέταγε ο ένας στον άλλο. Αρκετά παιδιά άφησαν τα ψωμιά πάνω στα τραπέζια και έφυγαν. Το αναποδιασμένο και δυο ακόμα παιδάκια που σεβόταν το ψωμί- γνώριζαν πόσο σκληρά βγαίνει - τα μάζεψαν. Ζήτησε μια σακούλα έβαλε μέσα τα δικά του, μάζεψε πέντε έξι φρατζόλες ακόμα. Τη γέμισε τα φορτώθηκε και γραμμή στο σπίτι.
   Οι Δάσκαλοι όταν τον είδαν με τη σακούλα στην πλάτη χαμογέλασαν πικρά, ίσως θυμήθηκαν τα παιδικά τους χρόνια στη Κατοχή. Όταν έφτασε στο σπίτι τοποθέτησε τα πράγματα και άνοιξε ξανά το ραδιόφωνο. Σκέπτοταν τι επανάσταση είναι αυτή. Εντάξει το ΄21 οι Έλληνες έκαναν επανάσταση να διώξουν τους Τούρκους, να ελευθερώσουν την πατρίδα. Ετούτοι οι αξιωματικοί ποιον θα διώξουν; Αφού έχουμε πατρίδα από ποιους θα μας ελευθερώσουν;
Ρε ποιον να ρωτήσω; Ρώτησε ένα μεγαλύτερο γειτονόπουλο που φοιτούσε στο καλό το 6θεσιο σχολείο του Άστρους αλλά και αυτό δεν τον διαφώτισε. Σκέφτηκε πως αφού την επανάσταση την έκαναν αξιωματικοί να ρωτήσει το γιό ενός από αυτούς! Είχαν παίξει ελάχιστες φορές μαζί με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς. Θα μου λύσει την απορία από πρώτο χέρι!!
   Κατευθύνθηκε προς το σπίτι του «Σερίφη » - ο γείτονας νοίκιαζε το σπίτι στους εκάστοτε αξιωματικούς των ΤΕΑ - με σκοπό να βρει τον Πετράκη που ο πατέρας του ήταν ο διοικητής των ΤΕΑ. Κοίταξε στην περιφραγμένη αυλή τίποτα. Το παιδί ήταν κλεισμένο μέσα στο σπίτι. Τζίφος! Πήγε μέχρι το μπακάλικο του Μαχαίρα να κρυφακούσει από τους γέρους, ήταν νωρίς και ο χώρος της ταβέρνας άδειος. Σκέφτηκε να ρωτήσει τον μπάρμπα Σπύρο που ήταν ανεβασμένος σε μια σκάλα και έφτιαχνε τα ράφια. Δεν του φάνηκε καλή ιδέα.
Ξανά στο ραδιόφωνο. Όλοι οι σταθμοί έπαιζαν τα ιδία. Διάβασε ένα Μικρό Ηρώα και προσπάθησε να ταξινομήσει τις σκέψεις του. Θα ρωτήσω το βράδυ τον πατέρα αλλά που να ξέρει στο μεροδούλι είναι που στα χωράφια…
   Το απόγευμα η μάννα τα πήρε και πήγαν επίσκεψη «στη γιαγιά της» τη μάννα της μητριάς της. Την αγαπούσαν την γερόντισσα που έμενε στην κορυφή του Χωριού στο σπίτι που «Θείου του Στράτη». Εδώ η θέα σου έκοβε την ανάσα, οι άνθρωποι ήταν ζεστοί και αγαπούσαν τα παιδιά. Ίσως ο θείος ξέρει κάτι μου είχε πει δυο τρις ιστορίες για τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο στα βουνά της Αλβανίας. Θα τον ρωτήσω και αν ξέρει καλώς.
   Ανέβηκαν με άλλα δυο παιδιά στο βουνό στην Αργριλίτσα. Ατένιζε στον γαλάζιο ορίζοντα προς το Ναύπλιο, αντίκρισαν το φοβερό Παλαμήδι. Είδαν τα Γαϊδουρονήσια την Ψηλή και την αντίπερα ακτή της Αργολίδας. Το βλέμμα του στάθηκε στο Κάστρο πάνω στο Νησί του Παραλίου Άστρους. Αναρωτήθηκε αν ήταν ακόμα μαντρί για τα μανάρια του Χωριού. Ο Νους του όμως ήταν κολλημένος στην « Επανάσταση»
   Ρώτησε τον θείο αλλά αυτός δεν ήξερε να του εξηγήσει. Ξαφνικά κάτω στην Χωραφιά – εκεί που είναι σήμερα το Πάρκο και το Κέντρο υγείας - ακούστηκε ο ήχος από ένα μεγάφωνο. Το παλιό ΟPEL στεσιον ενός εμπόρου λευκών συσκευών και επίπλων κύλαγε σιγά σιγά. Ο Χωροφύλακας με επιτακτικό τρόπο έλεγε: «Απαγορεύετε η κυκλοφορία των πολιτών μετά τη δύση του ηλίου. Όποιος κυκλοφορεί θα συλλαμβάνεται πάραυτα…» Το έλεγε και το ξανάλεγε. Η Κόρνα ήταν κακής ποιότητας και έκανε τη φωνή κάπως τσιριχτή και απόκοσμη. Ο Θείος φοβισμένος είπε: «Καμάρι μου πάρε τα παιδιά, πήγαινε στο σπίτι σας, αμπάρωσε καλά την πόρτα μέχρι να έρθει ο άντρας σου. Δεν σας διώχνω αλλά τα πράγματα δεν είναι καλά…»
   Το παιδί το βράδυ ξαναρώτησε τους γονείς του αλλά απάντηση δεν πήρε. Οι γονείς μιλούσαν σιγά σιγά. Έστησε τις αυτάρες του σαν ραντάρ και ανίχνευσε τη σιγανή συζήτηση. « Έγινε κίνημα…συνέλαβαν τους κομμουνιστές και τους δημοκρατικούς ανθρώπους. Άλλους τους έχουν στο Παράλιο, άλλους στο Ναύπλιο και αλλού. Ανάμεσά τους έχουν συλλάβει τον Τάση το Ράφτη, τον Θανάση το Φωτογράφο, τον μπάρμπα Γιάννη, τον φίλο μου τον Κώστα τον Κ., τον Ζωγράφο τον Σπύρο και άλλους. Στην πλατεία είναι ερημιά, ελπίζω να μην κάνουν κακό στους ανθρώπους.
-.Το παιδί πήγε στα Κοδρονέικα να βρει το παιδάκι του αξιωματικού να το ρωτήσει! Αν το έβρισκε και μιλούσαν σίγουρα θα βρίσκαμε το μπελά μας… Έφερε και μια «σακούλα της ρίγας» γεμάτη ψωμί…Ρωτάει και ακούει συνέχεια ραδιόφωνο θα βρούμε τον μπελά μας!
-. Καλά αύριο θα του εξηγήσω αλλά δεν ξέρω και πολλά. Την Δευτέρα ανεβαίνουμε στον Αγιάννη και θα ξεχάσει το θέμα όταν ανοίξει το σχολείο.


Άστρος Περίοδος Χούντας ο Ταγ/χης Κ.Ζ. ο γιατρός Μπαλαλάς & έφεδροι αξιωματικοί Τ.Ε.Α.
   Αμ δε. Τα μουλάρια όταν κολλήσουν πεισμώνουν και δεν κάνουν πίσω. Το αναποδιασμένο ρώτησε έναν φοιτητή ο οποίος του εξήγησε με απλό τρόπο τι είναι επανάσταση, κίνημα, πραξικόπημα και τι «Χούντα». Φυσικά κράτησε το λόγο του και δεν αναφέρει ακόμα και τώρα το όνομα του. Αυτός τον συμβούλεψε να ακούει κρυφά ξένους σταθμούς.  
   Στον Αγιάννη υπήρχαν δουλειές , παιχνίδια, βόλτες. Αλλά που να ξεχάσει. Πείσμωσε άνοιξε κεραία στο Σαραντάψυχο και άρχισε να ακούει τα βραχέα κύματα «Ξένους Σταθμούς» Προπαντός τη Deutsche Welle» (Ντόιτσε Βέλε, » Έκανε εντύπωση το όνομα και η φωνή του ανταποκριτή «Σας μιλάει η « Deutsche Welle» του ανταποκριτή μας Κώστα Τσατσαρώνη. Άκουγε Τίρανα, Βουκουρέστι, και λίγο «Φωνή της Αλήθειας» γιατί είχε πολλά παράσιτα.
   Τα ΤΕΑ φρόντισαν για την προπαγάνδα και την ψυχαγωγία των χωρικών. Έδειχναν τα επίκαιρα, σχολίαζε ο Ταγματάρχης και μετά έδειχναν καμιά ταινία του παλιού Ελληνικού κινηματογράφου.Οι Γενναίοι του Βορρά, τα Σύνορα της Προδοσίας κ.α.
   Το άλλο καλοκαίρι τα παιδιά τσακώθηκαν στη δεξαμενή της Λάκκας για το αν έγινε εθνοσωτήριος επανάσταση! Τότε είπε δυνατά στο άλλο παιδί «Ρεεε Χούντα έχουμε δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Ποια εθνοσωτήριος » Ρεεέ εγώ ακούω ξένους σταθμούς και ξέρω τι μου γίνεται !!! Κάποιος το άκουσε και το είπε κρυφά στη μάννα. Αν τον έπιανε θα άρπαζε πάρα μια τεσσαράκοντα. Ο Φόβος φυλάει τα έρμα…

Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Ο ΨΑΡΗΣ




Γράφει ο Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης.©

                            Α   ΤΑ ΞΎΛΑ.
   Άνοιξη στα πρόβουνα του Πάρνωνα. Τα χορτάρια ένα γόνα. Τα Λουλούδια άγρια, Δωρικά φτωχικά φυτρώνουν στα χώματα μας. Η ευωδιά τους μοναδική μεθυστική, χαλαρωτική και μυστηριακή. Ένας νέος άντρας είχε ρίξει στο χώμα μια μεγάλη γκορτσιά, έκοβε τα ξύλα με το τσεκούρι και το πριόνι. Ένα αδύνατο νευρώδες παιδάκι τον βοηθούσε. Τράβαγε τις κλάρες κάποιες τις έκοβε με ένα μικρό πριόνι. Πέταγε τα αγκαθωτά κλαριά στην άκρη στο κάτω μέρος του χωραφιού που ήταν δεμένα τα ζα τους. Ένα Ψαρή δυνατό μουλάρι και ποιο δίπλα μια Κυπραίικη γαϊδούρα.
   Κάθε τόσο και λιγάκι παρακολουθούσε ανήσυχο το μουλάρι τους. Το γαϊδούρι το παρατηρούσε αριά και που. Ο πατέρας τον ρώτησε γιατί είναι ανήσυχος και τον συμβούλεψε να έχει το μυαλό στην δουλειά του για να μην κόψει κανένα χέρι. Η απάντηση του παιδιού ήταν αφοπλιστική. Αφού ξέρεις ότι τον Ψαρή τον αγαπάω πάρα πολύ και επειδή είναι ανήσυχος φοβάμαι μην μπερδευτεί και πεθάνει. Δυο φορές τον έχω γλυτώσει εγώ. Εσύ σίγουρα τον έχεις σώσει περισσότερες, πόσες;
- Είναι «τομάρι» σαν εσένα τώρα θα τα ακούσεις που πριν μια βδομάδα στου « Καβουκά» αντί να τον ξεμπερδέψεις έκοψες τη τριχιά με το πριόνι και τη χαράμισες. Την χρωστάμε ακόμα στον μπάρμπα Σπύρο το Μαχαίρα…Ο μικρός δεν απάντησε. Έφερε στο νου του την αγωνία που πέρασε όταν είδε την τριχιά τυλιγμένη στο λαιμό  του ζωντανού αν και το είχε δέσει από το πόδι. Δεν το προλάβαινα, δεν γινόταν διαφορετικά ψέλλισε.
   Ο πατέρας συνέχισε: « Ήρθατε στο σπίτι με ένα μήνα διαφορά. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που και εσύ είσαι πάντα ανήσυχος! Τον Ιούλιο ένα μήνα πριν γεννηθείς ο ίδιος ο μπάρμπα Πάνος ο Βούλγαρης το παλιό αφεντικό μου διάλεξε τον Ψαρή ανάμεσα σε πολλά άλλα. Είχε φέρει από τη Μυτιλήνη μια μεγάλη παρτίδα για να τα πουλήσει στο Πανηγύρι της Επισκοπής, του Μυστρά κ.α. Τότε ήταν ένα ζωηρό μουλαρόπουλο δυο χρόνων. Το αγόρασα με δάνειο από την Αγροτική πριν ένα χρόνο το ξεχρέωσα, ας είναι.
   Το πήγα ξεσαμάρωτο στο Καστρί από το Ξεροκάμπι τραβώντας το από το καπιστρόσχοινο να πάρει μέτρα Κλέαρχος για να του φτιάξει το σαμάρι. Ο Κλέαρχος, είναι φίλος μου γνωριζόμαστε από παλιά. Έφτιαχνε πολλά και καλά σαμάρια στο πρώην αφεντικό μου. Τα παραλάμβανα και του έδινα ένα κλειστό φάκελο με χρήματα. Πάντα με κέρναγε.
   Το σαμάρι δεν το έφτιαξε αμέσως. Μου εξήγησε ότι δεν ήταν τόσο καλά τα ξύλα για τις παΐδες και το πιστάρι. « Αυτά που έχω θα τα βάλω στα σαμάρια των μουλαριών των Βλαχοαγιοπετριτών που δεν τα προσέχουν. Αφήνουν τα ζα σαμαρωμένα πέφτουν στο χώμα, πάνε κάτω από γκορτσιές και χαλάνε σύντομα δεν τους φτουράνε. Εσύ με το σαμάρι αυτό αν το προσέχεις θα περάσεις μια ζωή.» Με εκτιμούσε ο άνθρωπος και όταν παρέλαβε τα ξύλα από τον νομό Ηλείας μου το έφτιαξε τέλειο και το έχουμε από τότε. Τόσο καλός μάστορας ήταν που τα σαμάρια τα θεωρούσε και ήταν καλλιτεχνήματα! Πόσα χρόνια το έχουμε»;
- Οκτώ στα εννιά απάντησε ο μικρός.
- Βλέπεις ούτε γρατσουνιά δεν έχει να το προσέχεις, να το βγάζεις με προσοχή. Αυτό μου είχε πει τότε ο μάστορας….» 

Το Μουλάρι είναι στην Κύθνο, έμοιαζε με τον Ψαρή. Όσον αφορά το σαμάρι και τα άλλα άστα να πάνε, εργαλείο το είχε ο Βοσκός.
   Την ώρα εκείνη στον μουλαρόδρομο πάνω από το χωράφι περνούσε ένας γέρος με δυο γαϊδούρια. Τους χαιρέτησε αλλά πήγε να ειρωνευτεί τους που έκοβαν ξύλα την Άνοιξη! Ο μικρός ζάρωσε τα φρύδια του σαν το μουλάρι τους αλλά δεν μίλησέ. Ο πατέρας απάντησε στο χωριανό μπάρμπα τα κόβω για να ξεραθούν και όταν μπορέσω θα τα μεταφέρω στο χωριό. Που ξέρεις αργότερα μπορεί να πάω για κανένα μεροκάματο στο Γιαλό τι να κάνω…
- « Ρε παιδί θα μπουν μέσα στα ξύλα τα φίδια και θα σας φαν το καλοκαίρι » είπε ο γέρος. Ο μικρός τώρα δεν άντεξε και μουρμούρισε.
 - «Παλιόγερε εσένα να φάνε που θα μας πεις τι θα κάνουμε.» Ο πατέρας χαμογέλασε αλλά τον μάλωσε. Άντε να φέρεις τα ζα. Σαμάρωσε τον Ψαρή να σε δω. Μεγάλωσες. Εδώ σε θέλω κάβουρα!
   Ο Ψαρής είχε μεγάλα κέφια για παιχνίδια! Το ίδιο και το παιδί. Άρχισαν να παίζουν χωρίς να δίνουν σημασία σε τίποτα άλλο. Τα σύννεφα μαζευτήκαν στο Καλογεροβούνι προμήνυμα Ανοιξιάτικης μπόρας. Το μουλάρι κυνήγαγε το παιδί σηκωνόταν στα πίσω πόδια και κατέβαζε τα μπροστινά του σχεδόν στο κεφάλι του παιδιού. Ο μικρός τον πλησίαζε επικίνδυνα τον κένταγε, τρέχανε και οι δυο. Το παιχνίδι άρχισε να γίνεται πολύ επικίνδυνο.
   Ο πατέρας φώναζε να σταματήσουν αλλά τίποτα. Αυτοί συνέχιζαν απτόητοι. Ξαφνικά στον αέρα σφύριξε ένα κοντομάτσουκο από σφεντάμι. Πέτυχε κατευθείαν το λαιμό του μουλαριού. Κόκκαλο ο Ψαρής, στάθηκε και ο μικρός. Γρήγορα ξεπέρασε την έκπληξη. Έτρεξε αγκάλιασε το μουλάρι και άρχισε να το χαϊδεύει στο λαιμό, να το φιλάει στα ρουθούνια, να του ανοίγει το στόμα μήπως έχει τραυματιστεί το κοίταζε τις ματάρες του και προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί του για να διαπιστώσει ότι είναι καλά. Σκέφτηκε να αντιδράσει φωνάζοντας αλλά γνώριζε πως είχε άδικο. Έβαλαν και οι δυο τις κεφάλες τους κάτω και σαν βρεγμένες γάτες έφτασαν στον σορό με τα ξύλα. Ο πατέρας χαμογέλασε πικρά και είπε σιγά αλλά επιτακτικά:
   «Σαμάρωσε το μουλάρι, φέρε τη γαϊδούρα, ρίξε τις τριχίες, πάω να κόψω μια «φούρκα» για να φορτώσουμε. Γρήγορα γιατί όταν μουσκέψετε από τη βροχή τότε θα σας δω …». Οι εντολές εκτελέστηκαν αν και ο πατέρας δεν άναβε καντήλι «στον άγιο με τη ράβδο».
   Έριξαν τις θηλιές φόρτωσαν τα ξύλα μέχρι πάνω. Το παιδί αντέδρασε ήθελε να το φορτώσει με λιγότερα ξύλα. Έφερε το επιχείρημα ότι είναι χλωρά άρα είναι βαριά… μια ματιά τον σταμάτησε. Έσκυψε κάτω από το μουλάρι έλεγξε ξανά την ίγκλα και το κούμπωμα της μπροστελίνας. Φόρτωσαν στη γαϊδούρα λιγότερα ξύλα, τα εργαλεία, το ταγάρι και ξεκίνησαν.
   Το αναποδιασμένο δίδυμο μπήκε μπροστά. Ο Μικρός απλά κράταγε το καπιστρόσχοινο. Στην ουσία οδηγούσε ο Ψαρής σταματούσε, περπάταγε αργά και σταθερά διαλέγοντάς το δρόμο παίρνοντας τις στροφές στην ανήφορα με μαεστρία. Ο μικρός δεν μίλαγε, συνήθως δεν έβαζε γλώσσα μέσα του. Τώρα όμως έψελνε ψιθυριστά την λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, γιατί του φόρτωσε βαριά το μουλάρι.
   Φτάσανε στο χωράφι του « θείου του Στράτη του Λαβιού » αρχίσαν να πέφτουν χοντρές στάλες. Το παιδί συνέχιζε να τραβά το ζωντανό. Σκέπτοταν πολλά αλλά πρόσεχε πολύ τον ευεργέτη τους. Ο πατέρας έσερνε την τεμπέλα γαϊδούρα και ερχόταν αρκετά πίσω. Στη «Βρύση του Παρασκευά » η μπόρα σταμάτησε αφού τους είχε κάνει λούτσα.
   Σταματήσανε για λίγο στο Πηγαδάκι, στην πηγή με την «τούρκικη επιγραφή». Το παιδί μίλησε στο ιδρωμένο ζωντανό « Ψαρή μου δεν θα σε ποτίσω γιατί είσαι ιδρωμένος. Θα σε ταΐσω και θα σε ποτίσω στο σπίτι…»! Κάποιο από τα «Καποτάκια» τον άκουσε που μίλαγε στο ζωντανό, χαζογέλασε  και τον ειρωνεύτηκε. Τράβηξε το «Λάστιχο » έσκυψε στο λασπωμένο δρόμο αλλά δεν βρήκε το κατάλληλο χαλίκι. Βούτηξε μια μεγάλη πέτρα και την πέταξε με δύναμη προς τα πόδια παιδιού. Εκείνο τρέχοντας χάθηκε προς τον Προδρόμο.  
   Ανέβηκαν τη μεγάλη ανήφορα, έφτασαν στην Παναγία τη Λάκκα ανάσαναν. Το ημιτελές σπίτι τους φάνταζε λιμάνι. Ξεφόρτωσαν, ξεσαμαρώσανε τα ζα και τα δέσανε στο κατώι. Η μάννα του τον φώναξε να αλλάξει ρούχα για να μην πουντιάσει. Την αγνόησε πρώτα φρόντισε το μουλάρι, το σκούπισε, το πότισε το τάισε, το χάιδεψε το λόχεψε. Άνοιξε τη σεντούκα και βούτηξε μια οκά βρόμη την πρόσθεσε στο κριθάρι του. Ο Ψαρής ευχαριστημένος έσμιξε τα πονηρά μάτια του.
   Ανέβηκε στο σπίτι άλλαξε ρούχα ,φρόντισε τον εαυτό του και έπεσε με τα μούτρα στο φαΐ. Σχεδίασε τη επόμενη μέρα με στόχο να ξεκουράσει το μουλάρι. Ανακοίνωσε στους γονείς του ότι πάει τα αρνοκάτσικα στο Σαραντάψυχο. Η τοποθεσία ήταν κοντά και δεν θα έπαιρνε τον Ψαρή του. Πήγε για ύπνο και ξεράθηκε.    Συνεχίζεται.