Τρίτη 21 Απριλίου 2020

21η Απριλίου 1967.




    






Γράφει ο
Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης
 
    Ο Ξανθός Απρίλης της χρονιάς εκείνης ήταν βροχερός και κρύος. Τράβηξε πίσω ο χειμώνας, τα σπαρτά είχαν μείνει και αυτά πίσω. Οι ανεβοκατεβάτες οι διπλοκάτοικοι καθίσαμε λίγο περισσότερο  στα χειμαδιά και ετοιμαζόμαστε να ανεβούμε στα Βουνά μας. Εμείς τα παιδιά λαχταρούσαμε περισσότερο από κάθε άλλο να ανέβουμε στο Χωριό.
   Ο Λόγος ήταν απλός. Το Φθινόπωρο μας μάντρωναν σε ένα νοικιασμένο κτήριο που μόνο προδιάγραφες για σχολείο δεν είχε. Μια αυλήτσα για προαύλιο σκοτεινό μαύρο και άραχλο ήταν. Ενώ στον Αγιάννη στο Κουτρί το σχολείο μας ήταν κόσμημα ας είχε και ξύλινες πρωτόγονες τουαλέτες!
   Ζούσαμε με το όνειρο της ανόδου στο Χωριό. Το πρωινό εκείνο χαζογέλασε ένας ψεύτης ήλιος που δεν σου έδινε την αίσθηση ότι ήταν άνοιξη. Στο χαμηλό πέτρινο σπιτάκι άνθρωποι και ζωντανά ξύπνησαν νωρίς. Ο πατέρας ετοιμάστηκε να φύγει για το μεροδούλι η μάννα έφτιαξε τα ζα και το «πρωινό » της οικογένειας.
   Το αναποδιασμένο άνοιξε το ραδιόφωνο κοιμόταν αγκαλιά με δαύτο και άκουγε συνήθως το Β πρόγραμμα. Γύρισε το στο πρώτο να ακούσουμε ειδήσεις που ξελιγώνεις τις μπαταρίες…. Όταν το συντόνισε ακούστηκαν εμβατήρια κάποια ακατάληπτα λόγια να και τα δημοτικά μας τραγούδια.
   Παράξενο πολύ παράξενο μουρμούρησε. Άλλαξε σταθμό στο ενόπλων εδώ γινόταν χαμός. Οι μεγάλοι κάτι ψιθύρισαν αλλά οι αυτάρες δεν έπιασαν τίποτα. Ο Καθένας στις δουλειές σας… Αν σας διώξουν από το σχολείο να έρθετε γρήγορα στο σπίτι.
   Βγήκε στην αυλή με την πέτσινη τσάντα περιμένοντας να περάσουν τα παιδιά από τη απάνω γειτονιά να πάνε μαζί στο σχολείο. Τα Αστρινάκια, που πήγαιναν στο καλό σχολείο, στο 6ταξιο που μοιάζει με καράβι, είχαν περάσει νωρίτερα. Αντάμωσαν καμμιά δεκαριά Αγιαννιτάκια πέρασαν την Πάρδουκα και έφτασαν στο σχολείο. Η μαγείρισσα «η θειά Γιαννούλα» είχε αλείψει τις φέτες με εκείνο το αμερικάνικο βούτυρο από το τσίγκινο κουτί που είχε σχέδια με αστέρια και δυο ενωμένα χέρια. Το γάλα άχνιζε η μαγείρισσα άρχισε να το μοιράζει στο τσίγκινο κύπελο του καθενός παιδιού.
   Τα μεγάλα αγόρια κρυφοκοίταζαν τα κορίτσια. Ήρθαν και τα παιδιά από απέναντι από το Ποτάμι. Το παιδί πλησίασε το συνομήλικο φίλο του γιό του δάσκαλου και τον ρώτησε αν θα κάνουν μάθημα. Δεν νομίζω θα κάνουμε αλλά κάτι άκουσα «για επανάσταση»! Εγώ στο ραδιόφωνο άκουσα εμβατήρια και τραγούδια λες να γλυτώσουμε την έκθεση; Πάντος κάτι δεν πάει καλά είπε και κοίταξε το ρολόι του !!Οι δάσκαλοι συσκέπτονται έχουν αργήσει ένα τέταρτο.

                                                                             Το  Πουλί
Ο Δάσκαλος ζήτησε εθελοντές να πάνε να φέρουν το ψωμί της εβδομάδας από το « φούρνο του Γωνιά». Αυτό είχε καιρό να γίνει, υπήρχε άλλος τρόπος που έφερναν αυτές τις μοσχομυριστές φρατζόλες με την καφέ ρίγα σήμα κατατεθέν του φούρναρη. Πήγαν κάποια μεγάλα παιδιά για να γλυτώσουν το μάθημα. Ο Δάσκαλος έβαλε μπροστά στο συμπαθητικό αυτοκινητάκι του και έφυγε βιαστικός.
Η Δασκάλα προσπάθησε να απασχολήσει και τα δυο τμήματα, όλα τα παιδιά του 2θεσιου. Το αναποδιασμένο την πλησίασε όταν δεν ήταν κοντά άλλο παιδί την έλεγε θεία. Δήθεν της είπε χαιρετίσματα από την μάννα  που ήταν ξαδέρφες.
-. Άφησε τα αυτά. Τι θέλεις να μάθεις;
-. Αν θα κάνουμε μάθημα και γιατί ο κύριος έφυγε;
-. Έχει κάποια δουλειά στην Διεύθυνση θα έρθει και θα συνεχίσουμε.
…Επέστρεψε ο Δάσκαλος και ήταν κάπως ανήσυχος. Περίμεναν λίγο να έρθουν «οι ψωμάδες». Μας μίλησε αργά και ψύχραιμα: «Θα σας μοιράσω το ψωμί που αντιστοιχεί σε μια βδομάδα. Θα σας δώσει η μαγείρισσα από ένα μικρό δεματάκι για το σπίτι σας είναι κάποια τρόφιμα που δεν διατηρούνται. Θα πάτε ήσυχα στα σπίτια σας. Θα ειδοποιηθούν οι γονείς σας πότε και που θα ανοίξει το σχολείο. Μάλλον στον Αγιάννη θα μετακομίσουμε. Το ξαναλέω να προσέχεται… »
...Οι Άφτουροι άρχισαν να παίζουν με τα ψωμιά. Τα πέταγε ο ένας στον άλλο. Αρκετά παιδιά άφησαν τα ψωμιά πάνω στα τραπέζια και έφυγαν. Το αναποδιασμένο και δυο ακόμα παιδάκια που σεβόταν το ψωμί- γνώριζαν πόσο σκληρά βγαίνει - τα μάζεψαν. Ζήτησε μια σακούλα έβαλε μέσα τα δικά του, μάζεψε πέντε έξι φρατζόλες ακόμα. Τη γέμισε τα φορτώθηκε και γραμμή στο σπίτι.
   Οι Δάσκαλοι όταν τον είδαν με τη σακούλα στην πλάτη χαμογέλασαν πικρά, ίσως θυμήθηκαν τα παιδικά τους χρόνια στη Κατοχή. Όταν έφτασε στο σπίτι τοποθέτησε τα πράγματα και άνοιξε ξανά το ραδιόφωνο. Σκέπτοταν τι επανάσταση είναι αυτή. Εντάξει το ΄21 οι Έλληνες έκαναν επανάσταση να διώξουν τους Τούρκους, να ελευθερώσουν την πατρίδα. Ετούτοι οι αξιωματικοί ποιον θα διώξουν; Αφού έχουμε πατρίδα από ποιους θα μας ελευθερώσουν;
Ρε ποιον να ρωτήσω; Ρώτησε ένα μεγαλύτερο γειτονόπουλο που φοιτούσε στο καλό το 6θεσιο σχολείο του Άστρους αλλά και αυτό δεν τον διαφώτισε. Σκέφτηκε πως αφού την επανάσταση την έκαναν αξιωματικοί να ρωτήσει το γιό ενός από αυτούς! Είχαν παίξει ελάχιστες φορές μαζί με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς. Θα μου λύσει την απορία από πρώτο χέρι!!
   Κατευθύνθηκε προς το σπίτι του «Σερίφη » - ο γείτονας νοίκιαζε το σπίτι στους εκάστοτε αξιωματικούς των ΤΕΑ - με σκοπό να βρει τον Πετράκη που ο πατέρας του ήταν ο διοικητής των ΤΕΑ. Κοίταξε στην περιφραγμένη αυλή τίποτα. Το παιδί ήταν κλεισμένο μέσα στο σπίτι. Τζίφος! Πήγε μέχρι το μπακάλικο του Μαχαίρα να κρυφακούσει από τους γέρους, ήταν νωρίς και ο χώρος της ταβέρνας άδειος. Σκέφτηκε να ρωτήσει τον μπάρμπα Σπύρο που ήταν ανεβασμένος σε μια σκάλα και έφτιαχνε τα ράφια. Δεν του φάνηκε καλή ιδέα.
Ξανά στο ραδιόφωνο. Όλοι οι σταθμοί έπαιζαν τα ιδία. Διάβασε ένα Μικρό Ηρώα και προσπάθησε να ταξινομήσει τις σκέψεις του. Θα ρωτήσω το βράδυ τον πατέρα αλλά που να ξέρει στο μεροδούλι είναι που στα χωράφια…
   Το απόγευμα η μάννα τα πήρε και πήγαν επίσκεψη «στη γιαγιά της» τη μάννα της μητριάς της. Την αγαπούσαν την γερόντισσα που έμενε στην κορυφή του Χωριού στο σπίτι που «Θείου του Στράτη». Εδώ η θέα σου έκοβε την ανάσα, οι άνθρωποι ήταν ζεστοί και αγαπούσαν τα παιδιά. Ίσως ο θείος ξέρει κάτι μου είχε πει δυο τρις ιστορίες για τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο στα βουνά της Αλβανίας. Θα τον ρωτήσω και αν ξέρει καλώς.
   Ανέβηκαν με άλλα δυο παιδιά στο βουνό στην Αργριλίτσα. Ατένιζε στον γαλάζιο ορίζοντα προς το Ναύπλιο, αντίκρισαν το φοβερό Παλαμήδι. Είδαν τα Γαϊδουρονήσια την Ψηλή και την αντίπερα ακτή της Αργολίδας. Το βλέμμα του στάθηκε στο Κάστρο πάνω στο Νησί του Παραλίου Άστρους. Αναρωτήθηκε αν ήταν ακόμα μαντρί για τα μανάρια του Χωριού. Ο Νους του όμως ήταν κολλημένος στην « Επανάσταση»
   Ρώτησε τον θείο αλλά αυτός δεν ήξερε να του εξηγήσει. Ξαφνικά κάτω στην Χωραφιά – εκεί που είναι σήμερα το Πάρκο και το Κέντρο υγείας - ακούστηκε ο ήχος από ένα μεγάφωνο. Το παλιό ΟPEL στεσιον ενός εμπόρου λευκών συσκευών και επίπλων κύλαγε σιγά σιγά. Ο Χωροφύλακας με επιτακτικό τρόπο έλεγε: «Απαγορεύετε η κυκλοφορία των πολιτών μετά τη δύση του ηλίου. Όποιος κυκλοφορεί θα συλλαμβάνεται πάραυτα…» Το έλεγε και το ξανάλεγε. Η Κόρνα ήταν κακής ποιότητας και έκανε τη φωνή κάπως τσιριχτή και απόκοσμη. Ο Θείος φοβισμένος είπε: «Καμάρι μου πάρε τα παιδιά, πήγαινε στο σπίτι σας, αμπάρωσε καλά την πόρτα μέχρι να έρθει ο άντρας σου. Δεν σας διώχνω αλλά τα πράγματα δεν είναι καλά…»
   Το παιδί το βράδυ ξαναρώτησε τους γονείς του αλλά απάντηση δεν πήρε. Οι γονείς μιλούσαν σιγά σιγά. Έστησε τις αυτάρες του σαν ραντάρ και ανίχνευσε τη σιγανή συζήτηση. « Έγινε κίνημα…συνέλαβαν τους κομμουνιστές και τους δημοκρατικούς ανθρώπους. Άλλους τους έχουν στο Παράλιο, άλλους στο Ναύπλιο και αλλού. Ανάμεσά τους έχουν συλλάβει τον Τάση το Ράφτη, τον Θανάση το Φωτογράφο, τον μπάρμπα Γιάννη, τον φίλο μου τον Κώστα τον Κ., τον Ζωγράφο τον Σπύρο και άλλους. Στην πλατεία είναι ερημιά, ελπίζω να μην κάνουν κακό στους ανθρώπους.
-.Το παιδί πήγε στα Κοδρονέικα να βρει το παιδάκι του αξιωματικού να το ρωτήσει! Αν το έβρισκε και μιλούσαν σίγουρα θα βρίσκαμε το μπελά μας… Έφερε και μια «σακούλα της ρίγας» γεμάτη ψωμί…Ρωτάει και ακούει συνέχεια ραδιόφωνο θα βρούμε τον μπελά μας!
-. Καλά αύριο θα του εξηγήσω αλλά δεν ξέρω και πολλά. Την Δευτέρα ανεβαίνουμε στον Αγιάννη και θα ξεχάσει το θέμα όταν ανοίξει το σχολείο.


Άστρος Περίοδος Χούντας ο Ταγ/χης Κ.Ζ. ο γιατρός Μπαλαλάς & έφεδροι αξιωματικοί Τ.Ε.Α.
   Αμ δε. Τα μουλάρια όταν κολλήσουν πεισμώνουν και δεν κάνουν πίσω. Το αναποδιασμένο ρώτησε έναν φοιτητή ο οποίος του εξήγησε με απλό τρόπο τι είναι επανάσταση, κίνημα, πραξικόπημα και τι «Χούντα». Φυσικά κράτησε το λόγο του και δεν αναφέρει ακόμα και τώρα το όνομα του. Αυτός τον συμβούλεψε να ακούει κρυφά ξένους σταθμούς.  
   Στον Αγιάννη υπήρχαν δουλειές , παιχνίδια, βόλτες. Αλλά που να ξεχάσει. Πείσμωσε άνοιξε κεραία στο Σαραντάψυχο και άρχισε να ακούει τα βραχέα κύματα «Ξένους Σταθμούς» Προπαντός τη Deutsche Welle» (Ντόιτσε Βέλε, » Έκανε εντύπωση το όνομα και η φωνή του ανταποκριτή «Σας μιλάει η « Deutsche Welle» του ανταποκριτή μας Κώστα Τσατσαρώνη. Άκουγε Τίρανα, Βουκουρέστι, και λίγο «Φωνή της Αλήθειας» γιατί είχε πολλά παράσιτα.
   Τα ΤΕΑ φρόντισαν για την προπαγάνδα και την ψυχαγωγία των χωρικών. Έδειχναν τα επίκαιρα, σχολίαζε ο Ταγματάρχης και μετά έδειχναν καμιά ταινία του παλιού Ελληνικού κινηματογράφου.Οι Γενναίοι του Βορρά, τα Σύνορα της Προδοσίας κ.α.
   Το άλλο καλοκαίρι τα παιδιά τσακώθηκαν στη δεξαμενή της Λάκκας για το αν έγινε εθνοσωτήριος επανάσταση! Τότε είπε δυνατά στο άλλο παιδί «Ρεεε Χούντα έχουμε δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Ποια εθνοσωτήριος » Ρεεέ εγώ ακούω ξένους σταθμούς και ξέρω τι μου γίνεται !!! Κάποιος το άκουσε και το είπε κρυφά στη μάννα. Αν τον έπιανε θα άρπαζε πάρα μια τεσσαράκοντα. Ο Φόβος φυλάει τα έρμα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου