Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Ο ΨΑΡΗΣ




Γράφει ο Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης.©

                            Α   ΤΑ ΞΎΛΑ.
   Άνοιξη στα πρόβουνα του Πάρνωνα. Τα χορτάρια ένα γόνα. Τα Λουλούδια άγρια, Δωρικά φτωχικά φυτρώνουν στα χώματα μας. Η ευωδιά τους μοναδική μεθυστική, χαλαρωτική και μυστηριακή. Ένας νέος άντρας είχε ρίξει στο χώμα μια μεγάλη γκορτσιά, έκοβε τα ξύλα με το τσεκούρι και το πριόνι. Ένα αδύνατο νευρώδες παιδάκι τον βοηθούσε. Τράβαγε τις κλάρες κάποιες τις έκοβε με ένα μικρό πριόνι. Πέταγε τα αγκαθωτά κλαριά στην άκρη στο κάτω μέρος του χωραφιού που ήταν δεμένα τα ζα τους. Ένα Ψαρή δυνατό μουλάρι και ποιο δίπλα μια Κυπραίικη γαϊδούρα.
   Κάθε τόσο και λιγάκι παρακολουθούσε ανήσυχο το μουλάρι τους. Το γαϊδούρι το παρατηρούσε αριά και που. Ο πατέρας τον ρώτησε γιατί είναι ανήσυχος και τον συμβούλεψε να έχει το μυαλό στην δουλειά του για να μην κόψει κανένα χέρι. Η απάντηση του παιδιού ήταν αφοπλιστική. Αφού ξέρεις ότι τον Ψαρή τον αγαπάω πάρα πολύ και επειδή είναι ανήσυχος φοβάμαι μην μπερδευτεί και πεθάνει. Δυο φορές τον έχω γλυτώσει εγώ. Εσύ σίγουρα τον έχεις σώσει περισσότερες, πόσες;
- Είναι «τομάρι» σαν εσένα τώρα θα τα ακούσεις που πριν μια βδομάδα στου « Καβουκά» αντί να τον ξεμπερδέψεις έκοψες τη τριχιά με το πριόνι και τη χαράμισες. Την χρωστάμε ακόμα στον μπάρμπα Σπύρο το Μαχαίρα…Ο μικρός δεν απάντησε. Έφερε στο νου του την αγωνία που πέρασε όταν είδε την τριχιά τυλιγμένη στο λαιμό  του ζωντανού αν και το είχε δέσει από το πόδι. Δεν το προλάβαινα, δεν γινόταν διαφορετικά ψέλλισε.
   Ο πατέρας συνέχισε: « Ήρθατε στο σπίτι με ένα μήνα διαφορά. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που και εσύ είσαι πάντα ανήσυχος! Τον Ιούλιο ένα μήνα πριν γεννηθείς ο ίδιος ο μπάρμπα Πάνος ο Βούλγαρης το παλιό αφεντικό μου διάλεξε τον Ψαρή ανάμεσα σε πολλά άλλα. Είχε φέρει από τη Μυτιλήνη μια μεγάλη παρτίδα για να τα πουλήσει στο Πανηγύρι της Επισκοπής, του Μυστρά κ.α. Τότε ήταν ένα ζωηρό μουλαρόπουλο δυο χρόνων. Το αγόρασα με δάνειο από την Αγροτική πριν ένα χρόνο το ξεχρέωσα, ας είναι.
   Το πήγα ξεσαμάρωτο στο Καστρί από το Ξεροκάμπι τραβώντας το από το καπιστρόσχοινο να πάρει μέτρα Κλέαρχος για να του φτιάξει το σαμάρι. Ο Κλέαρχος, είναι φίλος μου γνωριζόμαστε από παλιά. Έφτιαχνε πολλά και καλά σαμάρια στο πρώην αφεντικό μου. Τα παραλάμβανα και του έδινα ένα κλειστό φάκελο με χρήματα. Πάντα με κέρναγε.
   Το σαμάρι δεν το έφτιαξε αμέσως. Μου εξήγησε ότι δεν ήταν τόσο καλά τα ξύλα για τις παΐδες και το πιστάρι. « Αυτά που έχω θα τα βάλω στα σαμάρια των μουλαριών των Βλαχοαγιοπετριτών που δεν τα προσέχουν. Αφήνουν τα ζα σαμαρωμένα πέφτουν στο χώμα, πάνε κάτω από γκορτσιές και χαλάνε σύντομα δεν τους φτουράνε. Εσύ με το σαμάρι αυτό αν το προσέχεις θα περάσεις μια ζωή.» Με εκτιμούσε ο άνθρωπος και όταν παρέλαβε τα ξύλα από τον νομό Ηλείας μου το έφτιαξε τέλειο και το έχουμε από τότε. Τόσο καλός μάστορας ήταν που τα σαμάρια τα θεωρούσε και ήταν καλλιτεχνήματα! Πόσα χρόνια το έχουμε»;
- Οκτώ στα εννιά απάντησε ο μικρός.
- Βλέπεις ούτε γρατσουνιά δεν έχει να το προσέχεις, να το βγάζεις με προσοχή. Αυτό μου είχε πει τότε ο μάστορας….» 

Το Μουλάρι είναι στην Κύθνο, έμοιαζε με τον Ψαρή. Όσον αφορά το σαμάρι και τα άλλα άστα να πάνε, εργαλείο το είχε ο Βοσκός.
   Την ώρα εκείνη στον μουλαρόδρομο πάνω από το χωράφι περνούσε ένας γέρος με δυο γαϊδούρια. Τους χαιρέτησε αλλά πήγε να ειρωνευτεί τους που έκοβαν ξύλα την Άνοιξη! Ο μικρός ζάρωσε τα φρύδια του σαν το μουλάρι τους αλλά δεν μίλησέ. Ο πατέρας απάντησε στο χωριανό μπάρμπα τα κόβω για να ξεραθούν και όταν μπορέσω θα τα μεταφέρω στο χωριό. Που ξέρεις αργότερα μπορεί να πάω για κανένα μεροκάματο στο Γιαλό τι να κάνω…
- « Ρε παιδί θα μπουν μέσα στα ξύλα τα φίδια και θα σας φαν το καλοκαίρι » είπε ο γέρος. Ο μικρός τώρα δεν άντεξε και μουρμούρισε.
 - «Παλιόγερε εσένα να φάνε που θα μας πεις τι θα κάνουμε.» Ο πατέρας χαμογέλασε αλλά τον μάλωσε. Άντε να φέρεις τα ζα. Σαμάρωσε τον Ψαρή να σε δω. Μεγάλωσες. Εδώ σε θέλω κάβουρα!
   Ο Ψαρής είχε μεγάλα κέφια για παιχνίδια! Το ίδιο και το παιδί. Άρχισαν να παίζουν χωρίς να δίνουν σημασία σε τίποτα άλλο. Τα σύννεφα μαζευτήκαν στο Καλογεροβούνι προμήνυμα Ανοιξιάτικης μπόρας. Το μουλάρι κυνήγαγε το παιδί σηκωνόταν στα πίσω πόδια και κατέβαζε τα μπροστινά του σχεδόν στο κεφάλι του παιδιού. Ο μικρός τον πλησίαζε επικίνδυνα τον κένταγε, τρέχανε και οι δυο. Το παιχνίδι άρχισε να γίνεται πολύ επικίνδυνο.
   Ο πατέρας φώναζε να σταματήσουν αλλά τίποτα. Αυτοί συνέχιζαν απτόητοι. Ξαφνικά στον αέρα σφύριξε ένα κοντομάτσουκο από σφεντάμι. Πέτυχε κατευθείαν το λαιμό του μουλαριού. Κόκκαλο ο Ψαρής, στάθηκε και ο μικρός. Γρήγορα ξεπέρασε την έκπληξη. Έτρεξε αγκάλιασε το μουλάρι και άρχισε να το χαϊδεύει στο λαιμό, να το φιλάει στα ρουθούνια, να του ανοίγει το στόμα μήπως έχει τραυματιστεί το κοίταζε τις ματάρες του και προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί του για να διαπιστώσει ότι είναι καλά. Σκέφτηκε να αντιδράσει φωνάζοντας αλλά γνώριζε πως είχε άδικο. Έβαλαν και οι δυο τις κεφάλες τους κάτω και σαν βρεγμένες γάτες έφτασαν στον σορό με τα ξύλα. Ο πατέρας χαμογέλασε πικρά και είπε σιγά αλλά επιτακτικά:
   «Σαμάρωσε το μουλάρι, φέρε τη γαϊδούρα, ρίξε τις τριχίες, πάω να κόψω μια «φούρκα» για να φορτώσουμε. Γρήγορα γιατί όταν μουσκέψετε από τη βροχή τότε θα σας δω …». Οι εντολές εκτελέστηκαν αν και ο πατέρας δεν άναβε καντήλι «στον άγιο με τη ράβδο».
   Έριξαν τις θηλιές φόρτωσαν τα ξύλα μέχρι πάνω. Το παιδί αντέδρασε ήθελε να το φορτώσει με λιγότερα ξύλα. Έφερε το επιχείρημα ότι είναι χλωρά άρα είναι βαριά… μια ματιά τον σταμάτησε. Έσκυψε κάτω από το μουλάρι έλεγξε ξανά την ίγκλα και το κούμπωμα της μπροστελίνας. Φόρτωσαν στη γαϊδούρα λιγότερα ξύλα, τα εργαλεία, το ταγάρι και ξεκίνησαν.
   Το αναποδιασμένο δίδυμο μπήκε μπροστά. Ο Μικρός απλά κράταγε το καπιστρόσχοινο. Στην ουσία οδηγούσε ο Ψαρής σταματούσε, περπάταγε αργά και σταθερά διαλέγοντάς το δρόμο παίρνοντας τις στροφές στην ανήφορα με μαεστρία. Ο μικρός δεν μίλαγε, συνήθως δεν έβαζε γλώσσα μέσα του. Τώρα όμως έψελνε ψιθυριστά την λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, γιατί του φόρτωσε βαριά το μουλάρι.
   Φτάσανε στο χωράφι του « θείου του Στράτη του Λαβιού » αρχίσαν να πέφτουν χοντρές στάλες. Το παιδί συνέχιζε να τραβά το ζωντανό. Σκέπτοταν πολλά αλλά πρόσεχε πολύ τον ευεργέτη τους. Ο πατέρας έσερνε την τεμπέλα γαϊδούρα και ερχόταν αρκετά πίσω. Στη «Βρύση του Παρασκευά » η μπόρα σταμάτησε αφού τους είχε κάνει λούτσα.
   Σταματήσανε για λίγο στο Πηγαδάκι, στην πηγή με την «τούρκικη επιγραφή». Το παιδί μίλησε στο ιδρωμένο ζωντανό « Ψαρή μου δεν θα σε ποτίσω γιατί είσαι ιδρωμένος. Θα σε ταΐσω και θα σε ποτίσω στο σπίτι…»! Κάποιο από τα «Καποτάκια» τον άκουσε που μίλαγε στο ζωντανό, χαζογέλασε  και τον ειρωνεύτηκε. Τράβηξε το «Λάστιχο » έσκυψε στο λασπωμένο δρόμο αλλά δεν βρήκε το κατάλληλο χαλίκι. Βούτηξε μια μεγάλη πέτρα και την πέταξε με δύναμη προς τα πόδια παιδιού. Εκείνο τρέχοντας χάθηκε προς τον Προδρόμο.  
   Ανέβηκαν τη μεγάλη ανήφορα, έφτασαν στην Παναγία τη Λάκκα ανάσαναν. Το ημιτελές σπίτι τους φάνταζε λιμάνι. Ξεφόρτωσαν, ξεσαμαρώσανε τα ζα και τα δέσανε στο κατώι. Η μάννα του τον φώναξε να αλλάξει ρούχα για να μην πουντιάσει. Την αγνόησε πρώτα φρόντισε το μουλάρι, το σκούπισε, το πότισε το τάισε, το χάιδεψε το λόχεψε. Άνοιξε τη σεντούκα και βούτηξε μια οκά βρόμη την πρόσθεσε στο κριθάρι του. Ο Ψαρής ευχαριστημένος έσμιξε τα πονηρά μάτια του.
   Ανέβηκε στο σπίτι άλλαξε ρούχα ,φρόντισε τον εαυτό του και έπεσε με τα μούτρα στο φαΐ. Σχεδίασε τη επόμενη μέρα με στόχο να ξεκουράσει το μουλάρι. Ανακοίνωσε στους γονείς του ότι πάει τα αρνοκάτσικα στο Σαραντάψυχο. Η τοποθεσία ήταν κοντά και δεν θα έπαιρνε τον Ψαρή του. Πήγε για ύπνο και ξεράθηκε.    Συνεχίζεται.




 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου