Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Ο ΜΗΤΣΙΟΣ Ο ΜΟΥΡΧΟΥΤΑΣ.










    Γράφει
 ο Νίκος Μυλωνάς

 «Μένουμε σπίτι»… Ψάχνουμε συρτάρια, ξεφυλλίζουμε άλμπουμ και βρίσκουμε… Βρίσκουμε μικροαντικείμενα ξεχασμένα, φωτογραφίες που μας γεμίζουν αναμνήσεις… Σήμερα στάθηκα σε μια και θεώρησα υποχρέωσή μου να την αναρτήσω, μέσα από τη «Θυρεάτις Γης», και να “ζητήσω”, έστω και αργά, μια συγγνώμη απ΄ αυτόν τον συνάνθρωπό μας για τις παιδιάστικες πλάκες που του κάναμε. Έτσι απλά για να γελάσουμε… 

Δημήτριος Κοψιαύτης… Για την κοινωνία του Άστρους ο Μήτσος ο Μουρχούτας… Μια παιδική αρρώστια, όπως μας είχαν πει οι πατεράδες μας, τον είχε φέρει στη θέση που τον γνωρίσαμε από τα μικρά μας χρόνια. Ένας άκακος άνθρωπος, που γυρνούσε στους δρόμους πάντα με τα φτωχικά, αλλά πεντακάθαρα ρούχα του, χωρίς παπούτσια, καλοκαίρι και χειμώνα. Η πατούσα του τόσο σκληρή που πατούσε το ίδιο άνετα σε χώματα και πέτρες, σε πέτρες κοφτερές ή καυτές, σε χιόνια και σε πάγους.


 Για την ιστορία η φωτογραφία είναι στο παρεκκλήσι που βρίσκεται πάνω από την είσοδο της Μονής Λουκούς… από δεξιά : Δημήτριος Κοψαύτης (Μουρχούτας), Όλγα Κακαβούλια, του μπάρμπα μου του Τάση, Μαρίκα Κακαβούλια (Κουμπουρίτσαινα) και η μάνα μου Ματίνα.
 
Στις βρύσες του χωριού και στα αυλάκια, με το τρεχούμενο νερό, σήκωνε τα έτσι και αλλιώς κοντά μπατζάκια του και τα έπλενε σχολαστικά. Δεν έμπαινε στο σπίτι του αν τα πόδια του δεν ήταν πεντακάθαρα. Οι λέξεις του λιγοστές και αυτές έμεναν οι μισές προφέροντάς τες. Ο αργός βηματισμός του συνοδευόταν συχνά πυκνά με αυτές τις λέξεις ή φράσεις, «κλισέ», όπως: - «Πάει πέτανε… Δεν έκει άλλο», στο άκουσμα της καμπάνας, όταν κάποιος μας άφηνε χρόνους.

 Του άρεσε το κρασάκι. Έμπαινε στις ταβέρνες, καθόταν σε μια άκρη, και οι πατεράδες μας τον κερνούσαν, πίνοντας και αυτοί το ξεροσφύρι τους μετά το μεροδούλι. Το κακό ήταν ότι ο Μήτσος «σκόνταφτε» σε πολλές ταβέρνες και μπακάλικα-ταβέρνες μέχρι να φτάσει στο σπίτι του, εκεί στην απάνω γειτονιά. Και δεν ήταν και λίγες.

 Του Σαραντόγιαννη, του Παύλου, του Αρβανίτη, του Παπούλια (Ψιμούλη), του Κουτίβα, του Φούφα, του Μπάρλα, του Καληψώρη και άλλες για να μην βάλουμε και τις Βερβενιώτικες. Ένα ποτήρι στη μια, ένα ποτηράκι στην άλλη, και ο Μήτσος ζαλισμένος, δεν αργούσε να μας «αμοίψει» με καμιά πετριά στα συνηθισμένα πειράγματά μας. Το παιδικό λεφούσι τότε έτρεχε να κρυφτεί στη πρώτη γωνιά του δρόμου γιατί οι πέτρες δεν αστειευόντουσαν…



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου