Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Ο ΚΟΡΦΙΑΣ











Γράφει ο 
Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης.  ©
 
   Ανάμεσα στα χωριά Στόλος και Φούντωμα υπήρχε ένα σχολείο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η φτώχεια περίσσευε. Το όνειρο για μια καλύτερη ζωή υπήρχε. Περνούσε μέσα από τη γνώση, τα γράμματα που λέγανε οι χωριάτες μας.
   Παρ όλη τη φτώχεια τους έστελναν όλα τους τα παιδιά τους στο σχολείο. Σαν μελίσσι βούιζε ο τόπος τα παιδάκια είχαν διάλλειμα. Στο σχολείο υπήρχε βρύση.
   Αντίκρισαν φορτωμένο ένα μεσόκοπο άντρα, πολύ γυμνασμένο, με κανονικές αναλογίες, Αλλά με δυσανάλογα τεράστιες πλάτες να κουβαλάει ένα μεγάλο κορμό από ελάτι. Το ακούμπησε κάτω, δίπλα στη βρύση με τέτοιο τρόπο ώστε να το ξανά φορτωθεί. Τα παιδιά τον παρομοίασαν με τον Ηρακλή. Δεν του είπαν τίποτα, μόνο τον κοιτάζανε με απορία και θαυμασμό!  ©
   Ο Κορμός που κουβαλούσε ήταν θεόρατος, πέντε έξι μέτρα μακρύ και πολύ βαρύ δεδομένου ότι ήταν χλωρό. Τα μεγαλύτερα παιδιά τον γνωρίζαμε, ήταν ο Λουφολιάς. Ο άνθρωπος θρύλος, που πέρναγε συχνά από την απέναντι μεριά του Ποταμιού και πήγαινε στα βουνά του στον Αγιάννη.


                           Ο Λουφολιάς στον Αγιάννη σε ώριμη ηλικία
   Τον πρόσεξαν καλά. Ήταν καταϊδρωμένος, έσταζε, σκούπισε τον ιδρώτα με ένα σκούρο μαντίλι. Έβρεξε το φαρδύ του πρόσωπο, δρόσισε τα χείλη του αλλά νερό δεν ήπιε! Περίμενε λίγο και μετά απόλαυσε το δροσερό δώρο.
   Ξεκουράστηκε, γονάτισε και φορτώθηκε το τεράστιο, μακρύ βαρύ και άβολο ξύλο. Στην προσπάθεια του να το σηκώσει βόγκηξε, μούγκρισε σαν βόιδι! Ζύγισε τον τεράστιο κορμό στον ώμο του και συνέχισε προς τον Τάνο. Μετά θα πήρε τον ανήφορο προς τα Ρουνέικα. Το ξύλο αυτό το χρησιμοποίησε για κορφιά για τη στέγη του καλυβιού του.
   Βάρεσε το κουδούνι τα παιδιά μπήκαν στην τάξη. Σίγουρα το μυαλό τους θα ήταν έξω σ΄ αυτό που είχαν αντικρύσει νωρίτερα και το θυμόνταν σε όλη τους τη ζωή.
   Από τον Πάρνωνα – Μαλεβό μέχρι τα Ρουνέικα ήταν περίπου έξι μέχρι επτά ώρες πεζοπόρου. Φανταστείτε πόσες ώρες έκανε με το δύσκολο αυτό φορτίο μέσα από τα κακοτράχαλα μονοπάτια!
   Αυτά μου τα διηγήθηκε ένας καλός φίλος που τότε ήταν δεκάχρονο παιδάκι. Θυμόταν λεπτομέρειες μετά από εξήντα χρόνια.
  Αναρωτηθήκαμε που βρήκε τη δύναμη, τη θέληση και το κουράγιο να πραγματοποιήσει αυτόν τον άθλο; Η ανάγκη και η πίστη στις δυνάμεις του βοήθησαν τον οπαδό του Επίκουρου, του Βάκχου και του Διόνυσου να φέρει σε πέρας το δύσκολο έργο. Τότε Παιδεύονταν οι άνθρωποι στην χαμοζωή τους.

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

ΌΧΙ ΣΤΟ ΦΟΒΟ...




     





              Γράφει
 ο Παναγιώτης Ευαγ.  Βέμμος

                            ΌΧΙ  στο φόβο, το μίσος και το ρατσισμό.

   Ποτέ οι κοινωνίες δεν ήταν κλειστές κάστες, πάντα υπήρχε η επικοινωνία, οι εμπορικές ανταλλαγές και οι πολιτιστικές επιδράσεις ακόμη και σε δύσκολες εμπόλεμες καταστάσεις. Ο διαχωρισμός ντόπιος ή ξένος μπορεί να έπαιρνε κάποιες ακραίες μορφές, όμως αργά ή γρήγορα ξεπερνιόταν και συνεχιζόταν μια ομαλή συμβίωση.
   Όπως μαρτυρεί ο ρήτορας Ισοκράτης, οι Έλληνες εκείνης της εποχής, προχώρησαν ένα ακόμη βήμα μπροστά, ξεπέρασαν την καταγωγή και θεώρησαν Έλληνες όσους είχαν ελληνική παιδεία. Αυτή την αρχή ο ελληνισμός τήρησε και επιβιώνει εξελίσσοντας διαχρονικά τη γλώσσα, τις παραδόσεις του αρκετές φορές μέσα σε πολυεθνικούς κρατικούς σχηματισμούς. Η αλλαγή θρησκείας από το δωδεκάθεο στο μονοθεϊσμό μπορεί να επηρέασε αλλά δεν άλλαξε την αντίληψη αυτή.
   Μια κοινωνία με ισχυρή πολιτιστική παράδοση δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από τους ξένους, αντίθετα μπολιάζεται από θετικά στοιχεία που φέρουν και προχωρά μπροστά. Αυτή την πραγματικότητα επιβεβαιώνουν μια σειρά ιστορικά στοιχεία από την αρχαία, την μεσαιωνική και τη νεότερη ιστορία μας. Ο οικουμενικός ελληνισμός δεν ήταν εθνικιστικός και σοβινιστικός. Επηρέασε και επηρεάστηκε από τους Ανατολικούς λαούς τους Ρωμαίους, το Ισλάμ και το δυτικό ρεύμα της Αναγέννησης. Η νεότερη ιστορία του έχει αρκετά τέτοια στοιχεία.



             « Θρήνος» έργο ζωγράφου  Κων. Ν Μαλλιά Μουσείο Καλαβρύτων.



   Να θυμίσουμε τον Ρήγα τον Βελεστινλή, έτσι υπέγραφε ο ίδιος, γνωστός ως Φεραίο, προσωνύμιο που του πρόσαψαν αργότερα μεγαλοιδεάτες κοντυλοφόροι. Ο Ρήγας καλεί όλους τους βαλκανικούς λαούς σε εθνικό, απελευθερωτικό αγώνα  για να αποτινάξουν τον ζυγό της οθωμανικής κυριαρχίας. Συντάσσει σύνταγμα με βασική αρχή την ισότητα ατομική και φυλετική. Αυτή την αρχή τίμησε και η Φιλική Εταιρεία, που ιδρύθηκε από Έλληνες αλλά δεν περιορίστηκε σε αυτούς. Μαρτυρείται πως μέλη της έγιναν Σέρβοι και Βούλγαροι, Ρουμάνοι και Αρβανίτες. Ποιος θεωρεί τους Σουλιώτες με αρβανίτικη καταγωγή ότι δεν είναι Έλληνες ; Άλλωστε και στην Επανάσταση έχουμε τέτοια παραδείγματα. Ο Καραγεώργης, ο ιστορικός αρχηγός της Σερβικής Επανάστασης υπήρξε Φιλικός, βρέθηκε το ’21 στα Τρίκορφα και πολέμησε στη μάχη της Γράνας. Ο Χατζημιχάλης, που ίδρυσε το 1825 την πρώτη ίλη του ελληνικού ιππικού ήταν Βούλγαρος. Η τούρκικη οικογένεια Αρναούτογλου της οθωμανικής Τριπολιτσάς, που ήταν όπως δείχνει το όνομα αρβανίτικης καταγωγής προχώρησε στην Επανάσταση και παρέμεινε στην απελευθερωμένη Ελλάδα.
   Αυτοί που πρόσφατα φώναζαν στους δρόμους «Αλβανέ, Αλβανέ δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ » δε γνωρίζουν την ιστορία ή κυριευμένοι από το φόβο, που διοχετεύουν φασιστικές οργανώσεις, σπέρνουν το μίσος ανάμεσα στους λαούς.
   Πατριωτισμός είναι η αγάπη για την πατρίδα και όχι το μίσος για την πατρίδα των άλλων. Όταν κυριαρχεί το μίσος για την πατρίδα των άλλων τότε γίνεται εθνικισμός , σοβινισμός και δυστυχώς αυτό  ως έθνος το έχουμε πληρώσει ακριβά. Η μικρασιατική καταστροφή αποτελεί το τρανότερο παράδειγμα, όπου η εθνικιστική έξαρση της Μεγάλης Ιδέας έγινε η μεγαλύτερη τραγωδία του νεότερου ελληνισμού.
    Στο όνομα του εθνικισμού οι φασιστικές δυνάμεις του τόπου οδηγήθηκαν στη συνεργασία με τα φασιστικά ναζιστικά στρατεύματα στην Κατοχή και οδήγησαν χιλιάδες πατριώτες στα εκτελεστικά αποσπάσματα και στην αποδοχή της επέκτασης της Βουλγαρικής ζώνης Κατοχής στη Μακεδονία. Οι ίδιες δυνάμεις στη Κύπρο οδήγησαν τον « Αττίλας » και κατέλαβε το 40% του νησιού αλλά και σε χιλιάδες αγνοούμενους και πρόσφυγες. 


   Αυτά τα λόγια ειπώθηκαν για να κατανοήσουμε πού οδηγούμαστε όταν μας κυριεύει ο εθνικισμός και σπέρνουμε αφειδώς το μίσος ανάμεσα στους λαούς. Μπορεί πρόσκαιρα κάποιες διεφθαρμένες κυβερνήσεις και πολιτικές δυνάμεις να επιβιώνουν στηριζόμενες στις μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες αύριο όμως θα ξεχάσουν εξυπηρετώντας τα δικά τους συμφέροντα.
   Είναι επικίνδυνο να προωθούνται οι ιδέες αυτές στη νέα γενιά, ενώ η πολιτική και πνευματική ηγεσία του τόπου υποβαθμίζει το φασιστικό κίνδυνο και δεν τον αντιμετωπίζει άμεσα ιδεολογικά και πολιτικά, υποκινούμενη από άγνοια κινδύνου ή καιροσκοπισμό.

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018

Η ΛΟΥΛΟΥ.









Γράφει ο 
Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης. ©


     Ορεινή Κυνουρία, δυο εργάτες μοχθούσαν για τον επιούσιο κάτω από τον καυτό ήλιο κτίζοντας ένα πέτρινο τοίχο. Κτίστης ο μαέστρος της πέτρας ο μπάρμπα Γιώργης και αποδώτης ο γείτονας και φίλος του ο Γιάννης. Ο Αποδώτης φρόντιζε για τη λάσπη και έσπαζε με τη Βαριά τις μεγάλες πέτρες. ο Μάστορας με το ματρακά τις καθάριζε και με το χτένι τις διαμόρφωνε. Έτσι δαμαζόταν η αρχέγονη πέτρα « βγαλμένη» από το Ξεροκάμπι. Μετά τις τοποθετούσε με τέχνη ρίχνοντας ενδιάμεσα τη λάσπη και έτοιμο το έργο.
   Ένα παιδάκι κοκκαλιάρικο και αναποδιασμένο έφερε το κολατσιό του πατέρα του μαζί με ένα μπουκαλάκι Αγιαννίτικο κοκκινέλι. Ο Μάστορας απάντησε στο χαιρετισμό του παιδιού με ένα πλατύ χαμόγελο. Ο μικρός τον σεβότανε αλλά τον κούραζε ζητώντας να του διηγείται ιστορίες από την Κατοχή και από την αιχμαλωσία του στα στρατόπεδα εργασίας στη Γερμανία. Σήμερα του ζήτησε άλλα! Μπάρμπα Γιώργη τώρα που θα τρώτε με αφήνεις να φτιάξω δυο πέτρες; ©


                Κτίσιμο πέτρινου σπιτιού στο Άστρος αρχές δεκαετίας του 1950.

   Ο καλός αυτός άνθρωπος του είπε: « Πάρε τα εργαλεία και προσπάθησε, πρόσεχε τα δάκτυλα σου.» Συγχρόνως του «έδειξε » τα νερά της πέτρας και κάθισε να κολατσίσει. Ο μικρός παιδεύτηκε αρκετά και ψηλοκατάφερε να λειάνει τις πέτρες. Τις έδειξε στους ανθρώπους του με καμάρι και περίμενε επιβράβευση.
Αντί να εισπράξει επαίνους και επιβεβαίωση οι ήρωες της εργασίας τον φώναξαν κοντά τους και τον ορμήνεψαν να «Μάθει Γράμματα». Ο Μάστορας το καρότο ο πατέρας το μαστίγιο. Ο πρώτος :« Παιδί μου η δουλειά αυτή είναι παιδεψήλα να προσπαθήσεις στο σχολειό ώστε αργότερα να σπουδάσεις». Ο πατέρας: «Αν ξαναπιάσεις στα χέρια σου ματρακά, χτένι ζύγι, αλφάδι και μυστρί θα έχουμε ντράβαλα κατάλαβες;»
   Ο Αιθεροβάμων δυσαρεστήθηκε και κάθισε ποιο πέρα βγάζοντας από τη τσέπη του δυο σελίδες από το ΒΗΜΑ της περασμένης Κυριακής. Το απόκομμα αναφερόταν στην συντριβή των κομμουνιστοσυμμοριτών…. Άφησε τη φαντασία του να τρέξει στις κορυφογραμμές του Γράμμου. Περίμενε να πάρει τα πράγματα και να φύγει για το σπίτι. Μουρμούρισε « Κανονικά εσείς οι εργάτες έπρεπε να ψηφίζετε ΚΚΕ με τα μπούνια ». Φράση Βαριά και απαγορευμένη για την εποχή.
    Ο Μάστορας είχε πλησιάσει άκουσε τον μονόλογο του. Ο μικρός του έδωσε την εφημερίδα δείχνοντας του την φωτογραφία. Ο άνθρωπος σκοτείνιασε και είπε στο παιδί χαμογελώντας πικρά με νόημα: « Είναι σωστό αυτό που είπες αλλά εγώ δεν μπορώ να το ψηφίσω γιατί όταν υπηρετούσα την θητεία μου στο Γράμμο, οι κομμουνιστές μου έκαναν κου -κου- κου με τα πολυβόλα! » Ο μικρός άρπαξε την ευκαιρία και τον ρώτησε που και πως βρέθηκε στρατιώτης στο Γράμμο αφού ήταν αιχμάλωτος στη Γερμανία !
   « Όπως σου διηγήθηκα την προηγουμένη φορά είμαστε τυχεροί που γυρίσαμε με πολλές ταλαιπωρίες από τα Γερμανικά κάτεργα. Θυμάσαι την ιστορία με τον Τάσσαρο, το βόδι και το σπαθί; Ευτυχώς δεν πέθανε κανένας Αγιαννίτης. Μόνο ο Γιώργης ο Καπότας χάθηκε μάλλον περιπλανήθηκε στην Κεντρική Ευρώπη και επέστρεψε μετά από χρόνια.
   Έπρεπε να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία. Παρουσιάστηκα το 1947. Τότε ήταν ο Ανταρτοπόλεμος. Από την Αρκαδία είμαστε σαράντα άτομα. Πεντέξι είμαστε πρώην κατάδικοι στα στρατόπεδα των γερμανών και οι υπόλοιποι ήταν αριστεροί, Μακρονησιώτες. Είχαν υπογράψει δήλωση και τώρα υπηρετούσαν την θητεία τους. Πολεμήσαμε στην πρώτη γραμμή στο Γράμμο και στο Βίτσι. Όπως καταλαβαίνεις όλους μας είχαν για σκότωμα.


Όρχος ασθενοφόρων του αστικού στρατού στην περιοχή της Φλώρινας. Εδώ υπηρετούσε σαν οδηγός τους ένας άλλος συμπατριώτης μας. ©
 
   Οι αντάρτες σε αυτά τα βουνά έπαιζαν το τελευταίο τους χαρτί. Ήταν οργανωμένοι σε γραμμές άμυνας. Είχαν πολυβολεία και οχυρωματικά έργα. Ήταν καλοί μαχητές ακόμα και οι γυναίκες πολεμούσαν με πείσμα και γενναιότητα . Ας λένε ότι ήταν μπουλούκια και άτακτοι. Εμένα να ρωτήσεις που μας θέρισαν πολλές φορές.
  Ας αναφέρω ένα από τα πολλά συμβάντα. Όταν καταλάβαμε ένα λόφο με βαριές απώλειες, βρήκαμε καμένη από Ναπάλμ γερμένη πάνω στο πολυβόλο της μια νεκρή κοπέλα. Δίπλα της είχε πέσει ο γεμιστής του πολυβόλου που ήταν ένα αμούστακο παιδί γύρω τα δεκαέξι. Μας είχαν κρατήσει δυο μέρες και είχαμε υποστεί απώλειες μέχρι που τους βομβάρδισε η αεροπορία. Πρέπει να ήταν και άλλοι που με κάποιο τρόπο γλύτωσαν.
  Από τους σαράντα γυρίσαμε ζωντανοί οι ένδεκα όπως προείπα όλοι καταγόμαστε από την Αρκαδία εκτός από έναν Αθηναίο. Ήταν ένα πολύ ψηλό αδύνατο παιδί με γυαλάκια. Είχε μακρόστενο πρόσωπο και ήξερε πολλά γράμματα. Ήταν ο γραφέας του λόχου μας. Τα χέρια του ήταν πολύ λεπτά με μακριά δάκτυλα σημάδι ότι δεν είχε πιάσει ποτέ του φτυάρι και ξυνιάρι. Ήταν ευαίσθητος δεν άντεχε τις κακουχίες. Τον προσέχαμε γιατί ήταν καλό παιδί. Το επάγγελμα του ήταν Αρχιτέκτονας ή Ζωγράφος τέλος πάντων κάτι τέτοιο.
  Το παράξενο ήταν ότι είχε μαζί του ένα σκυλάκι. Ένα λευκό από αυτά του σαλονιού, μια Λουλού! Τη λουλού την αγαπήσαμε όλοι εκτός από τον αγριάνθρωπο το λοχαγό μας που ήθελε να το διώξει ή να το σκοτώσει με το πρόσχημα ότι αν γάβγιζε θα μας πρόδιδε στον εχθρό. Έλεγε στο παιδί να το πετάξει ειδάλλως θα βγάλει το μπιστόλι του να το εκτελέσει. Εκείνο λούφαζε στον κόρφο του αφεντικού του και δεν γάβγιζε ποτέ. Όταν καταλάβαινε άνθρωπο τράβαγε το αφεντικό του από το παντελόνι γρύλιζε σιγά και μας έδινε σήμα!
   Ανεβαίναμε ακροβολισμένοι σε μια πλαγιά δίπλα από ένα ποταμάκι. Οι Αντάρτες μας έβαλαν με όλμους και βαριά πολυβόλα κάποιοι τραυματίστηκαν και σκοτώθηκε ο συνάδελφος από την Αθήνα. Τον θάψαμε πρόχειρα δίπλα στο ποταμάκι. Το σκυλάκι έκλεγε συνέχεια πάνω στον τάφο του αφεντικού του. Όταν φεύγαμε κάποιος πήγε να το πάρει κοντά του. Εκείνο έφυγε κλαίγοντας και κρύφτηκε στα πυκνά φυλλώματα. Μας έκαψε την καρδιά η συμπεριφορά του ζωντανού και όχι τόσο ο θάνατος του ανθρώπου γιατί είχαμε αρχίσει να τον συνηθίζουμε...
   Όταν τελείωσαν οι επιχειρήσεις αποδεκατισμένοι και τσακισμένοι από την κούραση σταματήσαμε στο σημείο που είχε σκοτωθεί ο συνάδελφος. Με έκπληξη αντικρίσαμε πάνω στον τάφο του κομμάτια δέρματος, τρίχες και κόκκαλα από το σκυλάκι. Είχαμε δει τον χάρο με τα μάτια μας. Είχαμε χάσει πολλούς συναδέλφους. Είχαμε αγριέψει και σκληρύνει πολύ. Μπροστά στην συγκινητική αυτή εικόνα κάποιοι δακρύσαμε. Ένας συνάδελφος παρ΄ όλη την κούραση του έβγαλε τα σκαπανικά του και έσκαψε ένα πρόχειρο μικρό μνήμα όπου έθαψε τα λείψανα από το σκυλάκι δίπλα από τον τάφο του αφεντικού του. ©


                                                  Μικρόσωμο σκυλάκι

    Μεγάλη η συγκίνηση που μας χάρισε το πιστό και αφοσιωμένο ζωντανό. Όπως γνωρίζεις στην αιχμαλωσία με τον αδελφό μου το Μήτσιο είχαμε τραβήξει πολλά… εδώ όμως λύγισα…. Μερικοί σκουπίσαμε με τρόπο τα μάτια μας. Ο λοχαγός, ο αγριάνθρωπος μαλάκωσε για λίγο δεν είπε τίποτα και μας κοίταζε σαν χαμένος.
   Παιδί μου σου εύχομαι να μην ζήσετε ποτέ πόλεμο. Ο μικρός πρόσεξε ότι τα μεγάλα κατακάθαρα μάτια του μάστορα ήταν βουρκωμένα. Ο μάστορας άρπαξε το ματρακά και συνέχισε την ειρηνική εργασία του. Την πάλη με την αρχέγονη πέτρα.