Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

ΤΙΜΙΟΣ ΜΈΧΡΙ ΘΑΝΆΤΟΥ.























                Γράφει  
 Ο Γεώργιος Αλκ. Διαμαντάκος
       
 Σαράντος Γεωργουλής του Δημητρίου. γεννήθηκε το 1924. Σπούδασε στο μικρό Πολυτεχνείο, μηχανικός, τοπογράφος, υδραυλικός, ηλεκτρολόγος, ηλεκτρονικός. Φωτογράφος ερασιτέχνης. ►1
Στην κατοχή, τραυματίστηκε με μια κλεμμένη Γερμανική μηχανή που συγκρούστηκε με Λεωφορείο, μένοντας σοβαρά βαρήκοος. Στο ατύχημα θεωρήθηκε νεκρός. Τον αναγνώρισε μια κοπέλα επιβάτης. Της επέτρεπε να περνάει και να πηγαίνει να βλέπει το γιατρό πατέρα της σε ένα αντιστασιακό στρατόπεδο. Αυτός τον πήρε, και μετά από 15 μέρες σε κώμα συνήλθε!
 Κάθε Χριστούγεννα, απόκριες και γενικά γιορτές, όταν ερχόταν στο χωριό, ερχόταν γεμάτος παιχνίδια που η διαδικασία μοιράσματος στα παιδιά ήταν γι αυτόν η μέγιστη χαρά!


            Ο Σαράντος Γεωργουλής ΑΡΧΕΙΟ Γεωργίου Αλκ Διαμαντάκου.

Επί ΕΡΕ διορίστηκε στην Νομαρχία Λιβαδειάς. Κάποια στιγμή ο Καραμανλής ζητάει από τον Νομάρχη Σαμπατακάκη να αναλάβει την νομαρχία Αρκαδίας. Ο Νομάρχης δέχεται, υπό τον όρο να πάρει μαζί του και τον μηχανικό Γεωργουλή. Έτσι κι έγινε.
 Στην Αρκαδία άρχισε να παράγει έργο. Χάραξε πολλούς δρόμους, όπως το δρόμο Λεωνιδίου Βασκίνας, στο οροπέδιο Παλιόχωρας Λεωνιδίου. (ο επιστάτης του εργοταξίου, πήρε το παρατσούκλι Γεωργουλής, επειδή όταν τον έβλεπαν να έρχεται κοντά τους οι εργάτες έλεγαν: «έρχεται ο Γεωργουλής!».
Στην Νομαρχία είχε τοποθετηθεί και υπεύθυνος υλικού (για τα μηχανήματα και οχήματα..) Ανακάλυψε όμως ότι υπήρχαν... τρωκτικά...
 Έτσι στο δρομολόγιο για υπόδειξη οδηγιών διάνοιξης δρόμου στον μπολντοζιέρη, στου Κουλουρά το χάνι σκηνοθετήθηκε ατύχημα από τον οδηγό του τζιπ και τον μπολντοζιέρη. Τιμωρήθηκαν με κάτι λίγα χρόνια με αναστολή. ►2 
 Ήταν το 1963 και ο Σαράντος μόλις 39 ετών... Έτσι χάθηκε ο Σαράντος του Καστρίου. Ο Νομάρχης εξ αιτίας αυτού του γεγονότος εγκατέλειψε την πολιτική σκηνή.

  ΣΧΟΛΙΑ Παν. Ι.Δ. Βλαχάκη.
►1 Διάβασα στο διαδίκτυο ένα κείμενο του Βασίλη Κοσμά Αναφέρεται https://www.facebook.com/basiles.kosmas/posts/2261211647265343 στον γείτονα του τον Σαράντο Γεωργουλή. Τα γραφόμενα συγκίνησαν και με γύρισε πολλά χρόνια πίσω. Τα καλά έργα του Σαράντου τα έβρισκα μπροστά μου και τολμώ να πω ότι διδάχτηκα κάποια πράγματα μέσω του φίλου μου και ανιψιού του του Γιώργου. << Γιώργο που ξέρεις αυτά τα εξεζητημένα πράγματα στα Ηλεκτρονικά και στα Ηλεκτρολογικά; Τι στο καλό οικονομικά σπούδασες; «Μου τα δίδαξε ο θείος μου ο Σαράντος.»  Πως χειρίζεσαι τις φωτογραφικές μηχανές και γιατί « τραβάς» με αυτό τον παράξενο τρόπο; Ακόμα και πρωτόγονα σέλφυ τράβαγε ο Γιώργος!!  « Μου τα δίδαξε ο θείος μου ο Σαράντος.» ξέροντας την θλιβερή ιστορία δεν τον ρωτούσα παραπάνω.  Τώρα τον έπεισα να γράψει δυο αράδες στη μνήμη του σημαντικού, τίμιου και καλού ανθρώπου που τον δολοφόνησαν τα λαμόγια της εποχής.

 ►2  Ένα θα προσθέσω ακόμα αυτός που τον «απεγκλώβισε»  – ο Σαράντος ήταν πλέον νεκρός - ήταν ο αγαθός γίγαντας ο Αγιαννίτης ο Οδυσσέας Σ. Ο Σαράντος ήταν άτυχος γιατί το χωράφι που έβγαζε βίκο με την οικογένεια του ήταν μακριά και ο λεβέντης άργησε να φτάσει στον τόπο του ατυχήματος. Έβαλε την πλάτη του και γύρισε το Τζιπ φυσικά τον βοήθησαν και οι δολοφόνοι αφού είχαν κάνει το αποτρόπαιο έργο τους. Να μην επεκταθώ σε λεπτομέρειες. Ας αναπαύονται εν ειρήνη.

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

ΑΛΩΝΙΣΤΙΚΉ ΜΗΧΑΝΉ.




+ Dem. Perdikaris
θηρεατις γη 2012  ►1  ΣΤΗ ΜΝΉΜΗ ΤΟΥ
       
Επιμέλεια
Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης.
    Ιούλιος 2019

   Καλοκαίρι του1982 στην Αμυγδαλιά Κυνουρίας με την Αλωνιστική του Μπούμπα. Η Αμυγδαλιά , το Πηγάδι, είναι δυο χωριουδάκια φτιαγμένα την εποχή της Τουρκοκρατίας ακριβώς πάνω από το πέλαγος νότια του Λεωνιδίου πιο συγκεκριμένα είναι εκεί που αγγίζει ο Μαλεβός μας την θάλασσα . Δεν είναι παραλιακά χωριά με την έννοια ότι είναι ψηλά πάνω από τα απόκρημνα βράχια του Μαλεβού στο Μυρτώο πέλαγος ...»


Αλωνιστικό συγκρότημα ΠΡΟΟΔΟΣ. Μίλης-Φάκλαρης κατόπιν Αντώνη Φάκλαρη.
  Μετά το Πηγάδι με μονοπάτι κατεβαίνεις στο Λογγάρι το οποίο είναι πιο κοντά στην θάλασσα . Για να φτάσεις εκεί περνάς από Τσιτάλια, Πελετά, πιστεύω πως όλοι μας γνωρίζουμε την ορεινή περιοχή νότια του Λεωνιδίου . Κοσμάς, Ελωνα, ο ορεινός δρόμος για Λακωνία εκεί βρισκόμαστε λοιπόν δυο Αλωνιστικά συνεργεία του «Μπούμπα» και του  «Παντού».
  Τα θεμωνοστάσια περίπου εκατό μέτρα απόσταση το ένα από το άλλο. Το κακό της περιοχής εκείνης είναι ότι πάσχει από νερό, κατά τ αλλά είναι κι αυτή η περιοχή ανάσα του Θεού στην γη, με πελώριο Ήλιο στην Ανατολή του και την είναι κι αυτή η περιοχή ανάσα του Θεού στην γη, με πελώριο Ήλιο στην Ανατολή του και την πιο γλυκιά μεσημεριανή αύρα του Μπάτη, παρ όλο που βρισκόμαστε ψηλά η δροσιά του μεσημεριού είναι απερίγραπτη.
   Τα χωριά αυτά ξεκίνησαν από οικογένειες που έφτασαν εκεί μετά τις καταστροφές στα Κύθηρα. Μας έγινε γνωστό άμεσα είναι πολύ σκληροτράχηλοι και κρατούν τις παλιές μας συνήθειες και έθιμα, με αλλά λόγια γλυκοματιές Γιοκ...
   Όταν φτάσαμε στην Αμυγδαλιά ήταν περίπου τρεις με τέσσερις το απόγευμα και εγώ με τον Μπούμπα είμαστε οι πρώτοι γιατί εγώ πήγαινα μαζί του όταν μετακινούσαμε την μηχανή. Έβαζα τάκους κ.λ π. όπου χρειαζόταν στον δρόμο γιατί η μεταφορά της μηχανής ήταν πολύ δύσκολη, ειδικά σε δρόμους μονοπάτια.. και πιο χειρότερα ορεινούς. Παράδειγμα Λεωνίδιο, Αγιώργη Άγιου Ανδρέα μας έπαιρνε σχεδόν 18 ώρες. Τον περισσότερο δρόμο σχεδόν τον περπατούσα στην μηχανή η απλά κρεμόμουν από την σκάλα πριν το Μπαλαριστικό.
Το Μπαλαριστικό το έφερνε άλλο τρακτέρ, από πιο γρήγορη διαδρομή. Φτάνουμε λοιπόν στην Αμυγδαλιά εγώ κι ο Μπάρμπα Σταύρος απογευματάκι. Σταματήσαμε έξω απ το χωριό, περπατήσαμε στο καφενεδάκι του μπάρμπα Γιάννη. Κλασικό καφενεδάκι μικρού χωριού με το τουράκι του, δυο τρία σιδερένια στρογγυλά τραπεζάκια μια μουριά στην μέση, αυτά.


 Αλωνιστικό συγκρότημα Σταύρου Μίλη – Μπούμπα Ανατολικός Πάρνωνας.
   Ο Μπούμπας μπήκε μέσα άρχισε τους χαιρετισμούς τα καλωσορίσματα και τα συναφή. Εγώ ξεραμένος από τον ήλιο και την κάψα είδα μια στέρνα ή πηγάδι. Δεν ήμουν σίγουρος για το τι ήταν στο απέναντι σπίτι στη γωνιά του κάτω από τον ρέφτη. Μυρίσθηκα νερό γιατί είδα την τέσα με την τριχιά να είναι κρεμασμένη στον τοίχο. Βουρ στο νερό γεμίζω την τέσα και την αδειάζω με μιας στο κεφάλι μου!!
   Αστραπές βροντές και καταποντισμός από τον Μπούμπα λες και σκότωσα κανέναν. Γρήγορα μου λέει κρέμασε την τέσα και χάσου! Μου δώσε μια πορτοκαλάδα. Φύγε μου λέει για την μηχανή αν μας πάρουν χαμπάρι θα μας γδάρουν! Να πω την αλήθεια φοβήθηκα γιατί μου τα λέγε πολύ σοβαρά. Τα πόδια στο κεφάλι, πήγα στην μηχανή, κάπου βρήκα ένα ίσκιο σε μια γκορτσιά δίπλα και την άραξα.

   Πέρασε πολύ ώρα και δεν φαινόταν κανένας ούτε ο Μπούμπας, ούτε ο Μιχάλης με το μπαλαριστικό, ούτε ο Βασίλης ο Μπούμπας, με το  Unimog και το συνεργείο. Τι διάβολο λέω « τι κάνω εδώ το κουτάβι της μηχανής έγινα;» Πήρα λοιπόν το δρόμο για το καφενείο πάλι, αν ήταν να με ξυλοφορτώνανε θα το είχαν κάνει κι 'όλας. Μόλις έφτασα κατάλαβα πως το αφεντικό τα έτσουζε με τους ντόπιους κι από δω παν κι άλλοι.
   Τον καιρό εκείνο ήταν το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου και ο Βασίλης αγρό είχε αγοράσει στα Τσιτάλια σε μια ταβέρνα και κοίταγε αγώνα. Ο Μιχάλης δεν θυμάμαι γιατί είχε αργήσει, αλλά από ότι ειπώθηκε μετά το σχέδιο ήταν για την επόμενη αλλά και πάλι η μηχανή έπρεπε να μπει στο θεμωνοστάσιο.
   Έπρεπε να την ισορροπήσουμε ( αλφαδιάσουμε ) να την τακάρουμε και όλα τα συναφή που χρειάζονται για να μπορεί να δουλεύει. Πρέπει να είναι σε ένα επίπεδο η τροχαλία, το τρακτέρ η μηχανή και το λουρί που τις δίνει ενέργεια για να δουλέψει.
   Τι κανείς εδώ; Μου λέει ο Μπούμπας, γιατί δεν είσαι στο θεμωνοστάσι; Του απάντησα ότι δεν έχει έρθει κανένας και πως η μηχανή είναι εκεί μέσα την μέση το δρόμο. Tο καφενείο ήταν επίσης και το τηλεφωνείο του χωριού. Παίρνει τηλέφωνο στο χασάπικο και προεδρικό μέγαρο της κοινότητας στα Τσιτάλια και βρήκε τον Βασίλη ακόμα εκεί.
   Έπρεπε να πάρει κρέας και τυρί από εκεί και κάτι άλλα που χρειάζονταν ο CHEF DE CUISINE Michelin star ΖΟΡΖ ΛΙΛΗΣ. Τον βρήκε ακόμα εκεί λοιπόν να βλέπει ποδόσφαιρο και άρχισε ο εξάψαλμος…. Από ότι κατάλαβα οι μεγαλύτεροι του συνεργείου το είχαν ξεδιψάσει με τον Διονυσιακό χυμό που είναι τέλειος σε εκείνα τα μέρη. Χασαποταβέρνα, τουλουμοτύρι και γιδότοπος τα Τσιτάλια. Παράδεισος για στάση με άλλα λόγια και το ποδόσφαιρο τους βόλεψε μια χαρά. Θα αλωνίζαμε πρώτα  εκεί μετά την Μυγδαλιά και το Πηγάδι.


         Φαγητό στο συνεργείο ΠΡΟΔΟΣ Φωτο  + Κώστας Μπακούρης.
   Μετά το κατσάδιασμα του Βασίλη άρχισε τον υπαρχηγό του συνεργείου τον μπάρμπα Μήτσο Β. Καψάλη ή «Σκύλινο» η Τσίτσα ( ας με  συγχωρέσουν όλοι τους για τα παρατσούκλια αλλά έτσι είμαστε όλοι πιο γνωστοί μεταξύ μας) τα άκουσε κι ο Σκύλινος .
   Μετά από το τελευταίο κατοστάρι – κρασί - κινήσαμε για την μηχανή. Την φτάσαμε στο θεμωνοστάσι και αρχίσαμε τα προκαταρκτικά. Δεν είχαμε όλα τα εργαλεία γιατί αυτά τα έφερνε το κάναμε ότι μπορούσαμε. Τοποθετήσαμε το τρακτέρ απέναντι απ την μηχανή κτλ και τώρα;
   Άρχισε να σουρουπώνει και έπρεπε να βρω μεριά να στήσω το τσαντίρι μου και την κρεβατοκάμαρα μου. Ήταν το τελευταίο θεμωνοστάσιο που έστησα την σκηνή μετά από εκεί υιοθέτησα άλλο σύστημα κρεβατοκάμαρας πιο γρήγορο και πιο απλό. Γιατί μετά από εκεί κανά δυο άλλοι νεανίες που είχαν έρθει κι αυτοί στην μηχανή τα βροντήξανε και έφυγαν, κι έτσι δεν έλεγε μονάχος μου να στήνω σκηνή και να κοιμάμαι μακριά από τους άλλους κτλ, άσε που κάθε φορά όλο και κάτι γινότανε και το αντίσκηνο ήταν σε λάθος μέρος. 
   Αφού βολιδοσκόπησα την κατάσταση και βρήκα το κατάλληλο μέρος έστησα το τσαντίρι και έστρωσα για να κοιμηθώ μου φαινόταν κάπως παράξενα από την μια ήταν ακόμα νωρίς. Από την άλλη ήμουνα μονάχος μου. Το αφεντικό είχε φύγει για το χωριό με βασάνιζε το γουργουρητό από την πείνα. Με την τρομάρα που μου είχε περάσει για τους ντόπιους ο Μπούμπας ούτε καν κοίταζα για καμιά συκιά ή αμπέλι ή καμιά αχλαδιά να κάνω επίθεση!
…Κοιτάζοντας νωρίτερα για το που να στήσω το τσαρδί μου είδα τα άσβηστα ίχνη της κουζίνας στο θεμωνοστάσι κάτω από μια γκορτσιά. Ήταν φανερό πως εκεί στήνανε κάθε χρονιά την τραπεζαρία. Σκέφτηκα πως θα είναι το πιο κατάλληλο να ανάψω φωτιά και έτσι έγινε. Βρήκα τα λιθάρια ολόγυρα σ ένα λακκάκι και σίγουρος μάζεψα κλαριά και άλλα ξερά και άναψα φωτιά επίσης τα λιθάρια- καρέκλες - ήταν κι αυτά στην θέση τους από άλλες χρονιές κι έτσι την άραξα, με το «ΤΕΛΕΙΟΝ »Αφοί Καρέλια σε κούτα παρακαλώ το οποίο το είχα ψωνίσει στα Τσιτάλια.
Πράγμα σπάνιο από ότι μου εξήγησαν μετά οι μεγαλύτεροι, αλλά για καλή μου τύχη η κακή πάρτο όπως θες έβγαζε τσιγάρα σε κούτες ακόμα το «ΤΕΛΕΙΟΝ » . Στο Τσιταλιώτικο μπακάλικο που τ αγόρασα τα έφερναν γιατί ήταν τα πιο εμπορεύσιμα. Τα κάπνιζαν οι πιο πολλοί και βασικά «οι τσελιγκάδες» που δεν κατέβαιναν συχνά στο χωριό.
   Φαντάσου φάση. ένας δεκαεπτάχρονος σε μπακάλικο χωριού να ζήτα απ τον μπακάλη GAULOISE εεε παναγιά μου κουλτουριάρηδες της Οκάς!!! Ο γέροντας μου έλεγε: έχω «ΤΕΛΕΙΟΝ » « ΑΓΡΙΝΙΟΥ» σε κούτα, « Έθνος», « Καρέλια», «22» και το πιο μοντέρνο « Παλλάς» που πρέπει να το είχε εικοσαετία στο ράφι! Δεν υπήρχε, ούτε « Άσσο σκέτο», ούτε «ΣΑΝΤΕ »τι διάολο τελείως ξεχασμένοι στο χρόνο αυτοί οι Τσάκωνες...
   Τέλος πάντων δραχμαί 12 η κουτά του «Αγρινίου» και με δραχμαί 36 αγόρασα τρεις κούτες  το έτος του κυρίου 1982 τα πιο φτηνά τσιγάρα που αγόρασα πότε στην ζωή μου αλλά ούτε ξαναβρήκα «κούτα» πουθενά αλλού. Το ωραίο ήταν πως θα μπορούσα να τριπλασιάσω τα λεφτά μου γιατί όλοι ΄θελαν να τις αγοράσουν από μένα. Κουλτούρα στο φουλ.. την μια την έδωσα (άδεια βέβαια) στον καλό μου φίλο τον Γιώργο Ροζολή μετά από καιρό όταν τελείωσε το αλώνισμα και είχα γυρίσει στον Γιαλο.
   Φουμάριζα και ρέμβαζα και κοίταγα μακριά προσπαθώντας να διακρίνω την θάλασσα αλλά δεν γινόταν παρ όλο που την μυρωδιά της την έφερνε ο αέρας λες και ήταν στα πόδια μου. Όσο σουρούπωνε και πιο πολύ τόσο πέραν μορφή και σημασία τα πάντα γύρω μου τα δέντρα γίνονταν ξωτικά, τα τραγοκούδουνα οι Ανεραΐδες και όλα τα καλούδια πήγα στο αντίσκηνο. Κάπου στα μπογαλάκια μου είχα λίγο λιβάνι και κάτι ψίχουλα από πρόσφορο που μου είχε «βάλει κοντά» η γιαγιά μου η Μαρίκα. Αφού αρματώθηκα κι εξοπλίστηκα σίγουρος πως δεν μπορούν να με αγγίξουν τα δαιμόνια και το σοι τους.
   Είχα ακούσει από τους παλιούς ότι κάνουν υπαίθριους περίπατους και "πιάνουν" στ΄ αλώνια και τ΄ αμπέλια τους δρόμους και τις πηγές. Τι κακό συνήθειο και μ΄ αυτά τα ξωτικά δηλαδή όπου καλή μεριά να σταθείς να ξαποστάσεις ή να αποθέσεις το βιος σου εκεί αυτά να παραφυλάνε να σου κάνουν την βρομοδουλειά..!!!
   Στήθος μάρμαρο λοιπόν εγώ ο Μαοϊκός ΕΚΚΕ ο νεολαίος, ο επαναστάτης που εκμοντέρνιζα την Αλωνιστική μηχανή με αντίσκηνα και Γαλλικά τσιγάρα. Τι ξευτίλα να φοβάμαι τα ξωτικά της γιαγιάς μου!!  Άστα να πάνε χάλασε ο κόσμος, χάλασε ααα και το κερασάκι, είχα στα χέρια μου την Ασκητική του Καζαντζάκη.
   Όλα κι όλα μηχανή - μηχανή αλλά το βιβλίο - βιβλίο. Η συλλογή είχε την Βάρδια του Νικ. Καββαδία, Καπεταν Μιχάλη, Ασκητική, Θεωρία των Τριών Κόσμων του Μάο. Το Κεφάλαιο του Μαρξ, διαβασμένο μέχρι την πέμπτη σελίδα!!! Είχα και ένα χοντρό - χοντρό κίτρινο βιβλίο του Πέτρου Στάγκου, το όποιο θεωρείτο η Βίβλος του ΕΚΚΕ. Ακόμα το διαβάζω.. ακόμα να καταλάβω από το οποίο είχα αποστηθίσει το «Ο ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ Ο ΛΑΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΚΙΝΗΤΗΡΙΑ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ» . Το γράφει και στα Γερμανικά και συνεχίζει για τις Ιμπεριαλιστικές βλέψεις Ρωσίας και Αμερικής……
Όλα αυτά λοιπόν ελάβαιναν μέρος σε ένα θεμωνοστάσι στην Αμυγδαλιά Κυνουρίας Ιούνιο του 1982. Αφού είχα απορροφηθεί στην Ασκητική άκουσα κάποιον να φωνάζει τ όνομα μου.
-. Μήτσος , Μήτσος συ ΄σαι ο Μήτσιος;;
-  Ναι του λέω βλέπεις κανάν άλλο.
Εντωμεταξύ από μέσα μου μόλις είχα τελειώσει το Παντέρημων και ήμουνα έτοιμος να του ψάλλω τον εξάψαλμο γιατί με κοψοχόλιασε Τον είχα πάρει για τον διάβολο αυτοπρόσωπος!
   Ήταν ένας νεαρός κύριος φαινόταν για καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερος μου. Τον είχε στείλει ο Μπούμπας να μου φέρει φαγητό και να μου πει εάν θέλω να πάω στο καφενείο να μην κάθομαι μοναχός μου.
Το αφεντικό δεν ήταν σίγουρος πια για το ποτέ θα ΄ρθουν οι άλλοι είχε σχεδόν σκοτεινιάσει. Το Unimog δεν ήταν και ότι το καλύτερο για νυχτερινή πορεία!!
-. Μπα του λέω σύντροφε θα την αράξω εδώ και θα πάω για ύπνο σε λίγο.
-. Για ύπνο;; μου λέει ξαφνιασμένος
- Από τώρα; δεν θα δεις τηλεόραση; Έχει το «Γυμνό Κορίτσι» απόψε την «Τζομπάνακη.....» ρεεεεεεεέ!!!!
Μου λέει και του τρέχαν τα σάλια .
-. Που του λέω;
-. Στο καφενείο μου λέει μια τηλεόραση έχουμε όλη κι όλη την έφερε ο γιος του μπάρμπα Γιάννη απ την Ιαπωνία ταξιδεύει με τα καράβια.
-.Μπα του λέω δεν ξέρω, να φάω πρώτα.,
-.Τρως εκεί μου λέει όχι εδώ μέσα στο σκοτάδι.
-. Έχω λάμπα του λέω απλά δεν την έχω ανάψει ακόμα.
-Έλααα μου λέει έλααα λες και γνωριζόμαστε όλη μας την ζωή.


Η Βερβενιώτικη αλωνιστική στο Μαυρίκη. ΑΡΧΕΙΟ κ. Γεωργέλου Ιωάν. 
…Πρωτού να προλάβω να πω άλλη κουβέντα είχε αρχίσει να μου τα χώνει για την φωτιά και να μου την σβήνει! Επειδή ήταν το θεμωνοστάσιο, τα δεμάτια, η ξεραΐλα, φύσαγε και λίγο υπήρχε μεγάλος κίνδυνος για πυρκαγιά. Την είχα ανάψει μέσα στη και γύρω είχα τα λιθάρια, όπως την ανάβαμε στα χωράφια μας όταν θερίζαμε. Ίσως και να είχε δίκιο εάν σε πάρουνε χαμπάρι μου λέει θα σε γδάρουνε!
…Άλλα πάλι ξυλοφορτώματα λέω τι διάολο όλο βαράνε ετούτοι δω οι ντόπιοι, νερό να πλυθείς δεν έχει, καμάκι γιοκ, φωτιά να ζεσταθείς, απαγορευμένα όλα; Αφού σβήσαμε την φωτιά ακολούθησα τον Πάνο με προορισμό το για το καφενείο του Χωριού. Τον λέγανε Πάνο Κουτρουμπή τον θυμάμαι ακόμα λες και ήταν χτες, πολύ θα ήθελα να τον δω σήμερα.
…Πήγαμε λοιπόν στο καφενείο . Άλλη φάση τώρα απ το μεσημέρι γεμάτη η αυλή και γύρω απ την μουριά καρεκλάς όλες στραμμένες στο παράθυρο του μαγαζιού. Το τουράκι γεμάτο κι αυτό κάτι κυρίες τσεμπεροφόρες άνω τον ενενήντα μου φανήκαν και όλοι τους μου φαίνονταν αν όχι εξωγήινοι σίγουρα όχι Άστρινοί... !
…Το Μουστάκι το ένα πιο τσιγκελωτό απ το άλλο, ηλιοκαμένοι και σίγουρα όλοι ψώνιζαν φανέλες και πουκάμισα απ την ίδια εμποροπανήγυρις. Κάνα δυο νεαροί φορούσαν πορτοκάλι φανέλες εθνικής Ολλανδίας (όλα κι όλα βουνό βουνό, χωριό χωριό αλλά το Μουντιάλ Μουντιάλ)  θορυβώδης κατάσταση έτσι κι αλλιώς είχε τελειώσει ο αγώνας.
   Περίπου στην μέση του δελτίου ο καθένας έλεγε το δικό του τα συνηθισμένα κουβεντολόγια άλλα Ελληνικά μετά από ποδόσφαιρο και δελτίο ειδήσεων.. και όσο πιο πολύ περνούσε η ώρα τόσο πιο πολλές υπάρξεις έσκαγαν μύτη για «Το Γυμνό Κορίτσι» από ότι κατάλαβα ήταν όλο το χωριό πιστό στην τηλεόραση.


Η αλωνιστική του Παρασκευά είναι η μόνη που έχει διασωθεί ΑΡΧΕΙΟ – ευγενική προσφορά κ Στέλιου Παρασκευά.
   Φάνηκαν και κάνα δυο νεαρές υπάρξεις αλλά που να σηκώσω τα μάτια μου για περεταίρω. Ο Πάνος με είχε βολέψει σε τραπέζι ήτις ξένος και έπρεπε να φάω και το φαί μου ανάμεσα σε καμιά τριανταριά νοματαίους αλλόκοτους όλα στ αυτιά μου μια βουή και όσο πήγαινε η μυρουδιά της Αίγας γινόταν και πιο δυνατή.
  Ο Μπούμπας ήταν μέσα και από ότι άκουγα είχε στρωθεί χαρτοπαίγνιο... ούτε καν μπήκα σε κόπο να δω παραπέρα το oτι με θυμήθηκε να μου στείλει φαί μου ήταν αρκετό και υπεραρκετό.. Το Φαί... δυο κονσέρβες Γκέισα σκουμπρί, τυρί φέτα, ψωμί, ένα μπουκάλι ΕΛΠΑ με φελλό με κρασί, ελιές, μια μελιτζάνα γεμιστή. Tώρα από που είχε κοτσάρει αυτή δεν ξέρω αλλά όπως και τα υπόλοιπα ήταν λουκούμι. Κρασί δεν έπινα και προσπαθούσα να ζυγιάσω την τύχη μου για αναψυκτικό. Tο σίγουρο ήταν πως είχαν ΕΛΠΑ. γιατί το μεσημέρι μου είχε δώσει πορτοκαλάδα. Για νερό ούτε καν το σκεπτόμουνα το φύλαγα το τομάρι μου!!
   ο Πάνος με είδε που δεν έπινα κρασί και με ρώτησε γιατί ξερικός; Μετά του λέω μετά μόλις τελειώσω το φαί μπίτι ξερικά μου λέει; Εδώ φτιάχνουμε το καλύτερο κρασί πιες να δεις μου λέει πιες. Από ντροπή άρχισα κι εγώ να το γουλιάζω και αν και δεν ήξερα από κρασιά έτσι κι αλλιώς μου φάνηκε πως πράγματι έπινα κάτι πολύ σπουδαίο.  "ευλογημένο σίγουρα" δροσερό και με ωραία γεύση.
   Μου εξήγησε πως έχουν πρόβλημα ύδρευσης και πως το μαζεύουν σε στέρνες στάλα στάλα από την βροχή. Κάθε σπίτι είχε στέρνα κάτω από τον ρέφτη, αυτό ήταν πόσιμο και το πρόσεχαν σαν κόρη οφθαλμού. Το δασαρχείο τους είχε φτιάξει στέρνες που έμοιαζαν περισσότερο με κερκίδες παρά με στέρνες από ότι είδα μετά τις μέρες που έμεινα εκεί ήταν κι αυτές φτιαγμένες ειδικά να μαζεύουν το βρόχινο νερό.
   Ενώ έτρωγα ο Πάνος πήρε την Ασκητική στα χέρια του και το κοίταζε, δεν το άνοιγε. Δεν θα ξέρει να διαβάζει σκέφτηκα.
-. Καζαντζάκης μου λέει εε;; Τι κάνεις εσύ εδω μου λέει;
Ουπς σκέφτηκα θα την πάταγα άσχημα.
   Ο Πάνος είχε τελειώσει γυμνάσιο Στο Γεράκι Λακωνίας. Είχε πάει στην σχολή Ωμέγα για μηχανικός στα καράβια. Τελείωσε και το στρατιωτικό αλλά έπρεπε να μείνει με τους γέρους στα χωράφια και τα γίδια. Είχε άλλα δυο αδέλφια έναν Αμερική και τον άλλο στα καράβια. Είχαν και μια αδελφή παντρεμένη στο Γύθειο η οποία ήταν καθηγήτρια Αγγλικής φιλολογίας. Ο αδελφός του στην Αμερική ήταν οδοντογιατρός. Ο ναυτικός ήταν  πτυχιούχος μηχανικός.
  Γι αυτό είπα παραπάνω πως δάσκαλοι ξεδάσκαλοι η ράτσα μας δεν είναι από αυτές που της στερείς εύκολα την μόρφωση κάθε γενιά πάει κι ένα βήμα πιο πέρα... Μέσα στο τσοπαναριό και την "Βλαχιά" πάντα το σχολείο ήταν η πρώτη επιλογή του κάθε παιδιού και ο κάθε γονέας ειδικά από τότε που τέλειωσε η Ελλάδα με πολέμους και τις υπόλοιπες κατάρες του 20ου αιώνα ο κάθε γονέας έκανε τα πάντα για να έχουν τα παιδιά του ένα καλύτερο αύριο μέσα από την μόρφωση αρχικά.
  Εκεί που ανταλλάσσαμε τις γνώμες μας και χωρατεύαμε ήρθε μια γιαγιά στο τραπέζι με δυο αχλάδια, να με φιλέψει. Άλλη μια μου έδωσε μια φέτα καρπούζι.. Τα αχλάδια θα ναι τσιφά μου λέει. Μπα απάντησε ο Πάνος, του μπάρμπα Σωτήρου η αχλαδιά είναι πρώιμη νεραχλαδιά σίγουρα έχουν γίνει. Αυτοί λέγανε τα δικά τους άλλα εγώ ένοιωσα κάτι μεταξύ ζητιάνου και Βασιλιά η κίνηση αύτη απ τις γιαγιάδες ήταν το πιο ζεστό και πιο ανθρώπινο πράγμα που μου είχε συμβεί ίσως και όλη μου την ζωή.
   Δυο αχλάδια και μια φέτα καρπούζι! Θα μπορώ να γράφω αιώνες για τα συναισθήματα. Τόσο απλά πράγματα στον τόπο μου στο σπίτι μου τόσο τεράστια λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα σ ένα ξένο χωριό.. Είχα την λάθος εντύπωση πως όλοι του οι κάτοικοι του ήταν αλλόκοτοι, ικανοί μονό να σε ξυλοφορτώσουν!!
   Απότομα έπεσε ησυχία λες και ΄χασαν όλοι την φωνή τους εάν έκλανες (με το συμπάθιο θα σε άκουγαν στην Αθήνα..) ακουγόταν μόνο η χαρακτηριστική φωνή του Τσαγκλού στην τηλεόραση. κατάλαβα είχε αρχίσει το Σόου!


Σταύρος Μίλης Μπούμπας και Μήτσιος Βασ Καψάλης   
   Έκλεισα και την πόρτα του καφενείου να μην ακούγεται ο Μπούμπας με τους άλλους μπερμπάντηδες, άπιστους χαρτοπαίχτες. Εμείς οι απέξω πιστοί και με δέος πλέον όλοι στραμμένοι στην μικρή οθόνη της SANYO σε απόλυτη σιγή το μόνο που ακουγόταν ήταν τα νυχτοπούλια και το αεράκι που όλο και κάτι ηχητικό έσερνε μαζί του, πότε τις Μουριές πότε το τρίξιμο του τσίγκου και στο βάθος ένα μακρινό τροκάνι από κοπάδι !
   Συνηθισμένα παρατράγουδα νυχτερινά τίποτα το αλλόκοτο πλέον όλα είχαν γίνει γνώριμα και πάνω απ όλα Ανθρώπινα. της Αρκαδικής γης βουνό και τι βουνό! Ο Πάρνωνας ο Μαλεβός μας ο Μεγάλος το Κρόνιον Όρος! Και θάλασσα! Συμπεθεριάζουνε σε ΄κείνο το κομμάτι της Κυνουρίας. Είναι ότι το καλύτερο έχουμε στα μέρη μας. Σκέπτομαι μετά από χρόνια ενώ βρίσκομαι τώρα χιλιάδες μίλια μακριά η Αμυγδαλιά, το Πηγάδι φαντάζουν πατρίδα γνώριμη και όχι ξένη γη που μου φαινόταν τότε.
   Κάπου εκεί μέσα στην ξεγνοιασιά και το αποχαύνωνα της τηλεόρασης ακούστηκε το γκρρρρ και γκρρρ από το Unimog, να σου και οι άσωτοι υιοί ήρθαν κι αυτοί φάνηκε σαν να πάταγε φρένο πενήντα μέτρα πριν σταματήσει ο Βασίλης από τον χαλασμό που έκανε μπαμ και μπουμ οι πόρτες τραγουδογλεντάγανε οι της καρότσας. Καταφθάνει ο μπάρμπα Σταύρος ο Πλατής με ένα τουλούμι στον ώμο του τραγοτούλουμο με τυρί. Δεν είχα δει τέτοιο πράγμα ξανά, ξωπίσω ο Σκύλινος με άλλο Τουλούμι με κρασί! Μάλιστα κύριε με κρασί, αυτό κι αν δεν ήταν τελείως εξωπραγματικό για ΄μένα .
   Το τουλουμοτύρι ήταν γνωστό και στα δικά μας μέρη απλά δεν ήξερα κανέναν να συνεχίζει την παράδοση. Ποιό γνωστό μου ήταν το καδί. Ο ασκός με κρασί μου φάνηκε πως ξεπήδησε από σελίδα του Ομήρου και όχι απ την καρότσα του Unimog.
   Ε! Ρε! γλέντια λέω! Παρ όλο που τους έλεγα ησυχία γιατί το χωριό έβλεπε τηλεόραση και δεν σηκώνουν πολλά πολλά οι ντόπιοι. Αλλά που να με ακούσουν, άρχισε η βαβούρα πάλι και σιγά σιγά εξαφανίζονταν οι καρέκλες και αυτοί που κάθονταν πάνω τους. Άνοιξε και η πόρτα του καφενείου και από ότι κατάλαβα ευτυχώς που δεν ήταν η θεια Παναγιώτα η Μπούμπαινα μαζί θα ΄ρχόταν αύριο απ τον Γιαλό με τον Γιάννη. Δεν θα ήταν και πολύ σύμφωνη με το χαρτοπαίγνιο απ ότι μου είπε ο Βασίλης…..
   Μόλις είδα τους ανθρώπους μου και άνοιξε η καρδούλα μου, μέσα στην αναμπουμπούλα έφυγε και ο Πάνος. Σκέφτηκα ότι δεν τον ούτε καν που τον ευχαρίστησα για την φιλοξενία.. Θα τον δω αύριο έτσι κι αλλιώς και θα τον ευχαριστήσω…. ( Συνεχίζεται σε άλλη ανάρτηση με τον τίτλο ΑΝΤΕ ΜΩΡΗ )

►1. Ο  ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ Μήτσο τον Κριαράκος – Περδικάρης έγινε πολίτης του άλλου κόσμου. Ανεβάζω το ΙΙ κείμενο του.

Από παλιά δημοσίευση μου - Ιούλιος 2013 http://vlachakispan.blogspot.com/2013/07/blog-post.html

Το κείμενο το χαρίζω στους ανθρώπους που μας έθρεψαν !! Είναι ένας φόρος τιμής και σεβασμού στους λίγους υπέργηρους που ζουν. Ταπεινό μνημόσυνο, ένα κερί στην μνήμη αυτών που έχουν φύγει. Τέλος το αφιερώνω σε έναν από τους τελευταίους των Μοϊκανών στην αλωνιστική !!!! Στο Μήτσο τον Κριαράκο – Περδικάρη στον Καναδά. Έχει δημοσιεύσει στο f.b. ένα κείμενο στο οποίο με παραστατικό τρόπο περιγράφει το αλώνισμα στην Νότια Κυνουρία. Στα χωριά Πηγάδι Τσιτάλια και αλλού. Θα Αναρτηθεί και στους ΠΑΡΝΩΝΙΤΕΣ.
Εύχομαι σε όλους     ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ.

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019

Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΕΛΑΣΙΤΗΣ.




   







      Γράφει  
 Ο Παν. Ι. Δ. Βλαχάκης.

Έτος 1977, μάθημα Ραδιοφωνία, καθηγητής Χρίστος Παπακίτσος. Για να δούμε τι θα μας μάθει ο καινούργιος Δάσκαλος; Μπήκε μέσα ένας ώριμος άνδρας όχι πολύ ψηλός. Δεν ανέβηκε στην έδρα, ήρθε ανάμεσα μας και μας κοίταξε για λίγο χωρίς να μιλήσει. Άρχισε να ρωτάει τα ονόματά μας και τον τόπο καταγωγής μας. Μάς εξήγησε τους σκοπούς του μαθήματος. Μιλούσε αργά, σταθερά, με καλή άρθρωση. Πέρασαν τα εξάμηνα, μάς δίδαξε Ραδιοφωνία, Τηλεόραση, Τηλεπικοινωνίες και τα εργαστήριά τους.
Είχαμε στην τάξη μας έναν φανατικό Κνίτη, τον Κώστα Α., που δεν ησύχαζε καθόλου, ήταν αεικίνητος καλό παιδί και κάλος σπουδαστής. Το Αμερικανικό σακίδιο του, σήμα κατατεθέν της μεταπολίτευσης αγορασμένο από το Μοναστηράκι, ήταν γεμάτο προκηρύξεις, ιδεολογικά βιβλία και βιβλία της ειδικότητας. Κουβεντιάζαμε πολιτικά, δεν ενοχλούσαμε, είμαστε διακριτικοί. Αυτό ενοχλούσε ένα φασιστάκι – στη μεταπολίτευση είχαν λουφάξει – το οποίο μάς έκανε συνέχεια παρατηρήσεις γιατί τον ενοχλούσαν τα λεγόμενα μας.     
                                      

                                     Φώτο από την εποχή της Εθνικής Αντίστασης .
       Ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ με τη λήξη των μαθημάτων. Ένας συσπουδαστής μας, το προαναφερόμενο φασιστόμουτρο ο Γ.Δ. - πάντα υπήρχαν οι απόγονοι των Ταγματαλητών- από τα χωριά της Βόχας Κορινθίας, στρίμωξε το παιδί έξω από τη σχολή και το προπηλάκισε. Δυο τρεις συνάδελφοι πέσαμε να το γλυτώσουμε από τα χέρια του. Ένας συσπουδαστής μας Ναξιώτης έβγαλε ένα κατσαβίδι και τού είπε ότι αν ξαναενοχλήσει τον συνάδελφο θα τον κατσαβιδώσει. Είχαμε μαζί μας εργαλεία γιατί κάναμε πολλές ώρες εργαστήρια.
 Η αφεντομουτσουνάρα μου άρχισε να κλωτσά τον φασιστάκο στα πόδια. Ο άλλος συνάδελφος τον βάραγε όπου έφτανε. Έφαγε μια ξεγυρισμένη κλωτσιά στα αχαμνά του και μαζεύτηκε. Ήταν αγαπητό παιδί ο Κώστας και είχαμε αγανακτήσει με την άνανδρη επίθεση. O Κώστας δεν σήκωσε χέρι, ίσως είχε τρομάξει; Σίγουρα πονούσε. Είχα ξεφύγει και τον κλωτσούσα συνέχεια, λίγο ακόμα και θα του τσάκιζα τα καλάμια. Ελάχιστες φορές έχω χειροδικήσει - με τράβηξαν οι άλλοι και ετοιμαζόμαστε να το βάλουμε στα πόδια. Στη γωνιά φάνηκε ο Δάσκαλος. Από σεβασμό σταματήσαμε.
Με την Ηπειρώτικη προφορά του μου φώναξε έντονα: « Για έλα δω ρε…» Εμένα μόνο είχε δει. «Δεν κάνεις καλά που στήνεις καυγάδες, η βία….» Θέλοντας και μη τού εξήγησα τι είχε συμβεί. Μίλαγα, ήμουν αναψοκοκκινισμένος και έντονα του είπα περίπου ότι: «Δεν μπορεί ένας εικοσιπεντάχρονος φασίστας να κτύπα ένα αδύνατο παιδάκι.» Ο Δάσκαλος μουρμούρισε « Μεταπολίτευση έχουμε αλλά πάλι τα ίδια, αδιόρθωτοι μια ζωή…» Με συμβούλευσε και δεν ανέφερε το γεγονός στην διεύθυνση της σχολής. Μάλλον μίλησε και στο φασιστάκο και το γεγονός έλαβε τέλος. Γλύτωσα την τιμωρία γιατί θα το έπαιρνα πάνω μου από τη στιγμή που δεν είχε δει τους άλλους.
Χρόνια μετά παλεύαμε με το σωματείο αναπληρωτών εκπαιδευτικών να διοριστούμε και για καλύτερες συνθήκες εργασίας. Τότε ο Δάσκαλος είχε αποσπαστεί στη Διεύθυνση Σπουδών. Τον ξανασυνάντησα με χαρά. Μετά από μια συνάντηση με συμβούλευε σε αρκετά πράγματα που δεν είναι του παρόντος. Βοηθούσε τους νέους συναδέλφους όσο μπορούσε.
Γνώρισα έναν από του γυιούς του που είναι συνάδελφος και είναι καθηγητής ερευνητής φυσικής με σημαντικό έργο και τίτλους. Αργότερα και για πολλά χρόνια συνυπηρετώ με τον μικρό του γιο που είναι καλό παιδί αλλά μεγάλο πειραχτήριο - είναι και αυτός καλός δάσκαλος. Έτσι συνδέθηκα περισσότερο με τον καλό μου Δάσκαλο.
Το μόνο που δεν μπορούμε να νικήσουμε είναι ο Χρόνος. Ο Δάσκαλος έφτασε ενενήντα χρονών και. Το καλοκαίρι του 2016 τον επισκεφτήκαμε με τον μικρό του γιο και τον παλιό συνάδελφο του, τον Ε. Β., στο σπίτι του. Τον πρόσεχε μια Γεωργιανή. «Ζήτω ο Στάλιν του φώναξα!»  Χαμογέλασε και αρχίσαμε την κουβέντα. Σε παρακαλώ φτιάξε καφέδες για τα παιδιά! Μου είπε σιγά σχεδόν συνωμοτικά: «Μωρέ καλά έκανε ο Ιωσήφ στους Γεωργιανούς, σκέτη αντίδραση ήταν. Αυτή είναι καλή γυναίκα, μού έφερε δώρο την φωτογραφία του…»
Με την άδεια του, έβγαλα το μαγνητοφωνάκι και του εξήγησα τη νέα τεχνολογία. Χαμογέλασε, βάλτο ΟΝ μου είπε. Το μυαλό ξυράφι παρά τα 90+.
- Δάσκαλε πότε βγήκες στον ΕΛΑΣ; Το μόνο που γνωρίζω είναι ότι ήσουν σύνδεσμος ΕΠΟνίτης.
«Αρκετοί μαθητές του γυμνάσιου του Χωριού μου, των Αγνάτων του Ν. Άρτας, είχαμε οργανωθεί στην ΕΠΟΝ. Καθόμουν στην πλατεία. Με φώναξαν από την οργάνωση για κάποια αποστολή. Συνήθως μετέφερα σημειώματα, ήμουν σύνδεσμος, όργωνα ξυπόλυτος τα βουνά μας. Τώρα; Μου έφεραν τρεις αιχμάλωτους. Έναν «Έλληνα» και δυο Ιταλούς. Τον Νίκο τον Μπρούνο και τον Φελίτσι. Ο Νίκος ήταν από τα Δωδεκάνησα. Ήταν ρουφιάνος των Ιταλών, γνώριζε καλά τα Ιταλικά.
Έπρεπε να τους οδηγήσω στην έδρα της μεραρχίας, κάπου στα Δερβενοχώρια της Ηπείρου. Έπρεπε να περπατήσω πολύ. Το μόνο που είχα ήταν ένα μακρύκκανο όπλο του Ιταλικού ιππικού. Ήταν μεγαλύτερο από μένα, ήμουνα «Μεγάλος»! Δεκαέξι χρονών ήμουνα, μικρός σχεδόν παιδί. Το όπλο ήταν ψηλότερο από μένα! Όταν έπιανε βροχή το γύριζα ανάποδα προς το έδαφος να μην σκουριάσει η κάννη. Είχα όμως αρκετές σφαίρες. Το κρατούσα όσο μπορούσα καθαρό και δούλευε ικανοποιητικά.
Είπα στο Νίκο: «Άκου εσύ που ξέρεις καλά τα Ιταλικά, πες στους άλλους τα έξης: α) Αν κουνηθείτε ή προσπαθήσετε να φύγετε, θα σας την «μπουμπουνίξω». β) Όταν σταματάμε να ξεκουραστούμε, θα καθόσαστε απέναντι μου να σας βλέπω, θέλω να σας ελέγχω. γ) Δεν θα μιλάτε καθόλου την γλώσσα σας. Καταλάβατε; Μη φοβόσαστε, ο ΕΛΑΣ δεν κάνει αυτά που κάνατε εσείς. Αποστολή μου είναι να σας παραδώσω με ασφάλεια στην έδρα της μεραρχίας μας.»
Ο Νίκος τους τα μετάφρασε και ξεκινήσαμε. Όταν φτάσαμε στο διπλανό χωριό, τα Πράμαντα, προσπάθησαν να κάνουν κάτι για να ξεφύγουν. Όπλισα, τους σημάδεψα και μέχρι εκεί. Μετά έγιναν αρνάκια. Ο Μπρούνο που ήξερε σπαστά τα ελληνικά, άρχισε να μού λέει για τη συμπεριφορά του Νίκου. Ότι στα Γιάννενα δεν έκανε άλλη δουλειά από το να καταδίδει πατριώτες.
-                      Δάσκαλε ο Ιταλός τον κάρφωνε;
«Ναι, ήθελε να ελαφρώσει τη θέση του. Του εξήγησα ότι αποστολή μου ήταν να τούς οδηγήσω στην έδρα της μεραρχίας. Εκεί θα δικαστούν. Να μην φοβάσαι, ο ΕΛΑΣ δεν είναι φασιστικός στρατός και θα έχετε δίκαια δίκη. Τους έκοβα την κουβέντα για να μην χαλαρώσω την προσοχή μου και μού την κοπανίσουν. Τους επαναλάμβανα ότι εμένα η αποστολή μου είναι να σας οδηγήσω στην έδρα μας.
Τους παρέδωσα στη διοίκηση της μεραρχίας. Την άλλη μέρα έγινε μια δίκη. Βαρύνονταν όλοι τους με πολλές προδοσίες. Το ανταρτοδικείο τους καταδίκασε στην έσχατη των ποινών, σε θάνατο δια τυφεκισμού. Μου πρότειναν να τους εκτελέσω εγώ. Δεν δέχτηκα, τούς είπα ότι εκτέλεσα την αποστολή μου και σάς τους παρέδωσα. Δεν θέλω να βάψω τα χέρια μου με αίμα.
Τους εκτέλεσαν ... Ήταν σκληρά, δύσκολα χρόνια και οι εχθροί της πατρίδας μας πολλοί. Δίκαια τους εκτέλεσαν γιατί είχαν καταδώσει πολλούς πατριώτες που έχασαν τη ζωή τους. Το ανταρτοδικείο είχε ακράδαντα στοιχεία.»
Έπεσε σιωπή, τον ευχαρίστησα και ετοιμαζόμουν να κλείσω το μηχάνημα. «Κάνε οικονομία στις μπαταρίες, μού είπε . Όταν ήμουν στις διαβιβάσεις του ΕΛΑΣ, δεν είχαμε μπαταρίες.» Μου εξιστόρησε την προσφορά του στην Αμφιλοχία, στο Μεγανήσι της Λευκάδας. «Εδώ άφησα σε ένα γέρο το ημερολόγιο και τις φωτογραφίες μου.» Διηγήθηκε πως αρρώστησε από ελονοσία, πως ο ΕΛΑΣ τον γιάτρεψε στο Μέτσοβο και άλλες λεπτομερείς αφηγήσεις.
Μας διηγήθηκε  πως τον «προσέλαβε» σαν γραμματέα ένας Θεσσαλός διοικητής, γιατί οι περισσότεροι αντάρτες ήταν αγράμματοι. Η κουβέντα ήρθε σε διάφορα τεχνικά θέματα των τηλεπικοινωνιών της εποχής. Είπε ότι τα σήματα έφευγαν χωρίς κώδικα, ότι κάποια οι γερμανοί τα κωδικοποιούσαν κ.ά. «Επισκευάζαμε τους Ιταλικούς ασυρμάτους, απλώναμε τηλεφωνικά καλώδια. Επικοινωνούσαμε ικανοποιητικά με τα πρωτόγονα μέσα που διαθέταμε. Φορτίζαμε τις μπαταρίες με διαφόρους πρωτόγονους τρόπους…»
-                     Δάσκαλε θυμάσαι παλιά που μού είχες πει για τον Ζέρβα και του Τσάμηδες
στη Θεσπρωτία;
-         Ναι, θυμάμαι τους Τσάμηδες με τις άσπρες τους βράκες στα χωράφια. Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες για το τι έκανε ο ΕΔΕΣ και δεν αξίζει τον κόπο. Οι αντάρτες του Ζέρβα έπαιρναν μισθό μια λίρα το μήνα… Ο ΕΛΑΣ δεν διέπραξε εγκλήματα. Ας το αφήσουμε. Το ξεπέρασε έξυπνα. 
     Τέλος, ανάφερε ότι ένας ταγματάρχης του ΕΛΑΣ του άλλαξε το Ιταλικό μακρύκαννο με ένα άλλο κοντόκαννο Ιταλικό που είχε καλό σκόπευτρο και ήταν ωραίο, εύχρηστο ατομικό όπλο. «Το όπλο αυτό το κράτησα μέχρι την συμφωνία της Βάρκιζας. Το έκρυψα στο χωριό και μού το πείρε κάποιος συγγενής. Τον ξέρω αλλά; Το έκρυψα γιατί κάτι μου έλεγε ότι μετά τη Βάρκιζα θα είχαμε προβλήματα.»
Αμφιταλαντευόμουν να βγω στο Β΄ αλλά η οικογένεια μου με έστειλε στην πόλη να συνεχίσω το σχολείο. Δεν βγήκα στο Β΄ Αντάρτικο. Το δωμάτιο μου ήταν απέναντι από τη μητρόπολη. Τότε δεσπότης Άρτας ήταν ο αντάρτης στου Ζέρβα, ο Σεραφείμ. Τον γνώρισα γιατί ο πατέρας μου με τον αδελφό μου του έκαναν μερικές ξυλουργικές εργασίες. Φυσικά δεν του είπα ότι ήμουν ΕΛΑΣίτης. Δύσκολα χρόνια. Αργότερα το έμαθε αλλά δεν θέλω καμιά σχέση με δαύτους. Υπηρέτησα τη στρατιωτική μου θητεία. Φοίτησα στη Σχολή Αναστασιάδη. Όταν αποφοίτησα, ο καθηγητής με προσέλαβε βοηθό του στα εργαστήρια πανεπιστημίου. Την πορεία μου σαν δάσκαλος την γνωρίζεις.  


                                                        
Φώτο από την στρατιωτική του θητεία. Τον ανάγκασαν να παραιτηθεί από δόκιμος και υπηρέτησε σαν απλώς στρατιώτης.
Σταματήσαμε και ετοιμαζόμαστε να κουβεντιάσουμε άλλα θέματα. Είπαμε για την δικτατορία. Την αποστολή του στο Παρίσι. Για την διάσπαση του κόμματος το 1968 και κάποια άλλα θέματα. Τότε το πειραχτήρι ο Κώστας του είπε: «Πατέρα για τον Άρη δεν μας είπες!»Ταράχτηκε ο Δάσκαλος! Ζωντάνεψε το βλέμμα, ξανάνιωσε. «Για
τον Βελουχιώτ΄ για τον Βελουχιώτ΄ », είπε δυο φορές δυνατά με την Ηπειρώτικη ντοπιολαλιά που δεν την εγκατέλειψε ποτέ του. Εντάξει θα σας πω και για τον Άρη το Βελουχιώτη… (Αυτό σε άλλο σημείωμά μου).
Γέρασε  ο Δάσκαλος, αρρώστησε από το βάρος των χρόνων. Η οικογένειά του τον περιέθαλψε. Σχεδόν κάθε πρωί ρωτούσα τον συνάδελφο, το μικρό του γυιό, για την υγεία του. Κάποια στιγμή θυμήθηκα την παραγγελία που μού είχε αφήσει για την κηδεία του. Έλα ντε; Ήθελε να διώξω από την τελετή δυο-τρία υψηλά ιστάμενα λαμόγια. Είπα στο μεγάλο γυιό την επιθυμία του. Σε στιγμές φόρτισης πήραμε την απόφαση να μην το κάνουμε.
Ο Δάσκαλος εκτός από τα μαθήματα μάς δίδαξε πολλά. Το κυριότερο, μάς δίδαξε ήθος και τιμιότητα. Όταν αναγνωρίστηκε η Εθνική Αντίσταση αρνήθηκε να πάρει τον βαθμό του έφεδρου ταγματάρχη. Μάς δίδαξε και με τον θάνατό του. Πολιτική κηδεία και αποτέφρωση στη Βουλγαρία. «Τι δουλειά έχω ‘γω με τους παπάδες», μού είχε πει σε ανύποπτο χρόνο.  Ας αναπαύετε εν ειρήνη. ©