Τετάρτη 20 Μαΐου 2020

ΣΤΟ ΓΌΝΑΤΟ.



 






Γράφει ο
Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης
                        
    Άνοιξη στο διάλειμμα η παρέα των παλιών εκπαιδευτικών μαζευόταν κάτω από τη σκιά του μεγάλου Πεύκου. Συζητούσαν και έλεγαν αστεία για να ξελαμπικάρει το μυαλό τους από τη φασαρία της τάξης. Κάποιοι κάπνιζαν διακριτικά για να μην δίνουν δικαίωμα στους μαθητές μας. Αυτός που είχε εφημερία τους παρακολουθούσε άγρυπνα. Αρκετές φόρες το πειραχτήριο έκανε πλάκα με τον συνάδελφο του τον Λιόνα (Λεωνίδα) τον Πόντιο.
   Ο Λιόνας όταν είχε κέφια «Κελάηδαγε» και έκαναν μεγάλες πλάκες. Τότε το αναποδιασμένο τον έφερνε στα όρια του με τις ποδοσφαιρικές ομάδες ή του έλεγε « Ποντιακά ανέκδοτα ». Σήμερα ήταν  σοβαρός, λιγομίλητος και κλεισμένος στον εαυτό. Όποιος κάνει σήμερα πλάκα θα «τον σφάξω στο γόνατο».  Έριξε κάποια Γαλλικά για τους Πελοποννήσιους και για το Κράτος των Αθηνών. Τότε όλοι καταλάβαν ότι «τα είχε πάρει στο κρανίο» και το καλαμπούρι σταμάτησε.
_ Έλα ρε τι έχεις; Ρώτησε τον συνάδελφο του ο φίλος του το αναποδιασμένο.
_ Σήμερα είναι η ημέρα της σφαγής των Ποντίων είμαι χάλια. Το αναποδιασμένο αναρωτιόταν τι να έκρυβε αυτή η αντίδραση. Σίγουρα έκλεινε μέσα της μια ιστορία.  Πάντως χαρμόσυνη δεν θα ήταν κάτι το κακό κάτι το θλιβερό θα ήτανε. Πέρασαν κάποιες μέρες. Τον ρώτησε κάτι για την Τραπεζούντα, για την Ποντιακή γλώσσα. Γύρο γύρο του το έφερνε. Ο Λιόνας είναι έξυπνος άνθρωπος το κατάλαβε και του είπε να καθίσει στη σκιά.  
 Κάθισαν και ο Λιόνας  σοβαρά, χαμηλόφωνα του διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία από τη γενοκτονία των Ποντίων. « Άκου φίλε μου: Υπάρχουν κάποιες λέξεις κλειδιά, κάποιες λέξεις με σημασία που πίσω τους κρύβουν ιστορίες. Ιστορίες , χαρούμενες ιστορίες λυπητερές ιστορίες αστείες, ιστορίες αισιόδοξες, ιστορίες απαισιόδοξες. Αυτή που θα σου πω έχει από όλα εκτός από αστεία.
…Οι πρόγονοι μου ζούσαν σε ένα καταπράσινη πανέμορφο και πλούσιο χωριό κοντά στην Παναγία τη Σουμελά στον Πόντο. Το χωριό μας ήταν μεγάλο και αποτελούταν από πολλούς οικισμούς. Οι δικοί μου κατοικούσαν στο χωριό Ματσούκα σήμερα το λένε Macka. Από την Τραπεζούντα απέχει αρκετά. Τότε οι άνθρωποι πήγαιναν με τα πόδια με τα ζώα και με τους αραμπάδες. Υπό κανονικές συνθήκες έκαναν τέσσερες μέρες να φτάσουν στα παράλια του Πόντου. Το επάγγελμα των δικών μου ήταν έμποροι.
   Οι Έλληνες με τους Τούρκους και τους Αρμένιους ζούσαν σχεδόν αρμονικά. Εμείς είμαστε μπροστά στην εκπαίδευση, στον πολιτισμό, στις τέχνες και στο εμπόριο. Άκμαζε η κοινότητα μας. Είχαμε ομάδες θεάτρου, ομάδες χορού, ποδοσφαίρου και γενικά είμαστε μπροστά από τους άλλους.
   Όταν στα πράγματα ήρθαν οι Νεότουρκοι άρχισαν οι διωγμοί. Έκαναν και την Μικρασιατική εκστρατεία και το πράγμα επιδεινώθηκε. Οι Τούρκοι δεν κρατάνε συνθήκες είναι βάρβαροι. Δεν εννοώ όλους τους Τούρκους αν και αυτοί παρασύρονται εύκολα από τους αξιωματούχους τους και κάνουν έκτροπα.


                     Φάλαγγα προσφύγων από τον Πόντο ( Φωτο από διαδίκτυο)
   Κάποιοι που είχαν σχέσεις με τους Τούρκους λόγο εμπορίου ή ήταν πλούσιοι προεστοί άρχισαν να διώχνουν τις οικογένειες τους νωρίς. Άλλοι πήγαν στην Ελλάδα, άλλοι στην Ρωσία και κάποιοι στην Συρία. Ο πολύς λαός παραμείναμε στα χώματα μας, στις δουλειάς μας ελπίζοντας να ομαλοποιηθούν τα πράγματα. Αυτό ελπίζαμε γιατί είχε γίνει και άλλες φορές
   Τώρα όμως οι Νεότουρκοι με τον Κεμάλ είχαν αποφασίσει να διώξουν τους Ελληνικούς πληθυσμούς. Ένα απογευματάκι κτύπησαν οι καμπάνες των εκκλησιών. Ο λαός μαζεύτηκε στις πλατείες και στα προαύλια των εκκλησιών. Οι προεστοί ενημέρωσαν τον λαό ότι αύριο πρέπει να φύγουν για την Τραπεζούντα. Εκεί θα επιβιβαστούν στα πλοία και από εκεί στην πατρίδα γιατί πλησιάζει ο τουρκικός στρατός και οι Τσέτες. Αύριο το πρωί κάθε γειτονιά ξεκινήσει με τάξη και θα επακολουθήσουν όλοι με τη σειρά.
   Υποτίθεται ότι είχε υπογραφεί συνθήκη. Αλλά;  Η απόσταση από το χωριό μέχρι τη θάλασσα είναι μεγάλη όπως προείπα 4 μέρες αλλά η φάλαγγα των ανθρώπων βάδιζε πολύ αργά. Την τρίτη μέρα σε ένα πεδινό τμήμα κατέφθασαν τσέτες οι όποιοι ήταν βάρβαροι αντάρτες που ο Κεμάλ τους χρησιμοποιούσε για τις βρώμικες δουλειές.
   Ρίχτηκαν στο πίσω μέρος της φάλαγγας των προσφύγων. Τα στα παλικάρια του χωριού που αντιστάθηκαν με τους γκράδες και τα μαχαίρια τους κράτησαν για αρκετή ώρα στο σημείο και έτσι τα γυναικόπαιδα προχώρησαν. Ήταν όμως πολλοί και κάποιοι που είχαν άλογα πέρασαν. Έφτασαν τα γυναικόπαιδα και τους λιγοστούς γέρους. Ρίχτηκαν στις κοπέλες και μέσα στη μέση του δρόμου έκαναν ακατανόμαστες πράξεις.
   Η Γιαγιά μου η Σεμέλα ήταν ψηλή και ωραία γυναίκα η ηλικία της είκοσι δυο ετών. Στην αγκαλιά της κρατούσε τον θειο μου τον Ευριπίδη που ήταν τριών ετών. Ο Τούρκος άτακτος της βούτηξε το παιδί. Πάλεψε άλλα ήταν τρις άντρες τη ρίξανε στο χώμα την κλώτσησαν στο κεφάλι και ζαλίστηκε. Δεν ασχολήθηκαν άλλο μαζί της.
Αυτοί είχαν αποστολή να σκοτώνουν τα παιδιά. Κρατήσου πολύ σκληρή είναι η διήγηση της γιαγιάς μου. Τα γουρούνια βίαζαν αγοράκια και κοριτσάκια έσπαζαν τα κεφάλια των παιδιών με πέτρες και με τα κοντάκια των όπλων. Η Σεμέλα η γιαγιά μου μόλις συνήλκε είδε τον Τούρκο να « σφάζει τον γιο της στο γόνατο». Δίπλα της έκλεγε ένα άγνωστο παιδάκι από άλλο χωριό. Το βούτηξε στην αγκαλιά της και έτρεξε στο δρόμο προς την Τραπεζούντα.
   Με τα πολλά λίγο πριν το λιμάνι βρήκε τον γέρο πεθερό της τον προπάππο μου και του εξιστόρησε τι έγινε. Άφησε το παιδί με τον παππού άρχισε να ψάχνει τον άντρα της που είχε καθίσει πίσω να αντιμετωπίσει τους Τούρκους. Πήρε και πληροφορίες ότι τον άντρα της τον παππού μου τον Ηρακλή.
    Βρήκε τον Πότσο (Απόστολο) τον καραγωγέα από το διπλανό χωριό. Αυτός ήτανε μεγάλο μούτρο. Κοντραμπατζής, οπιομανής μέσα σε όλα. Τώρα έγινε τσιράκι των τούρκων. Τον γνώριζε γιατί έκανε μεταφορές στο κατάστημα μας. Αυτός την πληροφόρησε ότι ο άντρας της αιχμαλωτίστηκε από το στρατό. « Είναι τυχερός που δεν τον αιχμαλώτισαν οι τσέτες. Τους προορίζουν για τα τάγματα εργασίας στην Ανατολή... »Η γιαγιά  Σεμέλα ανάσανε που ήταν ζωντανός και σκέφτηκε πως θα τον ελευθερώσει.
   Είχε κάποιες χρυσές λίρες ραμμένες στο εσώρουχο της που ευτυχώς δεν τις το έβγαλαν οι τσέτες. Ρίσκαρε και είπε στο απόβρασμα τον άνθρωπο των τούρκων. Αν ελευθερώσεις τον Ηρακλή ο αδελφός μου από την Αμερική θα σου στείλει πολλά χρήματα. Πάρε τώρα 5 λίρες δεν έχω άλλο τίποτα και προσπάθησε να γλυτώσεις τον άντρα μου.
    Το κόλπο της έπιασε ο Πότσος βρήκε τον παππού μου λίγο πριν φύγει για τα τάγματα. Τον ελευθέρωσε και τον επιβίβασε σε άλλο καράβι λέγοντας του ότι δεν το έκανε για χρήματα αλλά γιατί του είχαν συμπεριφερθεί καλά όταν οι άλλοι χωριανοί τον περιφρονούσαν. Ο προπάππος μου, η Σεμέλα και ο άγνωστος μικρός επιβιβάστηκαν σε ένα Γαλλικό καράβι αφού έδωσαν ένα γερό μπαξίσι στον Γάλλο λοστρόμο.
_ Μπαξίσι εεεεε  μιλάς τούρκικα! Πήγε να τον ειρωνευτεί το αναποδιασμένο για να ελαφρύνει το βάρος της διήγησης. Να τσατίσει τον Πόντιο και να γελάσουν γιατί είχε βαρύνει η καρδιά του.
 _ Πάψε μη μιλάς και άκου. Του είπε με σηκωμένα τα μαλλιά και κόκκινα μάτια ο Λιόνας ο Πόντιος.- μάλλον είχε δακρύσει.
   Συνέχισε με σιγανή φωνή. «Το παιδάκι το έλεγαν Γιώργο, Γιωρίκα στη γλώσσα μας. Δεν ξέρανε τίποτα άλλο ούτε το χωριό του ήξερε να ψάξουν τους συγγενείς του οι γονείς του είχαν χαθεί. Η Σεμέλα έμαθε μόνο για την μάνα του που την βίασε και την σκότωσε ένας τούρκος στην ενέδρα. Η γιαγιά ήθελε να το κρατήσει της θύμιζε πολύ τον αδικοχαμένο γιο. Ο προπάππος σκέφτηκε ποιο ψύχραιμα τις δυσκολίες και το άγνωστο που τους περίμενε. Το ήθελαν το παιδί αλλά οι συνθήκες ήταν τραγικές και δεν μπορούσαν να το κρατήσουν.
   Θεώρησαν καλό να το δώσουν στο Τζάνειο Ορφανοτροφείο στον Πειραιά. Η Γιαγιά έκλεγε το αγκάλιαζε το ίδιο και αυτό. Ο πεθερός της την παρηγόρησε ότι όταν γυρίσει ο Ηρακλής και θα κάνουν άλλα παιδιά. Μετά από ένα χρόνο βρεθήκαν με τον άντρα της και έτεκε πέντε παιδιά ανάμεσα τους και τον πατέρα μου τον Όμηρο.  
  Πέρασαν τα χρόνια ριζώσαμε στην περιοχή του κάμπου των Σερρών. Μετά σκόρπισε η οικογένεια άλλοι στην Γερμανία άλλοι στην Θεσσαλονίκη. Πήραμε αρκετά χωράφια με την ανταλλαγή. Με την εργατικότητα μας αγοράσαμε και άλλα και ζούσαμε καλά. Ο πατέρας μου άνοιξε μπακάλικο που λειτουργούσε σαν ταβέρνα - καφενείο στο χωριό. Κτίσαμε καινούργιο ψηλό σπίτι δίπλα στο παλιό πατρικό μας.


               Πόντια μητέρα προσπαθεί να σώσει το παιδί της ( Φωτο από διαδίκτυο)
  Η Σεμέλα η γιαγιά μου γέρασε. Έφυγε ο παππούς αξιώθηκε παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα. Την έκαιγε όμως κάτι. Τι να έγινε εκείνο το παιδί ο Γιωρίκας με ρωτούσε συχνά; Εγώ βαριόμουν να πηγαίνω στα χωράφια και συνήθως έμενα στο μαγαζί. Άκουγα πολύ ραδιόφωνο ακόμα και τις αναζητήσεις του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Σκέφτηκα και είπα στον πατέρα μου να αναζητήσουμε το παιδάκι από το ορφανοτροφείο. Είχαν περάσει αρκετά χρόνια αλλά υπέθεσα ότι θα έχουν αρχεία και θα γνωρίζουν την τύχη του.
_ Πόντιε έχεις μυαλό για να σκεφτείς έπεσε το καρφί του αναποδιασμένου.
_ «Τον Εβραίο σου και το μυαλό σου δεν θα σταματήσεις να ακούσεις. Τέλος. Απάντησε ο φίλος του. Βάρεσε το κουδούνι άντε στο μάθημα και θα σκεφτώ αν σου πω τη συνέχεια!  
   Το άλλο διάλλειμα ο Λιόνας χαμογελώντας του είπε: Αν μιλήσεις τέλος δεν θα σου πω την ιστορία. Σιώπα και άκου: « Δώσαμε στον Ερυθρό Σταυρό ένα σημείωμα και τα μεσημέρια για αρκετό διάστημα στην εκπομπή των αναζητήσεων άκουγα την ανακοίνωση μας.
…Να ξέρεις ότι το καλοκαίρι στα χωριά μας από τα νερά που ποτίζουμε τον κάμπο  υπάρχει πολύ υγρασία και η ζέστη είναι αποπνικτική σε αποχαυνώνει, είναι κουραστικό. Δεν είχα πελάτες στο μαγαζί. Είχα γλαρώσει στην καρέκλα κάτω από την σκιά της μεγάλης μουριάς. Βαριόμουν να ανέβω στο σπίτι για ύπνο. Ξαφνικά φρέναρε μπροστά μια αστραφτερή μαύρη Μερτσέντες. Με ξύπνησε αλλά δεν κουνήθηκα. Αναρωτήθηκα ποιος είναι και τι θέλει; Κατέβηκε ένας καλοντυμένος και καλοφτιαγμένος κύριος ο οποίος ζήτησε τον πατέρα μου.
   Τον κέρασα μια πορτοκαλάδα και του είπα να πεινάει να του φτιάξω πρόχειρο φαγητό. Μου απάντησε ότι είχε φάει. Πάλι καλά γιατί θα τον έβαζα στην κουζίνα να τηγανίσει αυγά! Τόσο πολύ βαριόμουν. Τον ρωτούσα τι θέλει τον πατέρα μου. Τίποτα αυτός δεν μου έλεγε, μόνο με ρωτούσε τι ώρα θα γυρίσει. Το απόγευμα γιατί θα βάλουμε ψησταριά του απάντησα. Του είπα αν θέλει να ξεκουραστεί να ανεβώ να του στρώσω. Αρνήθηκε ευγενικά μόνο με ρώτησε πλαγίως αν ζει η γιαγιά.
   Όταν ήρθε ο πατέρας κάθισαν σε μια γωνία και κουβέντιασαν για ώρα. Συμφώνησαν σε κάτι αλλά δεν κατάλαβα. Κάθισε σε ένα τραπέζι και περίμενε ήρεμα. Η γιαγιά είχε συνήθεια να έρχεται το βραδάκι μια βόλτα στο μαγαζί. Μόλις τον είδε στάθηκε άγαλμα! Τα μάτια του κάτι της θύμιζαν, δεν έβλεπε καλά πήγε κοντά του και τότε εξελίχθηκε μια άκρως συγκινητική σκηνή. Ο Άγνωστος κύριος αγκάλιασε η γιαγιά  και έκλαιγαν και οι δυο. Η γιαγιά τον γνώρισε από τα μάτια.
   Η μάνα μου του έστρωσε στο καινούργιο σπίτι. Αυτός τίποτα ζήτησε να κοιμάται στο σπίτι της γιαγιάς. Ο Γιώργος ερχόταν κάθε καλοκαίρι, μας γέμιζε δώρα, μας αγαπούσε και τον είχαμε δικό μας άνθρωπο. Ερχόταν μέχρι που « έφυγε» η γιαγιά. Δεν έμενε στο σπίτι μας αλλά στο χαμηλό προσφυγικό σπιτάκι της μάνας του όπως έλεγε τη γιαγιά Σεμέλα.
   Ο Γιώργος είχε σπουδάσει με υποτροφία στην Αγγλία. Ήταν αρχικαπετάνιος και μετά άνοιξε γραφείο στο Σίτυ του Λονδίνου. Είχε οικογένεια και πολλά χρήματα. Είπε στον πατέρα μου αν ήθελα να με πάρει στην Αγγλία να με σπουδάσει με όλα τα έξοδα δικά του αλλά δεν ήθελα. Αν πήγαινα δεν θα ήμουν τώρα εδώ και θα σε είχα ξεφορτωθεί !! »
Άρχισαν την πλάκα γιατί η διήγηση είχε βαρύνει την διάθεση τους. Ευχαριστώ πατριώτη πόντιε του είπε το αναποδιασμένο αλλά εμείς από την Αρκαδία σας κάναμε ανθρώπους και σας μάθαμε την γλώσσα σας. Χαμογέλασαν πίκρα και έπεσαν στις σκέψεις τους
_ Έχει περάσει πολλά ο λαός μας συμφώνησαν οι δυο συνάδελφοι. 

Πέμπτη 7 Μαΐου 2020

ΘΕΟΛΟΓΟΣ




   
     
Demetrios
Perdikaris


            


Παναγιώτης
   Βλαχάκης

    
   Κάθε φορά που μου  γράφει από το μακρινό Καναδά, ο Μήτσος ο Περδικάρης, ο Κριαράκος με εκπλήσσει. Με κείμενα του με κάνει και γελώ, με προβληματίζει,  μου θυμίζει πολλά. Έτσι και τώρα που ανάφερε τον μπάρμπα Πάνο τον Κρεμμύδα μου θύμισε ένα γεγονός της Κατοχής που κινείται  στα όρια του ανέκδοτου. Σκέφτηκα να κάνουμε μια ανάρτηση από κοινού. Ένα κομμάτι δικό του ( Πλάγια γραφή ) και μια παλιά ιστορία που την είχα ακούσει στον Αγιάννη. 1


         Το εκκλησάκι του Αη Γιάννη του Θεολόγου τον Αύγουστο του 1972. Φωτογράφος Ν.Π.Κ. 
   Οι ρίζες μου και μένα κρατάν από εκεί. Από το Θεολόγο . Ο γέρο Νικόλας ήταν γιος του γέρο Παναγιωτέλου από του όποιου το γένος  κατάγομαι . Ο προπάππος μου Δημήτριος Παν. Καμπύλης ήταν γιος του. Ο όποιος σκοτώθηκε το 1913 στο Μπιζάνι. Ο αδερφός του γέρο Νικόλα, παιδιά του ο Παναγιώτης Δημ. Καμπύλης – ο γνωστός σε όλους Κρεμμύδας- και ο παππούς μου Δημήτριος Δημ. Καμπύλης (Κριαράκος). Επίσης σε εκείνο το παλιό νεκροταφείο του Θεολόγου είναι θαμμένη και η προγιαγιά μου Θανάσω Δημ Καμπύλη. Στο πρόσφατο η γιαγιά μου η Ρήνα Δημ. Καμπύλη - ΞιουροΡήνα. Τα μαγειρεία χτίστηκαν σε χωράφι δωρεά του Κώστα Δημ. Καμπύλη γιος του Κριαράκου. Οι ρίζες μου ξεκινούν από εκείνο τον ευλογημένο τόπο. Επίσης η μητέρα μου Αθανασία Ιωαν. Περδικάρη είναι μια από τις γυναίκες, μέλη  του συλλόγου. Demetrios Perdikaris

   Το εκκλησάκι του θεολόγου είναι πολύ παλιό κτισμένο το 1678 βρισκετε ανατολικά του Αγίου Ιωάννου. Αγιογραφήθηκε το 1754. Ήταν καθολικό του μοναστηριού που ονομάζετο του « Στρεβουλίατου ». Ανήκε στο «Μεγάλο μαγαζί » της περιοχής στο μοναστήρι της Λουκούς και στους Αγιαννίτες προύχοντες που λυμαίνονταν τα εισοδήματα του. . ©


                   Το εκκλησάκι του Θεολόγου. Ο φιλόλογος Παν. Ν. Καμπύλης. Φωτο Νικ Π.Κ. ©
 
   Διαλύθηκε το 1834. Τα περισσότερα από τα κτήματα του μοναστηριού περιήλθαν στην κατοχή των αγροτοποιμένων Καμπυλαίων με καταγωγή του Βάγκου της Αρκαδίας και σε κάποιές άλλες Αγιαννίτικες οικογένειες.

   Οι ξωμάχοι θεωρούσαν το εκκλησάκι και τον άγιο δικό τους. Οι απογόνοι τους το φροντίζουν και το εορτάζουν κάθε χρόνο. Υπήρχε και υπάρχει νεκροταφείο όπου έθαβαν τους πεθαμένους τους. Κάποιος από κακή συνήθεια χάραξε το όνομα του στις θαυμάσιες αγιογραφίες. Δυστυχώς οι ξωμάχοι μας δεν έδωσαν βάση να τις προστατεύσουν. Δεν θυμάμαι αν είδα χαραγμένα και τα ονόματα τους. 

   Πριν από χρόνια παιδί σκέφτηκα να χαράξω το όνομα μου. Έβγαλα το «Σίτελη » και ετοιμαζόμουν…Ο πατέρας της μάνας μου ο αγαπητός μου παππούς. Με επέπληξε μόνο που το σκέφτηκα. «Οι Αραπάδες του Μπραΐμη έβγαζαν με τις ξιφολόγχες τα μάτια των αγίων. Να πας να τις δεις στον Αγιώργη. Τούρκος είσαι; Αυτή η σκέψη σου είναι κακιά, με κόλασες… » Υπάρχουν πολλά ονόματα Αγιαννιτών και άλλων. ►2
  
 Φτάσαμε στα μαύρα χρόνια της τριπλής Κατοχή, στη μεγάλη πείνα. Υπήρχαν άνθρωποι που η ευλάβεια τους υπαγόρευε να πηγαίνουν λαδάκι για το άναμμα των καντηλιών. Μπορεί το λάδι να ήταν ελάχιστο αλλά το κιούπι της εκκλησίας ήταν γεμάτο και το καντήλι του άγιου αναμμένο.

 Τη χρονιά εκείνη ο πολυφαμελίτης μπάρμπα Πάνος ο Κρεμμύδας έμεινε από λάδι. Σκέφτηκε να δανειστεί ένα μπουκάλι και να το φέρει την άνοιξη στο πολλαπλάσιο στον Άγιο. Ήταν τίμιος και κάλος άνθρωπος έκανε το σταυρό του γέμισε ένα μπουκάλι λάδι. Πήρε την άδεια από το Θεολόγο και ετοιμαζότανε να φύγει.

 Έτριξε η πόρτα, κάποιος την άνοιγε, χώθηκε γρήγορα στο ιερό. Νάσου ο αγαπητός μας μπάρμπα Γιάννης ο Κολίκος και αυτός από την περιοχή. Έφερνε ντενεκέ για να «απαλλοτριώσει το λάδι » ίσως να το επέστρεφε;  Ήταν θεοσεβούμενος. Έκανε το σταυρό του, άναψε το καντήλι και είπε στον άγιο: « Θα δανειστώ το λάδι σου και θα στο φέρω το χειμώνα ».

Μόλις άρχισε να γεμίζει με την κολοκύθα το δοχείο, ακούστηκε αλλοιωμένη η στεντόρεια φωνή του μπάρμπα Πάνου. «Άστο χάμου το λάδι »! Κόκαλο ο μπάρμπα Γιάννης σκέφτηκε ότι μίλησε ο άγιος. Ξανά το σταυρό του. « Άγιε μου Γιάννη Θεολόγε να πάρω τουλάχιστον αυτό το μπουκαλάκι και θα στο επιστρέψω. Πεινάνε τα παιδιά μου»!

- Όχι άστο χάμου το λάδι ! βροντοφώναξε ο μπάρμπα Πάνος από το ιερό. Ίσια που κρατήθηκε να μην βάλει τα γέλια. 


           Η Θαυμάσια εικόνα του Ευαγγελιστή Ιωάννη του Θεολόγου. Βανδαλισμένη. Αρχείο Ν.Π.Κ. ©

  Κάνει μπραφ ο καλός μας μπάρμπα Γιάννης. Άφησε και τον ντενεκέ και ακόμα τρέχει. Πηγαίνει να πάρει ένα κολοκύθι. Το είχε «απαλλοτριώσει » νωρίτερα από τα Καμπυλέικα περβόλια. Τον είχε δει ο μπάρμπα Χαρής ο Μπίτσιος, ο οποίος το  μετακίνησε για πλάκα. Ο μπάρμπα Γιάννης συνδυάζοντας τα γεγονότα πίστεψε ότι ο Άγιος τον τιμώρησε! Την άλλη μέρα το διηγήθηκε τρομαγμένος σε αυτούς που του είχαν σκαρώσει την πλάκα.

Τώρα είναι όλοι τους πολίτες του κάτω κόσμου. Πριν ένα χρόνο τους ακολούθησε και ο Μήτσιος στο μακρινό Καναδά. Δεν γνωρίζω αν οι πολίτες του άλλου κόσμου σκαρώνουν πλάκες στα εγγόνια τους; Αν όμως γίνετε κάτι τέτοιο ο Μήτσιος θα τους σκαρώσει περισσότερες. Ας αναπαύονται εν ειρήνη. ©
Τότε οι άνθρωποι πάλεψαν την καταραμένη φτώχεια. Τώρα οι κρατούντες θα μας οδηγήσουν στην ίδια και χειρότερη κατάσταση.

Σημειώσεις. 

1 Το κείμενο έχει δημοσιευτεί το 2013. Πριν ένα χρόνο τον ίδιο καιρό πέρασε στην Αθανασία, στα παράλληλα σύμπαντα, έγινε πολίτης του άλλου κόσμου ο φίλος μου Μήτσιος. Ακολούθησε το Δάσκαλο το Γιώργο Παπαμήτρο που εδώ έψελνε ο πατέρας του. Στη μνήμη τους ξανανεβάζω το κείμενο λίγο συμμαζωμένο που έλεγε ο Μήτσιος.

2  Προτείνω να δημιουργήσουμε μια επιτροπή για την αποκατάσταση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Να εξηγούμαι βοηθάω για να σωθούν οι καλλιτεχνικοί θησαυροί. Πρέπει αυτοί που γράψανε τα ονόματα τους ( ΚΑΠΡΑΝΟΣ το 1972 & Μπάρλας στις 16 – 4 -1993 ) Να δώσουν ένα συμβολικό ποσό ζητωντας με αυτό τον τρόπο συγνώμη. Δεν γνωρίζω αν υπάρχουν και οι απόγονοι της « Κασταλίας » που το 1930 μαζί με την ξαδέρφη της Κανέλλα στις 29 Αυγούστου ημέρα Παρασκευή άναψαν τα καντήλια. ©