Τετάρτη 20 Μαΐου 2020

ΣΤΟ ΓΌΝΑΤΟ.



 






Γράφει ο
Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης
                        
    Άνοιξη στο διάλειμμα η παρέα των παλιών εκπαιδευτικών μαζευόταν κάτω από τη σκιά του μεγάλου Πεύκου. Συζητούσαν και έλεγαν αστεία για να ξελαμπικάρει το μυαλό τους από τη φασαρία της τάξης. Κάποιοι κάπνιζαν διακριτικά για να μην δίνουν δικαίωμα στους μαθητές μας. Αυτός που είχε εφημερία τους παρακολουθούσε άγρυπνα. Αρκετές φόρες το πειραχτήριο έκανε πλάκα με τον συνάδελφο του τον Λιόνα (Λεωνίδα) τον Πόντιο.
   Ο Λιόνας όταν είχε κέφια «Κελάηδαγε» και έκαναν μεγάλες πλάκες. Τότε το αναποδιασμένο τον έφερνε στα όρια του με τις ποδοσφαιρικές ομάδες ή του έλεγε « Ποντιακά ανέκδοτα ». Σήμερα ήταν  σοβαρός, λιγομίλητος και κλεισμένος στον εαυτό. Όποιος κάνει σήμερα πλάκα θα «τον σφάξω στο γόνατο».  Έριξε κάποια Γαλλικά για τους Πελοποννήσιους και για το Κράτος των Αθηνών. Τότε όλοι καταλάβαν ότι «τα είχε πάρει στο κρανίο» και το καλαμπούρι σταμάτησε.
_ Έλα ρε τι έχεις; Ρώτησε τον συνάδελφο του ο φίλος του το αναποδιασμένο.
_ Σήμερα είναι η ημέρα της σφαγής των Ποντίων είμαι χάλια. Το αναποδιασμένο αναρωτιόταν τι να έκρυβε αυτή η αντίδραση. Σίγουρα έκλεινε μέσα της μια ιστορία.  Πάντως χαρμόσυνη δεν θα ήταν κάτι το κακό κάτι το θλιβερό θα ήτανε. Πέρασαν κάποιες μέρες. Τον ρώτησε κάτι για την Τραπεζούντα, για την Ποντιακή γλώσσα. Γύρο γύρο του το έφερνε. Ο Λιόνας είναι έξυπνος άνθρωπος το κατάλαβε και του είπε να καθίσει στη σκιά.  
 Κάθισαν και ο Λιόνας  σοβαρά, χαμηλόφωνα του διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία από τη γενοκτονία των Ποντίων. « Άκου φίλε μου: Υπάρχουν κάποιες λέξεις κλειδιά, κάποιες λέξεις με σημασία που πίσω τους κρύβουν ιστορίες. Ιστορίες , χαρούμενες ιστορίες λυπητερές ιστορίες αστείες, ιστορίες αισιόδοξες, ιστορίες απαισιόδοξες. Αυτή που θα σου πω έχει από όλα εκτός από αστεία.
…Οι πρόγονοι μου ζούσαν σε ένα καταπράσινη πανέμορφο και πλούσιο χωριό κοντά στην Παναγία τη Σουμελά στον Πόντο. Το χωριό μας ήταν μεγάλο και αποτελούταν από πολλούς οικισμούς. Οι δικοί μου κατοικούσαν στο χωριό Ματσούκα σήμερα το λένε Macka. Από την Τραπεζούντα απέχει αρκετά. Τότε οι άνθρωποι πήγαιναν με τα πόδια με τα ζώα και με τους αραμπάδες. Υπό κανονικές συνθήκες έκαναν τέσσερες μέρες να φτάσουν στα παράλια του Πόντου. Το επάγγελμα των δικών μου ήταν έμποροι.
   Οι Έλληνες με τους Τούρκους και τους Αρμένιους ζούσαν σχεδόν αρμονικά. Εμείς είμαστε μπροστά στην εκπαίδευση, στον πολιτισμό, στις τέχνες και στο εμπόριο. Άκμαζε η κοινότητα μας. Είχαμε ομάδες θεάτρου, ομάδες χορού, ποδοσφαίρου και γενικά είμαστε μπροστά από τους άλλους.
   Όταν στα πράγματα ήρθαν οι Νεότουρκοι άρχισαν οι διωγμοί. Έκαναν και την Μικρασιατική εκστρατεία και το πράγμα επιδεινώθηκε. Οι Τούρκοι δεν κρατάνε συνθήκες είναι βάρβαροι. Δεν εννοώ όλους τους Τούρκους αν και αυτοί παρασύρονται εύκολα από τους αξιωματούχους τους και κάνουν έκτροπα.


                     Φάλαγγα προσφύγων από τον Πόντο ( Φωτο από διαδίκτυο)
   Κάποιοι που είχαν σχέσεις με τους Τούρκους λόγο εμπορίου ή ήταν πλούσιοι προεστοί άρχισαν να διώχνουν τις οικογένειες τους νωρίς. Άλλοι πήγαν στην Ελλάδα, άλλοι στην Ρωσία και κάποιοι στην Συρία. Ο πολύς λαός παραμείναμε στα χώματα μας, στις δουλειάς μας ελπίζοντας να ομαλοποιηθούν τα πράγματα. Αυτό ελπίζαμε γιατί είχε γίνει και άλλες φορές
   Τώρα όμως οι Νεότουρκοι με τον Κεμάλ είχαν αποφασίσει να διώξουν τους Ελληνικούς πληθυσμούς. Ένα απογευματάκι κτύπησαν οι καμπάνες των εκκλησιών. Ο λαός μαζεύτηκε στις πλατείες και στα προαύλια των εκκλησιών. Οι προεστοί ενημέρωσαν τον λαό ότι αύριο πρέπει να φύγουν για την Τραπεζούντα. Εκεί θα επιβιβαστούν στα πλοία και από εκεί στην πατρίδα γιατί πλησιάζει ο τουρκικός στρατός και οι Τσέτες. Αύριο το πρωί κάθε γειτονιά ξεκινήσει με τάξη και θα επακολουθήσουν όλοι με τη σειρά.
   Υποτίθεται ότι είχε υπογραφεί συνθήκη. Αλλά;  Η απόσταση από το χωριό μέχρι τη θάλασσα είναι μεγάλη όπως προείπα 4 μέρες αλλά η φάλαγγα των ανθρώπων βάδιζε πολύ αργά. Την τρίτη μέρα σε ένα πεδινό τμήμα κατέφθασαν τσέτες οι όποιοι ήταν βάρβαροι αντάρτες που ο Κεμάλ τους χρησιμοποιούσε για τις βρώμικες δουλειές.
   Ρίχτηκαν στο πίσω μέρος της φάλαγγας των προσφύγων. Τα στα παλικάρια του χωριού που αντιστάθηκαν με τους γκράδες και τα μαχαίρια τους κράτησαν για αρκετή ώρα στο σημείο και έτσι τα γυναικόπαιδα προχώρησαν. Ήταν όμως πολλοί και κάποιοι που είχαν άλογα πέρασαν. Έφτασαν τα γυναικόπαιδα και τους λιγοστούς γέρους. Ρίχτηκαν στις κοπέλες και μέσα στη μέση του δρόμου έκαναν ακατανόμαστες πράξεις.
   Η Γιαγιά μου η Σεμέλα ήταν ψηλή και ωραία γυναίκα η ηλικία της είκοσι δυο ετών. Στην αγκαλιά της κρατούσε τον θειο μου τον Ευριπίδη που ήταν τριών ετών. Ο Τούρκος άτακτος της βούτηξε το παιδί. Πάλεψε άλλα ήταν τρις άντρες τη ρίξανε στο χώμα την κλώτσησαν στο κεφάλι και ζαλίστηκε. Δεν ασχολήθηκαν άλλο μαζί της.
Αυτοί είχαν αποστολή να σκοτώνουν τα παιδιά. Κρατήσου πολύ σκληρή είναι η διήγηση της γιαγιάς μου. Τα γουρούνια βίαζαν αγοράκια και κοριτσάκια έσπαζαν τα κεφάλια των παιδιών με πέτρες και με τα κοντάκια των όπλων. Η Σεμέλα η γιαγιά μου μόλις συνήλκε είδε τον Τούρκο να « σφάζει τον γιο της στο γόνατο». Δίπλα της έκλεγε ένα άγνωστο παιδάκι από άλλο χωριό. Το βούτηξε στην αγκαλιά της και έτρεξε στο δρόμο προς την Τραπεζούντα.
   Με τα πολλά λίγο πριν το λιμάνι βρήκε τον γέρο πεθερό της τον προπάππο μου και του εξιστόρησε τι έγινε. Άφησε το παιδί με τον παππού άρχισε να ψάχνει τον άντρα της που είχε καθίσει πίσω να αντιμετωπίσει τους Τούρκους. Πήρε και πληροφορίες ότι τον άντρα της τον παππού μου τον Ηρακλή.
    Βρήκε τον Πότσο (Απόστολο) τον καραγωγέα από το διπλανό χωριό. Αυτός ήτανε μεγάλο μούτρο. Κοντραμπατζής, οπιομανής μέσα σε όλα. Τώρα έγινε τσιράκι των τούρκων. Τον γνώριζε γιατί έκανε μεταφορές στο κατάστημα μας. Αυτός την πληροφόρησε ότι ο άντρας της αιχμαλωτίστηκε από το στρατό. « Είναι τυχερός που δεν τον αιχμαλώτισαν οι τσέτες. Τους προορίζουν για τα τάγματα εργασίας στην Ανατολή... »Η γιαγιά  Σεμέλα ανάσανε που ήταν ζωντανός και σκέφτηκε πως θα τον ελευθερώσει.
   Είχε κάποιες χρυσές λίρες ραμμένες στο εσώρουχο της που ευτυχώς δεν τις το έβγαλαν οι τσέτες. Ρίσκαρε και είπε στο απόβρασμα τον άνθρωπο των τούρκων. Αν ελευθερώσεις τον Ηρακλή ο αδελφός μου από την Αμερική θα σου στείλει πολλά χρήματα. Πάρε τώρα 5 λίρες δεν έχω άλλο τίποτα και προσπάθησε να γλυτώσεις τον άντρα μου.
    Το κόλπο της έπιασε ο Πότσος βρήκε τον παππού μου λίγο πριν φύγει για τα τάγματα. Τον ελευθέρωσε και τον επιβίβασε σε άλλο καράβι λέγοντας του ότι δεν το έκανε για χρήματα αλλά γιατί του είχαν συμπεριφερθεί καλά όταν οι άλλοι χωριανοί τον περιφρονούσαν. Ο προπάππος μου, η Σεμέλα και ο άγνωστος μικρός επιβιβάστηκαν σε ένα Γαλλικό καράβι αφού έδωσαν ένα γερό μπαξίσι στον Γάλλο λοστρόμο.
_ Μπαξίσι εεεεε  μιλάς τούρκικα! Πήγε να τον ειρωνευτεί το αναποδιασμένο για να ελαφρύνει το βάρος της διήγησης. Να τσατίσει τον Πόντιο και να γελάσουν γιατί είχε βαρύνει η καρδιά του.
 _ Πάψε μη μιλάς και άκου. Του είπε με σηκωμένα τα μαλλιά και κόκκινα μάτια ο Λιόνας ο Πόντιος.- μάλλον είχε δακρύσει.
   Συνέχισε με σιγανή φωνή. «Το παιδάκι το έλεγαν Γιώργο, Γιωρίκα στη γλώσσα μας. Δεν ξέρανε τίποτα άλλο ούτε το χωριό του ήξερε να ψάξουν τους συγγενείς του οι γονείς του είχαν χαθεί. Η Σεμέλα έμαθε μόνο για την μάνα του που την βίασε και την σκότωσε ένας τούρκος στην ενέδρα. Η γιαγιά ήθελε να το κρατήσει της θύμιζε πολύ τον αδικοχαμένο γιο. Ο προπάππος σκέφτηκε ποιο ψύχραιμα τις δυσκολίες και το άγνωστο που τους περίμενε. Το ήθελαν το παιδί αλλά οι συνθήκες ήταν τραγικές και δεν μπορούσαν να το κρατήσουν.
   Θεώρησαν καλό να το δώσουν στο Τζάνειο Ορφανοτροφείο στον Πειραιά. Η Γιαγιά έκλεγε το αγκάλιαζε το ίδιο και αυτό. Ο πεθερός της την παρηγόρησε ότι όταν γυρίσει ο Ηρακλής και θα κάνουν άλλα παιδιά. Μετά από ένα χρόνο βρεθήκαν με τον άντρα της και έτεκε πέντε παιδιά ανάμεσα τους και τον πατέρα μου τον Όμηρο.  
  Πέρασαν τα χρόνια ριζώσαμε στην περιοχή του κάμπου των Σερρών. Μετά σκόρπισε η οικογένεια άλλοι στην Γερμανία άλλοι στην Θεσσαλονίκη. Πήραμε αρκετά χωράφια με την ανταλλαγή. Με την εργατικότητα μας αγοράσαμε και άλλα και ζούσαμε καλά. Ο πατέρας μου άνοιξε μπακάλικο που λειτουργούσε σαν ταβέρνα - καφενείο στο χωριό. Κτίσαμε καινούργιο ψηλό σπίτι δίπλα στο παλιό πατρικό μας.


               Πόντια μητέρα προσπαθεί να σώσει το παιδί της ( Φωτο από διαδίκτυο)
  Η Σεμέλα η γιαγιά μου γέρασε. Έφυγε ο παππούς αξιώθηκε παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα. Την έκαιγε όμως κάτι. Τι να έγινε εκείνο το παιδί ο Γιωρίκας με ρωτούσε συχνά; Εγώ βαριόμουν να πηγαίνω στα χωράφια και συνήθως έμενα στο μαγαζί. Άκουγα πολύ ραδιόφωνο ακόμα και τις αναζητήσεις του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Σκέφτηκα και είπα στον πατέρα μου να αναζητήσουμε το παιδάκι από το ορφανοτροφείο. Είχαν περάσει αρκετά χρόνια αλλά υπέθεσα ότι θα έχουν αρχεία και θα γνωρίζουν την τύχη του.
_ Πόντιε έχεις μυαλό για να σκεφτείς έπεσε το καρφί του αναποδιασμένου.
_ «Τον Εβραίο σου και το μυαλό σου δεν θα σταματήσεις να ακούσεις. Τέλος. Απάντησε ο φίλος του. Βάρεσε το κουδούνι άντε στο μάθημα και θα σκεφτώ αν σου πω τη συνέχεια!  
   Το άλλο διάλλειμα ο Λιόνας χαμογελώντας του είπε: Αν μιλήσεις τέλος δεν θα σου πω την ιστορία. Σιώπα και άκου: « Δώσαμε στον Ερυθρό Σταυρό ένα σημείωμα και τα μεσημέρια για αρκετό διάστημα στην εκπομπή των αναζητήσεων άκουγα την ανακοίνωση μας.
…Να ξέρεις ότι το καλοκαίρι στα χωριά μας από τα νερά που ποτίζουμε τον κάμπο  υπάρχει πολύ υγρασία και η ζέστη είναι αποπνικτική σε αποχαυνώνει, είναι κουραστικό. Δεν είχα πελάτες στο μαγαζί. Είχα γλαρώσει στην καρέκλα κάτω από την σκιά της μεγάλης μουριάς. Βαριόμουν να ανέβω στο σπίτι για ύπνο. Ξαφνικά φρέναρε μπροστά μια αστραφτερή μαύρη Μερτσέντες. Με ξύπνησε αλλά δεν κουνήθηκα. Αναρωτήθηκα ποιος είναι και τι θέλει; Κατέβηκε ένας καλοντυμένος και καλοφτιαγμένος κύριος ο οποίος ζήτησε τον πατέρα μου.
   Τον κέρασα μια πορτοκαλάδα και του είπα να πεινάει να του φτιάξω πρόχειρο φαγητό. Μου απάντησε ότι είχε φάει. Πάλι καλά γιατί θα τον έβαζα στην κουζίνα να τηγανίσει αυγά! Τόσο πολύ βαριόμουν. Τον ρωτούσα τι θέλει τον πατέρα μου. Τίποτα αυτός δεν μου έλεγε, μόνο με ρωτούσε τι ώρα θα γυρίσει. Το απόγευμα γιατί θα βάλουμε ψησταριά του απάντησα. Του είπα αν θέλει να ξεκουραστεί να ανεβώ να του στρώσω. Αρνήθηκε ευγενικά μόνο με ρώτησε πλαγίως αν ζει η γιαγιά.
   Όταν ήρθε ο πατέρας κάθισαν σε μια γωνία και κουβέντιασαν για ώρα. Συμφώνησαν σε κάτι αλλά δεν κατάλαβα. Κάθισε σε ένα τραπέζι και περίμενε ήρεμα. Η γιαγιά είχε συνήθεια να έρχεται το βραδάκι μια βόλτα στο μαγαζί. Μόλις τον είδε στάθηκε άγαλμα! Τα μάτια του κάτι της θύμιζαν, δεν έβλεπε καλά πήγε κοντά του και τότε εξελίχθηκε μια άκρως συγκινητική σκηνή. Ο Άγνωστος κύριος αγκάλιασε η γιαγιά  και έκλαιγαν και οι δυο. Η γιαγιά τον γνώρισε από τα μάτια.
   Η μάνα μου του έστρωσε στο καινούργιο σπίτι. Αυτός τίποτα ζήτησε να κοιμάται στο σπίτι της γιαγιάς. Ο Γιώργος ερχόταν κάθε καλοκαίρι, μας γέμιζε δώρα, μας αγαπούσε και τον είχαμε δικό μας άνθρωπο. Ερχόταν μέχρι που « έφυγε» η γιαγιά. Δεν έμενε στο σπίτι μας αλλά στο χαμηλό προσφυγικό σπιτάκι της μάνας του όπως έλεγε τη γιαγιά Σεμέλα.
   Ο Γιώργος είχε σπουδάσει με υποτροφία στην Αγγλία. Ήταν αρχικαπετάνιος και μετά άνοιξε γραφείο στο Σίτυ του Λονδίνου. Είχε οικογένεια και πολλά χρήματα. Είπε στον πατέρα μου αν ήθελα να με πάρει στην Αγγλία να με σπουδάσει με όλα τα έξοδα δικά του αλλά δεν ήθελα. Αν πήγαινα δεν θα ήμουν τώρα εδώ και θα σε είχα ξεφορτωθεί !! »
Άρχισαν την πλάκα γιατί η διήγηση είχε βαρύνει την διάθεση τους. Ευχαριστώ πατριώτη πόντιε του είπε το αναποδιασμένο αλλά εμείς από την Αρκαδία σας κάναμε ανθρώπους και σας μάθαμε την γλώσσα σας. Χαμογέλασαν πίκρα και έπεσαν στις σκέψεις τους
_ Έχει περάσει πολλά ο λαός μας συμφώνησαν οι δυο συνάδελφοι. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου