Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ή ΤΑ ΠΕΥΚΑ;

 
            Γράφει 
ο Παν. Ι. Δ. Βλαχάκης.

Δεκαετία του 1970 Αγιάννης μετά από πολλές καθυστερήσεις και τερτίπια του εργολάβου τελικά «ήρθε το νερό της Λεπίδας στο Χωριό». Η Δεξαμενή γέμιζε γιατί ακόμα δεν είχαν κατασκευάσει το εσωτερικό δίκτυο. Έξω έτρεχε ο σωλήνας της υπερχείλισης. Οι κοντινοί στην δεξαμενή έβαζαν λάστιχα του νερού με ένα χωνί και έπαιρναν νερό για τις ανάγκες τους.
  Οι γυναίκες της γειτονιάς μας ένωσαν τα λάστιχα του νερού και φέραμε  το νερό στα σπίτια μας. Γεμίζαμε τα καζάνια, τους ντενεκέδες , τα βαρέλια, καθαρίζαμε τις σκάλες. Ευλογημένο πολύ και άκοπο το νεράκι της Λεπίδας βγαλμένο μέσα από τα σωθικά του γέρο Πάρνωνα.
   Στην αρχή όλα πήγαιναν ρολόι αλλά; Έλα μου όμως που κάποιοι πονηροί πέταξαν τα χωνιά και τα λάστιχα των άλλων. Η Θειά Τασιά έστειλε την ομάδα των παιδιών να το φτιάξουμε. Η μάννα μου συνέστησε  προσοχή όχι καυγάδες. Στη συμμορία της γειτονιές έκτος των άλλων ήταν ο Γιώργος ο Μπουρνάκης, ο Τάκης ο Κολοβός, ο Κωστάκης ο Κολοβός που μας έφυγε πρόσφατα. Όλοι τους είναι πολίτες του άλλου κόσμου.
  Ήμουν  ο άτυπος αρχηγός αν και δεν μου άρεσε ο ρόλος γιατί είχα να κάνω με ατίθασα παιδιά και αγύριστα Κολοβέικα κεφάλια. Ο Γιώργος ήταν ο μόνος που ακολουθούσε αθόρυβα  και πίσω τα κορίτσια και τα μικρά της γειτονιάς να δουν το νερό.
  Μόλις φτάσαμε είδαμε ένα μόνο χωνί που κατέληγε σε ένα  πολύ καλής ποιότητας λάστιχο. Τα άλλα χωνιά και τα λάστιχα ήταν πεταμένα!! Το ακολούθησα λίγο και είδα ότι πήγαινε στο σπίτι ενός ανωτέρου δικαστικού. Δεν είπα τίποτα άλλα προσπάθησα να προσαρμόσω και το δικό μας « υδραυλικό σύστημα » χωρίς να πετάξω το άλλο.
  Τότε είδα να σκαρφαλώνει προς τη δεξαμενή  μια ψηλή γυναίκα, θεόρατη σαν νεράιδα την θειά Ευρύκλεια, φορούσε μια χωριάτικη ρόμπα  που της έδινε ύψος και στα παιδικά μας μάτια φάνταζε θεόρατη. Πλησίαζε φωνάζοντας και απειλώντας μας, ρε βγάλτε το λάστιχο και αφήστε να ποτίσω τα «Πεύκα του εφέτη». Έδιωξα πίσω τα μικρά και τα κορίτσια. Έδωσα εντολή,  ετοιμάστε τα λάστιχα – τις σφεντόνες και μην ρίξει κανείς αν δεν σας πω εγώ!!
  Έφτασε στα δέκα μέτρα φωνάζοντας και κρατώντας ένα ραβδί. Τότε της είπα ότι θέλει δεν θέλει θα μοιραστούμε το νερό! Θειά πρέπει πρώτα να πίνουν  νερό οι άνθρωποι, να μαγειρεύουμε, να πίνουν τα ζά μας  και μετά να ποτιστούν τα πεύκα και τα λουλούδια του κάθε ενός!!!!
  Τίποτα η θειά όλο τον εφέτη και τον εφέτη μας τσαμπούναγε !! Γνώριζα τον άνθρωπο αλλά δεν ήξερα το αξίωμα και τη δύναμη του. Άκου της είπα μην προχωράς, ρίξε το ραβδί μην τολμήσεις και κτυπήσεις κανένα παιδάκι  κάηκες, θα σου βγάλω το μάτι και οι άλλοι θα σου σπάσουν το κεφάλι !!!
   Έβαλα ένα λιθάρι στο πετσάκι της σφεντόνας  και τη σημάδεψα κοιτάζοντας το στρατό μου !! Ο Γιώργος έφυγε πίσω δεν ήθελε να μπλέξει γιατί  θα τον μάλωνε η μάννα του, η θεία μας  και  η δασκάλα μας. 

Η Φώτο 15 χρόνια μετά 1) Δεξαμενή νερού . 2) πορεία λαστιχοσωλήνων 3) η γειτονιά μας .  ©

Οι δυο μικροί λιοντάρια δίπλα μου. Ο Τάκης με το κατάξανθο κεφάλι - αργότερα τον έλεγαν Πολωνό -   είχε ετοιμάσει το λάστιχο και σημάδευε. Ο Κωστάκης ήταν μικρός αλλά είχε πιάσει ένα λιθάρι με τα χέρια του. Πίσω η αδελφή μου είχε ένα λιθάρι σαν το κεφάλι της!! Και τα άλλα είχαν αγριέψει, η θειά τίποτα γιούρια απάνω μας. 
    Τότε της έριξα το πρώτο ποταμολίθαρο δίπλα από το πόδι της. Δεν  ήθελα να της ρίξω στο σώμα της που ήταν ποιο εύκολο να ευστοχήσω, έβαλα ένα άλλο  ποταμολίθαρο στο πετσάκι της σφεντόνας και την περίμενα. Μέσα μου έλεγα να μην προχωρήσει και κτυπήσει  τα παιδάκια γιατί θα ήμουν αναγκασμένος να την σταματήσω. Οι άλλοι δυο που τώρα είναι πολίτες του άλλου κόσμου - πέταξαν με λύσσα τα λιθάρια στα πόδια της. 
Έκανε ένα όταν ωχ έπεσαν   4-5 λιθάρια δίπλα της. Είχε φτάσει στα  πέντε μέτρα !! Αν κτυπούσε παιδί  θα της το έριχνα στο «δόξα πατρί »!!! Ευτυχώς που  έκανε πίσω και ακούμπησε το χέρι της στο ραβδί. Θα το πω στον άντρα μου και εκείνος θα το πει  στο δάσκαλο. Την σημάδευα στο πρόσωπο και περίμενα, αν  και δεν ήμουν από τους καλύτερους στην σφεντόνα. 
- Φύγε θειά θα σου βγάλω το μάτι και μετά  να πας στον εφέτη να με τιμωρήσει!! Πρώτα θα ποιούν νερό οι άνθρωποι και μετά τα πεύκα. Τα άλλα φώναζαν : «Τάκη  ρίχτεις στο κεφάλι …βγάλε της τα μάτια, ρίχτεις στο κορμί που έχεις καλύτερο σημάδι!! Βάρα της επάνω της ρεεε …..»
Κατέβασα τη σφεντόνα και της μίλησα όσο ποιο ήρεμα μπορούσα. Για έλα εδώ να το μοιράσουμε για δυο ώρες και μετά θα έρθω να το βγάλω και θα ποτίσεις τα πεύκα όλη τη νύχτα. Τίποτα ανένδοτη, ρε αύριο  θα έρθει ο  εφέτης πρέπει να βρει καθαρό το σπίτι, τις αυλές και ποτισμένα τα δένδρα του. Ρε ξέρεις τι δύναμη έχει, αν πάει στο δάσκαλο θα σας διώξει από το σχολειό!!  Άκου θεία κανείς  δεν μπορεί να μας κάνει τίποτα  γιατί έχουμε δίκιο, αν πετάξεις ή κόψεις τα λάστιχα κοίτα εδώ !!! Έβγαλα και της έδειξα τον Καστρίτικο σουγιά κατασκευής  Ιωάννη Σίτελη !! Το βράδυ θα στα  τα κάνω κομμάτια μέτρο μέτρο και άντε μετά να τα ενώσεις!
Τραβηχτήκαμε λίγο πίσω και την περιμέναμε. Παρακολουθούσαμε την κάθε της κίνηση, μουρμουρίζοντας έφτιαξε το χωνί της στο ακριβό λάστιχο, δεν πείραξε το δικό μας και ξεκίνησε να φύγει. Βλέπεις που μπορεί να καλιάσουμε ένα ακόμη χωνί και να πάρει νερό ένα ακόμη σπίτι; Άδικα φώναζες και μας μαλώνεις – της βγήκα και από θέση ισχύος !!
Δεν είπε τίποτα έφυγε στον κατήφορο.  Τότε έδωσα εντολή στη συμμορία να γυρίσουμε. Στις ενώσεις που έκαναν τα λάστιχα του νερού έβγαζα τον αέρα. Φέραμε ξανά το νερό  και  φτάσαμε  περήφανοι στη γειτονιά μας. Τα παιδιά δεν είπαν κουβέντα στους μεγάλους. Μίλησα στον πατέρα μου χωρίς λεπτομέρειες και του είπα να αγοράσουμε σωλήνες .  Εκείνος  το κουβέντιασε με τους συγγενείς - γειτόνους μας και αγόρασαν σωλήνες μέχρι τον κεντρικό αγωγό. Έτσι αποκτήσαμε βρύση στις αυλές  μας.  ©
  Μετά από μέρες  με σταμάτησε ο άντρας της Ευρύκλειας, μάλιστα με έπιασε από το χέρι στο μονοπατάκι πάνω από το σπίτι του Μανεστρόγιαννη. Του είπα άσε το χέρι μου, θα το πω στον πατέρα μου, τον κοίταζα ίσια στα μάτια. Άφησε αμήχανα το χέρι μου και με κοίταξε με απορία και καλοσύνη.  Ρε παιδάκι μου ..  ρώτησε τα καθέκαστα . Η θειά του είχε πει ότι την χτύπησα στο πόδι και παρ΄ ολίγο να της βγάλω το μάτι!!
  Δεν είναι έτσι, του είπα. Κανονικά θα έπρεπε να της το βγάλω, είχα τη ευκαιρία δεν το έκανα και θα σου πω όλη την αλήθεια, άκου. Με υπομονή εξήγησα ότι πρέπει πρώτα να πίνουν και να τρώνε  οι άνθρωποι και μετά τα δένδρα.
   Ο  Δεσμώτης των ταγμάτων εργασίας  της Γερμανίας, έδειξε κατανόηση, τράβηξε μια μεγάλη ρουφηξιά από το σκέτο τσιγάρο του, σκέφτηκε για λίγο, έβγαλε  σωστή κρίση και δεν με μάλωσε. Παιδί μου, έχεις δίκιο πρώτα πρέπει να πίνουν οι άνθρωποι, τα ζωντανά  και μετά να ποτίζουμε τα φυτά αλλά δεν χρειαζόταν να την απειλήσεις και να της πετάξατε λιθάρια. Με συμβούλεψε, δεν πετάμε λιθάρια γιατί αν φύγει από το χέρι σου δεν το ορίζεις. Προσέχει το σπίτι του Αθηναίου και ποτίζει τα δένδρα καταλαβαίνεις ….
  Μπάρμπα  δεν την χτύπησα, δίπλα από τα πόδι το έριξα αλλά μπορεί να την κτύπησε κάποιο άλλο παιδί. Δεν είδα αλλά και να έβλεπα δεν θα σου το έλεγα γιατί είναι ρουφιανιά είχαμε δίκιο, εγώ έχω την ευθύνη … Πες της να μην το πει στον εφέτη και αυτός στο δάσκαλο γιατί θα κάνω τα λάστιχα κομμάτια!!
  Γέλασε καλόκαρδα μου χάιδεψε το κουρεμένο κεφάλι και με σοβαρότητα μου έδωσε  το ροζιασμένο χέρι του και το λόγο του. Όχι παιδάκι μην τα κόψεις  θα της εξηγήσω και όλα θα πάνε καλά.  Άντε παιδάκι  μου να παίξεις στον Αγιώργη.  «Σου εύχομαι να μην πεινάσεις και να μη διψάσεις ποτέ στη ζωή σου». Ένοιωσα ότι τα λόγια αυτά τα είπε με την καρδιά του. Ποιος ξέρει τι πείνα και τι δίψα είχε βιώσει ο δεσμώτης των Χιτλερικών στρατοπέδων εργασίας.
  Τα θυμήθηκα σήμερα που είμαι πικραμένος, έφυγε ο Κωστάκης των παιδικών μας χρόνων, ο Τσικ. Κάνω μια ευχή για όλους τους πολίτες του άλλου κόσμου που αναφέρω στο κείμενο. Ας αναπαύονται όλοι εν ειρήνη.