Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Η ΓΚΟΡΤΣΙΆ.


        Γράφει ο 
Παν. Ι. Δ. Βλαχάκης. 


Τις γραμμές αυτές τις αφιερώνω στον αείμνηστο  Ηλία Νικ Τσιώρο ( Τσιωρολιά ) που έφυγε πρόσφατα για το μεγάλο ταξίδι.

Προχωρημένο φθινόπωρο αρχές δεκαετίας ΄80 έχω κατεβεί στο Αστρος, κουβεντιάζαμε με τους γονείς πως θα περάσει ο χειμώνας. Στην Αθήνα στο δωμάτιο που μένω έχει καλοριφέρ για κάποιες ώρες και με μια σομπίτσα θα τα βολέψω. Εδώ τα ευλογημένα λιόξυλα είναι ξερά και όχι αρκετά  θα καούν γρήγορα. Τι θα κάνουμε αν έρθει βαρύς χειμώνας;

Η Απόφαση ελήφθει θα πάμε στον Aγιάννη σε κάποιο χωράφι μας  να κόψουμε αγριόξυλα, θα τα ανακατέψουμε και «κοντά στα ξερά θα κάψουμε και τα χλωρά»!!

-         Να κόψουμε μια γκορτσιά να τελειώνουμε, είπε ο πατέρας.
-         Δεν αφήνω με καμιά δύναμη να κόψετε την γκορτσιά στου Καβουκά. Κάτω από αυτή στον ίσκιο της έπαιζα, διάβαζα σκεπτόμουν!!! Εξ άλλου πρέπει να την κατεβάσουμε στα χέρια γιατί όταν ήμουν στρατιώτης πουλήσατε τον Ψαρή …..τους έπεισα !!!
-         Θα κόψουμε την μεγάλη στο χωράφι μας στην Πλάκα έχει μισοξεραθεί, είπε η μάννα.
 Συμφωνήσαμε και ετοιμαστήκαμε  για την εξόρμηση . Ο πατέρας φόρτωσε «στην κλούβα » τύπου Volkswagen  τα χεροπρίονα, την κλαδευτήρα  και το καινούργιο μας αλυσοπρίονο τύπου Husqvarna  που είχα φέρει την προηγούμενη μέρα,  αγορασμένο  από την οδό Αθηνάς.

Ανεβήκαμε τις Κοδέλες φτάσαμε στο Χωριό, πήγαμε να δούμε για λίγο στο σπίτι και μετά φτάσαμε στο Ξεροκάμπι, στο χωράφι μας στην Πλάκα κοντά στο Ξερόρεμα.


Ανθισμένη Γκορτσιά.

Με έπνιξαν οι θύμησες μέχρι το 1975 το σπέρναμε σιτάρι και κριθάρι έθρεψε εμάς και τα ζωντανά μας. Είχε πολλές «κόντρες» , ήταν επικίνδυνα με το δίπτερο αλλά μονόχειρο αλέτρι, εδώ  ο πατέρας  με το ζόρι με  άφηνε να κάνω ζευγάρι. Εδώ στη λάκκα στο κοκκινόχωμα είχα νοιώσει τη μυρουδιά του φρεσκοοργωμένου χώματος, τον ιδρώτα των μουλαριών, τις μυρουδιές του Πάρνωνα από απέναντι…

Στο επάνω μέρος ήταν η μεγάλη γκορτσιά που είχε αρχίσει να ξεραίνεται. Αυτή θα μας έδινε τα ξύλα να περάσουμε τον χειμώνα.
Δέκα χρόνια είχαμε να οργώσουμε το χωράφι μας. Το έβοσκαν τα ζωντανά της οικογενείας του Τσιωρολιά, ο γέρος, ο μπάρμπα  Νικόλας και στο πόδι τους ο νεαρός Ηλίας, τώρα όλοι τους είναι πολίτες του άλλου κόσμου. Κάτι συμβολικό έδιναν στον πατέρα και πρόσεχαν το χωράφι.

Άρχισα να προετοιμάζω το καινούργιο αλυσοπρίονο. Έφτιαξα το μίγμα βενζίνα με λάδι, έβαλα λάδι στο δοχείο που λιπαίνει την αλυσίδα και το έβαλα μπροστά για πρώτη φορά. Κελαηδούσε, μονολόγησα  ρε πουτάνα Σουηδία γιατί να μην φτιάχνουμε και στην πατρίδα  μας τέτοια εργαλεία;  
Ο πατέρας με κοίταζε και δεν έλεγε τίποτα.
-         - Τώρα φέρε να κόψω το δένδρο.
     Του εξήγησα ότι πρέπει να κάνουμε μια τομή και να δέσω μια τριχιά να το τραβήξω, και να το κόβει αντίθετα ώστε να πέσει προς την κατεύθυνση που θέλαμε.
-         - Τι λες ρε «εκατό η αλεπού, εκατόν ένα το αλεπουδάκι !!»

Άρχισε να το κόβει χωρίς τομή χωρίς να το δέσει  πράγμα επικίνδυνο. Ίσως είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στην εμπειρία του. Έδιωξα τη μάννα μακριά τραβήχτηκα  και είπα: « Ωραία θα γελάσω όταν σου πιάσει μέσα την λάμα του πριονιού αρκεί να μη σε κτυπήσει…»
Δεν αγόραζα λαχείο, έγιναν όπως τα πρόβλεψα, ευτυχώς που δεν κτύπησε του έσβησε το μοτέρ και του κράτησε τη λάμα μέσα στον κορμό της γκορτσιάς. Έκατσε και με κοίταζε.

Δεν απάντησα αφαιρέθηκα  και σκεπτόμουν τα παλιά, ότι στο Ξερόρεμα  είναι τα σύνορα με την κοινότητα Αγίου Πέτρου. Είχαν μεγάλους καυγάδες οι βοσκοί – κτηματίες Αγιαννίτες με τους Αγιοπετρίτες για τα σύνορα. Ο παππούς ο γέρο Μήτσιος ο Καπότας με το γέρο Ντέπο ήταν οι  ποιο δυνατοί από τους Αγιαννίτες και συχνά τους έτρεπαν σε φυγή !! Βαράγανε κάργα με τις μαγκούρες τους. Ακόμα και φόνοι είχαν γίνει. Η έχθρα για τα σύνορα κρατούσε από παλιά από την εποχή των Αγιαννιτών προεστών Ζαφειρόπουλων και του Αγιοπετρίτη προεστού του Κοντάκη.

Πατέρα πήγαινε  ποιο κάτω και  φώναξε στους Τσιωραίους μήπως έχουν αλυσοπρίονο ειδάλλως την βάψαμε!!! Με το τσεκούρι θα την κόψουμε θα φάμε τα χέρια μας και θα ξημερωθούμε!!

 Έτσι έκανε,  εκείνοι έστειλαν  τον εγγονό τον  Ηλία ένα ψηλό χαρούμενο, γελαστό  παιδί. Ερχόταν αργά – αργά με το πάσο του κρατώντας ένα τεράστιο STIHL. Είπε στον πατέρα ότι αυτά που του είχα πει νωρίτερα. Δέσαμε την τριχιά, κάναμε τομή και με το ξένο αλυσοπρίονο προσπαθήσαμε να πετύχουμε δυο στόχους. Να απεγκλωβίσουμε το  Husqvarna και να ρίξουμε κάτω τη γκορτσιά.
  
Το παιδί μας βοήθησε, κόψαμε τον κορμό και έβγαλα το Husqvarna το ποιοι δεν είχε πάθει ζημιά. Ο πατέρας έβαλε στο κούτσουρο μια μικρή πλάκα. Τον ρώτησα γιατί το έκανε. Μου απάντησε ότι έτσι το έκαναν οι παλιοί για να μην βγει η ψυχή του δένδρου και μας τιμωρήσει που του στερήσαμε τη ζωή.

 
 Ο Ηλίας εργαζόμενος στο τυροκομείο Καραματζάνη.

Ευχαριστήσαμε το παιδί που έφυγε για να βοηθήσει την οικογένεια του στις διάφορες εργασίες ίσως  στο βόσκημα του κοπαδιού τους.
Λιανίσαμε τα ξύλα τα φορτώσαμε και καθίσαμε να κολατσίσουμε. Τώρα δεν υπήρχε η γκορτσιά να καθίσουμε στον ίσκιο της. Καθίσαμε στις πέτρες και μας ζέσταινε ο γλυκός φθινοπωρινός ήλιος.
Σκέφτηκα τι  θα κάνουμε το καλοκαίρι; Αν έρθουμε να θερίσουμε; Δεν θα γίνει ποτέ ξανά αυτό, τέλος εποχής.

-          Πατέρα τώρα που πήγαν όλα καλά πες μας την ιστορία πως έσωσε ο παππούς ο γέρο Μήτσιος ο Καπότας τα πρόβατα του από τον κεραυνό.

- Ο παππούς ο γέρο Μήτσιος είχε 800 – 900 πρόβατα  τα είχε χωρίσει σε δυο κοπάδια. Το ένα ήταν πάνω στον Πάρνωνα, στον Mαλεβό προς το οροπέδιο και το άλλο εδώ  στην Πλάκα. Έπιασε βροχή με κεραυνούς και αστραπές. Το χωράφι τραβάει τους κεραυνούς !! Του σκότωσε αρκετά πρόβατα. Τα περισσότερα τα γλύτωσε γιατί τα γύριζε ανάσκελα τα κυλούσε  και τα έχωνε στο χώμα.

Μετά κούνησε την ανάπηρη την Ντίνα και τον μπάρμπα Γιώργη. Μπορεί και να τους άφησε σκόπιμα για να πεθάνουν !! Το λέω γιατί μετά που πέθανε η μάννα μου στην γέννα και σκοτώθηκε ο Γιάννης στην Μάχη της Κρήτης έβριζε όλα τα εναπομείναντα παιδιά του. Το έφερε βαρέως. Χάθηκαν τα καλά μου παιδιά και μου έμειναν τα ρετάλια τους έλεγε.

Με αυτά πέρασε η ώρα. Ο πατέρας οδήγησε σίγα με προσοχή  μέχρι τη δημοσιά το αερόψυκτο, σκληροτράχηλο, παραφορτωμένο φορτηγάκι. Μετά πήραμε το δρόμο για το Άστρος.

Έφτασαν και περίσσεψαν τα ξύλα και πέρασε ζεστά  εκείνος ο κρύος χειμώνας.

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

ΙΟΡΔΑΝΗΣ Σ. ΚΙΡΚΙΝΕΖΟΣ.





 
Γράφει ο Δάσκαλος 
Βαγγέλης Μητράκος.

                                   ΙΟΡΔΑΝΗΣ Σ. ΚΙΡΚΙΝΕΖΟΣ
                     ΕΝΑΣ ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ 118 ΤΟΥ ΜΟΝΟΔΕΝΤΡΙΟΥ

Την Ιστορία , δεν την γράφουν μόνο οι λίγοι ήρωες , οι επώνυμοι και οι σπουδαίοι αλλά κι εκείνοι οι άσημοι οι πολλοί , οι άγνωστοι και οι ανώνυμοι , που βρίσκονται κάτω στους τροχούς , και σπρώχνουν «με στήθος και με γόνα» να βγάλουν την άμαξα του κόσμου καταντίκρυ στο Φως.

                                Το μνημείο των 118.
Στο οστεοφυλάκιο του Α. Γεωργίου , στη Σπάρτη , στον δεξιό διάδρομο , στο πάνω-πάνω ράφι , εκεί που δεν φτάνει το χέρι να βάλει ένα κερί ή ένα λουλούδι , υπάρχει ένα κουτί μ’ ένα μικρό μαύρο Σταυρό , που με αφρόντιστα γράμματα γράφει :
Ιορδάνης Σ. Κιρκινέζος απεβ. 26-11-1943
Ιορδάνης Σ. Κιρκινέζος : Ένα όνομα άγνωστο στους περισσότερους, που ακούγεται , δημοσίως κι επισήμως , ΜΟΝΟ μια φορά το χρόνο , στο μνημόσυνο των 118 Σπαρτιατών που εκτέλεσαν οι Γερμανοί στο Μονοδέντρι, στις 26 Νοεμβρίου 1944.

 Ο Ιορδάνης Σ. Κιρκινέζος δεν ήταν από τη Σπάρτη . Καταγόταν από το χωριό Καστανέα του μεσσηνιακού Ταΰγετου . Κάπου στα τέλη της 10ετίας του ’30 οι πάμφτωχοι γονείς του τον πήραν και ήρθαν στη Σπάρτη ελπίζοντας σε μια καλύτερη ζωή. Μαζί τους είχαν και τα δυο μικρά εγγόνια τους , ένα κορίτσι κι ένα αγόρι , που οι χωρισμένοι γονείς τους τα είχαν εγκαταλείψει στο έλεος του Θεού και στη φροντίδα του παππού και της γιαγιάς. Το αγόρι το έλεγαν Παναγιώτη και το κορίτσι Παναγιώτα, που δεν είναι άλλη από την πασίγνωστη ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ της Σπάρτης, την ηρωίδα της βιοπάλης , που από τα σπόρια που πουλούσε ξυπόλητη μ’ ένα κασελάκι κρεμασμένο στο λαιμό στα πεζοδρόμια, τους δρόμους και τις πλατείες της Σπάρτης, έφτασε να έχει σήμερα το γνωστό μεγάλο κατάστημα στο κέντρο της πόλης και το όνομά της να έχει γίνει θρύλος.
 
 Σαν ήρθαν στη Σπάρτη βρήκαν και απάγκιασαν σ’ ένα μικρό φτωχικό καμαράκι κοντά στην πλατεία και ρίχτηκαν όλοι στην αρένα για να παλέψουν , σώμα με σώμα , με τη ζωή. Ο πατέρας του Ιορδάνη έφτιαχνε ωραίο, σοροπιαστό, σιμιγδαλένιο σάμαλι και μ’ ένα κασελάκι κρεμασμένο με λουρί στο λαιμό έβγαινε κάθε μέρα στην πιάτσα για μεροκάματο διαλαλώντας: «Σάμαλι, γλυκό σάμαλι !». Για τούτο και του έμεινε το παρατσούκλι: « ο γέρο – Σάμαλης» . Την ίδια δουλειά έκανε και ο γιος του ο Ιορδάνης με τα ανιψάκια του την Παναγιώτα και τον Παναγιώτη.

 «Ανέβηκαν στο πεζοδρόμιο κ’ έπαιξαν τον Άνθρωπο», χειμώνες και καλοκαίρια και άνοιξες και φθινόπωρα , για ένα πιάτο φαΐ, για ένα παραθύρι στον ήλιο , για μια φτερωμένη ελπίδα.

 Ήρθε ο πόλεμος του ’40 και μετά η Κατοχή . Πολλοί άνθρωποι δεν άντεξαν. Λύγισαν! Έπεσαν σαν τα μεστωμένα στάχυα όταν τα βρει η βροχή του Μάη. Η οικογένεια του Ιορδάνη όμως έμεινε όρθια. Ήξερε αυτή από δυσκολίες. Εκτός από τις δουλειές του ποδαριού που είχαν πια δυσκολέψει και δεν έβγαζαν μεροκάματο , πήγαιναν με τα πόδια στην Καλαμάτα , έφερναν αλάτι και τσιγάρα λαθραία και συμπλήρωναν το πενιχρό τους εισόδημα. Το αλάτι πήγαιναν και το έδιναν στα χωριά κι έπαιρναν πατάτες, λάδι, αραποσίτι …για να ζήσουν. 

Παρ’ όλ’ αυτά, στη μεγάλη πείνα του ’41 η οικογένεια του Ιορδάνη κόντεψε να πεθάνει, αφού το βελάνι που έκοβαν απ΄ τα βουνά και το στουμπανάγανε και το ζυμώνανε για να το κάνουνε ψωμί, δεν έφτανε για κρατήσει αναμμένο το καντηλάκι της ζωής τους. Πρήστηκαν όλοι από την πείνα και πιο πολύ τα παιδιά. Ευτυχώς, στη δύσκολη στιγμή, βρέθηκαν Άνθρωποι, που τους βόηθησαν για να ξεφύγουν από το δρεπάνι του Χάρου που αλύπητα θέριζε ψυχές.

Όμως, πίσω από τον Θάνατο της πείνας έρχονταν άλλοι Θάνατοι που αλλοίμονο αυτοί ήταν ανίκητοι: Εκεί απάνω που αχνόφεγγε η Λευτεριά και το τέλος του Πολέμου, τούτη η μικρή ομάδα των αγωνιστών της ζωής, η οικογένεια του Ιορδάνη Σ. Κιρκινέζου, που τόσα χρόνια πάλευε και νικούσε, έμελλε να έχει το πρώτο αίμα της στο μαρμαρένιο αλώνι.

Στα 1943, το αντάρτικο και η αντίσταση στο Μοριά, με την καθοδήγηση του ΕΑΜ είχε φουντώσει. Οι γερμανοί κατακτητές έκαναν μαζικές συλλήψεις και γέμιζαν τις φυλακές της Τρίπολης με ομήρους Έλληνες πατριώτες, για να τρομοκρατήσουν το λαό και να αναχαιτίσουν τα χτυπήματα των ανταρτών του ΕΛΑΣ εναντίον των στρατευμάτων κατοχής.

Τον Οκτώβρη του 1943 έγιναν εκτεταμένες συλλήψεις ΚΑΙ στη Σπάρτη από καταλόγους που είχαν συντάξει δωσίλογοι «σπαρτιάτες» καταδότες, συνεργάτες των γερμανών.

Σε πολλές απ’ αυτές τις συλλήψεις ανάμεσα στους γερμανούς βρίσκονταν και κουκουλοφόροι Ιούδες υπόδειχναν ποιοι θα συλληφθούν. Εκείνο το βράδυ των συλλήψεων που η κόλαση είχε ανοίξει τις πόρτες της και τα σκυλιά του πολέμου είχαν ξεχυθεί για να σπαράξουν την πόλη, χίμηξαν και στο φτωχικό καμαράκι που έμενε ο Ιορδάνης με τον πατέρα του, τη μάνα του και τα δυο του ανίψια.

Πετάχτηκαν αλαφιασμένοι απ’ τα στρωσίδια ο Ιορδάνης Κιρκινέζος και οι δικοί του. Οι γερμανοί με κλοτσιές σώριασαν την πόρτα και στάθηκαν μπροστά στους «εχθρούς» που απειλούσαν τον κατακτητή: Δυο παιδιά, ένα αγόρι 17 χρονώ και δυο γέροντες. Χουγιάζοντας «παρτιζάν …παρτιζάν», ξεχώρισαν βίαια απ’ τη μικρή φοβισμένη ομάδα το γέρο-Σάμαλη και τον Ιορδάνη κι έφυγαν γι’ άλλο σπίτι.

Την άλλη μέρα με καμιόνια τους μετέφεραν στις κατάμεστες φυλακές της Τρίπολης. Μετά από λίγες μέρες ο γέρο-Σάμαλης απελευθερώθηκε .Ο Ιορδάνης, όμως, έμεινε κρατούμενος. Καρφωμένος στους γερμανούς από τους προδότες (ποιος ξέρει από ποιους και γιατί) έμεινε στα μπουντρούμια μαζί με τους άλλους ομήρους, μη γνωρίζοντας κάθε βράδυ που πλάγιαζε, αν η μέρα που θα ξημέρωνε θα ήταν η τελευταία. 

                                                                       Μνήμη 118 
Το πρωί της 26ης Νοεμβρίου 1944, οι γερμανοί έβγαλαν από τα κελιά 118 Σπαρτιάτες κρατούμενους (ανάμεσά τους και τον Ιορδάνη) και τους φόρτωσαν σε καμιόνια. Ήδη από χθες, 25 του Νοέμβρη 1944, οι κρατούμενοι είχαν μάθει πως οι αντάρτες είχαν χτυπήσει στο Μονοδέντρι και είχαν εξοντώσει μια φάλαγγα αυτοκινήτων που μετέφεραν γερμανούς στρατιώτες. 

 Είχε αρχίσει να μεσημεριάζει , όταν η φάλαγγα με τους κρατούμενους έφτασε εκεί στο Μονοδέντρι. Τους κατέβασαν και τους έστησαν στη σειρά, σε μια λάκκα, από κάτω από το δρόμο , με τα πολυβόλα απέναντί τους. Ποιος ξέρει τι σκέφτεται και τι αισθάνεται ένας άνθρωπος μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα;

 Οι μεθοδικοί γερμανοί εκτελεστές , δεν άφησαν ποτέ κανέναν να επιζήσει, για να εξιστορήσει αυτήν την αγωνία του θανάτου. Ποιος ξέρει τι σκεφτόταν και πώς ένιωθε ο Ιορδάνης Σ. Κιρκινέζος, που ήρθε στη Σπάρτη από ένα χωριό του Ταΰγετου για μια καλύτερη ζωή και που τώρα ήταν έτοιμος να αδερφώσει με το Θάνατο; Κανείς δεν ξέρει και κανείς δεν θα μάθει τα τελευταία λόγια ενός παλικαριού που αγαπούσε τη ζωή και τη λευτεριά. Μόνο να τα μαντέψουμε μπορούμε.
 
Για μερικές στιγμές τα κροταλίσματα των γερμανικών πολυβόλων αντιλάλησαν στις πλαγιές και τις λαγκαδιές του Μονοδεντριού . Κι ύστερα ο μοναχικός κρότος των χαριστικών βολών . Η λάκκα στο Μονοδέντρι κοκκίνισε από το αίμα των Εθνομαρτύρων Ηρώων και τα άψυχα σώματα αγκαλιασμένα μοιράζονταν την ύστερη ζεστασιά από τον τελευταίο χτύπο της καρδιάς τους . Ανάμεσα σ’ αυτά και το σώμα του Ιορδάνη Σ. Κιρκινέζου.

 Αλλόφρονες οι Σπαρτιάτες που έμαθαν το φριχτό μαντάτο (ήταν η μέρα της γιορτής του Πολιούχου Α. Νίκωνα) έτρεξαν στο Μονοδέντρι, για να μαζέψουν τα θερισμένα στάχυα της Λευτεριάς . Με φορτηγά μετέφεραν τα κουρελιασμένα από τις σφαίρες πτώματα στο νεκροταφείο του Α. Γεωργίου και αράδιασαν καταγής την τραγική «πραμάτεια» του Χάρου. 
Πατεράδες, μανάδες, αδέρφια, παππούδες, γιαγιάδες, εγγόνια, θείοι, ανίψια … φορώντας τη φριχτή μάσκα της θλίψης του θανάτου στα πρόσωπά τους, με μάτια που δεν έβλεπαν πια από τα γοερά κλάματα, προσπαθούσαν, να γνωρίσει και να διακρίνει ο καθένας τους αγαπημένους του και να φροντίσει μετά για την κηδεία και την ταφή τους.

 Μέσα σ’ αυτό τον τραγικό Χορό βρισκόταν κι ο γέρο-Σάμαλης , με τη γυναίκα του και τα δυο του εγγόνια την Παναγιώτα και τον Παναγιώτη γυρεύοντας τον Ιορδάνη τους .

Η ανιψιά του η Παναγιώτα, θυμάται : «Εκεί τον είδα για τελευταία φορά τον Ιορδάνη. Το πρόσωπό του ήταν αγνώριστο από τα αίματα. Εκεί τον είδα για τελευταία φορά… Θυμάμαι τότες που πέθανε ο παππούς μου, ο παπάς από τη Σκούρα, ο πάπα-Καρβούνης, που του ’χανε σκοτώσει το παιδί, μάζευε λεφτά για να στηθεί το μνημείο για τους 118. Η γιαγιά μου δεν είχε λεφτά να δώσει να γράψουνε τ’ όνομα του Ιορδάνη και μου ’πε :
 -Παναγιώτα, … Κι έδωσα εγώ και το γράψανε … Ιορδάνης Σ. Κιρκινέζος – 17 χρονών, θυμάμαι τότες που ’μουνα τόσο φτωχό…»!

Έτσι τέλειωσε η ζωή του Ιορδάνη , ενός παιδιού 17 μόλις χρονώ , που η Ιστορία φώναξε τ’ ονομά του , χωρίς να τον ρωτήσει , για να το γράψει σ’ ένα κομμάτι λευκό μάρμαρο , εκεί στην ερημιά του Μονοδεντριού , απέναντι από μια λάκκα , που στις 26 Νοεμβρίου του 1943 βάφτηκε κόκκινη από αίμα και που σήμερα μόνο τα αγριοπούρναρα και τα λουλούδια της άνοιξης ψιθυρίζουν τ’ όνομά του όταν φυσά ο αέρας του βουνού, μαζί με τα ονόματα άλλων 117 ηρώων Σπαρτιατών, που στάθηκαν δίπλα του όρθιοι και αλύγιστοι μπροστά στα γερμανικά πολυβόλα !

Ας είναι η Μνήμη τους αιώνια !
«Πάνω στο χώμα το δικό σου λέμε τ’ όνομά μας.
Πάνω στο χώμα το δικό σου σχεδιάζουμε τους κήπους και τις πολιτείες μας.
Πάνω στο χώμα σου Είμαστε . Έχουμε πατρίδα.
Έχω κρατήσει μέσα μου την ντουφεκιά σου.
Γυρίζει μέσα μου ο φαρμακερός ήχος του πολυβόλου.
Θυμάμαι την καρδιά σου που άνοιξε κ’ έρχονται στο μυαλό μου
κάτι εκατόφυλλα τριαντάφυλλα
που μοιάζουνε σαν ομιλία του απείρου προς τον άνθρωπο.
Έτσι μας μίλησε η καρδιά σου.
Κ’ είδαμε πως ο κόσμος είναι μεγαλύτερος
κ’ έγινε μεγαλύτερος για να χωρά η αγάπη…)
Νικηφόρου Βρεττάκου, «Ελεγείο πάνω στον τάφο ενός μικρού αγωνιστή»
                       
25-11-2016  Βαγγέλης Μητράκος
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Βαγγέλης Μητράκος Γεννήθηκε στη Σπάρτη το 1954 από γονείς Γορτύνιους. Σπούδασε δάσκαλος και δούλεψε 35 χρόνια στο δημόσιο σχολείο. Ασχολήθηκε με τον συνδικαλισμό και συνεργάστηκε επί σειράν ετών με τα τοπικά ΜΜΕ σαν παραγωγός εκπομπών. Αρθρογραφεί  στον τοπικό τύπο σχεδόν 30 χρόνια.


Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

ΤΟ ΠΗΛΗΚΙΟ.

   

                  Γράφει 
Ο Χριστόφορος Βασ. Νικολάου.



   Νοέμβρης, δεν βρίσκαμε τίποτα να βάλουμε στο στόμα μας, όξω που αλητεύαμε. Τα λιγοστά καρύδια και τα μύγδαλα είχανε μπει στην κασόνα από νωρίς. Τα σύκα, όσα δεν φάγαμε ή δεν πουλήσαμε είχανε γίνει τουβούλια ασκομαΐδες και κρεμόντουσαν στη σακούλα, στο πατεριό. Λίγα ρόδια τα ‘χε κρύψει η Γιαγιά στην κασόνα, μέσα στο σιτάρι, για φάρμακο. Τα τελευταία τσαμπιά στ’ αμπέλια και στις αμπελοκλαδούρες τα φάγανε τα κοτσύφια και οι τσίχλες. Άντε να ‘βρισκες πια κάνα γκόρτσο, να σου κάνει το στόμα αρβύλα. Τα δέντρα ρίνανε κι αυτά τα τελευταία τους φύλλα, όσα δεν είχανε μπει στον πλέχτη για τα ζωντανά. 

   Κάστανα δεν έχει η Περδικόβρυση ούτε και μήλα. Στου Ρούβαλη και στον Αγιονικόλα, άλλος κόσμος, γιομάτος ο τόπος καλούδια, κάστανα, μήλα, αχλάδια, καρύδια… Πειρασμός σκέτος, πεινασμένα που πηγαίναμε για το Γυμνάσιο και το Λύκειο. Σαλτάραμε στα περβόλια, λοξοδρομούσαμε, αρπάζαμε ότι βρίσκαμε. Το μεσημέρι κυρίως που είχαμε σκολάσει και δεν μας πίεζε ο χρόνος αλλά η πείνα, κάναμε σχεδιασμένες επιχειρήσεις!

Είχαμε το νου μας και για τον αγροφύλακα, ένας αιμοβόρος απ’ του Ρούβαλη, εκείνες τις ώρες μας την έστηνε. Μια μέρα έπιασε δυο μικρά που κλέψανε μια μάπα στου Κατσιαντρή και τα πήγαινε στον ειρηνοδίκη, είχε δικαστήριο κείνη τη μέρα. Τον είδε ο Κλέαρχος και τού ‘βαλε τη φωνή, -πού τους πας τους εγκληματίες ρε παλιάθρωπε, δε ντρέπεσαι… Τον ξεγελούσαμε όμως, κάναμε παραπλανητικές κινήσεις, στήναμε η ομάδα ολόκληρο σχέδιο δράσης. 

   Ξέβγαινε και ο Νοέμβρης, βάραινε ο καιρός, τελειώνανε και τα καλούδια. Είχαμε ανακαλύψει όμως έναν μικρό παράδεισο, το χτήμα των Καπραναίων! Λίγο απόμακρα απ’ το δρόμο μας αλλά αυτό δεν ήτανε καθόλου εμπόδιο.  Πρωτοποριακό και ξακουστό χτήμα εκείνα τα χρόνια, με μηλιές και αχλαδιές, ότι ποικιλία ήθελες! Το τι βρίσκαμε εκεί ούτε στ’ όνειρό μας, μήλα κόκκινα, κίτρινα, πράσινα, αχλάδια κίτρινα καμπανωτά παραγινωμένα…

    παραδοσιακά Φιρίκια.

Είχε τελειώσει η συγκομιδή, οι άνθρωποι είχανε μαζέψει τη σοδειά τους κι εμείς τα είχαμε καλά με τη συνείδησή μας και δεν κινδυνεύαμε απ’ το δραγάτη το κυριότερο. Πεσάδες αλλά και ξεχασμένα στα πυκνά και ψηλά κλαδιά, τα φύλλα δεν είχανε πέσει ακόμα, μόλις τα εντοπίζαμε κύματα αγαλλίασης διαπερνούσαν την ψυχή και το στομάχι μας, παιχνιδάκι να σκαρφαλώσουμε και να τα φτάσουμε. Και η γλύκα γινότανε ακόμα πιο έντονη γιατί ξένο χτήμα ήτανε, όπως να το κάνουμε ήτανε παρανομία, ήτανε κλεψιά!

   Σαν σωστοί κλέφτες ποτέ δεν τα τρώγαμε επί τόπου. Γιομίζαμε τις τσέπες, τον κόρφο μας, και στο πηλήκιο ακόμα βάζαμε, και φεύγαμε γρήγορα γρήγορα στον κατήφορο, πέφταμε στου Κωτσογιάννη τη βρύση, περνούσαμε το ρέμα του Σεούλου και φτάναμε στα Πωρεία, στις Καθίστρες. Είναι ένα ωραίο στέκι εκεί, φαρδαίνει λίγο το μονοπάτι, έχει ωραία βραχάκια για καθίσματα, γι αυτό ίσως το λένε Καθίστρες, απαγκιάζει απ’ τον πουνέντη και παρέχει οπτική προστασία. Αντίθετα εμείς από κει ελέγχαμε την κίνηση και από πάνω και από κάτω!

Η ΄΄ομάδα΄΄, ήμασταν συνήθως τέσσερις - πέντε, του Λυκείου, τα μεγαλύτερα απ’ τα Τσερβασινιωτάκια που πηγαινορχόμαστε κάθε μέρα στον Αγιονικόλα για να μάθουμε γράμματα. Εκεί, με την ησυχία μας απολαμβάναμε τη λεία μας! Με τη βοήθεια των μικρών καστρίτικων σουγιάδων που πάντα είχαμε στην τσέπη αξιολογούσαμε τις οργανοληπτικές ιδιότητες των φρούτων, βαθμολογούσαμε τις ικανότητες του καθενός μας, άμα έμενε περίσσευμα το κρύβαμε κάπου παράμερα για άλλη μέρα και χαλαροί πλέον παίρναμε το δρόμο της επιστροφής!

  
                         
                                         Μαθητικό Πηλήκιο. 

Το πηλήκιο, πού ‘ν’ το καπέλο μου ρε, ρε κωλόπαιδα το καπέλο μου… Ψάχνουμε στα βραχάκια ένα γύρο, ψαχνόμαστε, πουθενά το πηλήκιο.
_  Αφήστε την πλάκα και φέρτε το πηλήκιο γιατί θα πλακωθούμε, εντάξει;  
Ποια πλάκα ρε, δεν το  ‘χουμε μεις, καταλαβαίνεις;   
Ορκιστείτε!
_   Ορκιζόμαστε ρε, δεν τό ‘χουμε μεις, κοίτα να δεις που το έχασες…
     Όταν ήρθαμε δω το είχες;

   Φαρμακερά φίδια με ζώνανε, ήμουνα σίγουρος τώρα ότι δεν μου κάνανε πλάκα, είχα χάσει το πηλήκιο! Προσπαθούσα να θυμηθώ μέχρι ποιο σημείο της διαδρομής το είχα πάνω μου, αδύνατο, το μυαλό μου είχε σταματήσει. Και πώς να θυμηθώ δηλαδή που πότε το φορούσαμε κανονικά, πότε το κρατούσαμε στο χέρι και πότε, όταν απομακρυνόμασταν απ’ τον Αγιονικόλα, το χώναμε στην κωλότσεπη. Προσπαθούσανε και τα άλλα παιδιά μήπως κάτι θυμηθούνε, τίποτα, ξένος πόνος όνειρο.  Εικόνες  από τα προσεχώς αρχίσανε να παρελαύνουν. Ο Λυκειάρχης να λέει το πρωί:
 - ποιος μαθητής έχασε το πηλήκιό του να βγει μπροστά, και
 - τι δουλειά είχες παιδί μου στο κτήμα των αδελφών Καπράνου;
- έλα αύριο με τον κηδεμόνα σου…

 Ο μικρός μου αδερφός, πρώτη Γυμνασίου, να καταφυγιάζεται το παιδί… Μέσα στο σαλεμένο μου μυαλό, ένα απαλό φωτάκι άναβε κάπου κάπου προσπαθώντας να σκορπίσει τα σκοτάδια της απελπισίας που με τυλίγανε. Η συμμαθήτριά μας, η Μαίρη Καπράνου. Καλό κορίτσι, μου είχε μια συμπάθεια δεν μπορεί νά ‘κανα λάθος, δεν θ’ άφηνε τους δικούς της να φτάσει εκεί το θέμα, σίγουρα ναι, όχι, δεν θα τους άφηνε με τίποτα… Αλλά πως θα ήξερε η Μαίρη τίνος ήτανε το πηλήκιο που βρέθηκε στο χτήμα τους και ποιος το βρήκε και το πήγε στους καθηγητές και τρέχα γύρευε κούτσουρα λιθάρια.

Οι επόμενες εικόνες, πιο αδυσώπητες, ήτανε στο σπίτι, να λέω στον Πατέρα  -σε θέλει ο κ. Λυκειάρχης, να με ρωτάει αυτός -τι με θέλει ο Λυκειάρχης, να με συγχαρεί για τις επιδόσεις του παιδιού μου; και να με τηράει μ’ ένα ύφος που καλύτερα να μού ‘δινε πενήντα χαστούκια παρά αυτό το μαρτύριο… Κι η Μάνα μου ακόμα μ’ έβλεπε σαν ξένο σώμα, ο γιος της δεν ήτανε ο μαθητής της δευτέρας Λυκείου που έβλεπε Πανεπιστήμιο και έδινε το παράδειγμα στο μικρότερο… Ήτανε ο αλήτης που τσαλάκωνε το όνομα της οικογένειας και του Πατέρα του…

   Πήρα το δρόμο ανάποδα, προσπαθώντας να θυμηθώ βήμα βήμα την πορεία που είχα κάνει. Μοναχός μου, τα άλλα δεν με ακολούθησαν παρ’ όλο που τους το ζήτησα. Πέρασα του Κωτσογιάννη τη βρύση, έστριψα δεξιά στον καταπότη, ανέβηκα σ’ ένα τοίχο δυόμιση μέτρα δεν κατάλαβα πώς και βγήκα στην άκρη της κάτω πεζούλας. Έσκασα μύτη  και έκοψα την κατάσταση στο χτήμα.

Δυο μαυροφορεμένες γυναίκες στην άλλη άκρη της μεσαίας πεζούλας ήτανε σκυμμένες στα περβολικά. Απόλυτη ηρεμία. Ανέβηκα αθόρυβα και με χίλιες προφυλάξεις στην άκρη της απάνω πεζούλας για νά ‘χω καλύτερο οπτικό πεδίο και ακολούθησα με το βλέμμα τη διαδρομή που είχα κάνει κάτω απ’ τις μηλιές και τις αχλαδιές. Τίποτα πηλήκιο. Παρ’ όλο που οι σφυγμοί μου είχανε περάσει τους διακόσιους, το μυαλό μου τώρα είχε καθαρίσει και δούλευε με φοβερή διαύγεια. Για να ελέγξω απόλυτα τη διαδρομή που είχα κάνει έπρεπε να πλησιάσω αρκετά τις γυναίκες που συνέχιζαν σκυμμένες τη δουλειά τους σιγοκουβεντιάζοντας.

 Ήτανε το πιο πιθανό σημείο να μου έπεσε το πηλήκιο, όταν πήδηξα έναν ψηλό τοίχο εκεί, δυο τρία μέτρα κοντά τους. Πλησίασα πάνω απ’ τον τοίχο και…, νάτο το πηλήκιο, μου χαμογελούσε μισοκρυμμένο ανάσκελα στα χορτάρια!  Κάποιο θόρυβο πρέπει να έκανα γιατί ξαφνικά οι γυναίκες ξαστερώσανε και με είδαν. Πήδηξα χωρίς χρονοτριβή τον τοίχο, άρπαξα το πηλήκιο και αέρας γκρεμοτσακίστηκα τον κατήφορο στους τοίχους, στους όχτους, στους βατιώνες, στην εξιλέωση και στην ευτυχία! Μου έμεινε η εικόνα, οι δυο μαυροφορεμένες γυναίκες να τηράνε απολιθωμένες…

 Μέχρι που αρραβωνιαστήκαμε με τη Μαίρη, η πεθερά μου η Ευγενία και η συννυφάδα της η Χαρίκλεια είχανε μείνει με την εντύπωση ότι πέρασε από δίπλα τους αερικό!
                                                                   Γιορβάσιος, Νοέμβρης 2016.