Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Η ΓΚΟΡΤΣΙΆ.


        Γράφει ο 
Παν. Ι. Δ. Βλαχάκης. 


Τις γραμμές αυτές τις αφιερώνω στον αείμνηστο  Ηλία Νικ Τσιώρο ( Τσιωρολιά ) που έφυγε πρόσφατα για το μεγάλο ταξίδι.

Προχωρημένο φθινόπωρο αρχές δεκαετίας ΄80 έχω κατεβεί στο Αστρος, κουβεντιάζαμε με τους γονείς πως θα περάσει ο χειμώνας. Στην Αθήνα στο δωμάτιο που μένω έχει καλοριφέρ για κάποιες ώρες και με μια σομπίτσα θα τα βολέψω. Εδώ τα ευλογημένα λιόξυλα είναι ξερά και όχι αρκετά  θα καούν γρήγορα. Τι θα κάνουμε αν έρθει βαρύς χειμώνας;

Η Απόφαση ελήφθει θα πάμε στον Aγιάννη σε κάποιο χωράφι μας  να κόψουμε αγριόξυλα, θα τα ανακατέψουμε και «κοντά στα ξερά θα κάψουμε και τα χλωρά»!!

-         Να κόψουμε μια γκορτσιά να τελειώνουμε, είπε ο πατέρας.
-         Δεν αφήνω με καμιά δύναμη να κόψετε την γκορτσιά στου Καβουκά. Κάτω από αυτή στον ίσκιο της έπαιζα, διάβαζα σκεπτόμουν!!! Εξ άλλου πρέπει να την κατεβάσουμε στα χέρια γιατί όταν ήμουν στρατιώτης πουλήσατε τον Ψαρή …..τους έπεισα !!!
-         Θα κόψουμε την μεγάλη στο χωράφι μας στην Πλάκα έχει μισοξεραθεί, είπε η μάννα.
 Συμφωνήσαμε και ετοιμαστήκαμε  για την εξόρμηση . Ο πατέρας φόρτωσε «στην κλούβα » τύπου Volkswagen  τα χεροπρίονα, την κλαδευτήρα  και το καινούργιο μας αλυσοπρίονο τύπου Husqvarna  που είχα φέρει την προηγούμενη μέρα,  αγορασμένο  από την οδό Αθηνάς.

Ανεβήκαμε τις Κοδέλες φτάσαμε στο Χωριό, πήγαμε να δούμε για λίγο στο σπίτι και μετά φτάσαμε στο Ξεροκάμπι, στο χωράφι μας στην Πλάκα κοντά στο Ξερόρεμα.


Ανθισμένη Γκορτσιά.

Με έπνιξαν οι θύμησες μέχρι το 1975 το σπέρναμε σιτάρι και κριθάρι έθρεψε εμάς και τα ζωντανά μας. Είχε πολλές «κόντρες» , ήταν επικίνδυνα με το δίπτερο αλλά μονόχειρο αλέτρι, εδώ  ο πατέρας  με το ζόρι με  άφηνε να κάνω ζευγάρι. Εδώ στη λάκκα στο κοκκινόχωμα είχα νοιώσει τη μυρουδιά του φρεσκοοργωμένου χώματος, τον ιδρώτα των μουλαριών, τις μυρουδιές του Πάρνωνα από απέναντι…

Στο επάνω μέρος ήταν η μεγάλη γκορτσιά που είχε αρχίσει να ξεραίνεται. Αυτή θα μας έδινε τα ξύλα να περάσουμε τον χειμώνα.
Δέκα χρόνια είχαμε να οργώσουμε το χωράφι μας. Το έβοσκαν τα ζωντανά της οικογενείας του Τσιωρολιά, ο γέρος, ο μπάρμπα  Νικόλας και στο πόδι τους ο νεαρός Ηλίας, τώρα όλοι τους είναι πολίτες του άλλου κόσμου. Κάτι συμβολικό έδιναν στον πατέρα και πρόσεχαν το χωράφι.

Άρχισα να προετοιμάζω το καινούργιο αλυσοπρίονο. Έφτιαξα το μίγμα βενζίνα με λάδι, έβαλα λάδι στο δοχείο που λιπαίνει την αλυσίδα και το έβαλα μπροστά για πρώτη φορά. Κελαηδούσε, μονολόγησα  ρε πουτάνα Σουηδία γιατί να μην φτιάχνουμε και στην πατρίδα  μας τέτοια εργαλεία;  
Ο πατέρας με κοίταζε και δεν έλεγε τίποτα.
-         - Τώρα φέρε να κόψω το δένδρο.
     Του εξήγησα ότι πρέπει να κάνουμε μια τομή και να δέσω μια τριχιά να το τραβήξω, και να το κόβει αντίθετα ώστε να πέσει προς την κατεύθυνση που θέλαμε.
-         - Τι λες ρε «εκατό η αλεπού, εκατόν ένα το αλεπουδάκι !!»

Άρχισε να το κόβει χωρίς τομή χωρίς να το δέσει  πράγμα επικίνδυνο. Ίσως είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στην εμπειρία του. Έδιωξα τη μάννα μακριά τραβήχτηκα  και είπα: « Ωραία θα γελάσω όταν σου πιάσει μέσα την λάμα του πριονιού αρκεί να μη σε κτυπήσει…»
Δεν αγόραζα λαχείο, έγιναν όπως τα πρόβλεψα, ευτυχώς που δεν κτύπησε του έσβησε το μοτέρ και του κράτησε τη λάμα μέσα στον κορμό της γκορτσιάς. Έκατσε και με κοίταζε.

Δεν απάντησα αφαιρέθηκα  και σκεπτόμουν τα παλιά, ότι στο Ξερόρεμα  είναι τα σύνορα με την κοινότητα Αγίου Πέτρου. Είχαν μεγάλους καυγάδες οι βοσκοί – κτηματίες Αγιαννίτες με τους Αγιοπετρίτες για τα σύνορα. Ο παππούς ο γέρο Μήτσιος ο Καπότας με το γέρο Ντέπο ήταν οι  ποιο δυνατοί από τους Αγιαννίτες και συχνά τους έτρεπαν σε φυγή !! Βαράγανε κάργα με τις μαγκούρες τους. Ακόμα και φόνοι είχαν γίνει. Η έχθρα για τα σύνορα κρατούσε από παλιά από την εποχή των Αγιαννιτών προεστών Ζαφειρόπουλων και του Αγιοπετρίτη προεστού του Κοντάκη.

Πατέρα πήγαινε  ποιο κάτω και  φώναξε στους Τσιωραίους μήπως έχουν αλυσοπρίονο ειδάλλως την βάψαμε!!! Με το τσεκούρι θα την κόψουμε θα φάμε τα χέρια μας και θα ξημερωθούμε!!

 Έτσι έκανε,  εκείνοι έστειλαν  τον εγγονό τον  Ηλία ένα ψηλό χαρούμενο, γελαστό  παιδί. Ερχόταν αργά – αργά με το πάσο του κρατώντας ένα τεράστιο STIHL. Είπε στον πατέρα ότι αυτά που του είχα πει νωρίτερα. Δέσαμε την τριχιά, κάναμε τομή και με το ξένο αλυσοπρίονο προσπαθήσαμε να πετύχουμε δυο στόχους. Να απεγκλωβίσουμε το  Husqvarna και να ρίξουμε κάτω τη γκορτσιά.
  
Το παιδί μας βοήθησε, κόψαμε τον κορμό και έβγαλα το Husqvarna το ποιοι δεν είχε πάθει ζημιά. Ο πατέρας έβαλε στο κούτσουρο μια μικρή πλάκα. Τον ρώτησα γιατί το έκανε. Μου απάντησε ότι έτσι το έκαναν οι παλιοί για να μην βγει η ψυχή του δένδρου και μας τιμωρήσει που του στερήσαμε τη ζωή.

 
 Ο Ηλίας εργαζόμενος στο τυροκομείο Καραματζάνη.

Ευχαριστήσαμε το παιδί που έφυγε για να βοηθήσει την οικογένεια του στις διάφορες εργασίες ίσως  στο βόσκημα του κοπαδιού τους.
Λιανίσαμε τα ξύλα τα φορτώσαμε και καθίσαμε να κολατσίσουμε. Τώρα δεν υπήρχε η γκορτσιά να καθίσουμε στον ίσκιο της. Καθίσαμε στις πέτρες και μας ζέσταινε ο γλυκός φθινοπωρινός ήλιος.
Σκέφτηκα τι  θα κάνουμε το καλοκαίρι; Αν έρθουμε να θερίσουμε; Δεν θα γίνει ποτέ ξανά αυτό, τέλος εποχής.

-          Πατέρα τώρα που πήγαν όλα καλά πες μας την ιστορία πως έσωσε ο παππούς ο γέρο Μήτσιος ο Καπότας τα πρόβατα του από τον κεραυνό.

- Ο παππούς ο γέρο Μήτσιος είχε 800 – 900 πρόβατα  τα είχε χωρίσει σε δυο κοπάδια. Το ένα ήταν πάνω στον Πάρνωνα, στον Mαλεβό προς το οροπέδιο και το άλλο εδώ  στην Πλάκα. Έπιασε βροχή με κεραυνούς και αστραπές. Το χωράφι τραβάει τους κεραυνούς !! Του σκότωσε αρκετά πρόβατα. Τα περισσότερα τα γλύτωσε γιατί τα γύριζε ανάσκελα τα κυλούσε  και τα έχωνε στο χώμα.

Μετά κούνησε την ανάπηρη την Ντίνα και τον μπάρμπα Γιώργη. Μπορεί και να τους άφησε σκόπιμα για να πεθάνουν !! Το λέω γιατί μετά που πέθανε η μάννα μου στην γέννα και σκοτώθηκε ο Γιάννης στην Μάχη της Κρήτης έβριζε όλα τα εναπομείναντα παιδιά του. Το έφερε βαρέως. Χάθηκαν τα καλά μου παιδιά και μου έμειναν τα ρετάλια τους έλεγε.

Με αυτά πέρασε η ώρα. Ο πατέρας οδήγησε σίγα με προσοχή  μέχρι τη δημοσιά το αερόψυκτο, σκληροτράχηλο, παραφορτωμένο φορτηγάκι. Μετά πήραμε το δρόμο για το Άστρος.

Έφτασαν και περίσσεψαν τα ξύλα και πέρασε ζεστά  εκείνος ο κρύος χειμώνας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου