Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

ΤΟ ΠΗΛΗΚΙΟ.

   

                  Γράφει 
Ο Χριστόφορος Βασ. Νικολάου.



   Νοέμβρης, δεν βρίσκαμε τίποτα να βάλουμε στο στόμα μας, όξω που αλητεύαμε. Τα λιγοστά καρύδια και τα μύγδαλα είχανε μπει στην κασόνα από νωρίς. Τα σύκα, όσα δεν φάγαμε ή δεν πουλήσαμε είχανε γίνει τουβούλια ασκομαΐδες και κρεμόντουσαν στη σακούλα, στο πατεριό. Λίγα ρόδια τα ‘χε κρύψει η Γιαγιά στην κασόνα, μέσα στο σιτάρι, για φάρμακο. Τα τελευταία τσαμπιά στ’ αμπέλια και στις αμπελοκλαδούρες τα φάγανε τα κοτσύφια και οι τσίχλες. Άντε να ‘βρισκες πια κάνα γκόρτσο, να σου κάνει το στόμα αρβύλα. Τα δέντρα ρίνανε κι αυτά τα τελευταία τους φύλλα, όσα δεν είχανε μπει στον πλέχτη για τα ζωντανά. 

   Κάστανα δεν έχει η Περδικόβρυση ούτε και μήλα. Στου Ρούβαλη και στον Αγιονικόλα, άλλος κόσμος, γιομάτος ο τόπος καλούδια, κάστανα, μήλα, αχλάδια, καρύδια… Πειρασμός σκέτος, πεινασμένα που πηγαίναμε για το Γυμνάσιο και το Λύκειο. Σαλτάραμε στα περβόλια, λοξοδρομούσαμε, αρπάζαμε ότι βρίσκαμε. Το μεσημέρι κυρίως που είχαμε σκολάσει και δεν μας πίεζε ο χρόνος αλλά η πείνα, κάναμε σχεδιασμένες επιχειρήσεις!

Είχαμε το νου μας και για τον αγροφύλακα, ένας αιμοβόρος απ’ του Ρούβαλη, εκείνες τις ώρες μας την έστηνε. Μια μέρα έπιασε δυο μικρά που κλέψανε μια μάπα στου Κατσιαντρή και τα πήγαινε στον ειρηνοδίκη, είχε δικαστήριο κείνη τη μέρα. Τον είδε ο Κλέαρχος και τού ‘βαλε τη φωνή, -πού τους πας τους εγκληματίες ρε παλιάθρωπε, δε ντρέπεσαι… Τον ξεγελούσαμε όμως, κάναμε παραπλανητικές κινήσεις, στήναμε η ομάδα ολόκληρο σχέδιο δράσης. 

   Ξέβγαινε και ο Νοέμβρης, βάραινε ο καιρός, τελειώνανε και τα καλούδια. Είχαμε ανακαλύψει όμως έναν μικρό παράδεισο, το χτήμα των Καπραναίων! Λίγο απόμακρα απ’ το δρόμο μας αλλά αυτό δεν ήτανε καθόλου εμπόδιο.  Πρωτοποριακό και ξακουστό χτήμα εκείνα τα χρόνια, με μηλιές και αχλαδιές, ότι ποικιλία ήθελες! Το τι βρίσκαμε εκεί ούτε στ’ όνειρό μας, μήλα κόκκινα, κίτρινα, πράσινα, αχλάδια κίτρινα καμπανωτά παραγινωμένα…

    παραδοσιακά Φιρίκια.

Είχε τελειώσει η συγκομιδή, οι άνθρωποι είχανε μαζέψει τη σοδειά τους κι εμείς τα είχαμε καλά με τη συνείδησή μας και δεν κινδυνεύαμε απ’ το δραγάτη το κυριότερο. Πεσάδες αλλά και ξεχασμένα στα πυκνά και ψηλά κλαδιά, τα φύλλα δεν είχανε πέσει ακόμα, μόλις τα εντοπίζαμε κύματα αγαλλίασης διαπερνούσαν την ψυχή και το στομάχι μας, παιχνιδάκι να σκαρφαλώσουμε και να τα φτάσουμε. Και η γλύκα γινότανε ακόμα πιο έντονη γιατί ξένο χτήμα ήτανε, όπως να το κάνουμε ήτανε παρανομία, ήτανε κλεψιά!

   Σαν σωστοί κλέφτες ποτέ δεν τα τρώγαμε επί τόπου. Γιομίζαμε τις τσέπες, τον κόρφο μας, και στο πηλήκιο ακόμα βάζαμε, και φεύγαμε γρήγορα γρήγορα στον κατήφορο, πέφταμε στου Κωτσογιάννη τη βρύση, περνούσαμε το ρέμα του Σεούλου και φτάναμε στα Πωρεία, στις Καθίστρες. Είναι ένα ωραίο στέκι εκεί, φαρδαίνει λίγο το μονοπάτι, έχει ωραία βραχάκια για καθίσματα, γι αυτό ίσως το λένε Καθίστρες, απαγκιάζει απ’ τον πουνέντη και παρέχει οπτική προστασία. Αντίθετα εμείς από κει ελέγχαμε την κίνηση και από πάνω και από κάτω!

Η ΄΄ομάδα΄΄, ήμασταν συνήθως τέσσερις - πέντε, του Λυκείου, τα μεγαλύτερα απ’ τα Τσερβασινιωτάκια που πηγαινορχόμαστε κάθε μέρα στον Αγιονικόλα για να μάθουμε γράμματα. Εκεί, με την ησυχία μας απολαμβάναμε τη λεία μας! Με τη βοήθεια των μικρών καστρίτικων σουγιάδων που πάντα είχαμε στην τσέπη αξιολογούσαμε τις οργανοληπτικές ιδιότητες των φρούτων, βαθμολογούσαμε τις ικανότητες του καθενός μας, άμα έμενε περίσσευμα το κρύβαμε κάπου παράμερα για άλλη μέρα και χαλαροί πλέον παίρναμε το δρόμο της επιστροφής!

  
                         
                                         Μαθητικό Πηλήκιο. 

Το πηλήκιο, πού ‘ν’ το καπέλο μου ρε, ρε κωλόπαιδα το καπέλο μου… Ψάχνουμε στα βραχάκια ένα γύρο, ψαχνόμαστε, πουθενά το πηλήκιο.
_  Αφήστε την πλάκα και φέρτε το πηλήκιο γιατί θα πλακωθούμε, εντάξει;  
Ποια πλάκα ρε, δεν το  ‘χουμε μεις, καταλαβαίνεις;   
Ορκιστείτε!
_   Ορκιζόμαστε ρε, δεν τό ‘χουμε μεις, κοίτα να δεις που το έχασες…
     Όταν ήρθαμε δω το είχες;

   Φαρμακερά φίδια με ζώνανε, ήμουνα σίγουρος τώρα ότι δεν μου κάνανε πλάκα, είχα χάσει το πηλήκιο! Προσπαθούσα να θυμηθώ μέχρι ποιο σημείο της διαδρομής το είχα πάνω μου, αδύνατο, το μυαλό μου είχε σταματήσει. Και πώς να θυμηθώ δηλαδή που πότε το φορούσαμε κανονικά, πότε το κρατούσαμε στο χέρι και πότε, όταν απομακρυνόμασταν απ’ τον Αγιονικόλα, το χώναμε στην κωλότσεπη. Προσπαθούσανε και τα άλλα παιδιά μήπως κάτι θυμηθούνε, τίποτα, ξένος πόνος όνειρο.  Εικόνες  από τα προσεχώς αρχίσανε να παρελαύνουν. Ο Λυκειάρχης να λέει το πρωί:
 - ποιος μαθητής έχασε το πηλήκιό του να βγει μπροστά, και
 - τι δουλειά είχες παιδί μου στο κτήμα των αδελφών Καπράνου;
- έλα αύριο με τον κηδεμόνα σου…

 Ο μικρός μου αδερφός, πρώτη Γυμνασίου, να καταφυγιάζεται το παιδί… Μέσα στο σαλεμένο μου μυαλό, ένα απαλό φωτάκι άναβε κάπου κάπου προσπαθώντας να σκορπίσει τα σκοτάδια της απελπισίας που με τυλίγανε. Η συμμαθήτριά μας, η Μαίρη Καπράνου. Καλό κορίτσι, μου είχε μια συμπάθεια δεν μπορεί νά ‘κανα λάθος, δεν θ’ άφηνε τους δικούς της να φτάσει εκεί το θέμα, σίγουρα ναι, όχι, δεν θα τους άφηνε με τίποτα… Αλλά πως θα ήξερε η Μαίρη τίνος ήτανε το πηλήκιο που βρέθηκε στο χτήμα τους και ποιος το βρήκε και το πήγε στους καθηγητές και τρέχα γύρευε κούτσουρα λιθάρια.

Οι επόμενες εικόνες, πιο αδυσώπητες, ήτανε στο σπίτι, να λέω στον Πατέρα  -σε θέλει ο κ. Λυκειάρχης, να με ρωτάει αυτός -τι με θέλει ο Λυκειάρχης, να με συγχαρεί για τις επιδόσεις του παιδιού μου; και να με τηράει μ’ ένα ύφος που καλύτερα να μού ‘δινε πενήντα χαστούκια παρά αυτό το μαρτύριο… Κι η Μάνα μου ακόμα μ’ έβλεπε σαν ξένο σώμα, ο γιος της δεν ήτανε ο μαθητής της δευτέρας Λυκείου που έβλεπε Πανεπιστήμιο και έδινε το παράδειγμα στο μικρότερο… Ήτανε ο αλήτης που τσαλάκωνε το όνομα της οικογένειας και του Πατέρα του…

   Πήρα το δρόμο ανάποδα, προσπαθώντας να θυμηθώ βήμα βήμα την πορεία που είχα κάνει. Μοναχός μου, τα άλλα δεν με ακολούθησαν παρ’ όλο που τους το ζήτησα. Πέρασα του Κωτσογιάννη τη βρύση, έστριψα δεξιά στον καταπότη, ανέβηκα σ’ ένα τοίχο δυόμιση μέτρα δεν κατάλαβα πώς και βγήκα στην άκρη της κάτω πεζούλας. Έσκασα μύτη  και έκοψα την κατάσταση στο χτήμα.

Δυο μαυροφορεμένες γυναίκες στην άλλη άκρη της μεσαίας πεζούλας ήτανε σκυμμένες στα περβολικά. Απόλυτη ηρεμία. Ανέβηκα αθόρυβα και με χίλιες προφυλάξεις στην άκρη της απάνω πεζούλας για νά ‘χω καλύτερο οπτικό πεδίο και ακολούθησα με το βλέμμα τη διαδρομή που είχα κάνει κάτω απ’ τις μηλιές και τις αχλαδιές. Τίποτα πηλήκιο. Παρ’ όλο που οι σφυγμοί μου είχανε περάσει τους διακόσιους, το μυαλό μου τώρα είχε καθαρίσει και δούλευε με φοβερή διαύγεια. Για να ελέγξω απόλυτα τη διαδρομή που είχα κάνει έπρεπε να πλησιάσω αρκετά τις γυναίκες που συνέχιζαν σκυμμένες τη δουλειά τους σιγοκουβεντιάζοντας.

 Ήτανε το πιο πιθανό σημείο να μου έπεσε το πηλήκιο, όταν πήδηξα έναν ψηλό τοίχο εκεί, δυο τρία μέτρα κοντά τους. Πλησίασα πάνω απ’ τον τοίχο και…, νάτο το πηλήκιο, μου χαμογελούσε μισοκρυμμένο ανάσκελα στα χορτάρια!  Κάποιο θόρυβο πρέπει να έκανα γιατί ξαφνικά οι γυναίκες ξαστερώσανε και με είδαν. Πήδηξα χωρίς χρονοτριβή τον τοίχο, άρπαξα το πηλήκιο και αέρας γκρεμοτσακίστηκα τον κατήφορο στους τοίχους, στους όχτους, στους βατιώνες, στην εξιλέωση και στην ευτυχία! Μου έμεινε η εικόνα, οι δυο μαυροφορεμένες γυναίκες να τηράνε απολιθωμένες…

 Μέχρι που αρραβωνιαστήκαμε με τη Μαίρη, η πεθερά μου η Ευγενία και η συννυφάδα της η Χαρίκλεια είχανε μείνει με την εντύπωση ότι πέρασε από δίπλα τους αερικό!
                                                                   Γιορβάσιος, Νοέμβρης 2016.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου