Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ - ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΝΩΝΑ.



Tου ΚΩΣΤΗ ΤΣΟΥΧΛΟΥ 
Εκπαιδευτικού-Λογοτέχνη

                        
          Απόσπασμα από το βιβλίο του Κωστή Ιωαν.  Τσούχλου©

…Στις 17 Ιούνη του 1944, κι ενώ οι κρατούμενοι, περισσότεροι Καστρίτες, βρίσκονταν στο στρατόπεδο της Ορθοκωστάς, εξόρμησαν Γερμανοί και Καστρίτες Ταγματασφαλίτες στα Βούρβουρα, συνέλαβαν και εκτέλεσαν 60 αριστερούς της περιοχής, 36 απ' αυτούς Βουρβουραΐους, μεταξύ τους τέσσερα αγόρια δεκαέξι χρονών.

Στο μεταξύ είχε συμβεί, στις 27-28 Ιουλίου του 1943, η μεγάλη νίκη τού ΕΛΑΣ στον Κοσμά Κυνουρίας επί του Φεστούτσιο, του διοικητή Πελοποννήσου των Ιταλών. Στις 30-31 Γενάρη του 1944, Γερμανοί, συνοδευόμενοι από μεγάλη ομάδα Λακώνων Ταγματασφαλιτών με την επωνυμία «ΛΕΩΝΙΔΑΣ» πυρπολούν και καταστρέφουν ολόκληρο τον Κοσμά. Από τα 505 σπίτια κάηκαν τα 498. Φρίκη και κουρνιαχτός.

Στο Καστρί oι Ταγματασφαλίτες καίνε εφτά σπίτια αριστερών και κατεβαίνουν στα Κάτω Χωριά (Στόλο, Αγιώργη - Γαλτενά) και σκορπούν τη φρίκη και τον όλεθρο.

Σε αντίποινα ΟΙ ΕΛΑΣιτες, 20 Ιουλίου 1944, μπαίνουν στο Καστρί, το λεηλατούν, το πυρπολούν και συλλαμβάνουν πολλούς συγγενείς των Ταγματασφαλιτών που είναι στην Τρίπολη και τους οδηγούν στο στρατόπεδο της Ορθοκωστάς.

Στο μεταξύ έχει ξεκινήσει η μεγάλη εκκαθαριστική επιχείρηση των Γερμανών σε όλη την Πελοπόννησο, Ιούνιος-Ιούλιος1944, με τη συνεργασία των Ταγματασφαλιτών και των Γερμανοτσολιάδων Ελλήνων, που παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο, με την ονομασία «Οχιά», στην περιοχή Ταϋγέτου - Πάρνωνα.

Οργώνουν τον Πάρνωνα, σκοτώνουν στα Βούρβουρα, στη Βασκίνα, τον Άγιο-Βασίλη, όπου συλλαμβάνουν και βασανίζουν απάνθρωπα το γιατρό Ιωάν. Παν. Κούκο, που πέθανε από τα βασανιστήρια, λένε, του Λαγού, στην εκκλησία στα Βρέσθενα.

...Το μάθατε τι έγινε μες στον Αγιοβασίλη, πιάσαν τον Κούκο το Γιατρό στα Βρέσβενα τον πάνε. Τρεις μέρες τον βασάνιζαν, τρεις μέρες και τρεις νύχτες, την τρίτη τον εσκότωσε ο Κρητικός με ξύλο»…. ►1

Κατά τη μεγάλη αυτή επιχείρηση των Γερμανών όλοι έτρεχαν να κρυφτούν όπου - όπου. Οι Γερμανοί τους κρυμμένους τους εκτελούσαν.
Τα δύο αδέρφια, ο Δημήτρης (Τζίμης) και ο Γιάννης Κουτουζώφ (του Γιώργου Κουτούζου) έτρεξαν και κρύφτηκαν στο Μαλεβό, πάνω από το μοναστήρι της Μαλεβής, προς τα μέρη της Σίταινας.

Ο Τζίμης ήταν πολύ καλλιεργημένος, πολύ διαβασμένος, σπούδασε «κατ' οίκον» στο γυμνάσιο της Τρίπολης και πάντα αρίστευε. Ήταν πολύ φτωχοί και δεν είχε τη δυνατότητα να νοικιάζει σπίτι και να παρακολουθεί το σχολείο. Έμαθε τέλεια τρεις γλώσσες μόνος του, έγραφε ποιήματα και λογοτεχνήματα. Με πείνα και δυστυχία έβγαλε το γυμνάσιο, γράφτηκε στη Νομική στο Πανεπιστήμιο και, ξενοδουλεύοντας, πήρε το πτυχίο του. Τα γεγονότα και η πείνα τον ανάγκασαν να γυρίσει στο Καστρί και να είναι ρακένδυτος με σχισμένα ρούχα.

Θυμάμαι, οι ξαδερφάδες του τον πείραζαν: «Πού τα βρήκες αυτά τα ωραία κουστούμια, ρε Τζίμη;» Γέλαγε καλόκαρδα. Ήταν σπουδαία ψυχή και ξουραφένιο μυαλό. Ο Γιάννης ήταν τότε ο μικρότερος, δεκαεπτά ετών.

Εκεί τους βρήκανε μαζί με άλλους πολλούς από όλη την περιοχή κι ενώ όλους τους άλλους τους κράτησαν ομήρους, αυτά τα δύο παιδιά, οι Καστρίτες Ταγματασφαλίτες, τα ξεχώρισαν και άρχισαν να τα βασανίζουν απάνθρωπα.

Ο Κώστας ο Κανέλλος, ►2 από το Άστρος, που ήταν συγκρατούμενός τους εκεί, μου εξιστόρησε το μαρτύριό τους. Τι ξύλο, τι βασανιστήρια απαίσια, δε λέγεται.

Ο Τζίμης δεν έβγαζε μιλιά. Τα υπέφερε όλα σαν μάρτυρας της Εκκλησίας. Ο μικρός ο Γιάννης, κλαίγοντας έλεγε: «Ρε Φίλιππα καμάρι, τι σας κάναμε εμείς και μας βασανίζετε έτσι; Δε φοβάστε θεό; Ποιον πειράξαμε εμείς;» Τελικά ξεψύχησαν μπροστά σ' όλους.

Ο Φίλιππας έλεγε πως του σκότωσαν τη μάνα και την αδερφή, ενώ αυτές βρίσκονταν σώες και αβλαβείς στο στρατόπεδο της Έλωνας και μετά συναντήθηκαν στο Λεωνίδιο απελευθερωμένες, τότε που σκότωσαν τους έντεκα στο ποτάμι. (6 Ιουλίου 1944).

- Κρίμα! Χάθηκαν αθώες ψυχές, όπως και τόσες άλλες.
- Όχι μόνο αθώες ψυχές, αλλά και σπουδαία μυαλά. Ο Τζίμης θα έφτανε πολύ ψηλά, θα ήταν το καμάρι της περιοχής, ήταν μόλις είκοσι πέντε χρονών τότε.

Πολύ αργότερα, ένας Σιταινιώτης είπε στη μάνα τους: «Εγώ ξέρω πού τους έχουν σκοτώσει. Ελάτε να σας δείξω τα κόκαλα τους».
Οι δυο αδερφές τους, η Αλεξάνδρα και η Ελένη (Νίτσα) Κουτουζώφ (Κουτούζου), πιάστηκαν κατά την επιχείρηση των Γερμανών στο Καστρί, μεταφέρθηκαν στην Τρίπολη, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν.

Η Αλεξάνδρα ήταν πολύ ιδεολόγος, θαρραλέα, έβριζε τους Γερμανούς και τους Ταγματασφαλίτες, ►3 ιδίως τους Καστρίτες και, μαζί με τον Καλλίστρατο Ιατρίδη, οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό. Η Αλεξάνδρα ήταν μόλις δεκαεπτά ετών!

Στο δρόμο ο Καλλίστρατος λιποψύχησε, έκλαψε. Η Αλεξάνδρα έβαλε τη φωνή:
«Τι κλαις, ρε Καλλίστρατε, πεθαίνουμε για την ιδέα μας. Αυτά τα καθάρματα θα ντρέπονται κάποτε». Κι άρχισε ένα αντάρτικο τραγούδι και τελείωσε με το «Ζήτω η Ελλάδα μας».
Τους εκτέλεσαν στην Τρίπολη μαζί με άλλους πολλούς πατριώτες. ►4


             Ο Κωστής Ιωα Ποντικής. Μέλος της ΕΠΟΝ και του εφεδρικού ΕΛΑΣ.

Η Ελένη, ήταν σιωπηλή, δεν προκαλούσε, έμεινε στη φυλακή, βασανίστηκε, αλλά αποφυλακίστηκε αργότερα, αφού ξέφυγε τον κίνδυνο να την στείλουν στη Γερμανία στα καταναγκαστικά έργα. Ήταν τότε είκοσι ετών και μέσα στον κατάλογο.

Στη μεγάλη επιχείρηση που είπαμε, οι Ταγματασφαλίτες, όταν συνέλαβαν τον Καλλίστρατο Ιατρίδη και τις Κουτουζίτσες, μαζί και άλλους, δεν κατόρθωσαν να βρουν τον αδερφό του, το Σπύρο Ιατρίδη, παιδιά του Ντίνου Ιατρίδη.

Αυτός πήδησε από το παράθυρο, έτρεξε και κρυβότανε για καιρό σ' ένα χτήμα τους πάνω ψηλά από τη γούρνα του Κόλλια. Θα ήταν κάτω από τα είκοσι, ο Καλλίστρατος στα είκοσι πέντε. Τον είδε κάποτε ο Πάνος Αγγελάκος (Κανατάς). Αυτού του είχαν σκοτώσει οι αντάρτες τον αδερφό του και είχε γίνει θηρίο. Λένε ότι αυτός τον κατέδωσε και πήγαν και τον συνέλαβαν. ►5

Από την πρώτη στιγμή άρχισαν τον ανελέητο ξυλοδαρμό, βασανιστήρια και, αιμόφυρτο και τρεκλίζοντα, τον έφεραν στην πλατεία. Σαν άγριες ίαινες έπεσαν πάνω του όλοι. Είναι γνωστό ποιος του έδωσε τη χαριστική βολή. Μετά τον πέταξαν από την πλατεία ψηλά και έπεσε μπροστά στο φούρνο της Μάρκαινας.


                                       Ο φούρνος της Μάρκαινας. ►6

 Κατέβηκαν, τον έσυραν σε δυο - τρεις πεζούλες, τον πέταξαν μέσα στα βάτα. 'Έβγαλαν διαταγή να μην τον θάψει κανείς στις τρεις μέρες. Όταν έφευγαν, εμείς τολμήσαμε. Δεν αντέχαμε την αμαρτία.
- Μα γιατί τόση θηριωδία; Τι είχε κάνει;
- Δεν είπαμε, οι προσωπικές αντεκδικήσεις. Πίστευαν ότι
εκδικούνταν το θάνατο των συγγενών τους στο πρόσωπο των αναίτιων. Τίποτα δεν είχε κάνει. Ήταν αριστερός, δεν ήταν μαζί τους.
- Το είδες με τα μάτια σου το τραγικό αυτό περιστατικό;
- Ναι, Και δεν μπορούσα να κοιμηθώ πολύν Καιρό.
- Ο κόσμος τι έλεγε; Πώς αντέδρασε;
- Μα τι λες τώρα; Ποιος να αντιδράσει; Η πλατεία ήταν γεμάτη με Ταγματασφαλίτες, λίγες γυναίκες έβλεπαν με αποτροπιασμό κι εμείς τα Παιδιά τρέμαμε. Έτρεξα και κρύφτηκα σπίτι μας.

Μετά, λίγες γυναίκες τόλμησαν, η αδερφή του η Κατέρω, η Ελένη (Νίτσα Ιατρίδη), η Σωσώ του Λυκίδη και η δεκαπεντάχρονη ξαδερφούλα του Παναγιώτα (Πίτσα) Ιατρίδη, πήραν μια σκάλα, βάλαν μια κουβέρτα, κατέβηκαν στις πεζούλες, τον έπλυναν, τον φόρτωσαν και πήγαν στο νεκροταφείο, όπου η Ασπασία του Κόλλια είχε ανοίξει έναν πρόχειρο τάφο, τον έριξαν, η αδερφή του έφερε ένα καλό κουστούμι, το έριξε πάνω του, κλαίγοντας, φωνάζοντας: «Πάρτο, καμάρι μου, να το φοράς εκεί που θα πας, να είσαι κύριος». Τον σκεπάσανε με το χώμα, σαν να μην έγινε τίποτα.

Την ώρα που τον έθαβαν, από κάτω στο δρόμο περνούσαν στρατιωτικά φορτηγά αυτοκίνητα γεμάτα Ταγματασφαλίτες, που τραγουδούσαν και χάθηκαν πέρα κατά τον Άγιο Παντελεήμονα.
Η Κατέρω γονάτισε, σήκωσε τα χέρια και φώναξε:
«Αν έφταιξε καλά να πάθει, αλλιώς ο θεός να δώσει δικαιοσύνη. Το κρίμα του να τους κυνηγάει σ' όλη τους τη ζωή».

Και πράγματι, όλοι δεν είδαν προκοπή Και έλεγαν ΟΙ δικοί τους πως, αργότερα, βασανίζονταν από εφιάλτες και ψυχολογικά προβλήματα. ►7

Πολύ, πάρα πολύ αργότερα, μου είπε η θεία Μαριγώ ότι πήγε στη μονή των Κατλετζών να εξομολογηθεί στον σεβαστό ιερέα τον Πολύκαρπο και κείνη τη στιγμή έβγαινε από το εξομολογητήριο ο αρχηγός, ο Κώστας, ο Καράνος. Την είδε, χαμήλωσε τα μάτια, είπε: << Ήρθα για συγχώρεση>>.

Τα φορτηγά πήγαν άλλα στα Βούρβουρα; άλλα έμειναν στον Άγιο Πέτρο και άλλα για την περιοχή του Άστρους.

Στον Πάνω Αγιάννη, στην πλατάνα της Πλατείας, ήταν αντάρτες και έτρωγαν. Μαζί τους είχαν εξαναγκαστικά το Γιώργο Ιατρίδη, τον μετέπειτα Πρόεδρο του Καστριού. Μόλις είδαν να έρχονται από μακριά τα αυτοκίνητα, έφυγαν, σκορπίστηκαν κατά το Στόλο, ο Ιατρίδης εξαφάνισε ό,τι μπορούσε από το τραπέζι, τους καλωσόρισε σαν πατριώτες.

Στο Άστρος έπεσαν πάνω σ' έναν πλανόδιο μανάβη με τη φοράδα του, Ηλία τον έλεγαν, πουλούσε μαναβικά, από τον Aγιανδρέα ήταν, του πήραν τα αγγούρια και τα πεπόνια.

Ο Φίλιππας ►8 έβγαλε το μαχαίρι του και το σκούπιζε επιδεικτικά στο παντελόνι του, γιατί είχε αίματα. Γύρισαν τα χωριά, τρομοκράτησαν την περιοχή, λεηλάτησαν και την άλλη μέρα γύρισαν και στον Αγιάννη………….

Σχόλια - επεξηγήσεις Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης ©

►1 Κρητικός, ήταν το ψευδώνυμο του Καστρίτη Κώστα Λαγού. Ένας από τους σκληρούς Αρχηγούς των ταγματασφαλιτών. (ΕΠΕΞΗΓΗΣΗ του συγγραφέα )

►2 Ο Κώστας ο Κανέλλος, από το Άστρος κατήγετο από αντιστασιακή οικογένεια και ήταν κομμουνιστής. Είχε υποστεί πολλά ο ψυχισμός του από την αιχμαλωσία του στην << Κλούβα του τραίνου >>… Κάθε λεπτό στην κλούβα παραμόνευε ο θάνατος. Στην Μακρόνησο από τα πολλά βασανιστήρια αρρώστησε. Παρ όλα τα βασανιστήρια στάθηκε ηθικά και αγωνιστικά όρθιος και δεν υπέγραψε δήλωση μετανοίας.
►3 Η Αλεξάνδρα Κουτουζώφ ήταν πανέμορφη. Ο Συμπατριώτης της ταγματασφαλίτης…. - το όνομα του το ρίχνω στη λήθη- της ζήτησε να την παντρευτεί και να την σώσει. Την είχε ερωτευτεί. Η Αγωνίστρια και περήφανη Αλεξάνδρα τον έβρισε και τον έφτυσε. Μαγνητοφωνημένη πληροφορία στο αρχείο μου αναφέρει τα εξής: «. Ένας τσαγκάρης ονόματι Β Κ της πρότεινε να πέσει κάτω και μετά την εκτέλεση να πάνε να την πάρουν . Την είχαμε ερωτευτεί ο Π. Ν. Τα άλλα παιδιά κλαίγανε η Αλεξάνδρα τραγούδησε τον εθνικό ύμνο και τους ενεθάρρυνε.
►4 Ανάμεσα στους Κωστής Ιωαν Ποντικής. Τον εκτέλεσαν συγγενείς του ταγματασφαλίτες στην Τρίπολη το 1943. Η μητέρα του – γιαγιά της συζύγου μου – έβλεπε κάθε πρωί τον δολοφόνο του παιδιού της. Έλεγε μόνο : «Να είναι καλά το παιδί σου άλλα όταν φτάσει 18 χρόνων να το χάσεις όπως έχασα εγώ το δικό μου. Να μην πάθει κακό αλλά να μην παραβρεθεί στο θάνατο σου…» μεγαλείο ψυχής ;;; πράγμα που έγινε …
5 Η προπαγάνδα των Εθνικοφρόνων λέει ότι είχε σχέσεις με παντρεμένη γυναίκα και γι΄ αυτό τον τιμώρησαν οι Ταγματαλήτες !!!
►6 Η μπάγκα του Φούρνου της Μάρκαινας. Τα σημάδια στα βέλη είναι από τις σφαίρες που έριξαν οι ταγματαλήτες. Κατόπιν έβαλαν στο στήθος του Σπύρου ένα τεράστιο ογκόλιθο από αυτούς που είχαν για το κτίσιμο του Αι Γιώργη, κατόπιν έκτισαν τον τοίχο της πλατείας. Ο άνθρωπος βασανίζονταν και βογκούσε. Οι απόψεις για τη χαριστική βολή διίστανται. Η εκδοχή ότι ένας στρατιώτης με Γερμανική στολή μάλλον Αυστριακός τον λυπήθηκε και του έδωσε τη χαριστική βολή.( Μαρτυρία του + Ηλία Ποντίκη – πεθερός μου. Άλλη εκδοχή είναι ότι συγχωριανός του Υπέρ Έλληνας τον εκτέλεσε.
►7 Φέτος το καλοκαίρι γείτονας  αρχιταγματασφαλίτη μου εμπιστεύτηκε ότι μικρό παιδάκι θυμάται τον γείτονα του που φώναζε τη νύχτα και ζήταγε το όπλο, την στάγκρα  από την γυναίκα του. Ένας άλλος Καστρίτης μου είχε αναφέρει ότι το 1950 στο Στόλο που μάζευαν ελιές βόγκαγε τη νύχτα, παραμιλούσε, φώναζε ονόματα και έδινε παραγγέλματα για εκτελέσεις !!!! Αποτέλεσμα να μην μπορούν να κοιμηθούν παρ όλη την κούραση της ημέρας.
►8 Και μόνο η αναφορά του ονόματος « Φίλιππας » δεν χρειάζεται το επίθετο  παραπέμπει σε μεγάλα κατορθώματα!!! Δεν πρέπει να μείνει στη λήθη της ιστορίας …. Όταν δούλευε χαμάλης στο λιμάνι του Παρ Άστρους αρχες της δεκεετιας του 1950,  τον ρωτούσαν οι νεώτεροι γιατί σκότωνε και βασάνιζε τους απαντούσε κυνικά «Πάνε αυτά πέρασαν ….»

►9 .( ΕΠΕΞΗΓΗΣΗ του συγγραφέα )Στην κηδεία του Κούκου στον Αγιοβασίλη, ο Γιώργος Μπαλής (Κουβούσης) τον αποχαιρέτησε με ένα 15σύλλαβο ποίημα, που ράγισαν και οι πέτρες:

…Τι είν' το κακό που γίνεται μέσα στον Αη Βασίλη
παιδιών φωνές ακούγονται, γυναίκεια μοιρολόγια
έβγα, μάνα, και φώναξε, έβγα, πατέρα, ρώτα
πάλι μαντάτα φέρανε στο έρμο το χωριό μας
Πιάσαν τον Κούκο τον Γιατρό, τον πρώτον εαμίτη
τον πιάσανε οι Γερμανοί  διάφοροι αλήτες
τον πήγανε στα Βρέσθενα και εκεί τον εσκοτώσαν
αφού τον βασανίσανε τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Λεβέντες Βρεσθενίτες μη χάνετε καιρό,
τρέξτε στον Αη Βασίλη, σκότωσαν το Γιατρό,
τον άτιμο τον Κρητικό, τον μαύρο δολοφόνο
που σκότωσε τον έπαρχο Γιατρό τον Γιάννη Κούκο...

Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

ΒΙΓΛΑ, ΚΑΣΤΡΟ , ΑΕΤΟΦΩΛΙΑ.




Γράφει ο
Δημήτριος Ιω Περδικάρης.

                           Βίγλα, Κάστρο, Αετοφωλιά!! 

(Ο Άγιος Ιωάννης ο Kοψοκεφαλιάρης ο Τσερβασινός...)

Η γιαγιά μου η Μαρίκα όπως και οι πιο πολλές γυναίκες τις εποχής της , γυναίκες με ελάχιστη σχολική παιδεία , και τεράστια γνώση και ακαδημία της ίδιας της Ζωής και όπως οι υπόλοιποι του χωριού μας λοιπόν εκείνης της εποχής λίγα γράμματα, μεγάλη εμπειρία στην Ζωή, τεράστια δύναμη στη λεύτερη ψυχή και πιο μεγάλη πίστη θρησκευτική..
Το εικονοστάσι μας το καντηλάκι μας ο πιο ιερός και καθάριος τόπος του σπιτιού μας, όπου η γιαγιά με την απέραντη ψυχική της δύναμη, εκεί ήταν απλά το ποίμνιο με τις μετάνοιες της και την καθημερινή της προσευχούλα...
Oτον γέμιζε το χωριό και οι γύρω κορφές με κατσαφάρα, λίγο πριν από τα μπουμπουνητά ήταν εκεί στο μετερίζι της η αγαπημένη μου να προλάβει το κακό να το ξορκίσει με την προσευχή της και την μετάνοια, να ζητά και να παίρνει τη βοήθεια ως συνήθως του ΑιΛιά μας τον οποίο και έβλεπε από το σημείο που ήταν το εικόνισμα...
Η γιαγιά μου ήταν κατά κάποιο τρόπο ''φευγάτη'' με την λαϊκή μας παράδοση, τις ιστορίες και την ντοπιολαλιά μας. Ο παππούς, μου έλεγε ιστορίες ( πού νόμιζα παραμύθια) για χανούμισσες, μιναρέδες και χαμάμ, πεδία μαχών και την Μεγάλη Ελλάδα πού υπηρέτησε στρατιώτης. Η Γιαγιά ιστορίες θαύματα και μεγάλα μυστήρια για την εκκλησία μας και τούς Αγίους στα εκκλησάκια και μοναστήρια γύρω απ΄ το χωριό και τον τόπο μας.
Την ημέρα προτού γυρίσει ο πατέρας μου από την εξορία και φυλακή, είχε ''δει'' μας έλεγε έναν καβαλάρη σε άσπρο άλογο να γυροφέρνει το εκκλησάκι του Aι΄λιά μας, το καταμεσήμερο, αυτή τον έβλεπε αλλά ο παππούς μου την έστελνε στην Μπολέτα γιατί δεν έβλεπε τίποτα.
Tο ίδιο όραμα το είχε όταν γύρισε ο θείος μου ο Μήτσιος (ο γιός της) και οι άλλοι αιχμάλωτοι από την πάντα δημοκρατική γερμανία, αυτές τις δύο ιστορίες τις είχα μάθει λέξη προς λέξη εφόσον τις άκουγα τουλάχιστον δυο φορές τις εβδομάδας...
Μετά και ίσως η πιο αγαπημένη μου απ τα ''παραμύθια'' της οι καμπάνες από βάρκες και καράβια και τη βοή που κάνει ο σεισμός και η θάλασσα, άκουγε από το Παλιοφούντωμα, και ήταν την νύχτα πού βούλιαζε το χωριό, και χάθηκαν πολλές ψυχές ανθρώπινες και ζωντανά ..ακόμα ανατριχιάζω..
Υπήρχαν και πιο εύθυμες πιο απολαυστικές με καλικατζάρια , μυλωνάδες, στου Ασκούνη τον νερόμυλο ή άλλοτε στου Σταυρούλη το μύλο, η νύφη, τα κέρινα ψολιά και τα κάρβουνα φλουριά. Οι ατιμίες πού έκαναν τα καλικατζάρια στα πιθάρια μας το δαδί που τα έστελνε πίσω, τα τραβηχτά του παππά, ο Άλουπας και άλλες πολλές με νεραίδες, αλλά και μάγισσες καλές ξορκίστρες του κακού από τον τόπο μας. (πχ η γριά Κουτσούμπενα) πού΄ξέραν όλα τα βοτάνια και τα φάρμακα να φτιάχνουν…
Έτσι λοιπόν περνούσαν οι καλοκαιρινές οι νύχτες μου ξαπλωμένος στο σάισμα (αυτό το τραγόμαλο ακόμα με τρυπάει.. τι βελέτζες και σεντόνια δεν πα να του έβαζες απάνω αυτό εκεί, πρόκα σκέτη..) ανάμεσα στον παππού και την γιαγιά που έπαιρναν σειρά για τα παραμύθια τους...
Προφανώς κι εγώ ''φευγάτος'' μέσα στην παράδοση και τον μύθο ακολουθούσα αμαχητί τις συνήθειες του σπιτιού μας και του χωριού, η πιο χαρούμενη η 19 Ιουλίου και το μονοπάτι με τα μουλάρια μας και ο εσπερινός στον Αι Λιά μας, ύστερα ύπνο στην ύπαιθρο ανάμεσα σε όλο σχεδόν το χωριό με τις φλοκάτες τους και τα συγυρισμένα και στολισμένα αλογομούλαρα, κι εκεί παραμύθι, αστρονομία, μυθολογία, και η προσευχή για τον άλουπα να σκούξει μέσα στη νύχτα. Κάμποσες φορές και τα τσιακάλια κατά τη μεριά στα Χαντάκια...
Ποιός θα μπορούσε να με πείσει ποτέ ότι υπάρχει τόσος πλούτος και αγάπη σε άλλο τόπο. σ ένα μαυροκούτι μπροστά, αποχαυνωμένος, να μην έχεις δει τίποτα με τα μάτια της ψυχής σου και το μεγαλείο της παιδικής σου φαντασίας...
Θυμάμαι πολύ μικρός να μην με αφήνουν να πάω από βραδύς στον Αι΄λιά να προσπαθώ να συμβουλέψω τις κόρες του μπάρμπα Χρήστου του Στρεβλάκου να μην πάνε απ το Παλιοφούντωμα γιατί θα τις φάνε οι αλεπούδες...
Εκεί λοιπόν πού τα έμαθα όλα σαν μια ρουτίνα , μια ρουτίνα που με μεγάλωνε παστρικά και με αγάπη για όλα γύρω μου του χωριού μου μυστικά και ομορφιές.

Βίγλα, Κάστρο Αετοφωλιά!!
  
Αύγουστος του 1973, ταξίδι μακρινό για παραμονή και πανηγύρι στον Άγιο Γιάννη τον κοψοκεφαλιάρη στο Τσερβάσι. Δεν τον έλεγε πρόδρομο η αγαπημένη μου αλλά Kοψοκεφαλιάρη, εκεί να δεις δέος μόλις ακούς τέτοια περιγραφή και ονομασία...
Από νωρίς λοιπόν εκείνη την Αυγουστιάτικη ημέρα είχαν αρχίσει οι ετοιμασίες, ζαϊρέδες, μπατανίες και φλοκάτες γυαλισμένες από ημερών οι κουδούνες της Κόρμπας και της Ψάρως. Φορούσαν τα καινούργια καπίστρια απ την Επισκοπή, το πεντογάλονο με το κρασί, το νερό, όλα μας ΄τοιμασμένα κι έτοιμα, και φυσικά το πρόσφορο, φτιαγμένο με τα χεράκια της, το λαδάκι της, και όλα της που χρειαζόταν για τα παρέδωσε της με τον Άγιο.
Μην νομίζεις όμως ότι είμαστε οι μόνοι προσκυνητάδες εμείς !! όχι !! πατριώτη φίλε μου συνταξιδιώτη, σχεδόν το χωριό μας ολάκερο, και επειδή τύχαινε να είμαστε και η μόνη μηχανοκίνητη μονάδα στο Φούντωμα το τρακτέρ με την καρότσα του πατέρα μου.
Είχαμε από νωρίς μέσα έξω γείτονες και ως επί το πλείστον πιο ηλικιωμένους αλλά και πολλές απ τις ετοιμασίες και τα ''πράγματα'' πού χρειάζονταν να φέρουν για να μπορέσουμε να ξενυχτίσουμε όλοι πιστοί του Αγίου. Το ίδιο είχε γίνει και στην Επισκοπή της Τεγέας, νωρίτερα εκείνο τον μήνα. Εγώ με τον παππού μου δεν είχαμε πάει. Καρέκλες λοιπόν στην καρότσα, τα πράγματα στοιβαγμένα με τρόπο να μην διαλυθούν όλα, και στρωματσάδα ακόμα..
Εμένα με είχε φάει η έγνοια να μην πάω με το τρακτέρ. Τους το είχα ξεκόψει ότι μόνο με τον παππούλη μου και τα μουλάρια θα πήγαινα, και για μεγάλη μου έκπληξη με άφησαν χωρίς πολλά πολλά.
Με τον παππού και τα μουλάρια μας φύγαμε κατά το μεσημέρι, απομεσήμερο, οι άλλοι θα έφευγαν το απόγευμα, δρόμο τον δρόμο , με άλλους χωριανούς μας φτάσαμε από την δημοσιά στην Ράχη, και από εκεί, γείραμε κάτω για την Γαλτενά. ....
Στην ράχη είχα φτάσει στα όρια μου, μέχρι τότε τα πιο μακρινά απ το χωριό. Οπότε ο δρόμος για την Γαλτενά ήταν κάθε βήμα και το πιο μακρινό σημείο, εκεί δεν πήγαμε από δημοσιά αλλά απ τα ενδιάμεσα μονοπάτια, σφεντάμια και πουρνάρια και αριά και πού μυγδαλιές, μπόλικα τα λιόδεντρα μόλις φτάσαμε κοντά στο χωριό, δέος τα μεγάλα βράχια που έχει για σκεπή τ΄ Αετοχώρι. Ένοιωσα μεγάλο δέος όταν περάσαμε το χωριό και ο παππούλης μου σταμάτησε και μού έδειξε για πρώτη μου φορά να ΄δώ το Άλογο που είναι κολλημένο στο βράχο από τον Άγιο!!!
Τον Άγιο που πηγαίναμε να επισπευτούμε, εκεί να δεις τρόμο και φαντασία! Ήταν βλέπεις και αυτό το Kοψοκεφαλιάρης πού με είχε κατατρομάξει. Άλογα κολλημένα στο βράχο επειδή κάναν ζημιές στα σπαρτά και το βιός των πιστών του χωρικών. Το ΄βλεπα και το ξανάβλεπα, το φανταζόμουν ήθελα δεν ήθελα. Υπήρχε δεν υπήρχε εγώ το έβλεπα πάνω στον κοκκινόβραχο.
Από εκεί και ύστερα σκαρφαλώνω στα καπούλια της Κόρμπας και με το κεφάλι κάτω γράπωσα τον παππούλη μου που είμαι σίγουρος είχε σκάσει στα γέλια απ τις δικαιολογίες μου να κατέβω απ το σαμάρι της Ψάρως, σίγουρα δεν ήταν και το πιο βολικό, αφού κι απ τις δυό μεριές είχα φορτώματα κι έτσι έπρεπε να περάσω τα πόδια μου μπροστά πάνω απ τα κολιτσάκια, αλλά ο παππούς δεν είχε καμιά αντίρρηση να με αφήσει να καβαλήσω τα καπούλια της Κόρμπας.
Συνέχισα το ταξίδι αγκαλιασμένος πίσω του. Χωμένο στα λιόδεντρα το χωριό δεν μου φάνηκε και πολύ ευπρόσδεκτο ,γι΄ αυτό μάλλον συνεχίζαμε από το μονοπάτι και όχι την δημοσιά πριν φτάσουμε στο Άλογο. Το μονοπάτι μάς έφερε κοντά στο εκκλησάκι τού Άγιο Νικόλα. Φτωχός μου φάνηκε ο Άγιος με το μικρό του γιατάκι, αλλά πολύ όμορφος στην τοποθεσία του κι αυτός λουσμένος στα λιόδεντρα και τα αναγκαία του κυπαρίσσια λίγο πιο πέρα...
Έκανα όπως έπρεπε το σταυρό μου, του ΄δείξα τον σεβασμό μου, και του υποσχέθηκα να τα πούμε μιαν άλλη φορά τώρα πού έμαθα τον δρόμο…
Ύστερα από καμιά ώρα περίπου μετά την Γαλτενά ,ακλουθώντας πάντα το μονοπάτι κάτω απ τούς βράχους η μονοτονία από τα λιόδεντρα το σφεντάμι και πουρνάρι, ο κακοτράχαλος δρόμος μας, άρχισε να γίνεται πιο γλυκός και πιο βουνίσιος, καθώς συνεχίζαμε κάτω από τα θεόρατα βράχια!!
Ένοιωσα να πηγαίναμε σιμά στην όχθη του ποταμιού που δεν είχε πολύ νερό τρεχούμενο, πιο πολύ λούμπες έβλεπα. Η βλάστηση είχε αρχίσει να γίνεται όλο και πιο πράσινη ειδικά όταν περάσαμε το ρέμα που χώριζε τα δυό βουνά με τούς βράχους. Κατεβήκαμε πιο χαμηλά ώσπου φτάσαμε σε σημείο πού είχε το νερό ροή που ακουγόταν όλο και πιο γάργαρο. Με μιας έφυγε ο Kοψοκεφαλιάρης και το Άλογο του απ τον νου μου, και άρχισα να φαντάζομαι καβουρομάνες και καβουροφωλιές..
Τα χορτάρια άρχισαν να γίνονται πιο πράσινα κα πιο ψηλά, μετά βατιώνες και φροξυλιές. Υστέρα αντικρίσαμε τις συκιές με τις καρυδιές τις πανύψηλες.  Εδώ στην πυκνή καταπράσινη όαση, πού αμέσως σαν ένιωσες την δροσιά της απάνω σου άρχισες να νοιώθεις, έναν άλλο κόσμο και τόπο, μίαν άλλη διάσταση, τα χίλια μάτια να σε κρυφοκοιτάνε, τα μυστικά και τα ξωτικά πού σίγουρα έκρυβε τέτοιος τόπος.
 Κοίτα γύρω σου λίγο πιο πάνω αρειός ο τόπος σχεδόν ξερικός ειδικά πάνω προς το Τσερβάσι . Εδώ κάτω στο ρέμα όμως ένοιωθα σαν στα παραμύθια της γιαγιάς, να παίρνουν σάρκα και οστά, και να βρίσκομαι με την φαντασία μου να τρέχει αχαλίνωτη, κάθε κουδουνάκι και κουδούνισμα απ τα μουλάρια μας.
Ο Τζίτζιρας από τα ξερικά με το τραγούδι του ασταμάτητο γινόταν η μουσική και τα τραγούδια απ τις κρυμμένες υπάρξεις που κρυφοκοιτάγανε. Ένοιωσα με μιας να κλείσω τα μάτια και να αφήσω να με κλέψουν μέσα στ΄ όνειρο μου, το μελίσσι και οι πεταλούδες, οι χρυσόμυγες γύρω απ τις συκιές, όλα ψυχές και υπάρξεις μιας άλλης διάστασης πιο μαγικής από εκείνης του πουρναριού και του λιθαριού. Τότε δεν ήξερα ότι είχα μπει στον παράδεισο του Τάνου. Τίποτα δεν δήλωνε ανθρώπινο χέρι παρά μονάχα κάποια λάστιχα και σωλήνες κακοφωνία από τότε στην Εδέμ.
Να ποτίσουμε τα μουλάρια είπε ο παππούς, από εδώ και μετά θ αρχίσει η ανηφόρα, είχαμε φτάσει στο Τσερβασινό κομμάτι του Τάνου. Σε λίγο θα παίρναμε το μονοπάτι για το μοναστήρι, εμείς και αρκετοί άλλοι έφιπποι προσκυνητάδες που τώρα ανάμεσα τους άρχισα να διακρίνω άγνωστα πρόσωπα...
Βέβαια δεν ήξερα κατά πού να γείρω που λέγανε και οι παλαιοί. εδώ να μέναμε θα ήταν μιά χαρά ότι πρέπει. Να πλύνω τα πόδια μου !! Παππού θέλω να πλύνω τα πόδια μου, Να πλατσουρίσεις και να παίξεις θέλεις κοτζάμ άντρας, θέλεις παιχνίδια στο νερό μου αποκρίνεται ο παππούς μου …Άιντε βγάλε τα πέδιλα όμως να μην βρεχτούνε γιατί θα τα κόψεις μετά στον ανήφορο.
Λαστιχένια τα πέδιλα αλλά πού ήξερα και διαφορετικά.. τα πήρε ο παππούλης και τα ακούμπησε στο σαμάρι της Ψάρως. Τσαλαπάτησα και χοροπήδησα μεσ το νερό, πού ήταν σαν να το έβγαζαν από ψυγείο. Ήταν βαθύ για το μπόι μου μόλις πήγα λίγο πιο μέσα δεν άργησε να μου βρέξει το κοντοπαντέλονο.
Άντε άντε ο παππούς έχουμε ακόμα μπόλικο δρόμο και ανηφόρα μου λέει. Πρέπει να πάμε να βρούμε μεριά, να ακουμπήσουμε τα πράγματα και να γυρίσουμε πίσω μέχρι τη δημοσιά από πάνω μας να περιμένουμε το τρακτέρ και να φορτώσουμε ότι άλλο έχουμε. Αυτά μού έλεγε ο γέροντας ενώ μάζευε ξύλα και κλαριά... Έφτιαξε ένα δεμάτι και το φόρτωσε στη μέση του σαμαριού της Ψάρως εκεί που καθόμουν αρχικά.
Μόλις βγήκα απ το νερό με στέγνωνε λίγο με το μαντήλι του περιμέναμε λίγο ακόμα. Μου έβαλε τα πέδιλα πάλι και κινήσαμε για το μοναστήρι. Το μονοπάτι είναι ανηφορικό όπως μου είχε πει ο Παππούς, φιδίσιο, γεμάτο με μουλάρια ,γαϊδούρια κι άλογα, πολύς ο κόσμος και οι χαιρετούρες.
Όσο ανεβαίναμε προς την αετοφωλιά τόσο πιο πολύ με τρόμαζε και το ύψος του βουνού. Με τρόμαζαν και αυτά που μου έλεγε ο παππούς, για το πότε χτίστηκε από ποιούς και γιατί;
 «Πριν γίνει μοναστήρι οι Βυζαντινοί είχαν φυλάκιο καλά οχυρωμένο, είχανε Βίγλα , για να επιβλέπουν τριγύρω το Καστρί και τα περίχωρα.

Παλιός δρόμος του Πρόδρομου Φώτο από το διαδίκτυο. 

Ήταν πλούσιος και σημαντικός ο τόπος για τους δεσπότες του Μυστρά. Εδώ είχε αναπτυχθεί τότες ο μεταξοσκούληκας όπως και στον Αγιάννη το χωριό της μάνας σου, γι αυτό εκεί είχαν το Κάστρο της Ωριάς.. Το είχαν μεγάλο μυστικό για το μετάξι γιατί το εμπόριο του ήταν μεγάλο. Μέχρι αργότερα όταν μας πάτησαν οι Φράγκοι και οι Βενετσιάνοι όλοι ενόμιζαν ότι  ερχόταν από την Κίνα...!!!
Αποφάσισαν λοιπόν στον Μυστρά για την Βίγλα και άρχισαν να την χτίζουν μοναστήρι. Είχαν ηρεμήσει κάπως οι πόλεμοι αλλά για να ξέρεις οι καλόγεροι τότε ήταν σαν τον Διγενή, Ακρίτες, αντάρτες, πολεμιστάδες, παλληκάρια γεροδεμένοι, πολεμούσαν με τον σταυρό και το σπαθί.
Το έχτισαν λοιπόν το μοναστήρι μέσα στην Βίγλα τους, γι αυτό και οι απ έξω και οι μέσα τοίχοι μοιάζουν με τοίχους από κάστρο. Πέρασαν πολλοί, και άλλαξαν οι αφεντάδες του τόπου, μα το καστρομονάστηρο με τους Γούμενους και τούς καλογέρους του απάτητο, Αετοφωλιά!!
Πάντα εκεί έτρεχαν οι κατατρεγμένοι κάτοικοι και καπεταναίοι με τα ασκέρια τους και κρυβόντουσαν. Ήταν μεριά που οι λίγοι ήταν αρκετοί για να κρατήσουν τούς πολλούς !! Είχαν μερικά κελιά , νερό, και ότι χρειάζονταν για να αντισταθούν. Πάνω απ όλα είχαν μια αετοφωλιά πού δέσποζε με περηφάνεια ολόγυρα. »
Αυτά μού έλεγε ο γέροντας και ως συνήθως τα είχε ραμμένα σαν παραμύθι, που με καταβρόχθιζε ολάκερο. Με αυτό τον τρόπο ξέχασα να δίνω σημασία στο ύψος και να περπατάω απ το χέρι του διψασμένος για όσα μου έλεγε...
Είχα ξεχάσει το τρομερό άλογο, το ποτάμι με τις κρυβοκοιτούσες τις Δρυάδες, τον τραγοπόδαρο με το σουραύλι του, έτοιμο κρυμμένο μεσ΄ τις καρυδιές και τα περιβόλια, έτοιμος να τρελάνει τούς περαστικούς να τα χάσουν και να τούς πάρουν τα μυαλά οι κόρες του και να τους ξελογιάσουν μεσ΄ τον Πανικό τους.
Ξεχασμένα όλα αυτά αφησμένα στο ερμάρι της θύμησης και της φαντασίας μου, και τελείως απορροφημένος στο κάστρο πού πηγαίναμε, το μοναστήρι ήταν μια μικρή εσωτερική λεπτομέρεια φανταζόμουν...
Είχα όμως την απορία για το Kοψοκεφαλιάρης πού τον έλεγε η γιαγιά κι έτσι απλά ρώτησα τον παππού να μου πει, μέχρι εκείνη τη στιγμή νόμιζα ότι έκοβε κεφάλια!!
 «Ο Γιάννης μου λέει ήταν αντάρτης!!! Αρκουδοκέφαλος με μακριά μαλλιά και μαύρο γένι ντυμένος με τομάρια και προβιές. Καβάλα στ΄αλογό του, τρέμανε την φωνή του όλοι, αλλά μαζευόντουσαν σαν το μελίσσι στον Ιορδάνη ποταμό, να τούς βαφτίσει, εκεί βάφτισε και το Ιησού.»
- Και γιατί έκοβε κεφάλια;
-. Όχι ρε χαζό το δικό του κεφάλι κόψανε... είπε και γέλασε ο γέροντας. Και του κόψαν το κεφάλι; Τέτοιο θηρίο; Ποιός ήταν ο κερατάς που το κάνε;  Πώς και άφησ΄ ο Χριστός να γίνει;
-. Καλά εκείνος δεν έσωσε τον εαυτόν του από σταυρό, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία που θα σου πω άλλη φορά. Του Γιάννη του κόψε το κεφάλι ένας Οβριός βασιλιάς ο Ηρώδης. Γιατί; ρωτάω ευθύς.
-. Επειδή ήταν αντάρτης;
-. Και γι΄αυτό σίγουρα, αλλά και για το χατίρι μιας χανούμισσας, της Σαλώμης για τον χορό που τού κάνε.
-. Καλά τί χορός ήταν αυτός που για χατίρι του κόψανε το κεφάλι του Άγιου Γιάννη του αντάρτη;
-. Όταν θα μεγαλώσεις θα μάθεις, άλλωστε η Σαλώμη η χανούμισσα ζει ακόμα.
-. Ζει ακόμα;  τον ρωτάω με απορία..
-. Ναι σου λέω, μόλις μεγαλώσεις θα μάθεις σού λέω. Άστο τώρα...
Χμμ, σκέφτηκα μέσα μου ζει ακόμα η Σαλώμη η Χανούμισσα και γιατί να μην το μάθω τώρα δηλαδή.... Γι΄ αυτό τον λέει Κοψοκεφαλιάρη η γιαγιά σου η μερελή!
Μετά από κάμποση ώρα ανάβαση και περπάτημα να σου και το Κάστρο…
Μιά τρεμούλα ένας φόβος παντού μόλις αντίκρισα τους ψηλούς του τοίχους και τον γκρεμό κάτω απ τα πόδια τους. Στην φαντασία μου είχα κι όλας τοιμάσει Κολοκοτρωναίους, αντάρτες, με τα καριοφίλια τους να φυλάνε βίγλα και στις ρεματιές κάτω λεφούσι η Τουρκιά και οι Οβριοί του Ηρώδη!! Η αετοφωλιά δεν πατιόταν έτσι εύκολα, ήμουν σίγουρος ότι δεν θα περνούσαν με τίποτα.
Περίμενα να δώ τον Άγιο Γιάννη και Γούμενο με τους πολεμιστάδες καλογέρους του, αντάρτες, γίγαντες στο μπόι που ακόμα και οι γερμανοί όταν ήρθαν δεν τούς λύγισαν.. απ ότι λέει ο παππούς…
Μόλις ζυγώσαμε λίγο πιο κοντά ακόμα έσκυψα και έκανα το σταυρό μου, γεμάτος με φόβο και περηφάνεια για το μοναστηρόκαστρο την αετοφωλιά και τους ήρωες που το ζήσανε όλα τα χρόνια..
Πριν 40 χρόνια μου λέει ο παππούς εδώ σε τούτο το μοναστήρι μπροστά στην ωραία πύλη ρίξαμε τον πατέρα σου μωρό για να το πάρει ανάδοχος και να τον βαφτίσουμε. Τελικά αφού δεν έκανε κανένας βήμα το άρπαξε ο παπάς που λειτούργαγε μαζί με την παππαδιά του, ήταν παπάς στον Έλατο, ο γιός του ο Γιάννης έχει αρραβωνιαστεί την Ματίνα του Κουτσουμπή, καλοί ανθρώποι.
΄Ηταν τότες που λες φτωχά και δύσκολα τα χρόνια, ο κόσμος πείναγε και ότι λίγο λαδάκι και καρπό θέριζε ίσα που δεν έφτανε τις πιο πολλές φορές και γι αυτό κανένας δεν είχε το θάρρος να πάρει το παιδί..
Κοντοπλησίασαμε το μοναστήρι, και ο παππούς έψαχνε για καλή μεριά ν ακουμπήσουμε τα πράγματα μας. Κοντά στους φούρνους μου είπε.. Αφού τελικά βρήκαμε το κατάλληλο μέρος ξεφορτώσαμε  και μετά από λίγο αφού έκανε τις χαιρετούρες του ο παππούς με τους συμπατριώτες μας απ όλα τα Καστριτοχώρια ολόγυρα. Κινήσαμε πάλι για τη ρεματιά και την δημοσιά για το Τσερβάσι, να συναντηθούμε με τον πατέρα μου και τούς υπόλοιπους.
Έτρεμα απ το φόβο μου τον γκρεμό και κάθε φορά που γλίστραγε η Κόρμπα και άκουγα ΟΟΞ !! Σφιγγόμουνα επάνω του σαν στρείδι, Η αλήθεια είναι πως για μένα ήταν ένας γίγαντας ένα θεριό που μαζί του δεν φοβόμουνα τίποτα.
Καμιά φορά τύχαινε στη στροφή και μαζευόντουσαν όλοι τους ο Καπάτσος ο γερό Μαγουλιανός, ο Ασημάς, ο γερό Δημάκος (ο παππούς ) Μπουτσαίοι όλοι τους δεν χόρταινα να τους κοιτάω, και με δέος και με περηφάνεια. Το μυαλό μου έτρεχε με μιας στην έτοιμη φαντασία μου, με τούτους τους γερόντους του χωριού στα χρόνια της δόξας ετούτου του τόπου…
Ο κατήφορος είναι πιο γρήγορος απ την ανηφόρα και φτάσαμε στο ρέμα σύντομα, και αρχίσαμε σιγά σιγά σ ένα άλλο φιδίσιο ως συνήθως μονοπάτι μέσα από περιβόλια και πανύψηλες καρυδιές, κλήματα και συκιές να ανεβούμε στη δημοσιά. Έτσι αφηρημένος δεν πήρα χαμπάρι αμέσως ότι σταματήσαμε, και μόλις άκουσα τη φωνή του παππού να μιλάει και να χαιρετάει ξαφνιάστηκα, και πρώτα απ όλα γιατί δεν έβλεπα κανέναν, άκουσα μια φωνή άλλη να λέει στον παππού,
-.Ετούτος εγγονάς σου είναι; του Γιαννάκου;
-. Ναι του αποκρίθηκε, είναι ο μικρός ο Μήτσιος.
Έβγαλα το κεφάλι μου από την πλάτη του παππού και κοίταξα να δω με ποιόν μιλάει, αφού στο μονοπάτι δεν ήταν κανένας τελικά αφού σήκωσα τα μάτια μου λίγο, είδα να στέκεται στην πεζούλα ανάμεσα σε κλήματα ένας ηλικιωμένος σαν τον παππού γέροντας, με ένα πρόσχαρο χαμόγελο και να μου προσφέρει ένα τσαμπί σταφύλι. « Πάρε μου λέει καμάρι μου, είναι νόστιμο φράουλο του τραπεζιού.»
Πάρτο μου λέει ο παππούς και πες ευχαριστώ στον μπάρμπα Γιάννη. Άπλωσα το χέρι μου ντροπαλά και πήρα το σταφύλι , Χρόνια πολλά τη βοήθεια του νάχεις μου λέει ο γέροντας. Χαιρετηθήκαν με τον παππού και δώσανε ραντεβού στο μοναστήρι κινήσαμε και πάλι για την δημοσιά....
Εγώ άρχισα το σταφύλι με βουλιμία που ήταν και πεντανόστιμο και θεόρατο, και κάθε λίγο έδινα και στον παππού. Το κούνημα από την κόρμπα δεν μου άφηνε τα περιθώρια να το ¨καθαρίσω¨ και τόσο γρήγορα.
Ν΄ αφήσεις λίγο και για τον αδερφό σου και την Μάνα σου μου λέει ο παππούς γελαστά... Όταν φτάσαμε στη δημοσιά κοίταγα απ΄την άλλη μεριά τον τόπο με απορία, γιατί φαινόταν γουλί τελείως από τα όμορφα δέντρα πού μόλις είχαμε περάσει, καμιά γκορτσιά που και πού και λίγα άχυρα σ ένα χερσοχώραφο..
Μετά από λίγα χρόνια το χερσοχώραφο αυτό γινόταν ξενοδοχείο άπειρων αστέρων σαν ξεκούραζα την κάψα της ημέρας και τον κάματο της Αλωνιστικής, ήταν το θεμονοστάσι του χωριού...
Σε λίγο ήρθε και ο πατέρας μου με τούς υπόλοιπους και τα άλλα φορτώματα δικά μας και ξένα , κατεβήκαν όλοι απ την καρότσα να ισιώσουν το κορμί τους όπως λέγανε και να κανονίσουν τι θα κάνουν για το επόμενο βήμα. Έδωσα το μισοφαγωμένο σταφύλι στη Μάνα μου και της είπα πως με τρατάρε ένας παππούς απ το Τσερβάσι γνωστός του παππούλη μου και φίλος του της είπα.
Έτσι είν΄ εδώ μου λέει περήφανοι για τον Άγιο και την γιορτή του και φιλόξενοι… Απ΄ τους Παππαγιανέους άκουσα τον παππού μου να της λέει.. Ο παππούς τούς είπε πώς τα κελιά γεμίζουν έχει ανεβεί πολύς κόσμος και απ ότι ρώτησε δεν είχε μείνει πολύ χώρος στα κελιά.
Τα κελιά τότες τα μοιραζόντουσαν όλοι, προσκυνητάδες απ όλα τα χωριά, αρκεί να έβαζαν τις κουβέρτες τους να ξάπλωναν και να ξεγελούσαν την κούραση. Από ύπνο δεν έκαναν και πολύ γιατί όλη νύχτα μιλάγανε λέγανε τις ιστορίες τους τα χωρατά τους και μαθαίνανε τα νέα τους το ένα χωριό με το άλλο. Από τις λίγες λεύτερες και ξέγνοιαστες στιγμές τού ξωμάχου χωρικού....
Αφού φορτώσαμε εγώ απ το χέρι του παππού σφιχτά είχαν πιάσει τ αυτιά μου κάτι για τον συμπέθερο μας τον μπάρμπα Γιώργη τον Σιούτο πεθερό του θείου μου του Χρήστου αδερφού του πατέρα μου που ζούσε στην μακρινή Αυστραλία που την έλεγαν όλοι στο χωριό...( οι νεράιδες του Τάνου έκαναν το θαύμα τους πάλι )
Εκεί θα πήγαινε ο πατέρας μου με την μάνα μου και η γιαγιά μου, η θεία μου η Τασία του Εισαγγελέα, και η θειά μου η Αγγελικούλα του Λυκούργου. Ο Λυκούργος ο Τάκης ο Κατρής, η γυναίκα του η θειά Μαρία και όσοι άλλοι ήρθαν με το τρακτέρ, δεν τους θυμάμαι όλους, θυμάμαι μόνο τον Λευτερόγιαννη που και αυτός είχε έρθει με τα ζά του και ήρθε να φορτώσει κι αυτός πράγματα απ την καρότσα και να πάρει και την Διαμάντω του και ν ανηφορίσουμε πάλι.
Εγώ τράβαγα τον παππού και την Κόρμπα μας να γείρουμε κάτω προτού με τσακώσει η μάνα μου με τον πατέρα μου. Εγώ χωρίς τον παππούλη μου δεν θα πήγαινα πουθενά. Ο Αδερφός μου που ήρθε κι αυτός με το τρακτέρ πήγε στου συμπέθερου.
Κάτι μουρμούρισε η μάνα μου αλλά πριν προλάβει να τελείωση τις το ξέκοψα αμέσως, δεν υπήρξε άλλη κουβέντα. Μονάχα που μου έδωσε τα καλά μου ρούχα πού είχε σε μια τσάντα να τα βάλω το πρωί να μην πάω όπως ήμουνα στην εκκλησία..
-«Δεν είν΄ εκκλησία της λέω είναι μοναστήρι. Βίγλα, Κάστρο Αετοφωλιά!!  Το ΄πα και δυνατά να το ακούσουν όλοι, ο αδερφός μου έβαλε τα γέλια με μιας και με κορόιδευε!! «Γρήγορα μου λέει γιατί σουρουπώνει και μόλις φτάσεις στο ποτάμι θα σου πέσουνε κοντά τα τσακάλια με τις αλεπούδες, αν δεν σε προλάβουν τα φαντάσματα!»
- Δεν φοβάμαι του λέω, είναι κι άλλοι κοντά, αλλά έχω και λιβάνι και πρόσφορο και ο παππούς έχει τον Σίτελη- σουγιάς κατασκευασμένος στα εργαστήρια του Καστριού- του τον μαύρο. Ο πατέρας μου άμα με άκουγε να μιλάω έτσι κούναγε το κεφάλι του στη γιαγιά μου…
Αφού χαριεντίσανε για λίγο μαζί μου, φορτώσανε τα μουλάρια και πάλι, όλοι κινήσαμε, εμείς για το μοναστήρι του Αντάρτη του Kοψοκεφαλιάρη. Το τρακτέρ με τους επιβάτες του για το Τσερβάσι και τον συμπέθερο τον Σιούτο.
Σταυροκοπήθηκαν το δικό μας τσούρμο έγειρε κάτω το μονοπάτι για το ρέμα και το μοναστήρι. Κρατούσα σφιχτά το χέρι του παππού με το βήμα γοργό δεν ήθελα να περάσουμε απ το ποτάμι αφού είχε πέσει ο ήλιος.  Είχα βλέπεις τους λόγους μου!!
Μόλις φτάσαμε στο ρέμα περάσαμε απέναντι αλλά ο παππούς κι ο Λευτερόγιαννης θέλανε να ποτίσουνε τα μουλάρια. Πάλι αιώνες μου φάνηκε τώρα ο χρόνος πού μας πήρε.. Το αυτί μου τέντα και το μάτι μου γαρίδα...
Αρχίσαμε το ανηφόρι και πάλι και ο ήλιος σιγά σιγά μας αποχαιρέτησε για σήμερα. Είδα τον παππού να βγάζει τον φακό από την πάνω τσέπη του και να τον δοκιμάζει. Σε λίγο θα μου τον έδινε να τον κρατάω για να βλέπουμε τον δρόμο...
Δεν έχεις ζήσει το όνειρο στο Λυκόφως πού ξεδιπλώθηκε με μιας μπροστά μου, και δυστυχώς ούτε θα το ζήσεις ποτέ πάλι γιατί σήμερα '' οδηγάμε '' στην αετοφωλιά, που την ξεφτίλισε η ρόδα και η εξέλιξη...
Σαν ακόμα νυσταγμένο άρχισε νωθρά νωθρά ετούτο το φίδι, να κουνιέται, γεμάτο από προσκυνητάδες και τα ζά τους να ανάβει τα λαδοφάναρα του και τούς φακούς του, οι μιλιές τους είχαν πάρει μιά άλλη διάσταση, εκείνη πού σε κάνει και ανατριχιάζεις μεταξύ φόβου και θαύματος, μιά πορείας που το πέσιμο του ηλίου απόκρυψε όλα τα ψεγάδια της και την έβαλε σαν σε μιαν άλλη διάσταση..
Τα κουδούνια και τα κουδουνάκια από τα υπομονετικά και ακάματα ζωντανά μας, ένας ήχος πού έτσι κι έκλεινες τα μάτια σου βρισκόσουνα μιά σπιθαμή απ΄τον θεό. Η μυρωδιά στον αέρα δεν μύριζε πλέον χώμα και σκόνη, είχε αρχίσει η δροσιά του βουνού κι ένα ελαφρό αεράκι μάς γέμιζε τα ρουθούνια από τα νυχτολούλουδα και τα νεροκίσσια του Τάνου. Μιά λειτουργία στο σούρουπο για έναν Αντάρτη Άγιο πού του ΄κόψε το κεφάλι μιά χανούμισσα...
Περπατώντας μέσα σε τούτο το μυστήριο ,σε τούτο τ όνειρο, η νύχτα έκρυψε με μιας τον γκρεμό και το ύψος και έμεινε μονάχα ετούτη φιδίσια προσευχή ν ανηφορίζει στο όνειρο και το θαύμα ετούτης της ευλογημένης γης πού με γέννησε. Στην σκέψη μου έφερα τον αδερφό μου με μιά λύπη που δεν ήταν μαζί μου να μοιραστεί κι αυτός κομμάτι από έτουτο το μυστήριο πού τόσο με μάγεψε. Είχα στεναχωρηθεί και μού έλειπε παράξενα, μέχρι πού βούρκωσα κι άρχισα να κλαίω..
Ευθύς μόλις με άκουσε ο παππούς τραβάει τα μουλάρια στην πάντα και άρχισε νε με ρωτάει τί έπαθα, αν είμαι κουρασμένος η αν είμαι φοβισμένος. Όχι του λέω δεν κουράστηκα και με σένα αφού ξέρεις δεν φοβάμαι .  Ε; τότε; τι έχεις μου λέει με αγωνία; Ντρεπόμουνα δεν ήθελα να του πω γιατί τότε δύσκολα άφηνα να δουν πόσο ''φευγάτος'' ήμουνα κι εγώ σαν την γιαγιά άλλα έβλεπαν αυτοί κι άλλα εγώ, αλλά αφού με ζόρισε λίγο του είπα πως πεθύμισα τον αδερφό μου!
Πέρασε όλο το καλοκαίρι και σχεδόν είμαστε πάντα χώρια, και απόψε μόλις είδα ετούτη την πομπή σκέφτηκα πώς χάνει που δεν είν εδώ να δει πόσο όμορφα είναι. Και γι αυτό κλαίς μου λέει; Αυτός τα βλέπει καλύτερα από εμάς απ την ταράτσα του συμπέθερου, βλέπει όλη την ανηφόρα ολάκερη την πομπή πού λες. Όλα τα λαδοφάναρα και τούς φακούς, για να δεις αύριο ρώτα τον και θα δεις τι θα σου πει.. Αλλά και αύριο με το καλό άμα θές γύρνα με το τρακτέρ να είσαστε μαζί.
-. Τί λες του λέω τώρα θυμωμένα με διώχνεις; Τι δουλειά έχω με το τρακτέρ, να του πείς να ρθεί μαζί μας με τα μουλάρια.. Κι αν δεν θέλει κακό δικό του, μονάχα μην του πείς ότι έκλαιγα απόψε και ότι τον πεθύμισα γιατί θα με κοροϊδεύει …
-. Καλά μου λέει ο γέροντας άιντε πάμε στο δρόμο μας... Μετά από λίγο φτάσαμε στην μεριά μας. Βρήκαμε τα πράγματα μας να τα χουν μετακινήσει και να είναι εκεί άλλα μουλάρια! Άγριεψε ο παππούς με μιας και μου δώσε το καπίστρι της Κόρμπας να περιμένω και πήγε να δει ποιός θάρρεψε και ακούμπησε τα πράγματα μας. Φοβήθηκα ότι θα γίνει φασαρία γιατί ο παππούς λεβέντης όπως ήταν την μαγκούρα την σήκωνε εύκολα! Κοίταγα να δώ τους γνωστούς μας πού και μερικοί από αυτούς θα μένανε μαζί μας. Αλλά προτού προλάβω άκουσα γέλια και χωρατά από τη μεριά που πήγε ο παππούς και απ ότι κατάλαβα δεν ήταν και τόσο δύσκολα τα πράγματα.
Τα μουλάρια ήταν του Λευτερόγιαννη και τα πράγματα τα μετακίνησε έτσι ώστε να τα βάλουμε όλοι μαζί και να έχουμε τα μουλάρια πιο πέρα, πιο πίσω μας μην προγκίξουν τη νύχτα και μας πατήσουν!! Με το σκοτάδι ο γέροντας δεν γνώρισε τα μουλάρια πού τα γνώριζε κι έτσι πήγε για καβγά…
Ξεφορτώσαμε τα υπόλοιπα μας τα υπάρχοντα (λες και πήραμε όλο το σπίτι μας μαζί) και ξεσαμαρώσαμε τα μουλάρια. Ο παππούς τους έβαλε τον ντορβά με τον καρπό τους και τα πήγε πιο πέρα και πιο πίσω μαζί με τα υπόλοιπα αλογομούλαρα της παρέας μας σχεδόν όλου του χωριού μας...
Η Θειά Μαρία του μπάρμπα Τάκη και η θειά Διαμάντω είχανε πάει μέσα για να δουν αν υπάρχει χώρος σε κάνα κελί και για πόσους. Να μείνουμε μαζί το χωριό.. αλλά δεν υπήρχε χώρος για όλους μας. Αποφασίστηκε να πάνε μόνο οι γυναίκες πήρανε λοιπόν κάτω απ το φώς του φακού τις κουβέρτες και τα σκεπάσματα, τα ρούχα τους τα αυριανά και αφού καληνυχτίσαμε επήγαν για το κελί.
Εγώ με τον παππού φτιάξαμε το γιατάκι μας, το κεφάλι κατά το βουνό, τα πόδια κατά το δρόμο, από την μιά μεριά κι από την άλλη τα πράγματα μας. Δίπλα μας ο Λυκούργος και ο Κατρής ο Λευτερόγιαννης και όλο το σινάφι. Τοποθετήσαμε  τα δεμάτια με τα κλαριά, σαν στρούγκα το γιατάκι μας. Τα κλαριά τα είχαν μαζέψει ο παππούς και οι άλλοι για τον φούρνο αύριο.  Έτσι ήταν  τότε το έθιμο ήταν επειδή πάντα ήταν κόσμος πολύς απ όλα τα Καστριτοχώρια και βάλε!!

 
Λειτουργούσανε τότε 7 φούρνοι! (Γεράσιμος Ι. Κυριαζής 1901-1995 & Σωτήρος Π. Καραχάλιος ( 1925-2006 )Ευγενική προσφορά από Η.Π.Α  του κ. Τάκη Καραχάλιου .

Είχαν τούς φούρνους φτιαγμένους (εγώ πιστεύω πως ήταν φτιαγμένοι από πολύ καιρό πριν όταν μαζευόταν εκεί ο κόσμος να σωθεί απ τον κατακτητή..) και μαγείρευαν οι προσκυνητές το φαί τους το έψηναν στο φούρνο.
Πάντα έμενε κάποιος για φούρνιαρης και μέχρι να τελειώσει η λειτουργία ο αέρας είχε γεμίσει απ το μερδικό του θεού ,την νόστιμη μυρωδιά ,του κατσικιού η του αρνιού, της ντόπιας μας πατάτας ξακουσμένης και όλων των μπαχαρικών και φαγητών που με καρτερία έψηναν στους φούρνους.
Δεν υπάρχουν σήμερα τέτοιες μυρωδιές, δεν υπάρχουν πιά τα ''χερικά'' και τα μυστικά της Μαλεβίσιας και της Καστρίτικης κουζίνας, τώρα τα φτιάχνουν όλοι όλα από τηλεόραση με Σεφ κι από μικροκύματα...
Αφού τοιμάσαμε το κρεβάτι μας και τα σκεπάσματα μας, ο παππούς με πήρε απ το χέρι και στο άλλο το ταγάρι μας να πάμε κατά το μοναστήρι στα μαγειριά και στα τραπέζια εκεί είχανε φώς από ασετιλίνη τις μεγάλες λάμπες και καθόσουνα να φας τον ζαιρέ σου, την παραμονή μόνο στο χωριό απέναντι είχε γλέντι και φαγητό έτοιμο, εδώ πάνω στην αετοφωλιά όλα ΄τοιμαζόντουσαν για αύριο.
Βάζανε μπόλικες μερίδες από γίδα και προβατίνα στο χαρτί και έψηναν στον φούρνο. κι άλλες για βραστό το ντόπιο μας κατατεθέν και ας είχες δικό σου φαγητό αγόραζες και το γκιούλμπαστι και το βραστό και πιο πολύ μερίδες ζουμί με ξινό για να βοηθήσεις το μοναστήρι...
Φτάσαμε λοιπόν στα τραπέζια και στο φως βρήκαμε τούς δικούς μας, μιά θέση και ανοίξαμε το ταγάρι με τον ζαιρέ μας και τα καλούδια του που είχε τοιμάσει η γιαγιά και η μάνα μου. είχαμε την περιβολίσια μας ντομάτα πού ούτε κι αυτή υπάρχει πλέον, το κεφαλοτύρι μας, το κρεμμύδι χαραγμένο αλλά όχι ξεφλουδισμένο, κολοκυθοκεφτέδες, ελιές, κάπαρη (Αγιαννίτικο έδεσμα της μάνας μου) αυγά βραστά, αλατοπίπερο και φυσικά το μπουκαλάκι με το κρασί του παππού.
Αφού τυλωθήκαμε με όλη τη νοστιμιά και ηρεμήσαμε το στομάχι που είχε αρχίσει από νωρίς να γουργουρίζει, τα μαζέψαμε και αρχίσαμε να κατηφορίζουμε για το γιατάκι μας, είχε αρχίσει και κρύωνε η νύχτα, σιγά σιγά όλο και πιο μακριά από την άλλη μυρωδιά κάθε πανηγυριού την ασετιλίνη...
Λίγο πριν φτάσουμε στο μέρος μας με τράβηξε απ το χέρι ο παππούς στην άκρη του δρόμου για να κατουρήσουμε, πριν πέσουμε για ύπνο βασικός κανόνας αυτός, και ίχνος από ντροπή εάν ξωπίσω σου περνούσαν δεκάδες συντοπίτες μας και άλλοι…
Χορτάτοι, ξαλαφρωμένοι απ την ανάγκη μας ,και εξουθενωμένοι απ το ταξίδι βγάλαμε από πάνω μας ότι χρειαζόταν και χωθήκαμε κάτω απ τις νοτισμένες απ την δροσιά της νύχτας κουβέρτες μας, μια απαλή ανάσα της νύχτας και του Βράχου που φωλιάσαμε.
Ο ουρανός γεμάτος αστέρια και χαμηλός να μας σκεπάζει, ήταν ότι έπρεπε για αστρονομία , να δει ο παππούς αν μαθαίνω η τα ξεχνάω όλα όσα μου δείχνει μονοπάτια εκεί πάνω. Τις γειτονιές στ΄αστέρια , τους μεγάλους αστερισμούς και όσα γνώριζε ονόματα.
Κουρνιασμένος στο πλευρό του, ο Μορφέας δεν άργησε να φανεί και να βαρύνει τα βλέφαρά μου για να κινήσουμε για τόπους και χρόνους μακρινούς, να πετάξουμε πάνω από την αρχαία ετούτη γης και να με γλυκάνει σαν θεατή θερινής παράστασης με τ΄όνειρο πού άρχιζε αργά αργά να βυθίζεται το κουρασμένο μου κορμί.
 Η νύχτα πέρασε γρήγορα και όχι και τόσο ήσυχη, όλο το βράδυ μέχρι αργά κατέφταναν κι άλλοι προσκυνητάδες κι ενώ όταν φτιάξαμε το γιατάκι μας το βράδυ είμασταν στην άκρη της αράδας, το πρωί ξυπνήσαμε στην μέση, είχαν έρθει πράγματι πολλοί…
Ο παππούς με πήρε πάλι απ το χέρι να με πάει να κατουρήσω και να κάνω όποια ανάγκη είχα ανάμεσα στα μουλάρια μας, εκεί πήγαιναν όλοι… Μετά μού ρίξε νερό απ το γαλονάκι μας να πλυθώ, μου δώσε και την χτένα να χτενιστώ. Έκανα το σταυρό μου και φόρεσα τα ρούχα που μου είχε βάλει η μάνα μου στην τσάντα, όχι τίποτα μεγαλειώδες δηλαδή απλά μακρύ παντελόνι και μπλούζα καινούργια αγορασμένη από το πανηγύρι της Επισκοπής στην Τεγέα...
Όλοι τους σχεδόν γύρω μου έκαναν το ίδιο. Νιβόντουσαν κι έβαζαν τα κυριακάτικα σκουτιά τους να δείξουν τον σεβασμό στον Άγιο Αντάρτη!! Κι έτσι όλα πήραν μια γιορτινή και από σκόλη όψη... Οι καμπάνες το βροντοχτύπαγαν, και ο Δικέφαλος με την Γαλανόλευκη κυμάτιζαν γιορτινά..
Χρόνια πολλά και βοηθειά μας δίναν και περνάνε κάθε λίγο και λιγάκι. Με αγωνία περίμενα να δώ τον πατέρα μου και την μάνα μου, τον αδερφό μου, και φυσικά τη γιαγιά μου.
Σε λίγο ήρθε πρώτα η μάνα μου και ο αδερφός μου. Η μάνα μου δεν έχασε καιρό και πήγε κατά τα μαγειρεία που λέγανε και εκεί με τις άλλες γυναίκες του χωριού ΄τοίμασαν τα ταψιά με το φαί.
ο Λυκούργος πού είχε σηκωθεί πιο νωρίς απ όλους είχε κάψει τον φούρνο που είχανε καπαρώσει από εχτές. Όλα συνεννοημένα και ετοιμασμένα καθώς έπρεπε ένα χωριό μονιασμένο που γιόρταζε την ημέρα τούτη με όλους τους συμπατριώτες χωρικούς απ τα γύρω χωριά του Τάνου.
Κοίταγα τον αδερφό μου και περίμενα να με πειράξει ως συνήθως και ν αρχίσει να με κοροϊδεύει ώσπου να αρχίσουμε να τσακωνόμαστε.  Φυσικά ντρεπόμουνα να του πω για τα χτεσινοβραδινά πως ένιωσα ότι μου λείπει και ότι είχαμε περάσει χώρια πολύ καιρό, σχεδόν όλο το καλοκαίρι.. Τον ρώτησα μονάχα εάν είδε τα φώτα ν ανηφορίζουν το δρόμο για το μοναστήρι και πώς ήταν πολύ όμορφα να κοιτάς τον ανήφορο και να τα βλέπεις να γλυστράνε σαν φίδι μέσ την νύχτα…
Τα κοιτάγαμε απ την ταράτσα του συμπέθερου μου είπε (έτσι καθώς είχε πει ο παππούς) για κάμποση ώρα δεν έβλεπες και τίποτ άλλο μου λέει. Από το ρέμα μέχρι εδώ όλο κλεφτοφάναρα να τρεμουλιάζουν. Απ΄ ότι κατάλαβα του άρεσε και αυτού το θέαμα. Έχεις ξανάρθει τον ρώτησα...
-. Εδώ όχι μου λέει αλλά στο Τσερβάσι έχω έρθει μια φορά με τον παππού. Πηγαίναμε στο Καστρί και σταματήσαμε στου συμπέθερου του Σιούτου…
Σε λίγο είδαμε να έρχεται και ο πατέρας μου με έναν ηλικιωμένο κύριο και με την θειά Τασία... Επ έλα δω μου λέει ο πατέρας μου, έλα δω να σε δώ, πως τα πέρασες ; Έβγαλες το λάδι στον παππού σου; Ήσουνα καλό παιδί; Τους άκουγες τους μεγαλύτερους η ήσουνα ζιζάνιο όπως πάντα…
Μιά χαρά ήταν λέει ο παππούς και μετά αμέσως Συμπέθερε!! Χρόνια πολλά, τί μου κάνεις; Μιά χαρά σε βλέπω και τα συνηθισμένα, ο παππούς με τον ηλικιωμένο κύριο που ήταν μαζί με τον πατέρα μου.. αφού χαιρετηθήκανε και ευχηθήκανε κτλ γυρίζει ο μπάρμπα Σιούτος και μου λέει εσύ εισ ο Μήτσιος; Μεγάλωσες μου λέει έγινες κοτζάμ παλληκάρι την τελευταία φορά που σε είδα ήσουνα ακόμα μικρούλης…
Εμ μεγάλωσα το λέω κι εγώ, κι αμέσως του ευχήθηκα χρόνια πολλά κτλ να γλυτώσω απ τις ερωτήσεις και τα συνηθισμένα.
Σε λίγο ξαναγύρισε κ΄ η μάνα μου τα είχαν βάλει τα φαγητά στο φούρνο ο Λυκούργος φούρνιαρης με τον Κατρή φτιάξανε λάσπη και κλείσανε την πόρτα στο φούρνο και ο πατέρας μου τώρα με μιά πετσέτα και με το γαλονάκι το νερό τους έριχνε να ξεπλυθούνε.,
ο Παππούς είχε πάει πιο πίσω που είχαμε δέσει τα μουλάρια μας, ανησυχούσε επειδή ήταν από πίσω από τους φούρνους μην έχουμε κάνα επεισόδιο. Καθώς γύρισε πήγε με τον αδερφό μου με μια τέσα κατά τα μαγειρεία που λέγανε κι εγώ μαγειρεία δεν έβλεπα μόνο τα τραπέζια έβλεπα... Πήγανε να φέρουνε νερό να ποτίσουνε τα μουλάρια ,και σχεδόν είμασταν όλοι έτοιμοι να μπούμε μέσα να ανάψουμε το κερί μας στον Άγιο Αντάρτη τον Kοψοκεφαλιάρη…
Ένοιωθα σαν γύφτικο σκεπάρνι που ήξερα την ιστορία όλη όπως μου τα δίδαξ΄ ο παππούς και πώς για μιά φορά θα κορόιδευα εγώ τον αδερφό μου, θα τον έπιανα ανήξερο. Η μάνα τράβηξε τον παππού πιο πέρα στα πράγματα μας κάτι του έλεγε στ αυτί και με κοίταζε.. ύποπτο αυτό μου φάνηκε! Είδα τον παππού να της δίνει μέσα απ πράγματα το πρόσφορο κι ένα μπουκαλάκι λάδι που είχε τοιμάσει η γιαγιά για τον Άγιο..
Παρ όλο πού έμοιαζε περισσότερο με Εθνική εορτή παρά θρησκευτική, μαζευτήκαμε όλοι λοιπόν να πάμε μέσα, όλοι εκτός απ΄ τον παππού μου που δεν έμπαινε σε εκκλησία μέσα, μονάχα στα μυστήρια.. αλλά η γιαγιά πουθενά.
Πού είναι η γιαγιά ρώτησα την μάνα μου; Έρχεται μου λέει έμεινε λίγο πίσω με άλλες γιαγιάδες και έρχονται σιγά σιγά, όπου να ναι θα φανεί.. Πάμε εμείς να ανάψουμε το κερί μας και να κάνουμε την προσευχή μας να δώσουμε και το πρόσφορο με το λάδι κι εσείς ξαναβγαίνετε έξω μου λέει.
-. Εγώ θα κάτσω για τη γιαγιά λέει ο αδερφός μου πού όλο το πρωί μου φαινόταν κάπως παράξενη η συμπεριφορά του, δεν με είχε κεντρίσει ούτε μια φορά περίμενα τουλάχιστον να μου πει ότι κοιμήθηκα μεσ΄ τις γκαβαλίνες… Αλλά αυτός τίποτα...
Θα κάτσω κι εγώ λέω αμέσως, που δεν ήθελα να μου βγει από πάνω, επίσης δεν ήθελα να τον αφήσω μόνο με τον παππού μήπως και του πει ο παππούς μας ότι έκλαιγα γι αυτόν εχτές το βράδυ...
Θα πάς μέσα τώρα με την μάνα σου και με εμάς μου λέει ο πατέρας μου. άκουγε και καμιά φορά, μην κάνεις πάντα του κεφαλιού σου, πεσ΄ του και σύ γυρνάει και λέει στον παππού μου.. Αλλά ο παππούς πάντα με το μέρος μας εμένα και του αδερφού μου.. Άστο δεν πειράζει άστο δεν θα πάθει τίποτα…
Οι καμπάνες χτυπούσαν , η οχλαγωγία είχε τώρα σκεπάσει αυτόν τον τέλειο και μυστικό εσπερινό της προηγούμενης βραδιάς η Πόρτα για το μοναστήρι ήταν πάντα γεμάτη με κόσμο. Κάπου πήρε το μάτι μου και κανά δυό πραματευτάδες να έχουν ανοίξει την πραμάτεια τους. Ο ένας πούλαγε σίγουρα σογιάδες και προβατοψάλιδα,τον είχα ξαναδεί στο πανηγύρι στο Γιαλό…
Φωνές καμπάνες μιά φασαρία που έπνιγε όποιον άλλο ήχο... Έτσι είναι τα πανηγύρια μέχρι ν απολειτουργήσει να κάτσει ο κόσμος για το φαγητό του, και τι φαγητό !! αν κρίνω από τις μυρωδιές πού άρχισαν να γαργαλάνε τα ρουθούνια μου, μέσα σε όλα αυτά...
Κοιτούσα και τα έδενα όλα μέσα μου με δίψα, μια χαρούμενη μέρα σε τούτο τον δύσβατο βράχο,και ό κόσμος όλος δεμένος, μονιασμένος με περίσσια συμπόνια και φιλοξενία ο ένας στον άλλο. Από την άλλη φανταζόμουνα τους ήρωες πολεμιστάδες να υπερασπίζονται τον Άγιο, την αετοφωλιά και την πατρίδα ολάκερη.
Πάντα όχι πιο πολλοί από μια χούφτα οι Έλληνες πάντα κατάφεραν μέσα σε κακοτράχαλα βουνά και βράχια, να ξεπηδάνε με θάρρος και απέναντι σε ασκέρια ολάκερα να λευτερώνουν τον τόπο τους.. Αυτά σκεφτόμουν γιέ πόσο θάρρος και δύναμη, αντάρτες στην ψυχή οι προγονοί μας και με αντάρτες θεούς και Αγίους. Από βοσκοί και γεωργοί γινόντουσαν πολεμιστές, γινόντουσαν ενός γίγαντα γροθιά σταματάγαν διαχρονικά όλους τους εχθρούς!!!
Ύστερα χτίζαν Παρθενώνες και Αετοφωλιές, κάμαν θυσίες και γιορτές, και χόρταιναν όλοι μαζί την ευλογία πού αναβλύζει από ετούτη την γη που κάποιοι την ονόμασαν φτωχή. Μαζί με τούς θεούς η γη μας στους αιώνες πάντα κατάφερνε πλούσια να μας χαρίζει ζωή σε μας και όλα τα ζωντανά κι αγρίμια πάνω της, από τα χόρτα μας και τα βροβιά, μέχρι το λάδι μας και πάνω απ όλα με την ανάσα του Διόνυσου στα κλήματα μας κυλάει το αίμα του θεού...
Χαμένος μέσα στην περηφάνεια μου και την απορία πού βρίσκει τόση δύναμη ετούτη η φυλή να σκαρφαλώνει και να χτίζει τέτοια ''κάστρα'' σε τόσο δύσβατα βράχια, κοιτάω αφηρημένα προς τα κάτω τον δρόμο και βλέπω μια γιαγιά πεσμένη στα γόνατα της να δαμάζει την πέτρα και το ανηφόρι του δρόμου, να έρχεται με το κεράκι της για να τιμήσει τον Άγιο Γιάννη τον Κοψοκεφαλιάρη Αντάρτη απ το Τσερβάσι.
Ένοιωσα το χέρι του αδερφού μου να πιάνει το δικό μου και να με κρατάει σφιχτά, Τον κοίταξα με βουρκωμένα μάτια, τον είδα δακρυσμένο να μού λέει με συμπόνια να μην κλαίω, να είμαι περήφανος γιατί «είμαστε δυό φορές παιδιά της…»

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ.


Ο Δημήτριος Ιωαν. Περδικάρης Μπούτσας και Κριαράκος. εγγόνι και δυό φορές παιδί του γέρο Δημάκου (Γεώργιος Δημ, Περδικάρης) και του Κριαράκου (Δημητρίου Δημ. Καμπύλη) . Γεννήθηκε στις 27/7/1965 στο τότε νοσοκομείο του Αστρους τον έφερε στον κόσμο ο γιατρός Μιχαλάκης....
    Πέρασε τα καλοκαίρια του στον Αγιάννη και στο Φούντωμα της Κυνουρίας , όπου και έγινε μύστης των Βουκολικών του Μαλεβού....( ΠΑΡΝΩΝΑ) έζησε στην Ελλάδα 17 χρόνια…. Ξενιτεύτηκε στον Καναδά όπου ζει με την οικογένεια του.