Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Β ΚΟΛΟΒΟΣ

           

   
Παν . Ι. & Δ. Βλαχάκης     
ΦΛΕΒΑΡΗΣ   2013                                                
                                ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΑΣ. ΚΟΛΟΒΟΣ (1894-1979).

Ο Πάνος Κολοβός του Βασιλείου και της Ευγενικής γεννήθηκε στο Ελληνικό- (Ληνικό) περιοχή της Θυρέας - της επαρχίας Κυνουρίας Ν. Αρκαδίας το έτος 1894. Οι Κολοβαίοι  είχαν τα γίδια τους στο Ελληνικό και στη Συκιά. Στη Συκιά ο πατέρας της μητέρας μου με την οικογένεια του έζησαν μέχρι το 1948.Τότε  έκτισαν το καλύβι τους στη Ρίζα στην, άκρη του Άστρους. Το καλοκαίρι είχαν τα σπίτια τους στον Αγιάννη. Η γειτονιά τους ειναι της  Παναγίας της Λάκκας, στο πάνω μέρος του χωριού, στους πρόποδες του Σαραντάψυχου. Ήταν το ένα από τα δυο αγόρια της οικογενείας. Ο άλλος αδελφός του ήταν ο Θανάσης ο Κολοβός- Γενεάς. Οι τρις (03) αδελφές του ήταν:  Η Παναγιώτα σύζυγος του Ιωάννη Δικαίου ή Κολίκου. Η Καλλιόπη σύζυγος του Γεώργιου Γιακουμή. Η μικρότερη η Μαγδαληνή σύζυγος του Στράτη Μπάρλα – Πουρνάρα. Στην οικογένεια υπήρχε και ενα ορφανό που το λέγανε Σταυρο . << Το είχαμε για ψυχικό ηταν μονάντερο, έτρωγε πολύ, με έλεγε αδελφό, το αγαπούσα. Πολλές φορές του έδινα από το φαγητό μου.  Όταν ανέβηκε ενα απο τα πρώτα αυτοκίνητα στις Κοδέλες, ο Σταύρος κόντεψε να του σπάσει τα τζάμια με μια κοτρόνα. Βλέπεις  του πρόγκιξε τα γίδια >> !!!  Ο Πάνος κυρίως φύλαγε τα γίδια στην περιοχή από τη Συκιά μέχρι το  Ελληνικό (Ληνικό). Καλλιεργούσε τα χωραφια αλλα του άρεσε η βοσκή και η φροντίδα των ζωντανών. Έζησε τη σκληρή, απλή και δύσκολη ζωή του ξωμάχου. Πήγαινε στο σχολείο στον Αγιάννη και στο Γιαλό – Άστρος με τα πόδια. Δάσκαλος του ο τρομερός Μύρμηγκης από τη Μελιγού. <<  Άνοιγε κεφάλια με την κομπολόγα του μόνο στα φτωχά παιδιά >>. Ήταν καλός δάσκαλος μαθαίναμε γράμματα αλλά το ξύλο , ξύλο. Είπε στον πατέρα μου να με στείλει στο Σχολαρχείο αλλά ποιος θα φύλαγε τα γίδια ; Αυτό το έλεγε στα 75 του χρόνια με καποια πίκρα , είχε μάθει γράμματα έγραφε και διάβαζε ικανοποιητικά .
                                              
                                                           Στη Ράχη του Καβουκά                                                   
Διάβαζε τα βιβλία μου και παλιές εφημερίδες. Μου έκανε εντύπωση πως δεν φορούσε γυαλιά. Στον Αγιάννη τους καλοκαιρινούς μήνες  ο Λούφας έφερνε εφημερίδες στο μπακάλικο. Την άλλη μέρα έκοβε το κουπόνι και τις πούλαγε σαν χαρτί με το κιλό. Κόλπο του παππού και δικό μου. Με με μια 1 δραχμή ένα κιλό εφημερίδες !! Την άλλη μέρα είχαμε σχεδόν τσάμπα Ακρόπολη , Νέα , Βήμα, Βραδινή. Κράταγα το ΒΗΜΑ. Ο Γέρος έλεγε πάρτη από μπροστά μου, είναι κομμουνιστική !!!! Διάβαζα τα χρονογραφήματα τον έπηζα στις ερωτήσεις. Παρακολουθούσαμε τα αρνοκάτσικα και διαβάζαμε στου Καβουκά , στο αμπέλι κ.α.  Κέρδος μας το διάβασμα συν το χαρτί υγείας δωρεάν !!!!! Όταν μεγάλωσα τον προμήθευα βιβλία και περιοδικά. Τα περιοδικά απλά  τα ξεφύλλιζε, διάβαζε τα βιβλία. Όλα τα σχολικά μου από το γυμνάσιο τα διάβαζε. Στα αρχαία  τρομάρα μου, του τα έκανα ελεύθερη μετάφραση ! Οταν κουβεντιάζαμε απλοϊκά την  Αριανού Αλέξανδρου ανάβαση. Είπε με θαυμασμό ...<< Ρε το στρατηγό και εμείς τον ιδιο δρόμο έπρεπε να ακολουθήσουμε …Πήγαμε με τα καράβια και αφήσαμε ακάλυπτα τα νώτα μας. Φταίει  ο Βενιζέλος, φταίει... φτάσαμε μέχρι την Αλμυρά Έρημο...Δεν είχαμε ούτε  κριθάρι και βρώμη για τα άλογα. Το μόνο που πήρα απο Τούρκο  πολίτη όλα αυτα τα χρόνια ,ηταν ενα τσουβαλάκι βρώμη για το άλογο μου. Δεν το πήρα με το ζόρι αλλα δεν μου το έδωσε και με την καρδιά του. Τα  βοσκάγαμε στα χωράφια.
- Άστα αυτά τα λες γιατί είσαι Βασιλικός !!
- Ναι ρε με χαιρέτησε δια χειραψίας ο Κωνσταντίνος, ο παππούς  αυτού του κα…., Ο παππούς του  ήταν καλός στρατηγός.....!!
 - Όχι πάλι για την Μ. Ασία, κάποια άλλη φορά!!!. 

                                                 
Κληρωτός Το 1914 στο Ιππικό. Πρώτα στην Αθήνα σωματοφύλακας ενός στρατηγού του Ιππικού, κάποιου  Μαυρομιχάλη. Ένα χρόνο προτού το 1978 πεθάνει, είχε έρθει στην Αθήνα για ιατρικές εξετάσεις. Ήταν  ογδόντα τεσσάρων 84 ετών. Πήγαμε βόλτα στο Σύνταγμα. Θυμήθηκε το σπίτι του στρατηγού πίσω από την παλιά Βουλή. Ήθελε να πάμε από εκεί  στο Πεδίο του Άρεως και στην Κυψέλη  με τα πόδια. << Στον κατήφορο της Σταδίου πρόσεχα μην γλιστρήσουν τα άλογα. Απο την αρχή της Πατησιών στο ίσιωμα, τα πήγαινα βολίδα τα δυο άλογα το δικό μου και του στρατηγού. Καβάλαγα το άλογο του στρατηγού παρ’ όλο που αν το μάθαινε θα είχα είκοσι (20)  μέρες φυλακή. Το άλογο ήταν κατάμαυρο ράτσας, άγγελος, άνεμος... και το δικό μου το κοκκινωπό  καλό ήταν  το προλάβαινε. Το παρέδιδα στο σταβλίτη του στρατηγού, έδενα το δικο μου  και γυρνούσα με τα πόδια ...>>.Τώρα στην Ομόνοια κουράστηκε. Αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Μπήκαμε στο τρόλεϊ μετά βάσανων. Σε μια Ιωνική τράπεζα μου είπε << Εδώ δούλευε ο Αντρέας του Παπαρίστειδη – ο Αγρανιώτης με είχε κεράσει καφέ το 1915.  Όταν πήγαμε στο Πεδίο του Άρεως μου έδειξε που ήταν οι στρατώνες του Ιππικού. Καθίσαμε και μου είπε τη ιστορία με το άλογο Μπόγια. Κάποια βράδια πήγαινα να δω τι κάνουν τα άλογα. Ήταν   σκοτάδι πήγα με τη λάμπα να δω το άλογο μου. Ο Μπόγιας ήταν κοκκινωπό, έμοιαζε με το δικό μου. Πήγα να το χαϊδέψω τότε με  κλώτσησε με τα δυο του πόδια. Έκανα στο πλάι, έπεσα κάτω, γλίτωσα την  τελευταία στιγμή. Φώναξα το φίλο μου ένα  Ρουμελιώτη Ιππέα, βοσκό στη πολιτική του ζωή. Το δέσαμε με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορεί να μας κτυπήσει  και το μαυρίσαμε στο ξύλο. Βαράγαμε δυο (02) ώρες σε σημεία να μην φανεί την αυγή. Το άλογο αυτό μετά μια εβδομάδα σκότωσε ένα άτυχο Ιππέα. Τότε το ντουφεκίσανε ετσι έλεγε η διαταγή. Όταν σκότωνε τρις (03 ) ιππείς το εκτελούσαν !!!!
  Μετά μου είπε ότι τους πήρε ο Βασιλιάς και τους πήγε στη Θεσσαλονίκη. Στην Αθήνα κυβερνούσε ο Βενιζέλος. Εκεί ηταν ταχυδρόμος  στο στρατηγείο. Θυμότανε τους κεντρικούς  δρόμους της Θεσσαλονίκης. Το σατυρικό τραγούδι με τις δούλες. << Έκανε κρύο, πολύ κρύο, ο Βαρδάρης έκοβε. Τα έγγραφα τα πήγαινα  στο Γαλλικό προξενείο ότι καιρό και να είχε. Μια Γαλλίδα υπάλληλος μου έδωσε ένα ποτήρι ρούμι…>> Η κοπέλα μάλλον συμπαθούσε τον λεβέντη ιππέα.  Τον Ρώτησα τι έγινε μετά με την Γαλλίδα με υπονοούμενα .... Γινότανε Τούρκος, με ζητήματα ηθικής και εντιμότητας  δεν έπαιζε. Με κοίταξε δήθεν  άγρια, δεν απάντησε . Χαμογέλασε με νόημα και συνέχισε. << Η κατάσταση ηταν ρευστή το Φθινόπωρο μας έδιναν απόλυση με φύλλο πορείας. Την Άνοιξη επιστράτευση >>.  Αποβιβάστηκε έφεδρος στη Μ Ασία . Έφτασε πολεμώντας στο εσωτερικό της ,  πέρασε Σαγγάριο ποταμό, έφτασε   μέχρι την Αλμυρά Έρημο. Τραυματίσθηκε στην οπισθοχώρηση τον Αύγουστο του 1922. Για την Μ Ασία μια άλλη φορά.
 Πάντρεψε τις αδελφές του και το 1931 παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία για την εποχή εκείνη.  Η σύζυγος του ηταν η  Δήμητρα Ιωαν Σκαρπέλου. Το 1932 γεννηθηκε ο γιος του ο αείμνηστος θειος μου ο Βαγγέλης. Το 1933 η γιαγιά πέθανε στη γέννα της μάνας μου. Ευχαρίστησε τις γυναίκες που βοηθούσαν στη γέννα και σιωπηρός αφοσιώθηκε στα παιδιά του. Άρπαξε το μωρό, του έδωσε γάλα από τη γίδα.  Μετά έκλαψε την αγαπημένη του σύζυγο. Η μανά μου και τώρα υπέργηρη λέει << έμεινα ορφανή μιας ώρας >>.  Παντρεύτηκε για δεύτερη φορά τη Στάμο την αδερφή των Μπαρλαίων. Μεγάλωσαν τα δυο παιδιά με κόπο και αγώνες. Σκληρές και δύσκολες εποχές για την πατρίδα. Πόλεμοι δυστυχία η φτώχια όπως όλα αυτά  ο γέρος τα εξόρκιζε τα  έδιωχνε με την εργασία και την Ιώβεια υπομονή του. Πάνω στο Σαραντάψυχο στα κατσάβραχα έσπερνε κριθάρι, στη Γερτή Γκορτσιά  βρώμη, στον Καβουκά λαθούρια, βίκο ,φάκες και ρεβιθιά. Στη Μάντρα , στα Μεσιανά και στο Βατάκι τα καλά χωράφια !!!  Όλα σπαρμένα με σιτάρι απο άκρη σε άκρη. Τα αμπέλια στα Μεσιανά και στον Αγιοδημήτρη  έδιναν πολύ Μούστο. Ο παππούς δεν έχανε ποτέ το θάρρος του. Δούλευε σκληρά μέρα νύχτα. Άλλο μεγάλο πλήγμα ,πέθανε  η δεύτερη γυναίκα του το 1963. Έκανε κουράγιο τώρα είχε τα εγγόνια του. Ήμουν ο μεγαλύτερος, από καραμπόλα είχα το όνομα του - Γεννήθηκα της Παναγίας 15 προς 16 Αυγούστου. Κομπίνα έκανες  λέω της μάνας μου να βάλεις το όνομα του πατέρα σου !!!! Η αγάπη του για μένα ήταν απεριόριστη παρ όλο τον δύσκολο και ατίθασο χαρακτήρα μου. Μηχανευότανε  τρόπους για  να με  διδάξει πολλά πράγματα που θεωρούσε χρήσιμα για τη ζωή μου. Το πρώτο δουλειά - δουλειά , το δεύτερο την τιμιότητα, την ατομική υγιεινή, την αυτάρκεια, την οικονομία, και την λιτότητα. Τον ευγνωμονώ και τον θυμάμαι σε πολλά βήματα μου.                
                                                                             
Απλή ζωή του  ξωμάχου, ταλαιπωρημένου αλλά χωρίς άγχος . Η ζωή του παππού ηταν γεμάτη πικρές και βάσανα. Φοβερή λέξη, η λέξη πόλεμος. Βαλκανικοί . Μ. Ασία, στο Αλβανικό Μέτωπο στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο ήταν μεγάλος σε ηλικία  δεν έλαβε μέρος. Η μόνη αντιστασιακή του πράξη ότι έκρυψε τους αντάρτες στο καλύβι στη Συκιά. Στον Αγιάννη τα κτήνη οι Ούννοι τους συλλάβανε κατόπιν υποδείξεων όλους τους άντρες του Χωριού .Τους κλείσανε στο υπόγειο του Μουστακόγιαννη, στην πλατεία του Αγιώργη.  Ήταν μεγάλος στην ηλικία και δεν τον πήγανε αιχμάλωτο στη Γερμανία. Πήραν  τους νεότερους συγχωριανούς μας. Είχε μεγάλο άχτι το δάσκαλο και τους Τσιοπέλους. Τον απείλησαν πως αν δεν δώσει το δίκαννο θα τον καταδώσουν στους Ιταλούς !!!! Ενέδωσε, φοβήθηκε για τα παιδιά έτσι του πήραν ένα ελαφρύ πιστογιομή Αμερικάνικο δίκαννο, δήθεν να το δώσουν στους Ιταλούς. << Το κρατήσανε τα τομάρια το έχω δει να κυνηγάει ο …>> Ποτέ δεν μου είπε το όνομα του. Τον έκαιγε, στα 16 μου του είπα να μου πει ποιος είναι.  Να του το πληρώσω  να το πάρω. Το ήθελε ο   γέρος αλλά είπε όχι, θα σκοτωθείτε όχι. Υπέστη  όλες  τις παράπλευρες συνέπειες αυτός και η οικογένεια του όπως και πολλοί άλλοι Χωριανοί μας.
 Μέχρι το τέλος της ζωής του δούλευε στα χωράφια . Είχε ένα μικρό κοπάδι και τον απαραίτητο σκύλο με πάντα το όνομα Ασίκης Ι, Ασίκης ΙΙ.  Δεν ανέβαινε  πια στο άλογο και στα μουλάρια. Είχε ένα γάιδαρο 40 χρόνια μετά αγόρασε μια γαϊδούρα μαύρη την έλεγε Βαγγελιό. Τα καβάλαγε τα αντρίκια ακουμπάγανε σχεδόν κάτω τα πόδια του.  Εμείς τον κοροϊδεύαμε, εκείνος πάντα χαμογέλαγε.<< Να μην ξεπεζεύεις  στον κατήφορο δεν παθαίνουν τίποτα αν  τα κουμαντάρεις σωστά >>
- Θέλεις σέλα και σκάλες για το γάιδαρο !!!
- Δεύτερη ύλη ιππικού προσοχηηηή !!!  Την σπάθη .......!! 
Φώναζα ειρωνικά, τότε άκουγα  κανένα Γαλλικό.
   Οταν ήρθα στην Αθήνα για εργασία  και σπουδές ο παππούς ειχε αρχίσει να διαισθάνεται το τέλος του. Κάθε Σάββατο αυτός ήταν ο λόγος που πήγαινα στο Άστρος με το ΚΤΕΛ. Στο ανέβασμα το χάραμα της Δευτέρας πίσω απάνω με τους φίλους μου, τους φορτηγατζήδες γιατι δεν βγαίνανε τα ψιλά μου. Αν καμιά φορά δεν εύρισκα φορτηγό τα έδινα στο ΚΤΕΛ . Τότε όλη την εβδομάδα πήγαινα με τα πόδια στη σχόλη και στην εργασία μου. Η αρχές  μου δεν μου επέτρεπαν να ζητώ χρήματα από τους γονείς μου.
Η καρδιά του μεγάλωσε, ειχε περάσει πολλα . Τον Μάρτιο του 1979 με φώναξε και μου είπε: << Θα πεθάνω, δεν θα γίνω κοράκι. Θέλω να τραγουδάς οταν φύγω να μην κλάψεις εχω το λόγο σου >>. Ναι με την συμφωνία αν μπορείς να γυρίσεις για να μου αποδείξεις αυτά που λέγαμε. << Σου το υπόσχομαι αλλά ποτέ κανεις δεν γύρισε από τον κάτω κόσμο>>.
 Την Κυριακή το απόγευμα, βοτάνισε το περιβόλι απο τα αγριόχορτα, πλύθηκε ξυρίστηκε και πέθανε  ήρεμα. Αυτό τότε δεν το μέτρησα, αργότερα το εύχομαι σε όλους τους καλούς ανθρώπους. Οταν έρθει η ώρα τους να φύγουν ήρεμα. Τη γλυκιά ανοιξιάτικη  εκείνη μέρα  ανέβηκα με το ΚΤΕΛ . Στο λεωφορείο στη διάρκεια του ταξιδιού σιγοτραγούδαγα τα τραγούδια του Στέλιου.  Εκείνη τη χρονική στιγμή πάνω - κάτω ο παππούς καβάλα στο άλογο του πέρναγε σε άλλες διαστάσεις.
 Όταν ήρθα στην Κυψέλη βρήκα στην πόρτα ένα σημείωμα. Να πάρω τηλέφωνο. Πάγωσα. Τηλεφώνησα και έμαθα το θλιβερό μαντάτο, αν και το κατάλαβα αμέσως.  Λεωφορείο γιοκ. Την νύχτα, χάραμα οτο στοπ και 8 η ώρα στο Γιαλό. Τον κοίταξα και δεν έκλαψα. Κάποιες γυναίκες  είπαν  να με τραβήξουν  μην πάθει τίποτα το παιδί. Ξαφνιάστηκαν που δεν δάκρυσα. Αργότερα δεν κράτησα το λόγο μου, έκλαψα όμως κρυφά μέσα μου.
   Την άλλη χρονιά στο στρατό τον έβλεπα συχνά πυκνά στον ύπνο μου. Στον Έβρο είδα κάτι χαλκάδες που δένανε τα άλογα του Ιππικού. Μετά απο μία βδομάδα στον ύπνο ο γερός βλοσυρός. << Πρόσεχε μην αφήνεις το όπλο σου.  Να το έχεις πάντα καθαρό και έτοιμο.  Μην βαριέσαι να το καθαρίσεις, μην διστάσεις να πυροβολήσεις  για να προστατέψεις τη ζωή σου και την ζωή των άλλων… οι Τούρκοι είναι ....ρε μανία με τους Τούρκους . Έβρος ομίχλη, μουντάδα , φοβερό κρύο, φρικτή υγρασία, πηκτό  σκοτάδι. Τεταμένη η προσοχή στο περίπολο. Πρόσεχα περισσότερο  τους άλλους. Είπα το όνειρο μου  σε μια σειρά μου , για να το ξεφορτωθώ αλλά για να περάσει και η ώρα .                                                                                                                       - Φίλε, σειρά μου, να προσέχουμε πολύ. Ήταν λαϊκό παιδί και τα πίστευε. Τη βραδιά εκείνη είχαμε  ένα δύσκολο συμβάν αλλά το ξεπεράσαμε. Το πρωί το παλικάρι του  άναψε του ένα κερί στο εκκλησάκι κοντά στο στρατόπεδο.                                                                                                  -  Του  είπα << δεν πιστεύω σε αυτα ρε φίλε απλά μας έτυχε >>. Σκέφτηκα προς στιγμή ότι ήρθε για να με προειδοποιήσει .                                                                                                                       Όλα  τα φτιάχνει το μυαλό << Δεν υπάρχει τίποτα, φαντάσματα, νεραΐδες, όνειρα, φόβοι,  …. Το μεγαλύτερο θηρίο ειναι ο άνθρωπος οταν ζει… >> συμφωνώ παππού.                                                             
 Ας Αναπαύεται εν ειρήνη. Πολύ τον παίδεψε, τον κούρασε και του στέρησε χαρές,  ο πόλεμος της πατρίδας και της ζωής.

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

O ΓΕΡΟ-ΠΕΘΕΡΟΣ




Ιωάννης Βασ. Κοσμάς                                                                                                                                                                                  << Κοσμόγιαννης >>                                                                                                                                                                              Καστρίτης λαϊκός ποιητής


   Ο Ιωάννης Β. Κοσμάς <<Κοσμόγιαννης >> Καστρίτης, από τον Αγ. Νικόλα. Ηταν γνήσιος λαϊκός Αριστοφανικός ποιητής και όχι μόνο. Να πως αυτοχαρακτηρίζεται σε ταινία ( μπομπίνα ) μαγνητόφωνου της εποχής .Τα λόγια περιττεύουν. << Ο Κοσμόγιαννης Ο Γιάννης είναι μάγκας και αλάνης είναι Ποιητής γερός, συνάμα και Ηθοποιός είναι μερακλής, ναζιάρης, Γύφτος F1  και Καραμουζιάρης ήτανε Χορευταράς και μεγάλος Ψο ....ρας.
 Έγραφε και απάγγελλε τα ποιήματα του σε ταβέρνες σε κοινωνικές εκδηλώσεις κ.α.
Έπαιζε το δύσκολο όργανο την αρχέγονη πίπιζα. Έπαιζε θέατρο στους θρυλικούς θιάσους στο Καστρί και χόρευε. Eχει γράψει ένα τομίδιο – ΕΘΝΙΚΟΣ ΠΑΛΜΟΣ- με ποιήματα Εθνικού περιεχομένου το 1954. Τα περισσότερα  ποιήματα του ειναι σατυρικά και  σόκιν. Υπάρχουν διασκορπισμένα σε κασέτες στα χέρια διαφόρων, κυρίως μεταναστών. Εχει γράψει και ποιήματα θρησκευτικού περιεχομένου.
 Πιστεύω πως στο έργο του πρέπει να γίνει γνωστό. Εκτός από τα μικρά παιδιά γιατί απαγόρευε δια ρόπαλου ο ποιητής να παρευρίσκονται. Τότε έλεγε :<<... μακριά  απο παιδιά , από θηλυκά ...>> !!!  Τώρα Τα θηλυκά  τον ξεπέρασαν σε αθυροστομία και όχι μόνο !!!
<< Την ευθύνη την έχει αυτός που τα κυκλοφορεί και όχι αυτός που τα λέει  >> !!
 F1 Γύφτος = Σιδηρουργός. Μαχαίρια και εργαλεία κατασκεύαζε ο αείμνηστος μπάρμπα Γιάννης
     
                          
                          Ο ΓΈΡΟ ΠΕΘΕΡΟΣ

Σε ενα χωριό του  Πάρνωνα ο λεβέντης πεθερός συνήψε σεξουαλικές σχέσεις με την δεκαοκτάχρονη νύφη  του. Ήρθε η    ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και έγινε βούκινο σε όλα  τα χωριά της περιοχής . Ο άντρας της μετανάστης στην Αμερική. Ο Κοσμόγιαννης άδραξε την ευκαιρία να σκαρώσει ποίημα. Έδωσε δίκιο στη νεαρή γυναίκα και στο γερο πεθερό. Το άδικο το έδωσε στον ταλαίπωρο σύζυγο μετανάστη που αφησε τη γυναικα του και εφυγε στην Αμερική.
Κάνετε υπομονή θα βγουν και  άλλα ποιήματα του αείμνηστου Κοσμόγιαννη  

Ο ΓΕΡΟ-ΠΕΘΕΡΟΣ

Ένας λεβεντοπεθερός τη νύφη του αγαπούσε,
την τσάκωνε απ τα βυζιά κι έπειτα τη γ@μούσ$.

Μα είχε νύφη πεταχτή, ναζιάρα και κ@υλιρ@
στο πι και φι τον έτρωγε γιατί ΄ταν σκανταλιάρα.

Μα για σκεφτείτε η ψ&λού, νύφη να σου πετύχει,
να τη γ@μεί ο πεθερός και να τον τρώει μια πήχυ.

Τον άντρα της τον έστειλε ψωμί να κονομήσει
τέσσερα χρόνια νιόγαμπροι δεν μπόρεσε να στήσει,
γιαυτό μακριά τον έστειλε ν΄ αλλάξει το γ@μήσ#.

Την πεθερά τη στέλνανε τις γίδες να βοσκήσει
και κείνοι στο χορομπολιό, φαΐ, πιοτό, γ@μήσ#.

Μα ο γέρος επιτρέπεται τη νύφη του ν΄ αφήσει
να βγαίνει στα γεράματα τις γίδες να βοσκήσει;

Γιαυτό στο σπίτι κάθεται, τη νύφη του βοηθάει
μαζί για να ζυμώνουνε και για νερό να πάει.

Μια μέρα καθώς πλάκωνε ο πεθερός τη νύφη
διαβολεμένη σύμπτωση η γριά να τους πετύχει!

Τους πέτυχε ξεβράκωτους απάνω στο γ@μήσ#
μα εθεώρησε καλό καυγά να μην αρχίσει.

Αμέσως κάνει γράμμα η γρια και γράφει στον υγιό της
πως τη γυναίκα του γ@μ# ο γερο-πεθερός της.

Του γράφει πως τους έπιασε απάνω στο γ@μήσ#
πως έχει τούρλα την κοιλιά κοντεύει να γεννήσει

πως τούρλωσε ο κώλος της και φούσκωσε η κοιλιά της
και ήρθε και ενώθηκε με τα παχιά βυζιά της.

Μόλις το γράμμα έλαβε ο γυιός της και διαβάζει
πολύ στενοχωρήθηκε μα με το νου του βάζει

τι φταίει ο πατέρας μου, αφού αυτή κ@υλώνει,
αφού εγώ την άφησα μες στη φωτιά και λιώνει;

Θα ήταν προτιμότερο με ξένους να γ@μιέτ@ι
να φεύγει από το σπίτι της κι αλλού να μ@ρκ@λιέτ@ι;


Εφόσον έτσι έγινε μένει ευχαριστημένος
οπού ταν ο πατέρας του κι οπού δεν ήταν ξένος.

Και τρέχει αμέσως τρέχει βιαστικά, λεφτά ταχυδρομίζει
πως έχει υποχρέωση πιστεύει και νομίζει

για να χουνε κανα παρά ταχιά σαν θα γεννήσει
για να πληρώσουν της μαμής, του γέρου το γ@μήσ#.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ:  ΚΟΣΜΟΓΙΑΝΝΗ.

Κι όσοι έχετε πατέρες νιούς αφήστε να γεράσουν
γιατί πολύ ναι πιθανόν τα ίδια να σας φτιάσουν.

Όχι μονάχα @γ@μητη τη νύφη δεν θα αφήσουν 
αλλά πολύ ναι πιθανόν και μας να μας γ@μ#σουν.

Κι αν ο Βασίλης ο Κοσμάς κόψει και σαραβαλιαστεί
τότε και ο γιός του ο Γιάννης παιδιά θα παντρευτεί !

ΣΧΟΛΙΟ ΠΑΝ ΒΛΑΧΑΚΗ .

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΤΟΝ ΦΙΛΟ ΜΟΥ ΒΑΣΙΛΗ Ι. ΚΟΣΜΑ – ΔΑΣΚΑΛΟ ΠΟΥ ΖΕΙ ΣΤΗ ΣΠΑΡΤΗ , ΓΙΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΓΙΑΝΝΗ -  ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥ .

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ





Χρίστος. Γεωρ. Κυρκιντάνος                                                                                           
 Στολιώτης Συγγραφέας


ΕΛΑΤΕ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ   Oσo είναι καιρός.
               ΕΝΑ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

<< Τέτοιους επικίνδυνους καιρούς που περνάμε, έχουμε ανάγκη να επιστρέψουμε και να συνδεθούμε με τις ρίζες της ρωμιοσύνης....>> X. K 1977        

Δημοσιεύτηκε στα περιοδικά : 1) Ταχυδρόμος ( 3Φεβ/1977/ΑΡ.ΦΥΛΛ.3/1187)  2) ΑΡΚΑΔΙΚΑ ( ΝΟΕΜ- ΔΕΚ 1977 ΑΡ. ΦΥΛΛ. 6 & ΙΑΝ 1998 ΑΡ. ΦΥΛΛ. 1 ).

Το ιστορικό  μοναστήρι του Προδρόμου, κοντά στα Καστριτοχώρια, στη Βόρεια Κυνουρία, σκαρφαλωμένο σ' ένα ασύλληπτης ομορφιάς βράχο πάνω από το ποτάμι με το αρχαίο ονομα Τάνος, κινδυνεύει από την εγκατάλειψη και την εισβολή του μπετόν.
   Ο τελευταίος τρόφιμος του μοναστηριού, ένας θυελλώδης ηγούμενος, ο Χριστόφορος Διαμαντάκος, πασχίζει ολομόναχος να το βγάλει από την αφάνεια. Πηγαίνουμε από αμαξόδρομο που ξεκόβει αριστερά από τον ασφαλτόδρομο  Άστρος-Τρίπολης, στη θέση Χάνι Τσιμούρη, για να χαρούμε από κάτω το πανόραμα του βράχου, που κρατάει στο στήθος του το μοναστήρι, και ύστερα ν' ανέβουμε επάνω για να μιλήσουμε με τον ξακουστό καλογερόπαπα που αλωνίζει σαράντα περίπου χρόνια την περιοχή διαφεντεύοντας με την φοβέρα την μοναστηριακή περιουσία.
   Μετά το χωριό Αετορράχη, σε μια στροφή του δρόμου, τινάζεται μπροστά μας γιγάντιος ο βράχος, κομμένος θαρρείς με το μαχαίρι, κατά μήκος του ποταμού Τάνου, και το μοναστήρι, κολλημένο στο στήθος του, να κρέμεται πάνω από την άβυσσο.
   Μόλις συνέρχεσαι από την πρώτη εντύπωση αναρωτιέσαι πώς ανέβηκαν εκεί μαστόροι, πώς έγινε αυτό το οικοδομικό θαύμα. Φθάνουμε στο ωραίο χωριό Περδικόβρυση, καμαρώνοντας συνεχώς το απίστευτο θέαμα. Καθόμαστε στην πλατεία.
                      
                                 Ο επιβλητικός βράχος με το μοναστήρι.        
  Εδώ ξεδιπλώνεται μπροστά μας ο κόκκινος βράχος σαν αυλαία, και το μοναστήρι, άσπρο λουλούδι, καρφιτσωμένο στο πέτο του.
   Ρωτάς και μαθαίνεις: «Όταν χτιζότανε, πριν οκτώ αιώνες, το μοναστήρι ένας μάστορας γκρεμίστηκε μαζί με το πελικημένο λιθάρι στο βάραθρο. Κατέβηκαν οι άλλοι να μαζέψουν τις σάρκες του και τον βλέπουνε ν' ανεβαίνει με το αγκωνάρι στον ώμο. Ο «Άγιος»...
  «Ένα άγριο άλογο έκανε ζημίες στα χτήματα του κόσμου, θύμωσε ο Άγιος και το κόλλησε στον απέναντι βράχο σαν χαλκομανία. Κοιτάχτε προσεκτικά τα νερά του βράχου και θα το δείτε».
                               
                                ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ ΕΚΔΙΚΗΤΗΣ
  
Αυτός ο Ηρακλής της ντόπιας νεοελληνικής μυθολογίας εχει και άλλες ιδιότητες: Είναι ο αμείλικτος μέχρις απανθρωπιάς τιμωρός της μικροψυχίας.
   «Μια γυναίκα -λένε - παρακάλεσε τον Πρόδρομο να της γιατρέψει το παιδί της. Ό 'Άγιος της είπε να το πετάξει απο το βράχο και θα γίνει καλά. 'Εκείνη για να δοκιμάσει αν ο 'Άγιος λέει αλήθεια έριξε ένα κολοκύθι. Πράγματι το κολοκύθι δεν έπαθε τίποτα. Τότε έριξε το παιδί. Ο Πρόδρομος όμως για να την τιμωρήσει, επειδή δεν πίστεψε, άφησε το παιδί και σκοτώθηκε».
   Τέτοιο τρομερό, ασυμβίβαστο και εκδικητή 'Αγιο έβαλε ο λαός να κατοικήσει σ' αυτό το ρωμαλέο βράχο. Να τιμωρεί αμείλικτα αυτούς που καταπατούσαν τα ξένα χτήματα. Να πατάει στην πέτρα και να γίνεται το πέλμα του σύνορο για να χωρίσει τις ιδιοκτησίες μέχρι σήμερα. Να πολεμάει τη μικροψυχία και τo άδικο. Eτσι τραχύ και λεβέντη τον έπλασε ή βουνίσια λαϊκή ψυχή. Κατ' εικόνα και ομοίωση της.
Σίγουρα, πριν έρθει εδώ ο επαναστάτης και αδισκοτωμένος προφήτης, οι ντόπιοι 'Έλληνες θα λάτρεψαν το σταυραδέρφι του, αυτόν τον πανάρχαιο αγριωπό κοκκινόβραχο.
Είπαμε ότι τον έβαλαν να κατοικήσει στο βράχο. Ψέματα. Ό ίδιος διάλεξε αύτη τη θέση. Στην αρχή ή εκκλησία χτιζόταν κάτω, άλλα ή εικόνα πήγαινε στο βράχο και έβλεπαν την νύχτα το καντήλι που έκαιγε.
Εκεί στο στόμιο μιας απύθμενης σπηλιάς, πάνω από το χάος, ηταν ή θέση για το μεγάλο οραματιστή, τον φλογερό προφήτη.
               
                              ΠΑΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.

Πριν από τον πόλεμο ήρθε στο μοναστήρι ένας νεαρός διάκος με λεβέντικη  κορμοστασιά και θηριώδη δύναμη. Έβγαλε ένα πιστόλι για να το ευλογήσει ο ηγούμενος. Αυτός ο διάκος, που είχε πάρει από την αγριάδα του 'Άγιου χρειαζόταν για να προστατέψει την περιουσία του μοναστηριού.
   Στην κατοχή - λέει - πήγαν στο μοναστήρι πέντε έξι Γερμανοί στρατιώτες για πλιάτσικο. Αφού ήπιαν, έφαγαν. και λήστεψαν τα κελάρια, πρόσεξαν το αθλητικό παράστημα του διάκου. Ανάμεσα τους ένας παλαιστής τον προσκάλεσε σε ελεύθερη πάλη. Πέταξε ο Γερμανός το πιστόλι και το χιτώνιο, έβγαλε και ο διάκος το ράσο. Σταυροκοπήθηκε: «Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου».
   Ύστερα πιάνει τον Γερμανό του δίνει μιά, του δίνει δυό, με την τρίτη τον πετάει ανάσκελα πάνω στις κόκκινες σχιστόπλακες της αυλής.
Σηκώθηκε αυτός και του έδωσε συγχαρητήρια. Γίνεται δεύτερος γύρος, πάλι ο Γερμανός κάτω. Oρμάει δεύτερος Γερμανός, κάτω κι' αυτός; Ορμάει τρίτος, το ίδιο.
   Τότε ορμήσανε όλοι μαζί. Αγρίεψε το μάτι του διάκου. Άναψαν τα αίματα του. Mελέτησε ιερά λόγια για να πάρει δύναμη: «ου φοβηθήσομαι απo μυριάδων λαού των κύκλω συνεπιτιθεμένων μοι», και άπλωσε τις χερούκλες του.
                
                                    Ο Ηγούμενος Χριστόφορος Διαμαντάκος.
 
Αρπάζει τον ένα Γερμανό από δω, τον άλλο απο κεί, από δω τους εχει, από κει τους εχει, οι περισσότεροι πεταμένοι ανάσκελα πάνω στο πλακόστρωτο, σαν άδεια σακκιά, και να κρέμεται από πάνω τους, ο τρομερός βράχος και η θυμωμένη γενειάδα του διάκου.
Αυτό πια δεν ήταν ελεύθερη πάλη. ήτανε πάλη για την ελευθερία.    Τότε οι άνανδροι, έπιασαν τα όπλα τους. Ο ηγούμενος που παρακoλoυθούσε με κομμένη την ανάσα κατάλαβε. Δεν τον ένοιαζε για τη ζωή τους, άλλα αγωνιούσε γιατί κινδύνευε να καεί το ιστορικό μοναστήρι.
   Σκέφθηκε λίγο και το μηχανεύτηκε: Πλησίασε τον διάκο την ώρα που έσφιγγε με μανία ένα Γερμανό και του ψιθύρισε στ'. αυτί:" Καμώσου διάκο, πώς έπεσες τάχα, για να γλιτώσουμε το μοναστήρι".
Με βαριά καρδιά προσποιήθηκε κείνος πώς νικήθηκε και οι Γερμανοί έφυγαν ευχαριστημένοι.

Αυτόν τον «αμαρτωλό» ρασοφόρο, γέρο ηγούμενο πια και μοναδικό τρόφιμο της μόνης, στερνοπαίδι του Άγιου, τον τελευταίο στο Μοναχολόγιο, τον καλογερόπαπα Χριστόφορο Διαμαντάκο, πηγαίνουμε τώρα να συναντήσουμε.
Δεν περιμένουμε βέβαια να τον βρούμε κλεισμένο στο κελί του να προσεύχεται κάτισχνος απο την νηστεία. Μας έχουν πληροφορήσει ότι επιβλέπει ένα συνεργείο με μπουλντόζα που ανοίγει το δρόμο για το μοναστήρι.

Μας ψάχνει με το οξύ καλογερίσιο του βλέμμα. Μας ζυγιάζει για να δει που έχoυμε τη δύναμη: στα μπράτσα, στο μυαλό ή στο πορτοφόλι. Απλώνει τα χέρια του:
- Καλώς ήρθατε αδερφoύλια μου.
- Γιατί παιδεύεις το βράχο γέροντα;
Αυτό ήτανε. Aρχίζει να μας μιλάει χωρίς σταματημό, σε ρυθμό, καλπασμού με ζωηρές χειρονομίες, για τους αγώνες του για να έρθει ο δρόμος, ν' ανέβουν στο μοναστήρι υλικά για να γίνουν τα χαλασμένα μπαλκόνια, να έρθει το ρεύμα. Για τα γραφειοκρατικά εμπόδια: Η δουλεία σκάλωνε σ' ένα κατώτερο υπάλληλο. Του εξήγησε ο ηγούμενος ότι πρόκειται για τον Aγιo. Αυτός έλεγε τα δικά του. Για σφραγίδες, υπογραφές, χαρτόσημα, θεωρήσεις. Τέτοια πράματα.
«Του μίλησα με το καλό, τίποτα. Του μίλησα με το άγριο, τίποτα. Έπεσα στα γόνατα και τον παρεκάλεσα, αυτός το σκοπό του. Τότε, αδερφούλια μου, με κυριέψανε όλα τα συντάγματα του διαβόλου και σήκωσα το χέρι μου. Ευτυχώς όμως, πιο δυνατό το χέρι του Άγιου με συγκράτησε».

Φτάνουμε στο μοναστήρι. «Ως φοβερός ο τόπος ούτος....» διαβάζουμε στην επιγραφή πάνω από την είσοδο. Μέσα στην εκκλησία κάποιες τοιχογραφίες από άλλη παμπάλαια εκκλησία περιμένουν τους ειδικούς για να τις μελετήσουν. Δίπλα στην εκκλησία ή σπηλιά περιμένει τους σπηλαιολόγους για να δώσει τα μυστικά της.
Επίμονες οι παραδόσεις λένε ότι το σπήλαιο καταλήγει πολλα χιλιόμετρα μακριά, κοντά στο μοναστήρι της Μαλεβής.
   
 

      Πανηγύρι. Λειτουργούσανε τότε 7 φούρνοι! (Γεράσιμος Ι. Κυριαζής 1901-1995 & Σωτήρος Π. Καραχάλιος ( 1925-2006 )                                       Ευγενική προσφορά απο Η.Π.Α  του κ. Τάκη Καραχάλιου .

Εκεί υπήρχε μία τρύπα, όπου οι ζωοκλέφτες έριχναν τα κλεμμένα ζώα και κατόπιν τα έχαναν γιατί έβγαιναν στην άλλη άκρη, εδώ, στο μοναστήρι του Προδρόμου. Σ' αυτή τη σπηλιά, όταν πέρασε από δω ο Ιμπραήμ είχαν κλειστεί τα γυναικόπαιδα των γύρω χωριών, οι γέροι και τα ζωντανά τους.

  Πήγαν απο κάτω οι αξιωματικοί  του Ιμπραήμ, μέτρησαν με το μάτι το ανάστημα τoυ βράχου, λογάριασαν τα καριοφίλια που παραφύλαγαν πίσω από τις πολεμίστρες και δεν τόλμησαν να πολεμήσουν. Έτσι έμεινε το περήφανο μοναστήρι άπαρτο δυναμάρι της λευτεριάς.

   Βγαίνουμε στα μπαλκόνια. Η θέα είναι μοναδική. Ένας μάστορας του χρωστήρα και παθιασμένος λάτρης της Ελληνικής ομορφιάς, ο Μιχάλης Νικολινάκος, κρατάει το κεφάλι του με τα δυο του χέρια και ξεφωνίζει από θαυμασμό. Προσπαθούμε να σπουδάσουμε μαζί! το τοπίο:
Κάτω από τα πόδια μας, στο βάθος της αβύσσου, ή κοίτη του ποταμού Τάνου πνιγμένη στις ολάνθιστες πικροδάφνες. Πιο πάνω ή Περδικόβρυση σαν στρωμένο χαλί. Αντίκρυ τα βουνά γυμνά μέσα στο φθινοπωρινό φως, αρρενωπά, εύρωστα αλλά πειθαρχημένα, ήρεμα, γεμάτα αξιοπρέπεια, γαλήνια, Απολλώνια.
Αριστερά τα Καστριτοχώρια ξεχασμένα μέσα στο πράσινο. Δεξιά ή ματιά δραπετεύει πάνω από τα βουνά του Αχλαδόκαμπου στο άπειρο.

               Η ΦΘΟΡΑ ΠΡΟΧΩΡΑΕΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ 

Η ώρα περνάει και πρέπει να έρθουμε σε πρακτικά θέματα. Το μoναστήρι ερειπώνεται. Τα πατώματα στα κελιά και στα μπαλκόνια, τα δοκάρια στις οροφές, τα ξύλινα υποστυλώματα, έχουν φθαρεί επικίνδυνα. Η λύση είναι εύκολη και αποκρουστική: το μπετόν. Ήδη έγινε ή αρχή και θα υπάρξει συνέχεια.

   Σε λίγο θα εχει και ο Πρόδρομος την τύχη του άλλου Κυνουριακού Ιστορικού μοναστηριού της Μαλεβης, όπου τα ωραία παλαιά λιθόστρωτα και τα ξύλινα μπαλκόνια που σεργιανάγανε οι ιστορικές μνήμες, τα σκέπασε το τσιμέντο και ο σοβάς και δεν υπάρχει τίποτα, ούτε μια πέτρα ούτε ένα ξύλινο δοκάρι που να μαρτυράει το πέρασμα από κει του Κολοκοτρώνη. Μόνο ο πέτρινος κρουνός της βρύσης που ξεδιψάσανε τόσοι στρατοκόποι, ασφυκτιά μέσα στην παγερότητα του τσιμέντου. Φρίκη.

   Ας μας επιτραπεί να κάνουμε έκκληση, εκτός από τους θρησκευόμενους προσκυνητές, στους επίσημους φορείς, στους Ιδιώτες αρχιτέκτονες, στους πνευματικούς ανθρώπους, στους καλλιτέχνες.

                                             Το μοναστήρι το σήμερα.   

Πηγαίνετε στον Πρόδρομο πριν είναι αργά. Ο δρόμος είναι καλός. Απ' την Τρίπολη μέχρι το Καστρί 27 χλμ. άσφαλτoς. Απο κει και κάτω δέκα περίπου χιλιόμετρα μέχρι το μοναστήρι, χωματόδρομος άλλά σε καλή κατάσταση. Ωραία η διαδρομή μέσα απο τα καταπράσινα χωριά με τις κερασιές και τις καστανιές.
Καθοδηγήστε τον ηγούμενο και τους ντόπιους τεχνίτες.
   Δώστε ιδέες και λύσεις: πού να σταματήσει ή μπουλντόζα, πώς να καλυφθεί ή αναίδεια του μπετόν. Μελετείστε τι πρέπει να γίνει για να διατηρηθεί ο παραδοσιακός χαρακτήρας του μοναστηριού. Τέτοιους επικίνδυνους καιρούς που περνάμε, έχουμε ανάγκη να επιστρέψουμε και να συνδεθούμε με τις ρίζες της ρωμιοσύνης. Κι' αυτό το μοναστήρι, με τους θρύλους και τις παλιές μνήμες, με το τοπίο του, γεμάτο Ελληνοπρέπεια, πρέπει να διασωθεί για να γίνει τόπος για 'Εθνική περισυλλογή, ανάταση και προσκύνημα. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι το μοναστήρι που ντρόπιασε τον Ιμπραήμ και ταπείνωσε τους Γερμανούς κατακτητές.        
                                                          ΧΡ. KYPΚΙNTANOΣ  1977

                     ΣΧΟΛΙΑ .

Δεν είχα σποπό να κάνω σχόλια γιατί σε αυτά τα διαχρονικά κείμενα το θεωρώ ασέβεια. Είναι σαν να νερώνεις το κρασί _ ένα πρώιμο κρασί του Χρίστου _ είναι και αυτό. Είναι απο τα πράγματα που δεν τα αγγίζει ο χρόνος. Όσο παλιώνει τόσο ποιο καλό γίνεται.
   Ο αγαπητός συμπατριώτης μου ο κ. Χρίστος Κυρκιντάνος που έστειλε ένα E mail - βαρβαριστί Ηλεκτρονικό Μήνυμα - στο οποίο μου γράφει και τα εξής << .... πρέπει να σου πω ότι μετά το δημοσίευμα μου στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη μονή ο κ. Παν. Φάκλαρης, νέος αρχαιολόγος τότε, .......... Πήγαμε στο μοναστήρι μαζί και μελέτησε τα σημάδια. Ήτανε και ο Βασίλης Τσουγκριάνης μαζί. .....πρέπει να μάθεις κι εσύ ότι ο κ. Φάκλαρης είναι ο άνθρωπος που πήγε με το λεωφορείο στο Μιστρά, στην αρμόδια υπηρεσία για τις βυζαντινές αρχαιότητες, και ζήτησε να κηρυχθεί η μονή ιστορικό μνημείο. Νίκησε τις υπηρεσιακές ελλείψεις της εποχής εκείνης και το κατόρθωσε. Δεν έχει επαινεθεί απο κανένα για την σημαντική αυτή συνεισφορά του στη διάσωση του μοναστηριού....>>
    Θεωρώ υποχρέωση μου να γνωστοποιήσω τις ενέργειες των κ Χρίστου Κυρκιντάνου και του κ. Παν. Φάκλαρη και να τους εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για την πρόσφορα τους στον πολιτισμό και στον τόπο . Να εξηγιέμαι: το μοναστήρι το βλέπω απο την μεριά του μνημείου και της παράδοσης. Για τα άλλα δεν μου πέφτει κανένας λόγος. Θέλω να μνημονεύσω τις πράξεις των πολιτών του κάτω κόσμου των αείμνηστων Μιχάλη Νικολινάκου και Βασίλη Τσουγκριάνη που βοήθησαν για την διάσωση του μνημείου. 

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΔΗΜ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ



                      

Δημήτριος  Ιωαν, Περδικάρης

Δημήτριος  Δημ. Καμπὺλης  - Κριαρὰκος. ( 1912 -1975)
        
Ο Παππούς μου ο Κριαρὰκος με την στρατιωτική του στολή το 1929 υπερὲτησε την κανονική του θητεία. Μετά κλήθηκε έφεδρος  όπως και άλλοι  πολλοί το 1940 να πολεμήσει στην Αλβανία  οικογενειάρχης  πλέον. Πολύ περήφανος άντρας έδωσε στην πατρίδα  ότι του ζήτησε.  Αρχίζοντας από τον πάτερα του Δημήτριο Παν. Καμπὺλη τον όποιο δεν γνώρισε ποτὲ. Φυλὰει αιώνες τώρα τον λόφο στο Μπιζὰνι(1913). Έβλεπε το όνομα του πατέρα του να είναι χαραγμένο στην μαρμάρινη πλάκα του Αγιώργη στον Αγιάννη. Σαν να μην ὲφτανε αυτό τον άφησε και η μάνα του πολὺ μικρό . καλά καλά δεν ήταν δυὸ χρονών όταν ορφάνεψε τελείως αυτός και ο μεγαλύτερος αδελφός του ο Πάνος (Κρεμμύδας).  Τον μεγάλωσε η κυρούλα του (γιαγιά) η Παναγιωτέλαινα να παππούς του ο Παναγιώτης Καμπύλης (Παναγιωτέλος) .  Τους οποίους τίμησε σαν γονείς και ξέρω πως την κυρούλα του όπως την έλεγε την πρόσεξε μέχρι το τέλος στα γηρατειά της..        Το σπίτι του γέρο Παναγιωτέλου ήταν κάτω από την πλατάνα  του Πρόδρομου . Στο Χωριό τώρα δεν υπάρχουν ούτε τα χαλάσματα. Μεγάλωσε στον Θεολόγο όπως οι πιο πολλοί Καμπυλαίοι.  

                                 
Το χειμώνα κατέβαιναν στην Λουκού,  όπου πήγε καλογεροπαίδι για αρκετά χρόνια της εφηβείας του... Φαντάρος λοιπόν όταν ήρθε η ώρα και μετά την αγροτική βιοπάλη με το πιο τίμιο κούτελο.. Άρχισε οικογένεια με την γιαγιά μου την Ρίνα (κόρη του τσιαμπάση του Αποστόλη Γαρδικιώτη (Ξιούρα).  Παντρεύτηκαν από αγάπη που δημιουργήθηκε μεταξύ τους και όχι συνοικέσιο .Όταν επιστρατεύτηκε στον πόλεμο της  Αλβανίας το 1940 , είχε κι άλας δυο κόρες.
Η τύχη του δεν το είχε γραμμένο να μένει σπίτι για πολύ καιρό όπως φαίνεται γιατί οι προεστοί του χωριού μας αυτόν και τα άλλα παλληκάρια της φτωχολογιάς τον ''δάνεισαν'' στον κατακτητή Γερμανό. Πρόγονο της κας Μέρκελ ,που δεν μας χρωστά τίποτα…. Ξέρω πως ποτέ δεν πληρώθηκε ούτε καν στο υποτυπώδες,  Κάποια αποζημίωση της πείνας πρόλαβαν και την κράτησαν οι προεστοί να αυξήσουν τον παρά τους. Τούτοι οι γέροντες βλέπεις είχαν τσιγκελωτά μουστάκια ψηλά το κεφάλι και μύριζαν πρόβατο και γης . Γράμματα δεν ήξεραν ούτε και πως η σκλαβιά αποζημιώνεται με πιστοδοτικά του προεστού....
Έδωσε ο Άγιο Δημήτρης, που έκτισε η γιαγιά μου μαζί με άλλες γυναίκες του χωριού που είχαν τους άντρες αιχμάλωτους.  έδωσε λοιπόν ο Άγιος και γύρισαν. Γύρισαν με περισσότερα του πολέμου μυστικά να έχουν δει και να έχουν ζήσει. Κλεισμένα μυστικά για τα οποία δεν μιλούσαν ποτέ..

                                                        Ο Δημήτρης Καμπύλης- Κριαρὰκος κληρωτός το 1929
 
  Άρχισε και πάλι η ζωή να κυλά με τον πόλεμο τελειωμένο για τους συμμάχους που χώρισαν τους λαούς σε μερδικά και όπως το είχαν διαίρει και βασίλευε.   Μας ζήτησαν κι άλλο αίμα δεν τους έφτασε αυτό στους πολέμους τους τώρα η Ελλάδα έπρεπε να σφάξει στους Βωμούς των αρχόντων τα δικά της παιδιά . Έπρεπε να αλληλοσκοτωθούν να πιάσει το θεμέλιο του προτεκτοράτου καλά .  Άλλες λοιπόν κακουχίες και θανάτους έπρεπε να ζήσει και να δουν τα μάτια  του, πέρασαν κι άλλα μαύρα χρόνια μέχρι να ξαναπιάσει το ξυνιάρι του χωρίς να είναι ανάγκη να κρυφτεί και να τον αφήσουν ήσυχο να χαρεί λίγο οικογένεια και τίμια βιοπάλη.
Όπως όλοι οι κυρ Μέντιοι όργωσε, έσκαψε, έσπειρε , θέρισε, τρύγισεεεε, έφτιαξε  καμίνι, ακόμα και νταμάρι είχε αρχίσει, πρόλαβα το μέρος που έφτιαχνε τις πλίθρες. Δουλευταράς ο Κριαρὰκος, τίμιος και περήφανος. Τώρα στα χωνιά άκουγε τ όνομα του από τους κύριους βουλευτάς και γνωρίμους τον αρχόντων του τόπου μας.  Εκείνος δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ και η προκοπή του ήταν στα 56 η μαμά πατρίδα να του πει πως της χρώστα – 2500- δυόμιση χιλιαδαί δραχμαί. Τα λιπάσματα στον αγροτικό της συνεταιρισμό, πολλά τα λεφτά για έναν φτωχό. Πολλά τα λεφτά για έναν οικογενειάρχη με πέντε ψυχές.  Η μεγαλύτερη είχε  παντρευτεί (η μάνα μου).
Έτσι το Φλεβάρη του 1966 έπρεπε να πάρει την μισή οικογένεια του και να επιβιβαστεί στο ''Christopher Colombus'' υπερωκεάνιο μεταφορικό εν καιρώ ειρήνης τώρα πια. Δανεικούς εργάτες μετανάστες πλέον και όχι αιχμάλωτους - σε ποιους τα λένε αυτά θέλω να ξέρω.  Έπρεπε λοιπόν να βρει την προκοπή του στον Καναδά. Πράγμα που έγινε.  Βλέπεις σε τούτη χώρα η δουλειά πληρώνετε και ο κόπος σου γίνεται προκοπή.  Δεν εξανεμίζετε σε μερικούς φουσκοκοιλαράδες που έτυχαν άοσμο σκατό και κληρονομία αρχόντου.  Είδε προκοπή ο γέροντας και μέσα σε δέκα χρόνια κατάφερε όσα δεν θα κατάφερνε σε δέκα ζωές στην Ελλάδα.
 Πρώτη φορά τον γνώρισα το 1974 που είχε έρθει για λίγο καιρό για διακοπές. Ήταν από τις πιο ευτυχισμένες μέρες στην ζωή μου είχα μεγαλώσει με τ όνομα του ανάμεσα σε συγγενείς και φίλους του.  Τις ιστορίες που άκουγα γ αυτόν την λεβεντιά του, την παλικαροσύνη του, την καλοσύνη του, ένας μύθος πραγματικός ήρθε και έλαμψε στα παιδικά μου τα μάτια.  Τον θυμάμαι να με σηκώνει ψηλά σαν να ήμουν το πιο ακριβό πράγμα της ζωής του και να μου συγχωρεί τα πάντα.  Έκανε το λάθος να πει Μήτσιος το φτιάξε Μήτσιος θα το κάψει.. Εε τι να κάνω και εγώ τον άκουσα.  Δοκίμασα να δω αν ο σανός καίει τις πλίθρες !!!
 Όσο καιρό ήταν στην Ελλάδα με έπαιρνε παντού κοντά όπου κι αν πήγαινε . Ακόμα και για χέλια στο Μουστό , ακόμα θυμάμαι κάτι ξεγυρισμένα σπληνάντερα στην ταβέρνα που μαζεύονταν με την παρέα του. Ήταν ήμερες χαράς για την οικογένεια μας και ειδικά για την μάνα μου . Δεν την έχω ξαναδεί από τότε να λάμψει έτσι.
                                       

                                           
Μετά την χαρά πάντα έρχεται ο χωρισμός λοιπόν και ο παππούς έπρεπε να ξαναφύγει.  Όχι για πολύ όμως το σχέδιο ήταν για ένα ακόμα χρόνο να μπει στην ηλικία της συντάξεως τα 65. Τα είχε φτάσει σχεδόν ο παππούς  τα χρόνια αυτά. Είχε σχεδόν φτάσει ο καιρός που θα μπορούσε να γυρίσει σπίτι μας και ξέγνοιαστος να χαρεί . Όλα όσα παρ όλη την φτώχια με δίψα και περηφάνια χαιρόταν από την ζωή στο χωριό.. .Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι ήταν συμβουλές του. Να μην ξεχάσω το χειμώνα να πάω στο χωριό με τον πάτερα μου να ταΐσουμε το καδί. Έβαλε καδί ο γέροντας, ο λεβέντης ο νοικοκύρης  . Όταν ήρθε βρήκε γάλα και  τυροκόμησε . Έβαλε το καδί του για να το βρει του χρόνου όταν θα ερχόταν.
Ήρθε η άλλη η χρονιά το σημαδεμένο το 1975 σημαδεμένο από τον πιο ολέθριο θεριστή.  Τον δραγάτη της ανάσας και του χαμόγελου που ήρθε και πάγωσε τα πάντα . Τριανταεπτά 37 χρόνια τώρα ,που η καρδιά του τον άφησε τον πάππου την μεγάλη Τετάρτη του 75. Λέγαμε οι πιο παλαιοί πως τους πιο αγαπημένους του τους παίρνει κοντά του Άγιες μέρες όπως τη μεγάλη Τετάρτη . Πόσο σκοτάδι έφερε εκείνη η Τέταρτη που κάθε άλλο παρά μεγάλη δεν ήταν ποτέ. Ούτε  για εμένα ούτε και για την μάνα μου ούτε και για τους θείους μου και ούτε για κανέναν από την οικογένεια μας .
 Ήθελα να ξέρα σε ποιον πρέπει να πάω να πάρω πιστοποιητικά να μου φέρει πίσω τον παππού μου. Να μου φέρει πίσω τα χρόνια που μερικά σκατογραμμάτια μου στέρησαν τέτοιο άνθρωπο απ την ζωή μου. Σε ποιον προύχοντα θα πρέπει να απευθυνθώ και να του πω πως λάθος ο άνθρωπος εκείνος δεν χρωστά. Είχε ξεπληρώσει την φτωχική  του καταγωγή. Σε πολέμους και σε ειρήνη . Είναι καιρός να τον αφήσουν να γυρίσει σπίτι του..............