Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Β ΚΟΛΟΒΟΣ

           

   
Παν . Ι. & Δ. Βλαχάκης     
ΦΛΕΒΑΡΗΣ   2013                                                
                                ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΑΣ. ΚΟΛΟΒΟΣ (1894-1979).

Ο Πάνος Κολοβός του Βασιλείου και της Ευγενικής γεννήθηκε στο Ελληνικό- (Ληνικό) περιοχή της Θυρέας - της επαρχίας Κυνουρίας Ν. Αρκαδίας το έτος 1894. Οι Κολοβαίοι  είχαν τα γίδια τους στο Ελληνικό και στη Συκιά. Στη Συκιά ο πατέρας της μητέρας μου με την οικογένεια του έζησαν μέχρι το 1948.Τότε  έκτισαν το καλύβι τους στη Ρίζα στην, άκρη του Άστρους. Το καλοκαίρι είχαν τα σπίτια τους στον Αγιάννη. Η γειτονιά τους ειναι της  Παναγίας της Λάκκας, στο πάνω μέρος του χωριού, στους πρόποδες του Σαραντάψυχου. Ήταν το ένα από τα δυο αγόρια της οικογενείας. Ο άλλος αδελφός του ήταν ο Θανάσης ο Κολοβός- Γενεάς. Οι τρις (03) αδελφές του ήταν:  Η Παναγιώτα σύζυγος του Ιωάννη Δικαίου ή Κολίκου. Η Καλλιόπη σύζυγος του Γεώργιου Γιακουμή. Η μικρότερη η Μαγδαληνή σύζυγος του Στράτη Μπάρλα – Πουρνάρα. Στην οικογένεια υπήρχε και ενα ορφανό που το λέγανε Σταυρο . << Το είχαμε για ψυχικό ηταν μονάντερο, έτρωγε πολύ, με έλεγε αδελφό, το αγαπούσα. Πολλές φορές του έδινα από το φαγητό μου.  Όταν ανέβηκε ενα απο τα πρώτα αυτοκίνητα στις Κοδέλες, ο Σταύρος κόντεψε να του σπάσει τα τζάμια με μια κοτρόνα. Βλέπεις  του πρόγκιξε τα γίδια >> !!!  Ο Πάνος κυρίως φύλαγε τα γίδια στην περιοχή από τη Συκιά μέχρι το  Ελληνικό (Ληνικό). Καλλιεργούσε τα χωραφια αλλα του άρεσε η βοσκή και η φροντίδα των ζωντανών. Έζησε τη σκληρή, απλή και δύσκολη ζωή του ξωμάχου. Πήγαινε στο σχολείο στον Αγιάννη και στο Γιαλό – Άστρος με τα πόδια. Δάσκαλος του ο τρομερός Μύρμηγκης από τη Μελιγού. <<  Άνοιγε κεφάλια με την κομπολόγα του μόνο στα φτωχά παιδιά >>. Ήταν καλός δάσκαλος μαθαίναμε γράμματα αλλά το ξύλο , ξύλο. Είπε στον πατέρα μου να με στείλει στο Σχολαρχείο αλλά ποιος θα φύλαγε τα γίδια ; Αυτό το έλεγε στα 75 του χρόνια με καποια πίκρα , είχε μάθει γράμματα έγραφε και διάβαζε ικανοποιητικά .
                                              
                                                           Στη Ράχη του Καβουκά                                                   
Διάβαζε τα βιβλία μου και παλιές εφημερίδες. Μου έκανε εντύπωση πως δεν φορούσε γυαλιά. Στον Αγιάννη τους καλοκαιρινούς μήνες  ο Λούφας έφερνε εφημερίδες στο μπακάλικο. Την άλλη μέρα έκοβε το κουπόνι και τις πούλαγε σαν χαρτί με το κιλό. Κόλπο του παππού και δικό μου. Με με μια 1 δραχμή ένα κιλό εφημερίδες !! Την άλλη μέρα είχαμε σχεδόν τσάμπα Ακρόπολη , Νέα , Βήμα, Βραδινή. Κράταγα το ΒΗΜΑ. Ο Γέρος έλεγε πάρτη από μπροστά μου, είναι κομμουνιστική !!!! Διάβαζα τα χρονογραφήματα τον έπηζα στις ερωτήσεις. Παρακολουθούσαμε τα αρνοκάτσικα και διαβάζαμε στου Καβουκά , στο αμπέλι κ.α.  Κέρδος μας το διάβασμα συν το χαρτί υγείας δωρεάν !!!!! Όταν μεγάλωσα τον προμήθευα βιβλία και περιοδικά. Τα περιοδικά απλά  τα ξεφύλλιζε, διάβαζε τα βιβλία. Όλα τα σχολικά μου από το γυμνάσιο τα διάβαζε. Στα αρχαία  τρομάρα μου, του τα έκανα ελεύθερη μετάφραση ! Οταν κουβεντιάζαμε απλοϊκά την  Αριανού Αλέξανδρου ανάβαση. Είπε με θαυμασμό ...<< Ρε το στρατηγό και εμείς τον ιδιο δρόμο έπρεπε να ακολουθήσουμε …Πήγαμε με τα καράβια και αφήσαμε ακάλυπτα τα νώτα μας. Φταίει  ο Βενιζέλος, φταίει... φτάσαμε μέχρι την Αλμυρά Έρημο...Δεν είχαμε ούτε  κριθάρι και βρώμη για τα άλογα. Το μόνο που πήρα απο Τούρκο  πολίτη όλα αυτα τα χρόνια ,ηταν ενα τσουβαλάκι βρώμη για το άλογο μου. Δεν το πήρα με το ζόρι αλλα δεν μου το έδωσε και με την καρδιά του. Τα  βοσκάγαμε στα χωράφια.
- Άστα αυτά τα λες γιατί είσαι Βασιλικός !!
- Ναι ρε με χαιρέτησε δια χειραψίας ο Κωνσταντίνος, ο παππούς  αυτού του κα…., Ο παππούς του  ήταν καλός στρατηγός.....!!
 - Όχι πάλι για την Μ. Ασία, κάποια άλλη φορά!!!. 

                                                 
Κληρωτός Το 1914 στο Ιππικό. Πρώτα στην Αθήνα σωματοφύλακας ενός στρατηγού του Ιππικού, κάποιου  Μαυρομιχάλη. Ένα χρόνο προτού το 1978 πεθάνει, είχε έρθει στην Αθήνα για ιατρικές εξετάσεις. Ήταν  ογδόντα τεσσάρων 84 ετών. Πήγαμε βόλτα στο Σύνταγμα. Θυμήθηκε το σπίτι του στρατηγού πίσω από την παλιά Βουλή. Ήθελε να πάμε από εκεί  στο Πεδίο του Άρεως και στην Κυψέλη  με τα πόδια. << Στον κατήφορο της Σταδίου πρόσεχα μην γλιστρήσουν τα άλογα. Απο την αρχή της Πατησιών στο ίσιωμα, τα πήγαινα βολίδα τα δυο άλογα το δικό μου και του στρατηγού. Καβάλαγα το άλογο του στρατηγού παρ’ όλο που αν το μάθαινε θα είχα είκοσι (20)  μέρες φυλακή. Το άλογο ήταν κατάμαυρο ράτσας, άγγελος, άνεμος... και το δικό μου το κοκκινωπό  καλό ήταν  το προλάβαινε. Το παρέδιδα στο σταβλίτη του στρατηγού, έδενα το δικο μου  και γυρνούσα με τα πόδια ...>>.Τώρα στην Ομόνοια κουράστηκε. Αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Μπήκαμε στο τρόλεϊ μετά βάσανων. Σε μια Ιωνική τράπεζα μου είπε << Εδώ δούλευε ο Αντρέας του Παπαρίστειδη – ο Αγρανιώτης με είχε κεράσει καφέ το 1915.  Όταν πήγαμε στο Πεδίο του Άρεως μου έδειξε που ήταν οι στρατώνες του Ιππικού. Καθίσαμε και μου είπε τη ιστορία με το άλογο Μπόγια. Κάποια βράδια πήγαινα να δω τι κάνουν τα άλογα. Ήταν   σκοτάδι πήγα με τη λάμπα να δω το άλογο μου. Ο Μπόγιας ήταν κοκκινωπό, έμοιαζε με το δικό μου. Πήγα να το χαϊδέψω τότε με  κλώτσησε με τα δυο του πόδια. Έκανα στο πλάι, έπεσα κάτω, γλίτωσα την  τελευταία στιγμή. Φώναξα το φίλο μου ένα  Ρουμελιώτη Ιππέα, βοσκό στη πολιτική του ζωή. Το δέσαμε με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορεί να μας κτυπήσει  και το μαυρίσαμε στο ξύλο. Βαράγαμε δυο (02) ώρες σε σημεία να μην φανεί την αυγή. Το άλογο αυτό μετά μια εβδομάδα σκότωσε ένα άτυχο Ιππέα. Τότε το ντουφεκίσανε ετσι έλεγε η διαταγή. Όταν σκότωνε τρις (03 ) ιππείς το εκτελούσαν !!!!
  Μετά μου είπε ότι τους πήρε ο Βασιλιάς και τους πήγε στη Θεσσαλονίκη. Στην Αθήνα κυβερνούσε ο Βενιζέλος. Εκεί ηταν ταχυδρόμος  στο στρατηγείο. Θυμότανε τους κεντρικούς  δρόμους της Θεσσαλονίκης. Το σατυρικό τραγούδι με τις δούλες. << Έκανε κρύο, πολύ κρύο, ο Βαρδάρης έκοβε. Τα έγγραφα τα πήγαινα  στο Γαλλικό προξενείο ότι καιρό και να είχε. Μια Γαλλίδα υπάλληλος μου έδωσε ένα ποτήρι ρούμι…>> Η κοπέλα μάλλον συμπαθούσε τον λεβέντη ιππέα.  Τον Ρώτησα τι έγινε μετά με την Γαλλίδα με υπονοούμενα .... Γινότανε Τούρκος, με ζητήματα ηθικής και εντιμότητας  δεν έπαιζε. Με κοίταξε δήθεν  άγρια, δεν απάντησε . Χαμογέλασε με νόημα και συνέχισε. << Η κατάσταση ηταν ρευστή το Φθινόπωρο μας έδιναν απόλυση με φύλλο πορείας. Την Άνοιξη επιστράτευση >>.  Αποβιβάστηκε έφεδρος στη Μ Ασία . Έφτασε πολεμώντας στο εσωτερικό της ,  πέρασε Σαγγάριο ποταμό, έφτασε   μέχρι την Αλμυρά Έρημο. Τραυματίσθηκε στην οπισθοχώρηση τον Αύγουστο του 1922. Για την Μ Ασία μια άλλη φορά.
 Πάντρεψε τις αδελφές του και το 1931 παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία για την εποχή εκείνη.  Η σύζυγος του ηταν η  Δήμητρα Ιωαν Σκαρπέλου. Το 1932 γεννηθηκε ο γιος του ο αείμνηστος θειος μου ο Βαγγέλης. Το 1933 η γιαγιά πέθανε στη γέννα της μάνας μου. Ευχαρίστησε τις γυναίκες που βοηθούσαν στη γέννα και σιωπηρός αφοσιώθηκε στα παιδιά του. Άρπαξε το μωρό, του έδωσε γάλα από τη γίδα.  Μετά έκλαψε την αγαπημένη του σύζυγο. Η μανά μου και τώρα υπέργηρη λέει << έμεινα ορφανή μιας ώρας >>.  Παντρεύτηκε για δεύτερη φορά τη Στάμο την αδερφή των Μπαρλαίων. Μεγάλωσαν τα δυο παιδιά με κόπο και αγώνες. Σκληρές και δύσκολες εποχές για την πατρίδα. Πόλεμοι δυστυχία η φτώχια όπως όλα αυτά  ο γέρος τα εξόρκιζε τα  έδιωχνε με την εργασία και την Ιώβεια υπομονή του. Πάνω στο Σαραντάψυχο στα κατσάβραχα έσπερνε κριθάρι, στη Γερτή Γκορτσιά  βρώμη, στον Καβουκά λαθούρια, βίκο ,φάκες και ρεβιθιά. Στη Μάντρα , στα Μεσιανά και στο Βατάκι τα καλά χωράφια !!!  Όλα σπαρμένα με σιτάρι απο άκρη σε άκρη. Τα αμπέλια στα Μεσιανά και στον Αγιοδημήτρη  έδιναν πολύ Μούστο. Ο παππούς δεν έχανε ποτέ το θάρρος του. Δούλευε σκληρά μέρα νύχτα. Άλλο μεγάλο πλήγμα ,πέθανε  η δεύτερη γυναίκα του το 1963. Έκανε κουράγιο τώρα είχε τα εγγόνια του. Ήμουν ο μεγαλύτερος, από καραμπόλα είχα το όνομα του - Γεννήθηκα της Παναγίας 15 προς 16 Αυγούστου. Κομπίνα έκανες  λέω της μάνας μου να βάλεις το όνομα του πατέρα σου !!!! Η αγάπη του για μένα ήταν απεριόριστη παρ όλο τον δύσκολο και ατίθασο χαρακτήρα μου. Μηχανευότανε  τρόπους για  να με  διδάξει πολλά πράγματα που θεωρούσε χρήσιμα για τη ζωή μου. Το πρώτο δουλειά - δουλειά , το δεύτερο την τιμιότητα, την ατομική υγιεινή, την αυτάρκεια, την οικονομία, και την λιτότητα. Τον ευγνωμονώ και τον θυμάμαι σε πολλά βήματα μου.                
                                                                             
Απλή ζωή του  ξωμάχου, ταλαιπωρημένου αλλά χωρίς άγχος . Η ζωή του παππού ηταν γεμάτη πικρές και βάσανα. Φοβερή λέξη, η λέξη πόλεμος. Βαλκανικοί . Μ. Ασία, στο Αλβανικό Μέτωπο στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο ήταν μεγάλος σε ηλικία  δεν έλαβε μέρος. Η μόνη αντιστασιακή του πράξη ότι έκρυψε τους αντάρτες στο καλύβι στη Συκιά. Στον Αγιάννη τα κτήνη οι Ούννοι τους συλλάβανε κατόπιν υποδείξεων όλους τους άντρες του Χωριού .Τους κλείσανε στο υπόγειο του Μουστακόγιαννη, στην πλατεία του Αγιώργη.  Ήταν μεγάλος στην ηλικία και δεν τον πήγανε αιχμάλωτο στη Γερμανία. Πήραν  τους νεότερους συγχωριανούς μας. Είχε μεγάλο άχτι το δάσκαλο και τους Τσιοπέλους. Τον απείλησαν πως αν δεν δώσει το δίκαννο θα τον καταδώσουν στους Ιταλούς !!!! Ενέδωσε, φοβήθηκε για τα παιδιά έτσι του πήραν ένα ελαφρύ πιστογιομή Αμερικάνικο δίκαννο, δήθεν να το δώσουν στους Ιταλούς. << Το κρατήσανε τα τομάρια το έχω δει να κυνηγάει ο …>> Ποτέ δεν μου είπε το όνομα του. Τον έκαιγε, στα 16 μου του είπα να μου πει ποιος είναι.  Να του το πληρώσω  να το πάρω. Το ήθελε ο   γέρος αλλά είπε όχι, θα σκοτωθείτε όχι. Υπέστη  όλες  τις παράπλευρες συνέπειες αυτός και η οικογένεια του όπως και πολλοί άλλοι Χωριανοί μας.
 Μέχρι το τέλος της ζωής του δούλευε στα χωράφια . Είχε ένα μικρό κοπάδι και τον απαραίτητο σκύλο με πάντα το όνομα Ασίκης Ι, Ασίκης ΙΙ.  Δεν ανέβαινε  πια στο άλογο και στα μουλάρια. Είχε ένα γάιδαρο 40 χρόνια μετά αγόρασε μια γαϊδούρα μαύρη την έλεγε Βαγγελιό. Τα καβάλαγε τα αντρίκια ακουμπάγανε σχεδόν κάτω τα πόδια του.  Εμείς τον κοροϊδεύαμε, εκείνος πάντα χαμογέλαγε.<< Να μην ξεπεζεύεις  στον κατήφορο δεν παθαίνουν τίποτα αν  τα κουμαντάρεις σωστά >>
- Θέλεις σέλα και σκάλες για το γάιδαρο !!!
- Δεύτερη ύλη ιππικού προσοχηηηή !!!  Την σπάθη .......!! 
Φώναζα ειρωνικά, τότε άκουγα  κανένα Γαλλικό.
   Οταν ήρθα στην Αθήνα για εργασία  και σπουδές ο παππούς ειχε αρχίσει να διαισθάνεται το τέλος του. Κάθε Σάββατο αυτός ήταν ο λόγος που πήγαινα στο Άστρος με το ΚΤΕΛ. Στο ανέβασμα το χάραμα της Δευτέρας πίσω απάνω με τους φίλους μου, τους φορτηγατζήδες γιατι δεν βγαίνανε τα ψιλά μου. Αν καμιά φορά δεν εύρισκα φορτηγό τα έδινα στο ΚΤΕΛ . Τότε όλη την εβδομάδα πήγαινα με τα πόδια στη σχόλη και στην εργασία μου. Η αρχές  μου δεν μου επέτρεπαν να ζητώ χρήματα από τους γονείς μου.
Η καρδιά του μεγάλωσε, ειχε περάσει πολλα . Τον Μάρτιο του 1979 με φώναξε και μου είπε: << Θα πεθάνω, δεν θα γίνω κοράκι. Θέλω να τραγουδάς οταν φύγω να μην κλάψεις εχω το λόγο σου >>. Ναι με την συμφωνία αν μπορείς να γυρίσεις για να μου αποδείξεις αυτά που λέγαμε. << Σου το υπόσχομαι αλλά ποτέ κανεις δεν γύρισε από τον κάτω κόσμο>>.
 Την Κυριακή το απόγευμα, βοτάνισε το περιβόλι απο τα αγριόχορτα, πλύθηκε ξυρίστηκε και πέθανε  ήρεμα. Αυτό τότε δεν το μέτρησα, αργότερα το εύχομαι σε όλους τους καλούς ανθρώπους. Οταν έρθει η ώρα τους να φύγουν ήρεμα. Τη γλυκιά ανοιξιάτικη  εκείνη μέρα  ανέβηκα με το ΚΤΕΛ . Στο λεωφορείο στη διάρκεια του ταξιδιού σιγοτραγούδαγα τα τραγούδια του Στέλιου.  Εκείνη τη χρονική στιγμή πάνω - κάτω ο παππούς καβάλα στο άλογο του πέρναγε σε άλλες διαστάσεις.
 Όταν ήρθα στην Κυψέλη βρήκα στην πόρτα ένα σημείωμα. Να πάρω τηλέφωνο. Πάγωσα. Τηλεφώνησα και έμαθα το θλιβερό μαντάτο, αν και το κατάλαβα αμέσως.  Λεωφορείο γιοκ. Την νύχτα, χάραμα οτο στοπ και 8 η ώρα στο Γιαλό. Τον κοίταξα και δεν έκλαψα. Κάποιες γυναίκες  είπαν  να με τραβήξουν  μην πάθει τίποτα το παιδί. Ξαφνιάστηκαν που δεν δάκρυσα. Αργότερα δεν κράτησα το λόγο μου, έκλαψα όμως κρυφά μέσα μου.
   Την άλλη χρονιά στο στρατό τον έβλεπα συχνά πυκνά στον ύπνο μου. Στον Έβρο είδα κάτι χαλκάδες που δένανε τα άλογα του Ιππικού. Μετά απο μία βδομάδα στον ύπνο ο γερός βλοσυρός. << Πρόσεχε μην αφήνεις το όπλο σου.  Να το έχεις πάντα καθαρό και έτοιμο.  Μην βαριέσαι να το καθαρίσεις, μην διστάσεις να πυροβολήσεις  για να προστατέψεις τη ζωή σου και την ζωή των άλλων… οι Τούρκοι είναι ....ρε μανία με τους Τούρκους . Έβρος ομίχλη, μουντάδα , φοβερό κρύο, φρικτή υγρασία, πηκτό  σκοτάδι. Τεταμένη η προσοχή στο περίπολο. Πρόσεχα περισσότερο  τους άλλους. Είπα το όνειρο μου  σε μια σειρά μου , για να το ξεφορτωθώ αλλά για να περάσει και η ώρα .                                                                                                                       - Φίλε, σειρά μου, να προσέχουμε πολύ. Ήταν λαϊκό παιδί και τα πίστευε. Τη βραδιά εκείνη είχαμε  ένα δύσκολο συμβάν αλλά το ξεπεράσαμε. Το πρωί το παλικάρι του  άναψε του ένα κερί στο εκκλησάκι κοντά στο στρατόπεδο.                                                                                                  -  Του  είπα << δεν πιστεύω σε αυτα ρε φίλε απλά μας έτυχε >>. Σκέφτηκα προς στιγμή ότι ήρθε για να με προειδοποιήσει .                                                                                                                       Όλα  τα φτιάχνει το μυαλό << Δεν υπάρχει τίποτα, φαντάσματα, νεραΐδες, όνειρα, φόβοι,  …. Το μεγαλύτερο θηρίο ειναι ο άνθρωπος οταν ζει… >> συμφωνώ παππού.                                                             
 Ας Αναπαύεται εν ειρήνη. Πολύ τον παίδεψε, τον κούρασε και του στέρησε χαρές,  ο πόλεμος της πατρίδας και της ζωής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου