Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018

Η ΛΟΥΛΟΥ.









Γράφει ο 
Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης. ©


     Ορεινή Κυνουρία, δυο εργάτες μοχθούσαν για τον επιούσιο κάτω από τον καυτό ήλιο κτίζοντας ένα πέτρινο τοίχο. Κτίστης ο μαέστρος της πέτρας ο μπάρμπα Γιώργης και αποδώτης ο γείτονας και φίλος του ο Γιάννης. Ο Αποδώτης φρόντιζε για τη λάσπη και έσπαζε με τη Βαριά τις μεγάλες πέτρες. ο Μάστορας με το ματρακά τις καθάριζε και με το χτένι τις διαμόρφωνε. Έτσι δαμαζόταν η αρχέγονη πέτρα « βγαλμένη» από το Ξεροκάμπι. Μετά τις τοποθετούσε με τέχνη ρίχνοντας ενδιάμεσα τη λάσπη και έτοιμο το έργο.
   Ένα παιδάκι κοκκαλιάρικο και αναποδιασμένο έφερε το κολατσιό του πατέρα του μαζί με ένα μπουκαλάκι Αγιαννίτικο κοκκινέλι. Ο Μάστορας απάντησε στο χαιρετισμό του παιδιού με ένα πλατύ χαμόγελο. Ο μικρός τον σεβότανε αλλά τον κούραζε ζητώντας να του διηγείται ιστορίες από την Κατοχή και από την αιχμαλωσία του στα στρατόπεδα εργασίας στη Γερμανία. Σήμερα του ζήτησε άλλα! Μπάρμπα Γιώργη τώρα που θα τρώτε με αφήνεις να φτιάξω δυο πέτρες; ©


                Κτίσιμο πέτρινου σπιτιού στο Άστρος αρχές δεκαετίας του 1950.

   Ο καλός αυτός άνθρωπος του είπε: « Πάρε τα εργαλεία και προσπάθησε, πρόσεχε τα δάκτυλα σου.» Συγχρόνως του «έδειξε » τα νερά της πέτρας και κάθισε να κολατσίσει. Ο μικρός παιδεύτηκε αρκετά και ψηλοκατάφερε να λειάνει τις πέτρες. Τις έδειξε στους ανθρώπους του με καμάρι και περίμενε επιβράβευση.
Αντί να εισπράξει επαίνους και επιβεβαίωση οι ήρωες της εργασίας τον φώναξαν κοντά τους και τον ορμήνεψαν να «Μάθει Γράμματα». Ο Μάστορας το καρότο ο πατέρας το μαστίγιο. Ο πρώτος :« Παιδί μου η δουλειά αυτή είναι παιδεψήλα να προσπαθήσεις στο σχολειό ώστε αργότερα να σπουδάσεις». Ο πατέρας: «Αν ξαναπιάσεις στα χέρια σου ματρακά, χτένι ζύγι, αλφάδι και μυστρί θα έχουμε ντράβαλα κατάλαβες;»
   Ο Αιθεροβάμων δυσαρεστήθηκε και κάθισε ποιο πέρα βγάζοντας από τη τσέπη του δυο σελίδες από το ΒΗΜΑ της περασμένης Κυριακής. Το απόκομμα αναφερόταν στην συντριβή των κομμουνιστοσυμμοριτών…. Άφησε τη φαντασία του να τρέξει στις κορυφογραμμές του Γράμμου. Περίμενε να πάρει τα πράγματα και να φύγει για το σπίτι. Μουρμούρισε « Κανονικά εσείς οι εργάτες έπρεπε να ψηφίζετε ΚΚΕ με τα μπούνια ». Φράση Βαριά και απαγορευμένη για την εποχή.
    Ο Μάστορας είχε πλησιάσει άκουσε τον μονόλογο του. Ο μικρός του έδωσε την εφημερίδα δείχνοντας του την φωτογραφία. Ο άνθρωπος σκοτείνιασε και είπε στο παιδί χαμογελώντας πικρά με νόημα: « Είναι σωστό αυτό που είπες αλλά εγώ δεν μπορώ να το ψηφίσω γιατί όταν υπηρετούσα την θητεία μου στο Γράμμο, οι κομμουνιστές μου έκαναν κου -κου- κου με τα πολυβόλα! » Ο μικρός άρπαξε την ευκαιρία και τον ρώτησε που και πως βρέθηκε στρατιώτης στο Γράμμο αφού ήταν αιχμάλωτος στη Γερμανία !
   « Όπως σου διηγήθηκα την προηγουμένη φορά είμαστε τυχεροί που γυρίσαμε με πολλές ταλαιπωρίες από τα Γερμανικά κάτεργα. Θυμάσαι την ιστορία με τον Τάσσαρο, το βόδι και το σπαθί; Ευτυχώς δεν πέθανε κανένας Αγιαννίτης. Μόνο ο Γιώργης ο Καπότας χάθηκε μάλλον περιπλανήθηκε στην Κεντρική Ευρώπη και επέστρεψε μετά από χρόνια.
   Έπρεπε να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία. Παρουσιάστηκα το 1947. Τότε ήταν ο Ανταρτοπόλεμος. Από την Αρκαδία είμαστε σαράντα άτομα. Πεντέξι είμαστε πρώην κατάδικοι στα στρατόπεδα των γερμανών και οι υπόλοιποι ήταν αριστεροί, Μακρονησιώτες. Είχαν υπογράψει δήλωση και τώρα υπηρετούσαν την θητεία τους. Πολεμήσαμε στην πρώτη γραμμή στο Γράμμο και στο Βίτσι. Όπως καταλαβαίνεις όλους μας είχαν για σκότωμα.


Όρχος ασθενοφόρων του αστικού στρατού στην περιοχή της Φλώρινας. Εδώ υπηρετούσε σαν οδηγός τους ένας άλλος συμπατριώτης μας. ©
 
   Οι αντάρτες σε αυτά τα βουνά έπαιζαν το τελευταίο τους χαρτί. Ήταν οργανωμένοι σε γραμμές άμυνας. Είχαν πολυβολεία και οχυρωματικά έργα. Ήταν καλοί μαχητές ακόμα και οι γυναίκες πολεμούσαν με πείσμα και γενναιότητα . Ας λένε ότι ήταν μπουλούκια και άτακτοι. Εμένα να ρωτήσεις που μας θέρισαν πολλές φορές.
  Ας αναφέρω ένα από τα πολλά συμβάντα. Όταν καταλάβαμε ένα λόφο με βαριές απώλειες, βρήκαμε καμένη από Ναπάλμ γερμένη πάνω στο πολυβόλο της μια νεκρή κοπέλα. Δίπλα της είχε πέσει ο γεμιστής του πολυβόλου που ήταν ένα αμούστακο παιδί γύρω τα δεκαέξι. Μας είχαν κρατήσει δυο μέρες και είχαμε υποστεί απώλειες μέχρι που τους βομβάρδισε η αεροπορία. Πρέπει να ήταν και άλλοι που με κάποιο τρόπο γλύτωσαν.
  Από τους σαράντα γυρίσαμε ζωντανοί οι ένδεκα όπως προείπα όλοι καταγόμαστε από την Αρκαδία εκτός από έναν Αθηναίο. Ήταν ένα πολύ ψηλό αδύνατο παιδί με γυαλάκια. Είχε μακρόστενο πρόσωπο και ήξερε πολλά γράμματα. Ήταν ο γραφέας του λόχου μας. Τα χέρια του ήταν πολύ λεπτά με μακριά δάκτυλα σημάδι ότι δεν είχε πιάσει ποτέ του φτυάρι και ξυνιάρι. Ήταν ευαίσθητος δεν άντεχε τις κακουχίες. Τον προσέχαμε γιατί ήταν καλό παιδί. Το επάγγελμα του ήταν Αρχιτέκτονας ή Ζωγράφος τέλος πάντων κάτι τέτοιο.
  Το παράξενο ήταν ότι είχε μαζί του ένα σκυλάκι. Ένα λευκό από αυτά του σαλονιού, μια Λουλού! Τη λουλού την αγαπήσαμε όλοι εκτός από τον αγριάνθρωπο το λοχαγό μας που ήθελε να το διώξει ή να το σκοτώσει με το πρόσχημα ότι αν γάβγιζε θα μας πρόδιδε στον εχθρό. Έλεγε στο παιδί να το πετάξει ειδάλλως θα βγάλει το μπιστόλι του να το εκτελέσει. Εκείνο λούφαζε στον κόρφο του αφεντικού του και δεν γάβγιζε ποτέ. Όταν καταλάβαινε άνθρωπο τράβαγε το αφεντικό του από το παντελόνι γρύλιζε σιγά και μας έδινε σήμα!
   Ανεβαίναμε ακροβολισμένοι σε μια πλαγιά δίπλα από ένα ποταμάκι. Οι Αντάρτες μας έβαλαν με όλμους και βαριά πολυβόλα κάποιοι τραυματίστηκαν και σκοτώθηκε ο συνάδελφος από την Αθήνα. Τον θάψαμε πρόχειρα δίπλα στο ποταμάκι. Το σκυλάκι έκλεγε συνέχεια πάνω στον τάφο του αφεντικού του. Όταν φεύγαμε κάποιος πήγε να το πάρει κοντά του. Εκείνο έφυγε κλαίγοντας και κρύφτηκε στα πυκνά φυλλώματα. Μας έκαψε την καρδιά η συμπεριφορά του ζωντανού και όχι τόσο ο θάνατος του ανθρώπου γιατί είχαμε αρχίσει να τον συνηθίζουμε...
   Όταν τελείωσαν οι επιχειρήσεις αποδεκατισμένοι και τσακισμένοι από την κούραση σταματήσαμε στο σημείο που είχε σκοτωθεί ο συνάδελφος. Με έκπληξη αντικρίσαμε πάνω στον τάφο του κομμάτια δέρματος, τρίχες και κόκκαλα από το σκυλάκι. Είχαμε δει τον χάρο με τα μάτια μας. Είχαμε χάσει πολλούς συναδέλφους. Είχαμε αγριέψει και σκληρύνει πολύ. Μπροστά στην συγκινητική αυτή εικόνα κάποιοι δακρύσαμε. Ένας συνάδελφος παρ΄ όλη την κούραση του έβγαλε τα σκαπανικά του και έσκαψε ένα πρόχειρο μικρό μνήμα όπου έθαψε τα λείψανα από το σκυλάκι δίπλα από τον τάφο του αφεντικού του. ©


                                                  Μικρόσωμο σκυλάκι

    Μεγάλη η συγκίνηση που μας χάρισε το πιστό και αφοσιωμένο ζωντανό. Όπως γνωρίζεις στην αιχμαλωσία με τον αδελφό μου το Μήτσιο είχαμε τραβήξει πολλά… εδώ όμως λύγισα…. Μερικοί σκουπίσαμε με τρόπο τα μάτια μας. Ο λοχαγός, ο αγριάνθρωπος μαλάκωσε για λίγο δεν είπε τίποτα και μας κοίταζε σαν χαμένος.
   Παιδί μου σου εύχομαι να μην ζήσετε ποτέ πόλεμο. Ο μικρός πρόσεξε ότι τα μεγάλα κατακάθαρα μάτια του μάστορα ήταν βουρκωμένα. Ο μάστορας άρπαξε το ματρακά και συνέχισε την ειρηνική εργασία του. Την πάλη με την αρχέγονη πέτρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου