Σάββατο 8 Μαΐου 2021

 

21η ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967.


Γράφει

 ο Νίκος Μυλωνάς.  ©

Λύκειο Άστρους… Πέμπτη 20η Απριλίου 1967…  

Σαράντα τρεις συμμαθητές και συμμαθήτριες, στρυμωγμένοι εκεί στη μεσαία τάξη, τη μικρή, του παραρτήματος της Σχολής Καρυτσιώτη, μετρούσαμε τους τελευταίους μήνες πριν το Απολυτήριο…

Η τελευταία ώρα ενός ακόμα εξάωρου έφθανε στο τέλος της. Ο Γιάννης, ο «συγκάτοικος» μου στο τελευταίο θρανίο, με τα γνωστά χτυπήματα του τοίχου, υπενθύμισε στο μπάρμπα- Στράτη να μην αργεί να κτυπήσει το κουδούνι…

                           

Η αυριανή θα ήταν η τελευταία ουσιαστικά μέρα λειτουργίας του σχολείου, πριν τις διακοπές του Πάσχα, και αυτό μου έδινε το δικαίωμα για ένα απογευματινό διάβασμα, επικεντρωμένο στις εισαγωγικές εξετάσεις του Σεπτεμβρίου. Στόχος και όνειρό μας η επιτυχία σε μια Πανεπιστημιακή Σχολή. Μια επιτυχία, “διαβατήριο” απόδρασης από τη δύσκολη αγροτική ζωή των γονιών μας.  

Το βραδάκι, όπως το συνηθίζαμε, μαζευτήκαμε στο γνωστό μας στέκι, που δεν ήταν άλλο από το δωματιάκι, που νοίκιαζε ο Τάκης, συμμαθητής μας από την Πλατάνα, εκεί λίγο πιο κάτω από την πλατεία. Συζήτηση για τα μαθήματα. Συζήτηση και προβληματισμός για το ποιο Αθηναϊκό φροντιστήριο θα επιλέγαμε. Θα επιλέγαμε ένα από τα παλιά και γνωστά, Μανωλκίδη, Δενδρινού ή το νέο του πατριώτη μας, του Μιχάλη του Δρακόπουλου, γιού του δασκάλου μας στο Δημοτικό μπάρμπα-Κώστα…

 Προβληματισμός αν προλάβουμε στο δίμηνο του καλοκαιριού να καλύψουμε τα κενά, αλλά και πολιτικές συζητήσεις. Ήταν και οι βουλευτικές εκλογές, που είχαν προκηρυχθεί για το Μάιο…

Όταν αποφασίσαμε να το διαλύσουμε το επτά και μισή, του σχολικού κανονισμού, είχε περάσει προ πολλού. Έτσι ακολουθήσαμε για μια ακόμα φορά το γνωστό δρομολόγιο μέσα από τα σκοτεινά σοκάκια και τους παράδρομους, προκειμένου να αποφύγουμε τα άγρυπνα βλέμματα των καθηγητών μας. Βλέπεις ο κεντρικός δρόμος είχε ηλεκτροφωτισθεί εδώ και δυο χρόνια περίπου, που είχε έρθει η ΔΕΗ στο χωριό μας…

Ένας-ένας φτάνοντας στο ύψος του σπιτιού του με μια «καληνύχτα» ή «θα τα πούμε αύριο», αποχαιρετούσε την παρέα …

Το βράδυ με την πολυτέλεια του ηλεκτρικού, δεν θυμάμαι ακριβώς, αλλά σίγουρα θα έλυσα κάποιες ασκήσεις από τον Τόγκα ή τον Παπανικολάου… 

Εκείνο που θυμάμαι σίγουρα είναι ότι άνοιξα το μικρό τραντζιστοράκι, το σπίτι δεν διέθετε μεγάλο ραδιόφωνο. Τίποτα το ιδιαίτερο. Και οι δύο σταθμοί, ΕΙΡ και ΥΕΝΕΔ, έπαιζαν τραγούδια από οπερέτες του Νίκου Χατζηαποστόλου και τραγούδια της παλιάς Αθήνας με τη μαντολινάτα του Φώτη Αλέπορου. Δεν άργησε να πέσει το σήμα της νυχτερινής διακοπής. Το τραντζιστοράκι έκλεισε και εγώ παίρνοντας το  Βαλέτα έριξα κλεφτές ματιές σε βιογραφικά ποιητών και συγγραφέων . Τα βλέφαρα δεν άντεξαν για πολύ…

 Ξημέρωσε η Παρασκευή… ©

Το ημερολόγιο έδειχνε 21η Απριλίου του έτους 1967…

Ξύπνησα και το χέρι μου αμέσως στο τραντζιστοράκι. Το ανοίγω και αντί να ακούσω τις γνωστές πρωινές εκπομπές, ακούω εμβατήρια. Όπα λέω… Έγινε αυτό που έγραφαν κάποιες εφημερίδες τις προηγούμενες μέρες;

Το εμβατήριο χαμήλωσε και τότε άκουσα τη φωνή του εκφωνητή να λέει:

 "Λόγω της δημιουργηθείσης εκρύθμου καταστάσεως, από του μεσονυκτίου ο στρατός ανέλαβε την διακυβέρνησιν της χώρας"...

Και στη συνέχεια αναγγελία της άρσης πολλών άρθρων του Συντάγματος. Τα εμβατήρια συνεχίζονταν.

                                              Το μικρό τραντζιστοράκι.

Ετοιμάστηκα βιαστικά για το σχολείο. Ένα βιβλίο και δύο τετράδια στο χέρι και με τη μία βγήκα στο κεντρικό δρόμο του χωριού. Λιγοστοί ακόμα οι μαθητές που τράβαγαν προς το σχολείο. Από τη στροφή του Μαχαίρα βλέπω τους συμμαθητές μου, τον Πάνο και το Γιάννη, που έρχονταν από την απάνω γειτονιά. Μια πρώτη κουβέντα και το γνωστό χάζεμα των άλλων πρωινών έγινε βιαστικό βήμα. Θέλαμε να μάθουμε κάτι περισσότερο.

 Στον Ιερό Χώρο και στο προαύλιο της Σχολής Καρυτσιώτη, όπου στεγαζόταν το Λύκειο, τα πρώτα πηγαδάκια είχαν ξεκινήσει. Προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι έχει γίνει. Η ώρα περνούσε. Ο μαθητόκοσμος πύκνωνε στο προαύλιο. Έφτασαν και οι πρώτοι καθηγητές μας. Προσπαθήσαμε να πάρουμε κάποιες πληροφορίες από τους νεότερους. Αλλά και αυτοί τι ήξεραν να μας πουν;  Μουδιασμένοι ήταν περισσότερο από εμάς.

 Κάποια στιγμή, με μεγάλη καθυστέρηση, χτύπησε το κουδούνι και μας ανακοίνωσαν ότι κάτι έχει γίνει, γι΄ αυτό πρέπει να διαλυθούμε, να πάμε στα σπίτια μας και ο προγραμματισμένος εκκλησιασμός της άλλης μέρας (Σάββατο του Λαζάρου) αναβάλλεται. Ουσιαστικά άρχιζαν οι Πασχαλινές διακοπές…

Επιστροφή στο σπίτι. Πέταξα τα τετράδια και το βιβλίο που κράταγα σ΄ ένα τραπέζι που είχαμε στο χαγιάτι και κατευθείαν στο τραντζιστοράκι. Δημοτικά τραγούδια, κλέφτικα, εναλλάσσονταν με εμβατήρια. Η πρωινή ανακοίνωση επαναλαμβανόταν περί αναστολής των άρθρων του συντάγματος και εκείνο «… υπ’ όψιν ότι μετά την δύσιν του ηλίου πας κυκλοφορών εις τας οδούς θα πυροβολείται άνευ προειδοποιήσεως…» σου δημιουργούσε ένα αίσθημα ανασφάλειας…

Ο προβληματισμός του τι έχει συμβεί μεγάλωνε. Ο αδερφός φοιτητής στη Θεσσαλονίκη.  Οι δικοί μου έλειπαν από το σπίτι. “Θα έχουν πάει να φέρουν χορτάρι, για τα ζωντανά”,  είπα. Έβαλα να φάω και από το παράθυρο της μικρής μας κουζίνας είδα το «γείτονα» ταγματάρχη, διοικητή των ΤΕΑ, Νι. Δα…με στολή εκστρατείας να μπαίνει βιαστικός στο σπίτι του, από την πόρτα της κουζίνας τους, που βλέπει προς εμάς, και να βγαίνει πάλι γρήγορα.  Δεν τον είχα ξαναδεί με αυτή τη στολή. Άκουσα το στρατιωτικό αυτοκίνητο των ΤΕΑ, που τον περίμενε στον κεντρικό δρόμο, να φεύγει μαρσάροντας…

 Ένας φράχτης χώριζε το σπίτι που νοίκιαζε για κατοικία από την αυλή μας…

    


                                 Κλασική Οικία απλών ανθρώπων στο Άστρος
.

Το σπίτι δεν με κρατούσε και τράβηξα κατευθείαν για το μεσημεριανό μας στέκι. Πήρα το δρόμο προς την πλατεία. Έφτασα στο ύψος του παλιού Μουσείου, που βρισκόταν απέναντι από το σπίτι του μπάρμπα-Δημήτρη του Ευθυμίου. Το τσαγκάρικο του μπάρμπα-Στέλιου, απέναντι στο Ρεβεζικέϊκο καλύβι, κλειστό. Έστριψα αριστερά και πέρασα την ιστορική είσοδο του Αγροκηπίου, που βρισκόταν απέναντι από το Νταλιανέϊκο περιβόλι, του μπάρμπα μου του Μήτσου. Πήρα το χωματόδρομο με τις μουσμουλιές δεξιά και αριστερά. Κάποια μούσμουλα έπαιρναν να κιτρινίσουν. Δεν θα προλάβαιναν να γίνουν γιατί ο ουρανίσκος του Κωστάκη κατά την απογευματινή παγανιά θα τα έβρισκε …πεντάγλυκα, «μαράγκια»...

Βρέθηκα γρήγορα στη στέρνα του Αγροκηπίου. Κάποιοι ήταν ήδη εκεί ξάπλα στους μάηδες και το ανοιξιάτικο χορτάρι . Πήρα τη θέση μου και εγώ. Η συζήτηση γύρω από τα σημερινά γεγονότα. Τι τελικά έχει γίνει; Ποιο είναι το Υπουργικό Συμβούλιο; Ποιος ο Πρόεδρος και ποια τα Μέλη; Είναι οι στρατηγοί, οι φιλικά διακείμενοι στο Βασιλιά; Είναι κάποιοι άλλοι; Και στο δια ταύτα. Είναι καλό ή κακό για μας που τελειώναμε το Λύκειο και ετοιμαζόμαστε να δώσουμε στα Πανεπιστήμια; Η ώρα περνούσε και αποφασίστηκε μια βόλτα μέχρι το «Μάρτη» 1

  

                    Πλατεία του Άστρους με τις επιγραφές της Εθνοσωτήριου.

Πήραμε τη κατηφόρα του Παπαδάκου, παρακάμψαμε την πλατεία και ανηφορίζαμε προς το σταυροδρόμι της Αγροτικής Τράπεζας. Φθάνοντας στο ύψος του καφενείου-ταβέρνας του μπάρμπα Σπύρου του Τζιβελόπουλου (Λούκουλου) ακούσαμε από το μεγάφωνο, που είχε στερεώσει έξω από την τζαμαρία, ότι «εντός ολίγου θα ανακοινωθούν τα ονόματα της πρώτης Επαναστατικής Κυβερνήσεως». Σταθήκαμε. Ανεβήκαμε τα σκαλοπάτια. Καθίσαμε κάτω από την κληματαριά, παραγγέλνοντας από ένα αναψυκτικό περιμέναμε τα ονόματα.  Είμαστε όλοι εκεί,  οι ντόπιοι της παρέας, ο Γιάννης, ο Πάνος, ο Τάκης, ο Γιάννης, ο Σούλης, ο Γιώργος εγώ…

Οι ξενομερίτες την είχαν ήδη «κάνει» για τα χωριά τους…

Ακούσαμε τα ονόματα. Άγνωστα σε όλους μας. Δεν ήταν οι στρατηγοί του Βασιλιά, αλλά κάποιοι κατώτεροι, συνταγματάρχες. Ούτε που  συγκρατήσαμε τα ονόματα, με το πρώτο άκουσμα. Η ώρα ήταν λίγο μετά τις πέντε…

Η βόλτα συνεχίστηκε στο “Μάρτη”, μέχρι πάνω του Κουλοπάνου. Καθίσαμε στο τσιμεντένιο αυλάκι, χωρίς να μπορούμε να ξεστρατίσουμε τη κουβέντα. Βλέποντας την ώρα να περνά δόθηκε το σύνθημα να το διαλύσουμε. Η απαγόρευση αυτή της κυκλοφορίας δεν ήταν ίδια με εκείνη τη σχολική. Ο φόβος μας είχε κυριεύσει. Υπήρχε και εκείνο «ότι μετά την δύσιν του ηλίου πας κυκλοφορών εις τας οδούς θα πυροβολείται άνευ προειδοποιήσεως…»

Κάτι άγνωστο και πρωτόγνωρο είχε αρχίσει …

Έφτασα στο σπίτι. Δεν βρήκα κανέναν. Όπως τα άφησα το μεσημέρι έτσι τα ξαναβρήκα.  Κατέβηκα στο κατώι. Τα ζωντανά στη θέση τους. Οι δυο γίδες, η προβατίνα, ο γάιδαρος. Είδα ότι οι γίδες δεν είχαν κλαρί. Τις κλάρες τις είχαν γλείψει, απόδειξη ότι το κλαρί το είχαν φάει από ώρες και πεινούσαν. Πήγα πίσω έκλεισα τις κότες. Οι αλεπούδες, είπα, μάλλον δεν θα κατάλαβαν ότι υπάρχει απαγόρευση κυκλοφορίας…

Η ώρα περνούσε. Εγώ ανήσυχος καθόμουνα στο χαγιάτι χωρίς να ξέρω τι να κάνω. Ο ήλιος έγειρε  και χάθηκε κατά την Αγριλίτσα. Νύχτωσε για τα καλά. Κανένα σημάδι από τους δικούς μου. Η ανησυχία μεγάλωνε και εκείνο «θα πυροβολείται άνευ προειδοποιήσεως…» μεγάλωνε το φόβο μου. Δεν έμπαινα στο σπίτι. Λούφαξα προς τον τοίχο του χαγιατιού και χωρίς να ανάψω το έξω φως περίμενα…

   Πανό της Χούντας έμπροσθεν της οικίας Διαμαντάκου στην Πλατεία του Άστρους. 

 Τα αυτιά μου τεντωμένα να πιάσουν κάθε θόρυβο. Τίποτα. Νεκρική σιγή. Λες και εκείνα τα ζωντανά ακόμα είχαν καταλάβει ότι κάτι διαφορετικό γινόταν απόψε και σιωπούσαν.  Κάποια στιγμή από το Τσαρουκέϊκο γέννημα άκουσα  θόρυβο. Τέλος Απρίλη και τα γεννήματα είχαν σηκωθεί αρκετά, ώστε να προδίνουν το πέρασμα ανθρώπου ή ζώου.  Βγάζω το κεφάλι μου από χαγιάτι και τους βλέπω να δρασκελάνε το φράχτη του Γαϊτανόγιαννη και να μπαίνουν στην αυλή μας. Ανάσανα.  Ανεβήκανε πάνω και φθάνοντας στο τελευταίο σκαλοπάτι  άκουσα τη μάνα μου να μου λέει, εκείνο που είχε περάσει από μυαλό μου:

-        «Πιάσανε τον μπάρμπα σου… Είμαστε εκεί…  Δεν μας είπαν που τον πάνε… Παιδάκι μου, πάλι τα ίδια έχουμε…»

Ο φόβος μου μεγάλωσε. Τα βήματά μου με έφεραν στο χειμωνιάτικο.  Πήρα το ψαλίδι, που ήταν πάνω στο τζάκι, άνοιξα εκείνο το παλιό βιβλίο, ανάμεσα στα φύλλα του οποίου έβαζα προσεκτικά, κόβοντας από “ΤΑ ΝΕΑ”, τις γελοιογραφίες του Φωκίωνα Δημητριάδη και χωρίς δεύτερη σκέψη τις έκανα κομματάκια…

Τι κρίμα… Ήταν όλη η ιστορία των Ιουλιανών του 1965, γραμμένη με το πενάκι του μεγάλου μας γελοιογράφου…

 Νύχτωσε για τα καλά…

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ. 

Νίκος Μυλωνάς… Ο δεύτερος γιός του μπάρμπα – Μήτσου και της θειά-Ματίνας… Με έφεραν στον κόσμο το Μάρτη του 1949, δύο απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, του μόχθου και της βιοπάλης… Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο στο Άστρος… Παιδί και εγώ της γειτονιάς, της Χωραφιάς, του Ιερού Χώρου, της πλατείας τα καλοκαίρια… Παιχνίδια με ξύλα και πέτρες, κρυφτό, κυνηγητό… Και πάνω απ΄ όλα η μπάλα… Παιχνίδια που κατέληγαν τις περισσότερες φορές σε καυγάδες… Αλλά και αγροτικές δουλειές, κατά την διάρκεια ιδία των διακοπών… Με τις Πανελλήνιες εξετάσεις τον Σεπτέμβρη του 1967 πέρασα στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών… Αποφοίτησα στο τέλος του 1972 και τον Ιανουάριο του 1973 μέχρι τον Ιούλιο του 1975 (30 μήνες) υπηρέτησα στον Ελληνικό Στρατό… Εργάστηκα στον ιδιωτικό τομέα μέχρι που διορίστηκα στο Υπουργείο Γεωργίας… Από το 2011 συνταξιούχος απολαμβάνω παιδιά και προπάντων τα εγγόνια μας…

 Επεξηγήσεις.

1 « Μάρτης» : τοποθεσία στο Άστρος, που βρίσκεται στις αρχές του δρόμου προς Άγιο Ιωάννη, όπου η νεολαία του Άστρους έκανε τη βόλτα της.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου