Σάββατο 9 Μαΐου 2015

Ο ΚΑΒΟΥΡΑΣ

       Επιμέλεια 

 ο  Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης.  
                Ο Κάβουρας ο Κωσταντίνος. 


Απόσπασμα από το βιβλίο <<  Από τις πηγές του λαού μας τα μνημεία του λόγου. >> ΤΟΜ Α ( Σελ 93- 97)
Του ΙΩΑΝΝΗ Μ. ΑΡΒΑΝΙΤΗ . ΔΗΜΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ – ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΗ  ΔΡΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΣΟΡΒΟΝΗΣ – ΕΠΙΤ. ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ ΚΕΜΕ.

 Μια διαταή διαβάστηκε του Κωσταντίνου μέσ' από το Υπουργείο,
γεια σου, Κάβουρα και Ντίνο,
 να πιάσουνε τον Κάβουρα τον Κωνσταντίνο,
 να του κόψουν το κεφάλι,
που είναι νιος και παλικάρι.
Μα πήγαν και τον ήβρανε τον Καβουρίνο,
 μες στο σπήλαιο 1 κρυμμένο
και βαριά αρματωμένο.
Κάτου, ρε Ντίνο, τ' άρματα, ρε Καβουρίνο,
 το ντουφέκι, το σπαθί σου,
να γλιτώσεις τη ζωή σου.
Μα πώς τα δίνουν τ' άρματα, κυρ' 'Σαγγελέα.
το ντουφέκι, το σπαθί μου;
Δε γλιτώνω τη ζωή μου.

Το τραγούδι είναι από τα νεότερα τοπικά, καθώς μαρτυρείται και από το ότι αναφέρεται στη βασιλεία του Κωνσταντίνου. Πρόκειται για τον Κωνσταντίνο Κάβουρα, το θρυλικό φυγόδικο στην περιοχή, από τα Δολιανά Κυνουρίας. Το Κάβουρας ήταν παρανόμι του και το επώνυμό του Παντελάκης. Και σήμερα στα Δολιανά σώζεται τόσο το παρανόμι Κάβουρας όσο και το επώνυμο Παντελάκης.

Στον Αγιάννη μάλιστα, στις ημέρες μου; είχε έρθει από τα Δολιανά και παντρευτεί ο Σωτήρος ο Παντελάκης ή Κάβουρας, καλαντζής (πέθανε πριν λίγα χρόνια). Αλλά για το ιστορικό του Κάβουρα παραθέτω την αφήγηση ενός απογόνου του, όπως ακριβώς την ηχογράφησα:


  Μαρμαράλωνο, ο συγγραφέας Ιωαν. Αρβανίτης. Ο επίγειος παράδεισος και στο βάθος ο Αγιάννης (Οκτ. 2014)
 «Εγώ ο Γιάννης ο Κολοβός του Γεωργίου από το 'Αστρος Κυνουρίας θέλω να σας διηγηθώ μια ιστορία ενού πρόγονού μου, του Κωσταντίνου Κάβουρα. Ήτανε αδερφός της γιαγιάς μου. Ένας είχε πειράξει μια ξαδέρφη του. Θίγηκε γι' αυτό και τον έπιασε και του το 'κανε γνωστό: 'Εάν την ξαναπειράξεις θα 'χεις να κάνεις με μένανε. Αυτός όμως δε χαμπάρισε*1 καν. Μετά ένα μήνα ξαναεπιχείρησε τα ίδια. Και δεύτερη φορά τον παρατήρησε σοβαρά ο Ντίνος, αλλά πάλι καρφάκι δεν του κάηκε. Το κακό τρίτωσε.

Ξαναμμένος πια ο πρόγονός μου τον βρίσκει, τον πλησιάζει αμίλητα και του κοπανάει μια γροθιά στα μελίγγια έπεσε μέσα στην αγορά στα Δολιανά κι έμεινε στον τόπο. Τον πιάσαν, τον δικάσαν και τον έβαλαν φυλακή στ' Ανάπλι.

Έκανε πεντέξι χρόνια στη φυλακή κι απολύθηκε. Γύρισε πάλι στα Δολιανά. Το 'μάθαν τα αδέρφια του σκοτωμένου - ήτανε πεντέξι αδέρφια, Τσιροπουλαίοι λεγόντουσαν, από την Αρτσίνα - κι εφοβερίζανε να τον σκοτώσουν. Και ξεκίνησαν για τις Σπηλιές έτσι λέγανε τα Κάτω Δολιανά καθώς ξέρεις - από τις σπηλιές που έχουν ακόμη. Εκεί που κατηφόριζαν, στις λογκάδες*2, βρήκαν μπροστά τους έναν πρωτοξάδερφο του Ντίνου, το Βασίλη. Τον ντουφέκισαν και τον στράβωσαν από το 'να μάτι.

Άκουσε ο Κωσταντίνος την ντουφεκιά και πονοιάστηκε*3. Να σου και πλάκωσαν εκείνοι στο μαγαζί. Καθόταν στο παράθυρο. Στη στιγμή αρπάζει ένα κούτσουρο, δένει και φτιάχνει απάνω τη μάγκα του, το μαντίλι του που φόραγε, έτσι που έμοιαζε με το κεφάλι του. Και τους ξεγέλασε.
Τραβάνε κανά δυο τρείς μπαταριές εκείνοι με τα δίκαννα. Μαντίλι και κούτσουρο τα σήκωσαν στον αέρα. Φυλαγμένος πίσω από την πόρτα ο Ντίνος, βουτάει τον γκρα. Τρομαγμένοι εκείνοι, μόλις τον είδαν, κάνουν ίσια πέρα στο γιοφύρι και πέφτουν κάτου στη λογκά. Τους έφτασε ο Κάβουρας κι ελιά σ' ελιά τους ξέκανε, τους σκότωσε όλους.

Μετά πια στασιό και σωτηρία δεν είχε άλλη και βγήκε στο κλαρί. Έτσι κατάντησε και ζούσε σα ληστής. Αλλά, όπως προείπαμε, αυτός δεν ήτανε ληστής, ήτανε άνθρωπος ηθικός και με φιλότιμο. Εξαιτίας που θίγηκε η τιμή συγγενικής του οικογένειας αναγκάστηκε να φτάσει εκεί που έφτασε, να εγκληματήσει και να βγει στο βουνό.

Βγήκανε αποσπάσματα χωροφυλάκοι και τον κυνηγάγανε. Δεν μπορούσαν να τον πετύχουν, να τον πιάσουνε. Γι' αυτό ξεσπάγανε και χτυπάγανε τους συγγενείς του. Από τους κοντινότερους ήταν ο παππούς μου. Του 'καναν μαρτύρια. Μια του άδειαζαν το καλύβι, μια τού 'παιρναν τα πρόβατα. Μια φορά τα πήρανε τα πρόβατα και τα πήγανε στη Ζάβιτσα*4, κάτω από ένα βράχο. Τα στρουγκιάσανε*5 κει και τα αρμέγανε οι χωροφυλάκοι. Φτάνει από πάνω ο Κάβουρας και κυλάει ένα τσιουρούμι* 6 και πέφτει ίσια μες στην καρδάρα*7.
Κάνουν άλα*8 κι όπου φύγει φύγει οι χωροφυλάκοι. Λακάν και τα πρόβατα και κολλάνε πάλι στα Δολιανά απέναντι, στο βοσκοτόπι τους.

Έτσι χρόνο με το χρόνο, πέρασε πολλά χρόνια στο βουνό. Έσιαχνε*9 τις πίγκες *10 , όπως τις λέγανε τότες, τις αρβανίτικες, με δυο μύτες. Περπάταγε στις λάσπες, στις χωραφιές και στα χιόνια και στις πατημασιές του δεν ξεχώριζαν μπρος και πίσω. Και τα αποσπάσματα δεν καταλάβαιναν προς τα πού πηγαίνει. Προς τα δω; Προς τα κει;

Γι' αυτό και τον έβγαλαν Κάβουρα, γιατί ο κάβουρας περπατάει λοξά, πότε προς τα δω, πότε προς τα κει. Δεν έχεις ακουστά που το λένε: 'Πάει ανάποδα σαν τον κάβουρα'.
Παντελάκης λεγόταν πρώτα. Το παρατσούκλι του Κάβουρας το πήρανε από τότες και οι συγγενή δες του.

Ύστερα απ' όλα αυτά τον επικηρύξανε σα ληστή. Και οι συγγενείς τα πλήρωναν όλα τα σπασμένα από τα αποσπάσματα κάθε φορά. Καταδιώκοντάς τον ένα απόσπασμα βρισκόταν στο Στόλο*11 Το βράδυ καταλύσανε σε ένα μετόχι εκεί του μοναστηριού του Προδρόμου, στον Άγιο-Χαράλαμπο.
                      
                      Περιοχή του Στόλου Κυνουρίας ένα από τα λημέρια του Κάβουρα. 
Ο Κάβουρας, εξαγριωμένος γιατί βασανίζανε τους συγγενείς του, μια και δυο φτάνει στο μετόχι τη νύχτα. Είχε μαζί του το στραβό από το 'να μάτι ξάδερφό του, που προείπαμε, και τον Καμπυλόγιαννη με τη φουστανέλα. 'Κάρφωσαν' τα ντουφέκια με τις μπούκες προς τα μέσα, τη μια μεριά και την άλλη στην πόρτα. Μια κλωτσιά και μια σπρωξιά στην πόρτα κι έπεσε μέσα.

Όρμησε κι αυτός. Σαράντα άτομα ήτανε το απόσπασμα.
'Μην κουνηθεί κανένας', τους φώναξε' 'αλλιώς θα πεθάνετε όλοι σας.
Εγώ είμαι ο Ντίνος ο Κάβουρας!'
Βουτάει τον αξιωματικό και τον σούρνει όξω. Τραβάει το μαχαίρι και του λέει: 'Τι θέλεις να σου κόψω τώρα; Αυτιά; Μύτη; Πόδια; Ο Κάβουρας εγώ είμαι. Πιάσε με ντε*12 Τι σου φταίνε οι συγγενή δες μου που τους πιάνεις και τους βασανίζεις και τελεύεις*13 τόσα και τόσα άναντρα;'
Του λέει τρεμουλιασμένος ο αποσπασματάρχης: Χάρισέ μου τη ζωή κι εγώ δεν πρόκειται πια να σε ξανακυνηγήσω. Θα δηλώσω ανικανότητα και θα φύγω γι' αλλού. Κι έτσι κι έγινε.

Στο μεταξύ, αφού έφυγε ο αποσπασματάρχης, έμεινε ελεύθερος στην περιοχή ο Κάβουρας. Κάπου ένα χρόνο δεν τον κυνηγήσανε. Τελευταία, δεν ξέρω πώς του 'ρθε, θέλεις μπαΐλντισε*14 γυρίζοντας, θέλεις κάτι άλλο σοφίστηκε, αποφάσισε να παραδοθεί. Παράγγειλε λοιπόν στην Εισαγγελία στ' Ανάπλι να στείλουν στον Αχλαδόκαμπο*15 φρουρά να τον παραλάβει και να ξαναμπεί στη φυλακή.
Ο Εισαγγελέας τότε μαζί με ένα απόσπασμα και με τη στρατιωτική μουσική πήγαν στο ορισμένο μέρος, όπου πράγματι παρουσιάστηκε και παραδόθηκε ο Κάβουρας. Και τον πήγαν παράτα και με τη στρατιωτική μουσική στ' Ανάπλι και τον έβαλαν πάλι στη φυλακή. 2


                         Το φοβερό Παλαμήδι. Κάπου εδώ σκοτώσανε τον Κάβουρα. 
Στη φυλακή έμεινε τέσσερα πέντε χρόνια και ασχολιόταν σιάχνοντας μικροκομψοτεχνήματα της φυλακής, που τα 'στελνε δώρα στο βασιλιά και σε άλλους. Έτσι, είχε κερδίσει ολουνών τη συμπάθεια και ήταν να του δοθεί χάρη. Αλλά από τη φυλακή φοβέριζε: "Άμα βγω θα κάψω στα Δολιανά τρεις γειτονιές με λάδι”. Νοούσε βέβαια όσους τον είχαν κατατρέξει και του είχαν κάνει κακό.

Οι Δολιανίτες λοιπόν έκαναν αναφορά στην Κυβέρνηση για τις φοβέρες του και δεν τον απόλυκαν. Τότε αποφάσισε να δραπετεύσει. Αλλά ήταν δύσκολο, γιατί είχαν τριπλοσκοπούς. Βασάνισε το μυαλό του και μαζί με άλλους δυο άνοιξαν ένα λαγούμι με τα κουτάλια. Κι είχε φτάσει μόλις στο τέλος για να βγει, μα κουνήθηκε μια πέτρα, την παρατήρησε ο σκοπός και τον σκότωσε απάνω που έβγαινε, μαζί και τους άλλους δυο.

Αυτό ήταν το τέλος του Κάβουρα, που για ένα φιλότιμο, για την τιμή και την υπόληψη των συγγενών του, σκότωσε, φυλακίστηκε και πήρε το βουνό. 'Άλλοι οι καιροί τότε!»

Ακριβώς, για τα κατορθώματα και τη λεβεντιά του ο Κάβουρας τραγουδήθηκε από το λαό. Στη β' μάλιστα νεότερη παρλ., η λαϊκή συμπάθεια και συμπαράσταση εκδηλώνεται καταφανέστερα με το να τον αποκαλούν «δόλιοΚωσταντίνο» (κακόμοιρο Κ.) και με το να γίνεται λόγος για τη νια γυναίκα και τα παιδιά του, που δεν τους ταιριάζει η ορφάνια, και ακόμη με την απροκάλυπτη εκδήλωση εχθρότητας προς τα αποσπάσματα: «που να 'χετους φαν τα φίδια». Με το πέρασμα πράγματι του καιρού η μνήμη του Κάβουρα περιβαλλόταν όλο και με περισσότερη αίγλη. (Πβ. ληστής Καβουρίνος, Λ.Δ., Ε' 152, 28 - Δ:. 65 - περ. Αρκαδικά, 1980, τ. 4, σ. 44).

1. σπήλαιο: Η χρήση της λόγιας λ. «σπήλαιο» έχει τούτη την εξήγηση: Τα καταδιωκτικά αποσπάσματα, που θα αναζητούσαν το κρησφύγετο του φυγόδικου Κάβουρα, θα χρησιμοποιούσαν στις συζητήσεις συχνά, καθώς και στα επίσημα έγγραφα, τη λέξη «σπήλαιο», αντί σπηλιά, και έτσι θα πέρασε και στο στόμα του λαϊκού στιχουργού και τραγουδιστή. Στη β' παρλ., προσδιορίστηκε σαφέστερα το τοπωνύμιο και η λ. σύμφωνα με το λαϊκό γλωσσικό. αίσθημα: «στα σπήλια». Πρόκειται βέβαια για τα σημερινά Κάτω Δολιανά, τα οποία για τις πολλές τους σπηλιές ονομάζονταν, όπως θυμάμαι και από τα παιδικά μου χρόνια,
2. Μόνο ψυχολογική ερμηνεία μπορεί να δοθεί σ' αυτή την απόφασή του. Δεν ήταν πράγματι κοινός ληστής, αλλά παλικάρι με προσωπικότητα που αναγκάστηκε να σκοτώσει. προασπίζοντας από φιλότιμο την αξιοπρέπεια των συγγενών του, σύμφωνα και με τα τελευταία λόγια του αφηγητή. Όταν όμως σταμάτησαν να τον καταδιώκουν τα αποσπάσματα, περιφρονώντας τον κατά κάποιον τρόπο - άλλωστε δεν προέβαινε σε άλλου είδους αξιόποινες πράξεις - τούτο ηθικά τον ταπείνωσε. Από τη μια δεν είχε πώς να δράσει, αφού δε διωκόταν, και από την άλλη δεν καταδεχόταν να ζει εις βάρος των χωρικών. Εξάλλου, αφού είχε εξοντώσει και αυτούς που τον είχαν προσβάλει, η ανταρσία του πια δεν είχε νόημα. Έτσι, πήρε τη γενναία απόφαση και παραδόθηκε. Ακριβώς, λοιπόν, για τους παραπάνω λόγους η εκούσια παράδοσή του χαρακτηρίζει το ηθικό του ανάστημα. Τούτο επικύρωσε και η πολιτεία που τον οδήγησε με τιμητική παράτα στις φυλακές του Αναπλιού.

                       
                       Εξώφυλλο και αφιέρωση στο β τόμο. ► ΣΧ1

             Γλωσσάριο.


*1 χαμπάρισε =Δεν πείρε είδηση.
*2 Λογκάδες = Δασώδης ομαλή έκταση – κοιλάδα. Υπάρχει  
    τοποθεσία κοιλάδα του Τάνου.
*3 πονοιάστηκε = Υποψιάστηκε. Πέρασε από το μυαλό του η
     υπόνοια.
*4 Ζάβιτσα = Αρχαίο Τημένιον. Πρόβουνο του Πάρνωνα. Υψ. 976 μ. Σύνορα – 
   Αργολίδας.
*5 στρουγκιάσανε = Βάζω τα γιδοπρόβατα στη στρούγκα και τα αρμέγω.
*6 τσιουρούμι = ακατέργαστος ογκόλιθος.
*7 καρδάρα = Ποιμενικό δοχείο, συνήθως ξύλινο, λέγετε και γαλομέτρα, γιατί
 χρησίμευε να μετριέται το γάλα. Συνήθως είχε χωρητικότητα
8* άλα = Κάνουν ορμητικό ξεκίνημα. Στόλο
*9 Έσιαχνε = Έφτιαχνε.
10* πίγκες= τσαρούχια κόκκινα με μαύρες φούντες. 
*11 Στόλος = Ένα από τα Καστριτοχώρια. ΒΔ του Αγιάννη απέχει μια ώρα
πεζοπόρου.  
*12 ντε = Βεβαιωτικό μόριο.
*13 τελεύεις = τελειώνω.
*14 μπαΐλντισε = Βαριεστάω, βαριέμαι.
*15 Αχλαδόκαμπος = Κωμόπολη της Αργολίδας. Τα βουνά φαίνονται από τον   
  Aγιάννη.

                      Αυτοβιογραφικό σημείωμα  Ιωάννη Μ. Αρβανίτη 

Γεννήθηκα στο Άστρος το 1921. Οι γονείς μου ήταν μικροαγρότες και μεροκαματιάρηδες. Ορφάνεψα από πατέρα σε ηλικία 10 ετών και η μητέρα μου, αγράμματη, αλλά κοινωνικά σοφή, στάθηκε συμπαραστάτης και σύμβουλος σ’ όλη μου τη ζωή. ► ΣΧ2.

Δημοτικό και Ημιγυμνάσιο τελείωσα στο Άστρος και Γυμνάσιο στο Άργος ► ΣΧ3. Αποφοίτησα το 1942 από την Ακαδημία Τριπόλεως, παρακολούθησα τη Μετεκπαίδευση των Δημοδιδασκάλων το 1952, αποφοίτησα από τη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών το 1953 και απέκτησα Διδακτορικό Δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης/ Παρίσι, με υποτροφία του Γαλλικού Κράτους, το 1965.
Υπηρέτησα από το 1943 διαδοχικά σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης ► ΣΧ3. και συνταξιοδοτήθηκα το 1981 ως Εκπαιδευτικός Σύμβουλος από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (πρώην Κέντρο Εκπαιδευτικών Μελετών και Επιμορφώσεως). Μεταξύ άλλων δίδαξα και στην Κωνσταντινούπολη, στη Μεγάλη του Γένους Σχολή.
Μελέτες και άρθρα επιστημονικού ενδιαφέροντος και πολιτιστικού περιεχομένου, αλλά και ποιήματα δημοσιεύονται στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο, σε συλλογικές εκδόσεις και σε εκδόσεις –αφιερώματα. Συνεχής είναι και η παρουσία μου σε αμιγώς επιστημονικά συνέδρια και αρκετές οι σχετικές δημοσιεύσεις περί τη λαογραφία, την ιστορία και την αρχαία Ελληνική Γραμματεία στις εκδόσεις των Πρακτικών των συνεδρίων αυτών.
Το κυρίως συγγραφικό μου έργο συνίσταται από τις εξής μονογραφίες:

α) Σοφοκλέους Φιλοκτήτης, Αθήνα 1958.
β) Ο Σοφοκλής ως παιδαγωγός, (διδ. διατρ.), Αθήνα 1973
γ) Από τις πηγές του λαού μας, τόμ. Α΄ - Ποιητικά και Πεζά κείμενα, Αθήνα
1985 και τόμ. Β΄ - Παροιμίες –Γλωσσάριο, Αθήνα 1988.
δ)  Μαραθώνας – Ευρώπη, Αθήνα 2009 (β΄ έκδοση)

 
ΣΧΟΛΙΑ Παν.Ι.Δ.Βλαχάκη.

► ΣΧ1 Ο Γιάννης είχε μόνο πέντε 5  βιβλία με τη διατριβή του «Ο Σοφοκλής ως παιδαγωγός, (διδ. διατρ.), Αθήνα 1973» Δεν το έβρισκα με τίποτα. Το 1993 μου χάρισε το ένα.
Τον εκτιμώ και τον σέβομαι αν και έχουμε ουσιαστικές διαφορές σε προσέγγιση διαφόρων θεμάτων.
Ας μου επιτρέψει να αναφέρω ένα προσωπικό θέμα !!.
Είχαμε και κουβεντιάσει να του δείξω ένα κειμενογράφο στον Η/Υπολογιστή. Συγκινήθηκα και το συμφωνήσαμε, του είπα ότι εφόσον γράφει στη γραφομηχανή είναι εύκολο αρκεί να μάθει κάποια βασικά στον Η/Υ. Φάνηκα ασυνεπής. Για δυο λόγους ο πρώτος λόγο ελλείψεως χρόνου. Η δεύτερη σκέψη που έκανα ήταν ότι σε αυτή την ηλικία δεν ήταν σωστό να τον κουράσω. Είμαι σίγουρος ότι θα το μάθαινε γιατί είναι φιλομαθής μέχρι τα βαθιά του γεράματα. 

► ΣΧ2 Η θεια Σμαράγδη πάντα ήταν στυλοβάτης του παιδιού της. Όταν ο Γιάννης ήταν στο Παρίσι ήθελε να επικοινωνεί μαζί του χωρίς να διαβάζει κανείς άλλος τα γράμματα τους. Επειδή ήταν αγράμματη δεν μπορούσε να γράψει και να διαβάσει. Έκλεινε στο φάκελο ένα κλωνί βασιλικό έγραφε κάποιος τη διεύθυνση και το έστελνε στο γιο της!!!. Το σήμα ελήφθει μέγιστη σημειολογία!! Ο Γιάννης κάθε φορά που έπαιρνε το βασιλικό ήξερε ότι η μάννα του ήταν καλά. 

► ΣΧ3 O Μοναδικός Αγιαννίτης που φοιτούσε τότε στο Γυμνάσιο. Οι Γιαλίσιοι οι  Καλαμαράδες δεν αποδέχτηκαν ποτέ την πρόοδο του φτωχού και ορφανού παιδιού από τον Aγιάννη.

► ΣΧ4 Ο Γιάννης υπηρετούσε στο Καστρί στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Οι συνθήκες διδασκαλίας τέλειες !!! Γυμνάσιο στο παλιόσπιτο του Δαμάσκου. Κρύος, βαρύς χειμώνας μοναδικό μέσο θέρμανσης μια παλιοσόμπα!! Τα Καστριτάκια όπως όλα τα παιδιά σκάρωσαν φάρσα στο δάσκαλο. Τράβηξαν το μπουρί της σόμπας, έριξαν μια σκορδοπλεξίδα και χλωρά ξύλα, έφαγαν σκόρδα και κάποια αναιδέστατα άρχισαν να πορδίζουν!!! Η ατμόσφαιρα άρχισε να γίνεται από ανυπόφορη μέχρι αποπνικτική. Νόμισαν ότι θα τα έβγαζε έξω και θα γλύτωναν το μάθημα!!! Αμ δε ο Γιάννης άνοιξε τη πόρτα, έβγαλε το κεφάλι του και έπαιρνε αέρα, τα εμπόδισε να βγουν και τους είπε: «Ήσαστε πονηρά παιδιά μου αλλά εγώ γεννήθηκα στον Aγιάννη και σε ΄μένα δεν περνάνε αυτά!!» Τα άφησα λίγο στους καπνούς και στις μυρωδιές, άρχισαν να βήχουν, να παρακαλούν και να φωνάζουν. Όταν είδα ότι τα πράγματα ζόριζαν τους επέτρεψα  να βγουν. Έκαναν μπραφ και βγήκαν στο κρύο αγιάζι του Μαλεβού. Αέρισα το σχολείο έφτιαξα τη σόμπα και ξανά μέσα …..


Click to enlarge image 10.jpg

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου