Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

ΤΟ ΛΙΟΜΑΖΩΜΑ.



           Γράφει ο
  Χριστόφορος Β. Νικολάου    
        Από το βιβλίο του
« ΠΕΡΔΙΚΟΒΡΥΣΗ σαν παραμύθι»

                                            Το λιομάζωμα (στα 1955)

 Κυριακή, ο κόκορας είχε λαλήσει. Την άλλη 'ναι παραμονή του Χριστού.
 Περάσανε το γιοφύρι, το καλύβι του Μάρου, τα Σουρουπέκα, του Σκρουμπή, χάραζε κατά την ανατολή. Προσπεράσανε και τον Καλατζή απ' τον Άγιο Νικόλα με τη φαμελιά του. Κατεβαίνανε να ξεχειμάσουνε αυτοί, το βασταγό μέχρι τ' αυτιά φορτωμένο συμπράγκαλα.
-Καλό χειμώνα Χρήστο, αργά το πήρατε φέτος.
-Γεια σου Βασίλη, είχα δουλειές απάνω... Καλά μπερκέτια, καλομάζευτα...
Πήρανε τον κατήφορο, στο Μελίσσι καπνίζανε τα καλύβια, άνοιγε η μέρα. Γλέπανε ακουμπέτι τα παιδιά το δρόμο, τις μουλαροπατημασιές και τη λάσπη. Ξεπετάγανε 'πο τις πατουλιές κοσύφια και τσίχλες, πετάγανε λιθάρια να τα πετύχουνε, όρμαγε κι ο Ασίκης να τα βουτήξει, φτάσανε στην Τουρκοπεζούλα.
Συγνεφιά, μαλακός ο καιρός, εδεκεί για ελιές. Ξεπεζέψανε ο Πατέρας και η Μάννα, κατεβάσανε τα πράματα. Δέσανε τα ζα στην άκρη το χωράφι πούχε χορτάρι να βόσκουνε. Πολέμαγε το μικρό τις γαλότσες του, πάει η Μάνα τι να δει, 'χε φτάσει η λάσπη στο γόνατο. Του 'βγαλε τα τσουράπια, μουσκίδι, αναβατιασμένα τα ποδαράκια του, του σκούπισε τα καλάμια με την ποδιά της, έτριψε τις πατούσες του, σκούπισε όσο μπόργε τις γαλότσες και του 'βαλε γρούλια τα πόδια μέσα.
-Το είπα του Πατέρα σου, πάρ' το παιδί στα καπούλια, ας το παιδί να μαθαίνει, 'θελες κι εσύ ν' αλητεύεις με τον άλλονε, τρομάρα σας.
Αριολόγια, σαν καρύδια οι ελιές. Μπόλικο χαμολόγι αλλά καθαρό, δε θα το βάνανε χώρια.


                               Παραδοσιακό μάζεμα ελιάς στην περιοχή των Δολιανών.
Πιάσανε το μάζεμα 'πο την κάτω πεζούλα. Έζωσε ο Πατέ­ρας την ποδιά του, πέρασε το πιργιόνι στη λουρίδα κι ανέβη στην ελιά. Η Μάννα με τα παιδιά χάμω. Κι ο Ασίκης να γυρόρχεται κουνώντας τη νουρά του. Έκοβε κλάρες ο Πατέρας, καθάριζε 'πομέσα την ελιά, τις έρινε κάτω να τις αρμέξουνε οι άλλοι. Άρμεγε κείνος τις απάνω στην ποδιά του, έπεφτε και καμιά στα κεφάλια του παιδιώνε, ωχ, πιάνανε το κεφάλι τους τάχα πονήγανε, κρυ­φογελάγανε μετάξυ τους. Έρινε η Μάνα τις ελιές στην ποδιά της, τα παιδιά στον παλιό γκουβαδάκο π' ακουμπάγανε μπροστά τους.
Ογρά τα χορτάρια, τα λιθάρια και το χώμα. Κοκαλιάζανε τα χέρια του παιδιώνε, μουδιάζανε τα δάχτυλα, τα χώνανε στις τσιέπες λιγούλι και μάτα. Άναψε φωτιά ο Πατέρας, πηγαίνανε τα ζεσταίνανε. Η Μάνα δε 'στανότανε κρύο, ξύλα τα χέρια της.
Έφευγ' η δουλειά, βαλνόντουσαν οι μεγάλοι να γιομίσουνε τις σακούλες. Κιοτεύανε τα παιδιά, πιανότανε η μέση τους 'πο το χάμω, παγαίνανε τάχα προς νερού τους πάρα πέρα, κάμανε χρό­νο. Έδινε αγκωνιές στο μικρό ο μεγάλος, κλάααμα, παράπονο
'κείνο, το τράβαγε η Μάννα 'πο την άλλη της μεριά, σε λιγουλά­κι μάτα δίπλα στο μεγάλο να τονε τσιγκλάει! Αφήνανε το χάμω, αρμέγανε σκόρπια τις χαμηλές κλάρες, οι μισές ελιές όξω 'πο το γκουβά. Πολεμάγανε να πιάσουν και κανά τσιριγκόγιαννη, μεσ' τα πόδια τους ερχόντουσαν. Έβγαινε 'πο τα ρούχα της η Μάννα, τα μάλωνε, παλιοκαθάρματα, τεμπελόσκυλα... Κρυφογέλαγε ο Πατέρας...
-Ναι, γέλα συ με τα προκομμένα σου, δίνε τους αέρα... Στρωνόντουσαν στη δουλειά τάχα, πεθαμένα στα γέλια...                 -Μεσημέριασε, είπ' ο Πατέρας κι έλυσε την ποδιά του.
     Κάτσανε να κολατσίσουνε, στρώσανε λινάτσες κοντά στη
φωτιά, κοντά κι ο Ασίκης. Είχ' απλώσει στη φωτιά η Μάννα τα τσουράπια του μικρού, του τα 'βαλε στεγνά και ζεστά στα πόδια. Έβγαλε το κολατσιό 'πο το ταγάρι. Ψωμί, τυρομούτζιθρο, δυο κρεμμύδια και κρασί. Έκοψε το ψωμί με το σογιά του ο Πατέ­ρας, και το τυρί. Στούμπισε απάνω σ' ένα λιθάρι τα κρεμμύδια. Πήρ' ένα ξύλο και ανάδευε τη χόβολη, είχε βαλμένα ελιές και τις έβγαζε. Τρώγανε οι μεγάλοι, μμμ λουκούμι, δοκιμάζανε τα παιδιά, μπλιέεαα! Τουρλώνανε και τη μποτίλια, μικροί μεγάλοι.
Τους στράβωνε και ο καπνός.


                         Τι και αν τους βάρυναν το χρόνια το μάζεμα της ελιάς προέχει.
     Ο καιρός βάραινε. Κατσαφάρα  αψηλά, στ' Αγκώνια και στη
          Ζάβιτσα. Και σάμπως να σίτιζε, μόοολις.
     -Χιονιάς, είπ' ο Πατέρας. Δε θα τη φάμε τη μέρα.
     -Το φοβόμουνα 'γω, έγλεπα τον παππούλη μου και τη γιαγιά
μου απόψε, είπε η Μάνα.
-Σάμπως δε θα μας αφήσει να μαζώσουμε καλοπίχερα τις ελιές μας, είπε το μικρό μεγαλίστικα και σκάσανε ούλοι στα γέλια. Τα παιδιά να χουνε κατουρηθεί. Και τα μάτια ολονώνε να κλαίνε, 'πο το γέλιο, το κρασί, τον καπνό και το κρεμμύδι! Γάβιζε χαρούμενα κι ο Ασίκης!
     Δεν τη φάγανε τη μέρα, έκλεισ' ο καιρός, αρχίνισε να ψιλορίνει.
     -Μαζεύτε τα, είπ' ο Πατέρας. Έκλεισε. Απάνω θα χιονίζει.
     Τηρηθήκανε τα παιδιά και κρυφογελάγανε 'πο τη χαρά τους!
Στο 'να μουλάρι τις ελιές, στ' άλλο λιόκλαρες για τα ζουντα­νά. Βάλανε και τ' άλλα συμπράγκαλα. Ο Πατέρας με τη Μάνα, τα
παιδιά χανε κάνει τ' ανήφορο. . .
     Λαμπιρίζανε οι στάλες στη χαίτη του μουλαριώνε, ογριεύανε
και βαραίνανε τα δικά τους σκουτιά. Βγήκαν απάν' απ' το Μελίσσι. Το Άλογο άσπριζε, το Κουτσουροβούνι τα ίδια, η Νεραιδόραχη φαινότανε αχνά, φορτωμένη για τα καλά. 'Σαμε να φτάσουνε στο γιοφύρι, το χε κατεβάσει στο ποτάμι, πυκνό, δεν έγλεπες μπρο­στά σου. Ακούσανε γνώριμο κουδούνι, όσο να καταλάβουνε, φάντης μπαστούνι μπροστά τους ο Παναγιωτούρος. Χιονάνθρωπος καβάλα στ' άλογο!
      

                        Πολίτες ενός άλλου κόσμου όταν μάζευαν ελιές σε αυτό τον κόσμο. 
-Ε, Μήτσο, ρίνει πολύ απάνω;
-Θα μας χώσει 'πως δείχνει. Δε μπιστεύω να μ' αφήσει ν'
ανέβω πριν του Χριστού. Καλοφάγωτο το γουρούνι!
     -Θα σου φυλάξουμε. Όταν φέρεις το θέλημα του γέρουνε, θα
πιούμε μια κούπα!
     Στο χωριό που φτάσανε το χε τρεις πιθαμάδες. Καρτέρηγε η
Τσιούπα στο παραθύρι, σκούπιζε με τα μάγουλα το τζιάμι που θά­μπωνε, είδε τα παιδιά, βγήκε όξω, βγήκανε και τα μικρά, κάνανε σα ζουρλά στο χιόνι. Ήρθανε οι μεγάλοι, κατεβάσανε το κλαρί, ρίξανε στα ζουντανά. Κατέβη ο Πατέρας στο λιοτρίβι να ξεφορ­τώσει τις ελιές, ήτανε κι άλλοι πού χανε φερμένα: ο Καλατζής, ο
Κοπανάς κι ο Βαγγελόγιαννης.
     Τα παιδιά χανε ξεμπουρδαλιάσει στο χιόνι, και το κορίτσι
μαθέ. Τα έκριαζε η Γιαγιά στην πόρτα, πού να τα συλαρώσει. Τα 'γλεπε με τα κοντά παντελόνια και την έπιανε σύγκρυο.
     -Ζιέεε Παναζία μου, θα τα πιάσει θέρμη, θα μ' αρρωστήσουνε,
'λάτε δω καμάρια μου...
Μαζευτήκαν' ακουμπέτι, πέσανε στην αγκαλιά της όπως η κλώσα τα πουλιά. Στάζανε, μουσκίδι ως το κόκαλο. Ξυλιασμέ­να χέρια και πόδια, τρέχαν' οι μύξες τους, λαχανιασμένα 'πο το παιγνίδι. Σβέλτα η Γιαγιά, τα πήγε στην απάνω μεριά κοντά στη φωτιά και τα 'γδυσε τσίτσιδα. Ντρεπόντουσαν, κρύβανε τ' αχαμνά τους, κοκκίνιζε στην άλλη άκρη η Τσιούπα, κρυφοχαχανίζανε. Τα σκούπισε με την καθαρή ποδιά πούχε απλώσει στη φωτιά, τους έβαλε στεγνά σκουτιά, κάτσανε στη φωτιά.
-Όχι πολύ κοντά, είπε η Μάνα, θα κάνουνε κεραμίδες τα πό­δια σας.      .
Ήρθε κι ο Πατέρας, έριξε χοντρά κούτσουρα, ντουμάνι η φω­τιά, ο τέντζιερης στην άκρη της γωνιάς άχνιζε. Έστειλε σύνθημα με τον Κοπανά στον Τασόγιαννη, σφύριξε και στον Τηλέμαχο για λαγό την αυγή, άμά 'κοβε ο καιρός. Έβγαλε απ' το κασόνι το κου­τί με τ' ασκαγομπάρουτα, τα καψούλια, τις τάπες και τη μηχανή, και γέμιζε φυσίγγια. Τηράγανε όλο περιέργεια και θαυμασμό τα παιδιά!
Ο Παππούλης στ' αψηλό τραπέζι, νεοφερμένος 'πο την ξε­νιτιά, πενήντα χρόνια Αμερική, τήραγε παραξενεμένος. Πρωτό­γνωρα πράματα. Χάιδευε τα κεφάλια του παιδιώνε.
Μαζεύτηκε η φαμελιά γύρω στο σοφρά. Ο Παππούλης κι η Γιαγιά στ' αψηλό τραπέζι. Η Αγάπη περίσσευε.
Η νύχτα πο' 'πεσε, δεν αμπόδιζε ν' αχνοφέγγ' η χιονισμένη αυλή, τηράγανε τα παιδιά 'πο το τζιάμι. Σιγαλιά. Κι ο Θεός αψη­λά, συνέχαγε να σκεπάζει με χρυσάφι απαλά απαλά τα βουνά, τα χωράφια, τα καλύβια και τα σπίτια των αντρώπονε. Κι η νύχτα τούτη θα 'τονε μακριά, με νεράιδες, παραμύθια, πολέμου ς και ταξίδια σε χώρες μακρινές.

Βιογραφικό.
   O Χριστόφορος Βασ. Νικολάου γεννήθηκε στην Περδικόβρυση (Τσερβάσι) το 1947. Πήγε στο δημοτικό σχολείο του χωριού του, στο γυμνάσιο του Περιστερίου Αθήνας και στο λύκειο του Αγίου Νικολάου Καστρίου. Μπήκε στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών απ' όπου και πήρε πτυχίο γεωπόνου και οινολόγου. Άσκησε το επάγγελμα του οινολόγου και εμπόρου γεωργικών εφοδίων. Παντρεύτηκε τη συμμαθήτριά του στο λύκειο Μαίρη Μενελάου Καπράνου με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Σήμερα είναι συνταξιούχος. Ασχολείται με γεωργία, κηπουρική, μαστορέματα - κατασκευές, μουσική, λογοτεχνία και ιστορία. Αγαπά και πονά (από το γεωπόνος) πολύ τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε.  Το 2013  μας χάρισε ένα θαυμάσιο βιβλίο με τον τίτλο :                        «ΠΕΡΔΙΟΒΡΥΣΗ ...σαν παραμύθι». Κατά την ταπεινή μου γνώμη μοναδικό του κίνητρο ήταν αγάπη του για τον τόπο μας. Ο Χριστόφορος  υπογράφει και σαν Γιορβάσιος.

Σχόλια Παν. Ι.Δ. Βλαχάκη.
1, Πληροφοριακά το βιβλίο «Ταξίδεψε» πολύ καλά και σχεδόν έχει εξαντληθεί.
2. Υπάρχουν πολλές λέξεις στην ντοπιολαλιά που δίνουν ιδιαίτερο ύφος στο κείμενο. Αν κάποιος έχει άγνωστες λέξεις ας τις μαζέψει να μου τις στείλει σε mail. Aν δεν γνωρίζω καμιά θα ρωτήσουμε το Χριστόφορο.
3. Τα βιβλία τοπικού περιεχομένου είναι δύσκολο να γραφούν και είναι πολυέξοδα. Αποτελούν πετραδάκια που συνθέτουν το οικοδόμημα  της  τοπικής  μας ιστορίας και λαογραφίας.

1 σχόλιο: