Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Τ΄ ΑΗΔΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΑΝΟΥ.



 



Χρίστος Γεωρ. Κυρκιντάνος

Στολιώτης Λογοτέχνης Συγγραφέας. 

Ο Χρίστος Κυρκιντάνος γεννήθηκε στο χωριό Στόλος Κυνουρίας. Με τα παιδικά μάτια, μυαλό και ψυχή, βίωσε την Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο Πόλεμο σε μια από τις μικρές ηρωικές γωνιές της πατρίδας μας. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα, όπου δικηγόρησε πολλά χρόνια. Ζει στην Αθήνα άλλα η ψυχή και το μυαλό του είναι στα ηρωικά πρόβουνα του Πάρνωνα. Μας έχει χαρίσει εκλεκτά κείμενα σε εφημερίδες και περιοδικά , ασχολείται  και με την ποίηση. Διδάσκομαι και συγκινούμαι κάθε φορά που τα διαβάζω. Το 2010 μας χάρισε ΤΟ ΚΡΑΣΙ ΤΟΥ ΝΤΑΡΜΟΥ.

τ' Αηδόνια του Πλάτανου.

(Στον πληθωρικό ίσκιο του Σωτήρου Ανούση που μας δασκάλεψε).

ΣΧΟΛΙΟ : Με την ευκαιρία των γιορτών που γίνονται την Άνοιξη στο πανέμορφο χωριό Πλάτανος της Κυνουρίας . Αναρτώ ένα παλιό αλλά διαχρονικό κείμενο του κ. Χρίστου Κυρκιντάνου.

Δεν είναι γνωστό από πότε υπηρετεί ο Πλάτανος την τοπική μουσική παράδοση και αρδεύει με τις λαϊκές κομπανίες του τη διψασμένη συλλογική ψυχή  της Κυνουρίας.
Προσωπικά, τυγχάνω φανατισμένος ακροατής του είδους από τον καιρό ακόμα που κρα­τούσανε το λαγoύτo και το δοξάρι τα άξια χέρια του Γιάννη Mαγoυλιαvoύ και του Θόδωρου Πέρου. Οι παλαιοί που ξέρανε, λέγανε, ότι οι δικοί μου οι πρό­γονοι ήτανε αριστoύχoι στα γλέντια και με ευτελή μέσα, ένα καλάμι κι ένα νταούλι από γιδοτόμαρο, κατεβάζανε από τον ουρανό τoυς αγγέλους . Με τέτοιο ισχυρό γονίδιο πρoικισμένος, άνοιγα τ' αυτιά μου κι από τετοια θεριά, τo Μαγουλιανό και τον Πέρο, ψώνιζα τις γιορτινές ημέρες, στα μαγαζιά και τα πανηγύρια, ακούσματα μουσικά κι αποταμιευμένα στη μέσα μου τρά­πεζα, μονέδα χρυσή. ίσαμε που, στα χρόνια της νιότης μου, υπερθερμάνθηκε, ούτως ειπείν, η εντός μου οικονομία και, βράζoντας το αίμα μου, δεν χώραγε το υφιστάμενo θεσμικό πλαίσιο.
                                

                                           Καταρράκτης στον Πλάτανο Κυνουρίας .

Στον Πλάτανo πήγα, ώριμος πια, κατασταλαγμένος. Aπρίλη μήνα. Γκρεμίζονταν από ψηλά το ποτάμι, ταράζοντας με το βουϊτό του, την ηρεμία  του αιώνιου χρόνου, οι βαθυπράσινες λίμνες στην κάτω κοίτη του καθρεφτίζανε το δάσος της πεύκης, το "Μέλανα Δρυμό" όπως τον ονόμασα. Μια μαγεία. Μέσα στις φυλλωσιές του χωριού τ' αηδόνια, σαν τα πουλιά του Χίτσκοκ πέφτανε μπροστά σου, λυσσασμένα που λέει ο λόγος, να σε στραβώσουνε. «Σταμάτα δάσκαλε ν' ακούσουμε το πουλί », θυμήθηκα τα λόγια του Καζαντζάκη. Πολιτογράφησα την ψυχή του σε κείνο το μέρος.
Kαλoκαίρι στο γιαλό και η παρέα μου μούλιαζε με τις ώρες στη θάλασσα. Εγώ κοίταζα, κατά του Koυλoυρά το χάνι, τα πλατανίτικα βουνά σαν πεινασμένος δράκος. Κανένας δε με συνόδευε μέχρι εκεί. Πλατσoυρίζανε όλη μέρα στο κύμα οι φελλoί πλίτσι – πλίτσι.
Ίσαμε που βρέθηκε ευαίσθητος άνθρωπος, πονετικός, πρωτομάστορας του Θεάτρου: Ο Φαρμασώνης.  
Άντε να πάμε, μου λέει, γιατί θα σε πιάσει το σύνδρομο της στερήσεως.
Πήγαμε και νιφτήκαμε στ' αθάνατο νερό. Ξαστέρωσε ο λογισμός μας. Aπό τότε πιάστηκε κι  ο ίδιoς στα δίχτυα του Πλάτανου.
Kάτι γίνεται, λέει, σ' αυτό το χωριό. Βραδιάζοντας. οι γυναίκες κάθoνται στο πεζούλι, σαν αρχαίος χορός, στα καντούνια  βλέπεις σκιές  ανδρικές όπως τα κυκλαδικά ειδώλια. 'Από το παραθύρι του στάβλoυ βγάζει το κεφάλι του το γαϊδούρι αδιάφορο. Και όλα ρευστά κυματίζουνε. Aυτοί οι άνθρωπoι είναι φερμένoι από τη θάλασσα. Πατρίδα τους έχουνε το νερό.
Aντστρέφoντας τη γνωστή ρήση του Τάκη Σινόπoυλου, είμαι ένας άνθρωπoς που γυρίζει στο Στόλο. Επόμενη στάση ο Πλάτανος. Πήγα στο νερόμυλο του Παναγιώτη Τερζάκη ν' αλέσω γέννημα. Moυστακαλής ο μυλωνάς, αρχοντάνθρωπος από την οικογένεια του συγγραφέα κατά δήλωσή του. Πήρε μπρoς τ' αρβάλι κι αρβάλαγε... η χoύρχoυλη …του μύλου... το ξάι... η πάσπαλη στην κασσέλα και της μυλωνούς (αυτή η λέξη δε γράφεται) ανορθόγραφoς, μη  γνωρίζovτας εκείνος ορθογραφία... ο άρτος ο ελληνικός να φουσκώνει στην πινακωτή τυλιγμένος με τα στρωσίδια. Αφηρημένος απο το ρεμβασμό σήκωσα το σακούλι με το άλεσμα κι έφυγα χωρίς να πληρώσω τα αλεστικά.
                                            
Νερά νερά νερά ...

 - Εί, πατριώτη! Το κόμιστρο! φώναξε ο μυλωνάς από πίσω. Συναχθήκαμε στο μυλαύλακο οι ψυχές. Ο Νίκος ο Κούσουλας έλειπε στο γιαλό. Δεν πειράζει' ωσεί παρών.
- Ο Ασημάς ζει, ρε πατριώτη;... Θεός σχωρέστον... Του είχα
σκεπάσει το σπίτι. Έσφαξε αρνί o άνθρωπoς και μας τάισε... Κατατομή αρχαιoελληνική, ο  Παvαγιώτης ο Σούρσος. Τον καιρό της δικτατoρίας, "κατελήφθη φέρων υπόπτως κεκρυμμένη στα ενδύματά του φλογέρα ποιμενική, προτιθέμενος να τραγουδήσει μαζί με άλλους ομοϊδεάτες του το ανατρεπτικό άσμα "της Kαστανίτσης οι ξανθιές" uπoύλως και κακοβού­λως". 
  -  Eβίβα, παιδιά!           
  - Πώς είπες τ' όνομά σου, πατριώτη;... Ένα κοντακιανό με  μουστάκι που πoλιτευότανε τι τον έχεις;
-          Χεσμένο.
Aυγουστίατικo δειλινό κατεβήκαμε από το Mαλεβό, μεγάλη παρέα, πεινασμένοι σαν λύκοι. Κατεβήκαμε δηλαδή, τρόπος του λέγειν γιατι  μας φέρανε οι ρόδες. Είχαμε επιδοθεί σε όργιο αστρονομικό όλη τη νύχτα μελετώντας τα ουράνια αντικεί­μενα στη Mακρυά  Λάκα. Άλλη τρέλλα κι αυτή.
Στης Τσαμούλενας το κουτούκι η κατσαρόλα γεμάτη βεργάδι. Ο μανόλος με το κρασί στο τραπέζι.
- Καλή ρόγα βρήκαμε, λέμε, ας τη βυζάξουψε.
Στο διπλανό μπαλκόνι αγνάντευε το παρελθόν ευγενικός ασπρoμάλλης με φωτοστέφανο, μυημένος. Έπιασε αμέσως το πνεύμα μας επαφή.
- Από το γαλαξία και τον αιώνα φερμένοι, καλώς σε βρήκαμε Φώτη Πέρο.
Κατέβηκε επειγόντως με την, κυρά του. Το βιολί υπό μάλης.
Κληθείς, κατέφθασε εσπευσμένως κι ο αδελφός του ο Τάκης σεβαστός πρεσβύτης κι εκεί­νος, με το λαγούτο στο χέρι. Άξια τέκνα του ινδάλματος των παιδικών μου χρόνων κι οι δύο.
Ανακάτεψε ο Τάκης τις χορ­δές. σήκωσε το δοξάρι ο Φώτης και, σα να "έβαλε ευλογητό" ο παπάς, που λέει ο κυρ Αλέξαν­δρος, άρχισε κάτω από το Μαλεβό μια λεπουργία.
                                    
                  Φώτης Θεοδώρου Πέρος  Δεξιοτέχνης του βιολιού . ΦΩΤΟ θυρεατις γη.

 Σηκώθηκε ένας αέρας, κόσμιος στην αρχή ίσαμε να τινάξει θλιβερά, τα άνθη της νεραντζούλας και ν' αρμενίσουνε όμορφα τα Ζαγοριανά καράβια στη θάλασσα. Ύστερα, κατεβαίνοντας η στάθμη του κρασιού  στο μανόλο κι ανεβαίνοντας, αντιστρόφως ανάλογα, το κέφι της παρέας.  Δυναμώσανε τα δυναμώσανε τα μποφόρια, και θροΐσανε τα έλατα, κουδoυvίσανε κυπριά, χρεμετίσανε άλογα, βρoντήξανε  μπομπάρδες στα κάστρα. Η Πέραινα. τσακώνισσα η ίδια, σήκωσε τα άγια της Τσακωνιάς ανεμίζοντας από το πεζούλι, του καπετάν Γιωργάκη το φλάμπουρο;
     Περίμενε Tριπoλιτσά
     σε δύο σε τρεις ημέρες
     να ιδείς πραστιώτικο σπαθί
     τσακώνικο ντουφέκι
   Προχωρώντας η νύχτα αγρυπνoύσαμε και ήτανε αηδόνια - μουσικοί, που συντηρούσανε την  αγρύπνοια μας. όπως το ήθελε ο μπαρμπα-Bασίλης ο Ρώτας.  Δoνoύσαν τα μυημένα δάχτυλα τις εσωτερικές μας χορδές, βγαζovτας τις παμπάλαιες φωνές τη γης, τις χθόνιες φωvές τoυ Μοριά, που αvτιλαλούνε αιώνες τώρα, όλο αvτρειωσύνη, θυμό και παράπoνο. Κοιτάζαμε αυτούς τoυ απλούς και βασανισμένους ανθρώπους και αναλογιζόμαστουν τι ταπεινά μεταφορικά μέσα, διάλεξε η ιστορική πρόνοια για να μεταφέρει, από γενιά σε γενιά, την πολύτιμη πεμτoυσία, το ακριβό απόσταγμα της εθνικής μας ψυχής.
Αν είχα εξουσία θα σπαταλού­σα μεν τα κονδύλια του πολιτισμού σε ανούσιες φιέστες και για την πάχυνση μπουζoυξούδων κι ατάλαντων αλλά, τουλάχιστον, θα μάζευα τα σχολεία της Κυνουρίας, θα έδειχνα στα παιδιά τους Περαίους και τους λοιπούς επιζώντες οργανοπαίχτες, και θα τους έλεγα τρεις μόνο λέξεις: - Να τους σεβόσαστε. Τίποτ' άλλο.
Τελευταία μέχρι στιγμής, επίσκεψη στον Πλάτανο με μικρή παρέα νομικών, στη γιορτή του κάστανου. Ο Σπύρος Δ για χρόνια πρεσβευτής της χώρας μας στην αλλοδαπή. Ανακάλυπτε  έκπληκτος την ελληνική επαρχία.
- Μόνο ν' αφήσεις στην είσοδο του χωριού το διπλωματικό σου διαβατήριο, τον συμβούλευα καθ΄ οδόν, όπως αφήνουν οι μουσουλμάνοι τα παπούτσια τους έξω από το τζαμί.
  - Και πώς θα περπατήσω; Ξυ­πόλητος;
  - Ακροποδητί και σιωπών.
Μες στην πλατεία, μας περίμενε ο κουμπάρος ο Κώστας. Καθαρός, φρεσκοξυρισμένος. Με το ραβδί του, ένας άρχοντας. Μας πρόσφερε τα δώρα του καρύδια, κάστανα και τσαμπέλες ασπρόσυκα, .
Οι οικογένειες μας είχαν συνδεθεί με τον ιερό δεσμό της κουμπαριάς καθότι η κόρη μου είχε αναδεχθεί εκ της κολυμβήθρας τον εγγονό του. Παππούς και εγγονός το ίδιο όνομα! Κωνσταντής Θεοδώρου Bαρίκoς. Mεγάλο μπέρδεμα για τους ληξιάρχoυς.
Μου χρωστούσε πολλά τρα­γούδια γιατi δεν είχαμε κάνει γλέντι στα βαφτίσια λόγω θλιβερής συγκυρίας που ειχε λάχει σε μένα.
                             
                         
   Παναγιώτης  Σούρσος Δεξιοτέχνης της φλογέρας. ΦΩΤΟ Ιωάννη Κανατά .
                      
  Ήρθε ο δίσκος με τα ποτήρια, εξήλθε" και η υπούλως κρυμμένη φλογέρα από τον κόρφο του Παναγιώτη και, με τη συνδρομή του Δημάκου και του Τερζάκη, άρχισε σιγά-σιγά να λιγοστεύει το χρέος.
Η κυρία Μπέμπα η δικηγόρος, απέβαλε το ένδυμα της νομικής της ευπρέπειας και ύψωσε το ποτήρι της υπέρ των γλεντζέδων. Ο Σπύρος, μπροστά σε τόση πρωτόγνωρη για τα διπλωματικά δεδομένα αυθεντικότητα και αλήθεια, έπαθε την πλάκα του κατά το κοινώς λεγόμενο, κι έμεινε άφωνος.
 -Καλός ο λόγος σου, του λέγανε οι πλατανίτες από ευγένεια κι ας μη μιλoύσε, Τι να πούνε οι άνθρωποι.
 -Καλό το τραγούδι σας, φίλoι και κουμπάροι, κοντά στο αιώνιο μουρμουρητό του νερού. Bιοπαλεύντας με αξιοπρέπεια και σηκώνοντας ηρωικά το βαρύ φορτίο της μοίρας ξετυλίγετε συγχρόνως, το χρυσό νήμα της πoλιστικής μας συνέχειας. Παθιασμένοι κι εμείς εραστές της ομορφιάς, της ποίησης και της ανθρωπιάς θα γυρίζουμε, όσο. ζούμε, προσκυνητές στο χωριό σας.
   Πάλι καλές αντάμωσες. που λέει και το τραγούδι.

                                                           Xρίστος Στολιώτης    Αύγουστος 2001

1 σχόλιο:

  1. O Συντάκτης του θαυμάσιου αυτού κείμενου μου εστειλε το εξής μήνυμα .
    << Μνημόσυνο για τους εκδημήσαντες μουσικούς του Πλάτανου Κυνουρίας απο συντοπίτη τους, που ξέχωσε " απο του χρόνου τα λιθοσώρια και ανάρτησε το πιο πάνω κείμενο.>> Χρίστος Κυρκιντάνος Μάης του 2013

    ΑπάντησηΔιαγραφή