Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017

ΑΠΟ ΠΟΥΡΝΑΡΟΡΙΖΑ.

 
       Γράφει 
ο Παν. Ι. Δ. Βλαχάκης.
  
Στο Καλογεροβούνι στα  Αστραπάλωνα ένας παπάς έκανε ζευγάρι- όργωνε -  με δυο γαϊδουράκια. Δεν ακλουθούσε ο ευλογημένος την λαϊκή ρήση: «ή παππάς παππάς ή ζευγάς ζευγάς ».

Ο παπάς μας  ήταν αγαθός, αφιλοκερδής, καλός ποιμένας, τίμιος, ευσεβής φτωχός και περήφανος άνθρωπος, προσπαθούσε με αξιοπρέπεια να θρέψει την μεγάλη φαμελιά του.

Δεν είχε κόψει ταρίφα στους φτωχούς χωρικούς όπως ένας άλλος κοντοχωριανός του ιερέας !! Τόσες οκάδες τυρί, τόσες οκάδες τραχανά, τόσα κουβέλια σιτάρι… για τον παπά !!!

Το να είσαι ζευγάς στα χώματα μας ήταν και είναι άθλος, το δήλη ο παππάς ήταν κατακουρασμένος, το ίδιο και η γαϊδούρα του η «Κούλα». Ο βαρβάτος γάιδαρος, ο «Κίτσος» ήταν  καλοθρεμμένος, δυνατός και  δεν κουραζόταν με τίποτα.

Τράβαγε το αλέτρι και έσουρνε την «Κούλα», ο παπάς του τράβαγε τη λουρίδα να περπατά ομαλά γιατί το υνί μπορούσε να βρει κόντρα και να  γίνει ζημιά, αλλά που αυτός κάπου κάπου γκάριζε χαρούμενα!! Σκεπτόταν και κατέστρωνε σχέδια για κατακτήσεις το Μάη βλέπεις εκεί είχε  το μυαλό του!!

         Βαρβάτος γάιδαρος Φώτο ΚΩΣΤΑ ΜΠΑΚΟΥΡΗ.

Ο  πάπας όλο του έλεγε ΄σύχασε περπάτα καλααά θα σε φτιάξω, θα σε αφήσω νηστικό, θα σου βάλω νέφτι να πηλαλάς  και άλλες απειλές !! Τα έλεγε γελώντας για να σπα την μονοτονία του ζευγολάτη. Βλέποντας τον  ξεκούραστο γάιδαρο του, ο αγαθός λευίτης σκέφτηκε ότι καλό θα είναι να πάει καβάλα με τον «Κίτσο» στο Χωριό.

Μάζεψε το μονόχερο- δίφτερο αλέτρι, τις λαιμαριές, τα παλάντζα, το ξυόνι και τα ωραία δερμάτινα ζυγόλουρα αγορασμένα από το καλύτερο σαγματοποιείο της Τρίπολης. Ήταν μερακλής ο παππάς και δεν έβαζε αλυσίδες και σχοινιά για να μην πληγώνει τα γαϊδουράκια του.
Τοποθέτησε  τα σύνεργα του ζευγά νοικοκυρεμένα  σε μια μικρή σπηλιά. Καβάλησε γυναίκεια - βλέπεις τα ράσα τον εμπόδιζαν να καβαλήσει αντρίκεια -  τον «Κίτσο», έδεσε στο κολιτσάκι και στην παΐδα του πισταριού  την «Κούλα» και ξεκίνησε για το Χωριό.

Ο «Κίτσος» χοροπήδαγε και τον πήγε γρήγορα. Αστεϊζόταν ο παπάς με το γάιδαρο του  και απολάμβαναν το ωραίο ηλιοβασίλεμα και τις σκιές των βουνών μας. Πίσω η «Κούλα» είχε σκύψει την κεφάλα της και μουρμούραγε.

_ Ρε τον τραγόπαπα μόνο τον «Κίτσο» αγαπάει, δεν έχω παράπονο καλά μας φέρεται, μας φροντίζει  αλλά με εμένα δεν κάνει αστεία. Μάλλον φταίει που κοιτάζω μόνο  τη δουλειά μου και είμαι σοβαρή.

Έφτασαν στο σπίτι τους στο κάτω μέρος του Χωριού δίπλα στον Πρόδρομο. Ο Παπάς σκούπισε τον ιδρώτα τους, χάιδεψε και τα δυο ζωντανά του, τράβηξε τρυφερά την αυτάρα του «Κίτσου» και τα πάχνισε με ενισχυμένο φαγητό. Έπλυνε τα χέρια και το πρόσωπο του στο νιπτήρα με την βρυσούλα και ανέβηκε στο φτωχικό του.

Πίσω στα Αστραπάλωνα γινόταν κοσμοϊστορικά γεγονότα!! Η «κυρά Μάρω» ο αρχηγός των αλεπούδων βγήκε« προς νερού της». Είδε τα ζυγόλουρα και τα άλλα σύνεργα του ζευγολάτη παπά και σκέφτηκε να κλέψει μόνο τα ζυγόλουρα και μια λαιμαριά για  να μην μπορεί ο παπάς να κάνει ζευγάρι και να τον εκδικηθεί.

Ο λόγος ήταν ότι ο σκύλος του παπά ο «Λέων» ένα πανέξυπνο κοκκόνι, σε συνεργασία με την σκύλα του παππού του Καπότα την μεγαλόσωμη  «τσοπάνα» – ντόπια ποιμενική φυλή - δεν άφηναν το επιτελείο της να κλέψει κότες!  Φύλαγαν τις κότες του παπά αλλά και όλα τα κοτέτσια της κάτω γειτονιάς του Aγιάννη ! Το μικρόσωμο ήταν το κύκλωμα έλεγχου και η τσοπάνα το κύκλωμα Ισχύος. Τέλειος συνδυασμός οικόσιτων σκύλων -  φυλάκων από τα αρχαία χρόνια.

Η «κυρά Μάρω» ήταν ανάπηρος πολέμου ! Είχε χάσει το πίσω πόδι της στη Λάκκα, στην Κολοβέικη  γειτονιά. Ο «Ασίκης»  ο γκέκας, ο  σκύλος του παππού του Πάνου - ο παππούς από καλοσύνη τον είχε μαζέψει κουτάβι από το ρέμα του Περδικονεριού -  της έκοψε την ουρά και το πίσω δεξί της πόδι ! Παραλίγο  να την ξεκάνει, είχε εξελιχτεί σε φοβερό φύλακα. Έκτοτε και για χρόνια δεν πάτησε αλεπού στη γειτονιά μας. 
                        Καλογεροβούνι – Αστραπάλωνα. 

Η «κυρά Μάρω» ανέλαβε επιτελικά καθήκοντα. Τις έστελνε ακόμα και στην πλατεία του Αγιώργη , στο Πηγαδάκι , στο Σουληνάρι σχεδόν  σε όλο το Χωριό. Καθοδηγούσε με μαεστρία και πονηράδα το μεγάλο κοπάδι, ήταν αρχηγός της αγέλης. Κατέστρωνε σχέδια και οι άλλες τα εφάρμοζαν.

Έβαλε τις φωνές. Ελάτε μωρή να πάρουμε τα ζυγόλουρα και τη μια λαιμαριά του παπά. Να εκδικηθούμε τον τραγόπαπα,  μωρή άχρηστες που σας κυνηγάνε τα σκυλιά του και δεν είσαστε άξιες να τα ξεγελάσετε, δεν μου φέρατε ούτε μια κότα από τη γειτονιά του Προδρόμου. Ου να χαθείτε κηφήνες !! Φέρτε γρήγορα μέσα  στην τρούπα μας τα πράγματα που σας είπα !!!

Είχε θράσος, βρομόγλωσσα, πονηριά, ήταν αυταρχική και  καταπίεζε τις αλεπούδες που αντιδρούσαν με ένα παράξενο  ραγιαδισμό. Πραγματοποίησαν γρήγορα την εντολή της και έφυγαν για τις προγραμματισμένες αποστολές τους στο Χωριό.
  
Το πρωί ο παπάς είδε που του έλειπαν τα ζυγόλουρα και η μια λαιμαριά και κόντεψε να τρελαθεί! Αναρωτιόταν πως θα κιώσω τα  οργώματα; Ποιος να μου έκλεψε τα σύνεργα; Γιατί δεν τα πήρε όλα; Που να βρω λεφτά να αγοράσω ζυγόλουρα; Αν βρω και δανειστώ λεφτά πρέπει να πάω στην Τριπολιτσά να τα αγοράσω; Θα χάσω δυο μέρες να πάω στην Τριπολιτσά, να δανειστώ από κάποιον; Όλοι τώρα σπέρνουν. «Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα»

Ο παπάς κοπανιότανε, ήταν φτωχός λογάριαζε τη ζημιά γιατί δεν είχε χρήματα επειδή δεν ήταν Χριστέμπορος ! Έκατσε σε ένα λιθάρι και ήταν λυπημένος. Του ήρθε να αρχίσει τις φρικτές και βαριές καλογερίστικες κατάρες – τις είχε ακούσει να τις εκστομίζουν μεταξύ τους οι καλόγεροι της Λουκούς -  του ήρθαν στο νου και οι βλασφημίες που του είχε ξομολογηθεί ο ασεβής Μαρίνος ! Το ήθος και η ευσέβεια του τον συγκράτησαν, έβραζε όμως μέσα του.

Ξαφνικά ο «Κίτσος» ο βαρβάτος  γάιδαρος του μίλησε:
_ Παππού ξέρω ποιος έκλεψε τα ζυγόλουρα και τη λαιμαριά. Τάξε μου ένα ντουρβά κριθάρι και θα σου τα φέρω. Τα έκλεψε η κυρά Μάρω η αλεπού με το επιτελείο της!! Μη στενοχωριέσαι αφεντικό έτσι και αλλιώς τη «μέρα σου την έχασες». Αύριο θα κάνουμε σβέλτα και θα αναπληρώσουμε την ζημιά.

Τι να κάνει ο παπάς συμφώνησε με το «Κίτσο»  τον βαρβάτο γάιδαρο του. Έκοψε κάποιες μικρές γκορτσιές, λίγα πουρνάρια και κάποια αγκάθια που είχαν αφήσει τα παιδιά από το καλοκαίρι. «Βάρεσε και τις άκρες » με το ξυνιάρι καβάλησε την «Κούλα» και γύρισε νωρίς στο Χωριό.

Ο «Κίτσος» έμεινε στο χωράφι στα Αστραπάλωνα,  έκανε τη βόλτα του,  βρήκε λίγα  γαϊδουράγκαθα τα καταβρόχθισε, ήπιε  νερό από τη βρυσούλα  και έκαστε  κάτω από την γκορτσιά για να μελετήσει και να συμπληρώσει  το σχέδιο του. Σκέτος στρατηγός ο αθεόφοβος !!

Μόλις σουρούπωσε για τα καλά πήγε και ξάπλωσε δέκα μέτρα μπροστά από την τρούπα των αλεπούδων. Έκανε τον ψόφιο με μεγάλη επιτυχία. Μέγιστος ηθοποιός ο βαρβάτος ο γάιδαρος κρατούσε ακόμα και την ανάσα του, είχε κλειστές τις ματάρες του και ριγμένα στο πλάι τα τεράστια αυτιά του. Κάπου κάπου άνοιγε το ένα μάτι και κατόπτευε το χώρο, τούρλωνε με προσοχή την αυτάρα του και  άκουγε τον παραμικρό θόρυβο!! Από υπομονή άλλο τίποτα γαϊδουρινή όνομα και πράγμα.

Η Νύχτα είχε ρίξει για καλά τα μαύρα πέπλα της, στο Χωριό τα λυχνάρια έριχναν το τσιμπλιάρικο φως τους, στις πέντε εκκλησίες τα καντήλια φώτιζαν τις ισχνές μορφές των αγίων. Κάπου κάπου κάποιο φανάρι έφεγγε για λίγο σε κάποια αυλή. Μόλις βγήκε το φεγγάρι φώτισε τη φύση και όλα αυτά σβήστηκαν.

Τότε  «η κυρά Μάρω» βγήκε «προς νερού της»!! Αντίκρισε τον «ψόφιο» γάιδαρο και πάτησε τις φωνές:
«Μωρή μαυρούλες» δεν βλέπετε που του παπά ο γάιδαρος ψόφησε μεσ΄ στην τρούπα μας !! Ελάτε γρήγορα άχρηστες, τεμπέλες,  φέρτε γρήγορα τη λαιμαριά και τα ζυγόλουρα να τον σούρουμε μέσα στην φωλιά μας για να τον φάμε με την ησυχία μας!!

Με προσοχή φόρεσαν τη λαιμαριά στον «Κίτσο». Εκείνος κράταγε την ανάσα του έριχνε βαρύ το λαιμό του να φαίνεται ψόφιος, οι αλεπούδες δεν κατάλαβαν τίποτα. Ζεύτηκαν καλά με τα θαυμάσια ζυγόλουρα και άρχισαν να τον σούρνουν σιγά σιγά.

Η «κυρά Μάρω» έκανε κουμάντο, με ύφος στρατηγού ! Προσοχή από δω τραβάτε, από αριστερά μην φρακάρει, εσύ μωρή κοκκινοκώλα γιατί λουφάρεις τράβα γερά μην σου γανώσω το κέρατο, εσύ ρε άλουπα ρε κηφήνα τράβα ποιο δυνατά…!

Ο  «Κίτσος»  ο βαρβάτος, ο έξυπνος , ο αθεόφοβος, γάιδαρος  πονούσε που τον σούρνανε αλλά έκανε γαϊδουρινή υπομονή. Δυο μέλη του σώματος του πρόσεχε περισσότερο την κεφάλα του και το τεράστιο πουλί του!!

Μόλις φτάσανε σχεδόν στην είσοδο άνοιξε την μια ματάρα του υπολόγισε τον χώρο και, ξαφνικά στυλώνει τις ποδάρες του, τραβάει μια γερή κόντρα, γκαρίζει δυνατά, σκέτη σειρήνα η φωνή του και αιφνιδιάζει τις αλεπούδες. Κάνει άλλα τον κατήφορο και γίνεται ο χαμός….

Η «κυρά Μάρω» φυσικά δεν είχε δεθεί και δεν έπαθε το παραμικρό. Κράτησε την ψυχραιμία της και φώναζε στις αλεπούδες που τις έσουρνε ο γάιδαρος: «Από πουρναρόριζα μαυρούλες !! Πιαστείτε από πουρναρόριζα.. από πουρναρόριζα μαυρούλες… »

Όποιες ήταν καλά ζεμένες σκοτώθηκαν, άλλες τις πέταξε αριστερά άλλες  δεξιά τραυματίστηκαν σχεδόν όλες. Πήρε το μονοπάτι γκαρίζοντας, κλωτσώντας, σέρνοντας νεκρές τις άτυχες αλεπούδες. Έφτασε στη Μούσγα, κάθισε λίγο να ξεϊδρώσει ήπιε νερό και ντουγρού για το κατώι του παπά.

Τράβηξε μερικά γκαρίσματα χαράς και ξύπνησε όλη τη γειτονιά. Ο Παπάς με τη σκελέα και το φανάρι κατέβηκε τη σκάλα. Αντίκρισε τον «Κίτσο» ζεμένο με το μακάβριο φορτίο.
 Ο παπάς έλυσε λυπημένος τις αλεπούδες, έλεγξε τα ζυγόλουρα και τα βρήκε ένταξη, έβγαλε τη λαιμαριά από το λαιμό του «Κίτσου», τον χάιδεψε, τον σκούπισε από τον ιδρώτα και τον έδεσε στο παχνί του δίπλα στην «Κούλα» .

Καμώθηκε ο παπάς και δεν του γέμισε τον ντουρβά με χρυσαφί κριθάρι. Έριξε στο παχνί του «Κίτσου» λίγο σανό και άχυρο, κατευθύνθηκε προς τη σκαλίτσα να ανέβει από τον καταράχτη στο χειμωνιάτικο.

Τότε ο «Κίτσος» του φώναξε : «Παππού - παππού το τάμα σου, παππού το τάμα σου»

Γέλασε ο αγαθός λευίτης, πήγε στη σεντούκα γέμισε μέχρι πάνω τον ντουρβά με κριθάρι,  πέρασε τον ποβεντό στο λαιμό του βαρβάτου γαιδάρου του, έβαλε λίγο κριθάρι στον ντουρβά  της «Κούλας »  για «να μην κάνει τα μάτια»!!!

Μόλις ρόδισε η αυγή και τα γύρω βουνά μας πήραν τα θαυμάσια χρώματα που μόνο στην πατρίδα μας τα αντικρίζεις, ο παπάς κατέβηκε στο κατώι. Σαμάρωσε τα γαϊδούρια, τα πότισε, φόρτωσε τα συμπράγκαλα και το σπόρο στην «Κούλα» καβάλησε τον «Κίτσο» και ξεκίνησαν για το χωράφι.

 Ο «Κίτσος» πήγαινε σιγά και είχε περιπαιχτική διάθεση έλεγε αστεία  του παπά και του επαναλάμβανε τη φράση: «Από πουρναρόριζα μαυρούλες !!»  ο παπάς ήταν αγουροξυπνημένος και δεν του απαντούσε ούτε  καταλάβαινε τι ήθελε να πει. Σκεπτόταν ότι ο «Κίτσος» του κάνει χοντρή  πλάκα!!!!

Άντε ρε  κοίτα μπροστά σου μην με αδειάσεις στο ρέμα της Μούσγας και άσε τα λόγια πρωί - πρωί. Δεν έχω την όρεξη σου για κουβέντες, ξέρεις τι έννοιες έχω στο κεφάλι μου; Μεθαύριο είναι της Παναγιάς της Μισοσπορίτισσας έχω λειτουργία στον Πρόδρομο. Άραγε θα έρθει ο Τασούλιας ο ψάλτης; Σπέρνει στο Μποστανάκι, είναι ευσεβής θα αφήσει το ζευγάρι και  σίγουρα θα έρθει. 

 Πρέπει να κιώσουμε το Χωράφι το αργότερο αύριο !! «Κίτσο» καλέ μου γάιδαρε πρέπει να σπείρουμε το χωράφι στου «Καβουκά» με κριθάρι και βρώμη. Ρε  γάιδαρε  θέλω να μη σας λείψει η τροφή όλο το χρόνο. Αν το κριθάρι είναι καλό θα κόψω και λίγο σανό. Συγκεντρώσου βοήθα και ΄συ σήμερα θα ζοριστούμε λίγο. Μην τραβολογάς όμως την κακομοίρα την  «Κούλα»,  να είσαι σοβαρός!!!  
             Η Κυρά Μάρω, η παμπόνηρη Αλεπού.

Φτάσανε στο χωράφι ο παπάς έκανε το σταυρό του είπε μέσα του μια ευχή, φόρεσε στα ζωντανά τις λαιμαριές, έδεσε τα ζυγόλουρα, έφτιαξε τα παλάντζα, πήρε το ξυόνι με τη βίτσα – την οποία δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ  του– και άρχισε το μονότονο ζευγάρι. Πέρα δόθε «αναβολή» και ξανά πέρα δόθε.

Το χωράφι «ήταν βαρύ»  σε κάθε  «αναβολή» ο παπάς έξυνε τα χώματα από τα φτερά του αλετριού με το ξυόνι. Τότε ο «Κίτσος»   κοίταζε προς το Καλογεροβούνι  και έλεγε περιπαικτικά: « Από πουρναρόριζα μαυρούλες !!! » και ξανά « Από πουρναρόριζα μαυρούλες… » σε κάθε «αναβολή » το έλεγε δυνατά με την γαιδουροφωνάρα του!

 Είχε σπάσει τα αυτιά και τα νεύρα του παπά, ο οποίος είχε αρχίσει  να χάνει την υπομονή του και να τσατίζεται. ΄Συχασε «Κίτσο»  ΄σύχασε καμάρι μου, μην παίζεις έχουμε ακόμα δουλειά, το βιολί του αυτός. Σταμάτα ρε θα σε βαρέσω με τη βίτσα, μη με αναγκάσεις να φύγω από τις αρχές μου!  

Ο παπάς έκανε υπομονή και τον ανεχόταν. Κάποια στιγμή τον ρώτησε: « Έλεος ρε «Κίτσο»  τι βλέπεις και γκαρίζεις;»

 _ Άκου παππού : Η «κυρά Μάρω»  με καταριέται, με βλαστημά, μου λέει να κουτσαθώ, να μη με βρει ο χρόνος και το κυριότερο να μαραζώσει το πουλί μου !! Αυτό είναι το χειρότερο που μπορώ να πάθω!! Τις απαντώ ότι αυτά δεν περνάνε σε μένα. Της λέω ότι :  «Αν άκουγε ο θεός τον κόρακα δεν θα υπήρχε ο κόσμος ». Αυτή το βιολί της γι΄αυτο και εγώ σε κάθε «αναβολή» την κοροϊδεύω με τη φράση που έλεγε χθες το βράδυ που τις κατατρόπωσα, τις γρεμοτσάκισα  και έφερα τα εργαλεία τα αναχρικά  που μας είχαν κλέψει.

_ Τι έλεγε ρε λεβέντη μου «Κίτσο»  που με έβγαλες ασπροπρόσωπο σαν την μπάρμπα Γιώργη τον Κουλουρά με τον Παναγιωτόπουλο!
_ Καλέ μου παπά, φιλέ και αφεντικό μου όταν τις γρεμοτσάκιζα,  «η κυρά Μάρω»   φώναζε : «Από πουρναρόριζα μαυρούλες !! Πιαστείτε από πουρναρόριζα... από πουρναρόριζα μαυρούλες… »

Γέλασε ο παπάς και του απάντησε .
_ Λεβέντη μου έφτασε μεσημέρι σταμάτα, άστη να πάει στην ευχή. Θα φωνάξω τον Κατσιανό να του δώσω τα πόδια από τις νεκρές αλεπούδες να τα δώσει στο δασαρχείο να πάρουμε λεφτά. Όταν πάω στην Τριπολιτσά θα σου αγοράσω από το σαγματοποιείο το  ωραιότερο  δερμάτινο καπίστρι με κεντίδια και  μπλε χάντρες να μη σε «ματιάζουν ».

_ Ευχαριστώ  παππού να πάρεις ένα και στην Κούλα. Σταματάω αλλά στην άλλη «αναβολή» για μια ακόμα φορά θα της φωνάξω θα την κράξω που το παίζει και στρατηγός.
_ Ωραία λεβέντη μου.

Ο  «Κίτσος»  έβαλε τα δυνατά του, η γαιδουροφωνάρα του έκανε τον κύκλο των βουνών και ακούστηκε μέχρι το Χωριό.
«Από πουρναρόριζα μαυρούλες !! Πιαστείτε από πουρναρόριζα.. από πουρναρόριζα μαυρούλες…!!!! »

   

1 σχόλιο: