Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΝΩΝΑ.


 
    Γράφει ο
Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης.

           Πανσέληνος στον Πάρνωνα.
Το βράδυ θα πάω στον « Πάρνωνα » μου είπε το μεσημέρι της 10ης Αύγουστου του σωτηρίου έτους 2014 ο φίλος μου ο Χρίστος Κ.- Με ποιον θα πας; Μήπως μπορείς να μας πάρεις και εμάς; Έτσι ξεκινήσαμε το βράδυ από την πλατεία του Καστριού για να σκαρφαλώσουμε με το εκτός δρόμου όχημα του φίλου μας στο αγαπημένο μας βουνό.

Λίγο πριν από την Εφτακαρβελού σταματήσαμε, αντικρίσαμε ένα θεσπέσιο θέαμα, ένα ολόγιομο χρυσαφί φεγγάρι που λες και ακούμπαγε στο βουνό. Έτσι να έκανες το χέρι σου θα το έπιανες !! Τα πάντα γύρω ήταν διαφορετικά λες βγαλμένα από τα παραμύθια. O Αιωνόβιος Παππούς μας ο Πάρνωνας μας καλωσόρισε χαμογελώντας πλατιά. Στην σιγή της νύχτας ακούστηκαν παράξενοι ήχοι άγρια γρυλίσματα. Νόμισα ότι ήταν αλεπού. Γουρούνι είναι είπε ο Χρίστος. Προσέξαμε καλυτέρα γρύλιζε η γουρούνα. Ακούστηκε να αλυχτάει το σκυλί που την κυνήγαγε. Αν τα ζωντανά ήταν κοντά ίσως αυτό να ήταν επικίνδυνο για μας. Ας το ακούσουν τα ρεμάλια – όποια και αν είναι - που απόλυσαν λύκους και αγριογούρουνα στην περιοχή μας, ας δουν τα έργα τους, καταστροφές και τρόμο σπέρνουν. Τραβήξαμε κάποιες φωτογραφίες αλλά εμένα με έπιασε εκείνη η παράξενη επιθυμία μου να μην φυλακίσω την απέραντη ομορφιά και να αφήσω τις αισθήσεις μου να χαρούν τη φύση, να χαρώ το βουνό μας στην απόλυτη ηρεμία του σε όλο του μεγαλείο.

Το σκληροτράχηλο αυτοκίνητο έστριψε αριστερά στο χωματόδρομο προς το οροπέδιο του Αι Λια. Στη στροφή είδα ένα χωράφι που γίνετε σιγά σιγά δάσος!! Θυμήθηκα έναν αγρότη που είχα φωτογραφήσει πριν από πολλά χρόνια τότε πότιζε τις πατάτες. «Είμαι από τη Σίταινα και έχω παντρευτεί στον Άγιο Πέτρο μου είχε πει. Να μου φέρεις το Φθινόπωρο τη φωτογραφία και θα σου δώσω πατάτες !!» Πέρασαν χρόνια ρημάξανε τα πάντα, δεν ξανάδα ποτέ τον ορεσίβιο αγρότη … θα αναρτήσω την φωτογραφία του σε ανάμνηση της ανθρώπινης στιγμής.
                               
                                     Ορεσίβιος αγρότης το 1985 
Νεροφαγώματα, κοτρόνια, φύλλα, σπασμένα κλαδιά και κάπου κάπου λίγη λάσπη. Αριστερά και δεξιά σκοτεινοί γίγαντες μας παρακολουθούσαν!!! Ήταν τα τεράστια ελάτια, τα λιγοστά πεύκα και τα άλλα κλαριά του δάσους. Λουσμένα στο χρυσαφί φως του φεγγαριού, σκέτη μαγεία. Έκλεισα τα μάτια μου σκέφτηκα το Κρόνιον Όρος, τον γέρο Πάρνωνα, τον Μαλεβό τον –Μεγάλο στα σλάβικα.

- Λησμόνησα το αλτίμετρο, το χάρτη και την πυξίδα είπα. Στον κόσμο μου ήμουνα εκείνη την στιγμή!!! Ευτυχώς που οι άλλοι δεν κατάλαβαν τίποτα.
Βγάλαμε το GPS μετά από λίγο άρχισε να γράφει 1250, 1420 μέτρα… με συνεπήρε ξανά το τοπίο και με αγκάλιασε η σεληνόφωτη νύχτα. Φτάσαμε στη διασταύρωση του δρόμου με αυτόν που έρχεται από το Ταρμίρι. Η ανάβαση συνεχίστηκε αλλού ήπια αλλού δύσκολη.
- «Είναι επάνω ο Κυριάκος με παρέα» είπε ο Χρίστος. Καταχάρηκα που θα έβλεπα και άλλους φίλους και άλλους Παρνωνίτες!!
Φτάσαμε στον Αι Λια το μεγάλο, το στρατηγό!! Όπως τον αναφέρει στο « Κρασί του Ντάρμου» Ο δικός μας ο Παρνωνίτης, ο Χρίστος ο Στολιώτης. Ταπεινό, κατανυκτικό το ξωκλήσι άγρυπνος φρουρός στην άκρη του «Κάμπου!»- της «Μακριάς Λάκας»- του « Σιταινιώτικου οροπεδίου. Εδώ κάποτε οι ορεσίβιοι έσπερναν τα περίφημα ρεβίθια τους!!!

Δίπλα από το εκκλησάκι ήταν καθισμένοι γύρω από ένα τραπέζι τέσσερεις μεσήλικες. Σηκώθηκαν να μας προϋπαντήσουν. Χαιρέτησα πρώτα από κοντά τις δίδυμες κορυφές και έτρεξα κοντά τους. Ήταν ο αγαπητός μου Κυριάκος, ο σεμνός ποιητής, ο στιχουργός και δάσκαλος, ο Πέτρος και δυο ακόμα φίλοι τους. Ο ένας κοντοπατριώτης μας από τον Δραγαλεβό και ένας άλλος γνήσιος Αρκάς από τα χωριά της Τριπoλιτσάς. Στον Κάμπο – Οροπέδιο - περπάταγε αμέριμνη μια σκιά, περιφερόταν χαλαρά ο νεαρός Γιώργος. Καταχάρηκα που είδα τούς ανθρώπους μου και τους φίλους τους.
Δυο σκυλάκια τύπου τσοπάνας μας κούνησαν χαρούμενα την ουρά τους. Κάτω κάτω τους είπα και εκείνα συνέχιζαν να παίζουν!! Δεν καταλαβαίνει από εντολές ο Ελληνικός ποιμενικός, είναι ανυπότακτος και ανεξάρτητος… το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι το κοπάδι του.
Είχαν στρώσει τραπεζάκι εκστρατείας γεμάτο με καλούδια. Μας τα πρόσφεραν με την καρδία τους, άρχισα να τρώω με βουλιμία το παξιμάδι με κεφαλοτύρι, ελιές από τα Ντουμέικα κ.α. Ο οινοχόος άρχισε να μας κερνά ωραίο κόκκινο κρασάκι. Διπλός ο ρόλος του, μουσικός και οινοχόος. Έπαιζε την κιθάρα του και κάθε τόσο διέκοπτε το τραγούδι και μας γέμιζε τα ποτήρια.
         

                                                        παρέα
Συνεχίζαμε την ευχάριστη κουβέντα, τα τραγούδια χάλαρα, οικία, παλιά και αγαπημένα. Τραγούδια της νιότης, τραγούδια μιας άλλης εποχής. Ο ποιητής έβγαλε την ταμπλέτα και έστειλε κάποιο μήνυμα. Μου ήρθε στο νου εκείνο το τραγούδι «Μεσ΄ στον Αι Λια στη ράχη κάθεται ο Μαντάς και γράφει, με φανάρια με λυχνάρια με τριακόσια παλικάρια ..» Ρε πως προχωράει η τεχνολογία; Έφτασε και στο βουνό μας!! Είπα ζητήσω το ρυθμό για να πω το τραγούδι αλλά το άφησα γιατί μου ήρθε μήνυμα από τις Δίδυμες κορυφές του Πάρνωνα, του Μαλεβού μας. Επάνω στη Μεγάλη Τούρλα 1934 υψόμετρο καθόταν ο παππούς ο γέρο Πάρνωνας και ήθελε να κουβεντιάσουμε. 

Τραβήχτηκα λίγο ποιο πέρα, δεν ήθελα να ακούσουν τα άλλα αδέλφια μου αυτά που θα κουβεντιάζαμε. Δεν ήξερα αν με συμβούλευε όπως συνήθως ή θα με μάλωνε για πράξεις που έκανα ή δεν έκανα. Ίσως μου έκανε παράπονα που άργησα να τον επισπευτώ. Δεκτά όλα, είναι σοφός ο αιωνόβιος γέρο Πάρνωνας.
- Παππού εδώ ήταν το βουνό του Δια, πήδαγε ο Πάνας στις κορυφές. Τι στο καλό κάνανε με το Δια δεν σου το λέω!! Να το βρεις μόνος σου !! Ο δικός μας ο Πάρπαρος, ο Ελευθερολάκωνας ανέβαινε από το Ξεροκάμπι. Που χάθηκε αυτός; 
- Μάζεψε το μυαλό σου ρε αιθεροβάμονα, ρε νεραϊδοπαρμένο, λες να μην ξέρω τι γινότανε, είσαι δίπλα σε χριστιανική εκκλησία !!!  Μου είπε χαμογελώντας αινιγματικά!!
– Ας έχει το κρίμα εκείνος ο αυτοκράτορας ο Βασίλειος που στράβωνε τους ανθρώπους. Αυτός μας έφερε τη νέα θρησκεία στον τόπο μας. Τώρα μιλάμε για άλλη εποχή!!
- Α ναι!!
– Μήπως Ο Αιλιας είναι ο αρχαίος θεός - ο Απόλλωνας- που σε φώτιζε κάθε μέρα με το άρμα του!
– Δεν σου λέω. Άντε πήγαινε τώρα κοντά στα άλλα παιδιά μου.
Γύρισα και άνοιξα την πόρτα της εκκλησιάς. Στο βάθος τρεμόπαιζε το τσιμπλιάρικο φως των καντηλιών. Θυμήθηκα εκείνο τον ανταρτάκο, τον Γιαννάκο ντε το παιδάκι που έκλεψε ένα μανώλο λάδι από το μαγειρείο των ανταρτών και το έδωσε στον καλόγερο για να ανάψουν τα καντήλια!!

   Βγήκα έξω φορτισμένος, κοιτάζαμε με τα κιάλια το φεγγάρι, το παιδί είχε ένα λέιζερ και κτυπάγαμε μακριά πάνω στις κορφές. Ο Γιώργος πήγε προς το πηγάδι,- πριν από χρόνια το ανατίναξαν επίδοξοι χρυσοθήρες - δεν ήθελα να το δω πως είναι τώρα. Θα ταραζόμουν και σίγουρα θα άρχιζα τα καντήλια. Τους βλάκες πιστεύουν στους μύθους και στις διαδόσεις. Το παιδί περπάτησε στο οροπέδιο προς την άκρη προς στη λίμνη!!!! Οι Μπόρες των προηγούμενων ημερών είχαν σχηματίσει μια λιμνούλα!!Άλλο θαύμα και αυτό κατακαλόκαιρο. 
   Προχωρήσαμε όλοι προς τη λιμνούλα, δεν ήθελα να φωτογραφήσω αλλά κατέγραφα τα πάντα γύρω μου. Τα θέλω να τα σκέπτομαι το χειμώνα για να παίρνω κουράγιο. Απέναντι στο βουνό που είχαν πέσει τα δυο αεροπλάνα, έβοσκε ένα κοπάδι πρόβατα, ακούγονταν οι σκύλοι και τα τροκάνια. Η Ανάσα του γέρο Πάρνωνα άρχισε να γίνεται όλο και ποιο κρύα!! Αυτή η πνοή κατεβαίνει χρόνια τώρα, αιώνες και μας δίνει ζωή…..
                 
                                                   Λιμνούλα
  Έφτασαν οι Παρνωνίτες στην λιμνούλα καθένας σίγουρα έκανε τις σκέψεις του. Σκιές γύρω από το νερό, από πάνω να μας ευλογεί ο Πάρνωνας! Δεν ξέρω τι σκέπτονταν άλλα πολύ θα ήθελα να ξέρω τι σκέπτονταν ο ποιητής.

Έκλεισα τα μάτια μου, γνώριμες μου φάνηκαν οι σκιές γύρω από τη λιμνούλα. Μήπως είναι οι ανυπότακτοι αρχαίοι Κυνούριοι, οι Ελευθερολάκωνες που πολεμούσαν τους στρατοκράτες Σπαρτιάτες; Μήπως είναι οι αδούλωτοι Τσάκωνες που πολέμαγαν τους Φράγκους; Μήπως είναι οι προεπαναστατικοί και επαναστατικοί Κλέφτες του Μαλεβού που τσάκιζαν τους Τούρκους και τους Τουρκολάτρες κοτζαμπάσηδες; Μήπως είναι οι Αετοί του Α΄ Αντάρτικου; Λιγόστεψαν οι σκιές, ίσως είναι οι τελευταίοι γενναίοι. Οι Ανυπότακτοι του Β΄ Αντάρτικου….;;
Υπάρχει και τσίπουρο, με επανέφερε η φωνή του νεαρού Γιώργη. Μου έδωσε ένα ποτηράκι. Τράβηξα μια γουλιά και το υπόλοιπο το έχυσα στη γη του Πάρνωνα. Σπονδή σε όλους αυτούς που περπάτησαν σε αυτό βουνό το τίμησαν και το έκαναν κάστρο της Λευτεριάς.

Όταν γυρίσαμε στο εκκλησάκι μας περίμενε μια έκπληξη. Οι «τσοπάνες», τα σκυλιά από το κοπάδι είχαν «απαλλοτριώσει» κάποια φαγητά !! Τα μικρά σκυλάκια ήταν αθώα του κρίματος γιατί μας είχαν ακολουθήσει. Κανένας μας δεν παραπονέθηκε. ο Πέτρος είπε: «πήραν το μερίδιο τους !!» Γελώντας μας έδωσε για επιδόρπιο γκορτσάχλαδα από τα χειμαδιά!!!

Βγήκα ξανά πίσω από το εκκλησάκι παρατήρησα τα φώτα στον ορίζοντα. Μαθήματα γεωγραφίας!! Καστρί,( όλη η περιοχή) Άγιος Πέτρος, Ραντάρ Δολιανών, οροπέδιο της Τριπoλιτσάς, πέρα μακριά στο βάθος άλλα χωριά. Στα βουνά μας πολλά κόκκινα φωτάκια. « Μπουρδέλα ή καλύτερα κωλοχανεία κάνανε τα βουνά μας με τα φωτοβολταικά και τις ριμάδες της ανεμογεννήτριες τους μουρμούρισα!!»
Ο Γέρο Πάρνωνας το άκουσε και μου ξαναμίλησε: «Κανονικά πρέπει να σου βάλω πιπέρι στη γλώσσα  !! Δίκιο έχεις παιδί μου αλλά απόψε μην εξοργίζεσαι μην προβληματίζεσαι. Άλλαξαν οι καιροί μας έφεραν δύσκολες μέρες !! Έχω δει πολλά τόσους αιώνες. Ξέρεις καλά πως τα παιδιά μου αγωνίζονταν, αγωνίζονται και θα αγωνίζονται για το καλύτερο. Έχε μου εμπιστοσύνη, κάνε κουράγιο θα ζήσουν τα εγγόνια μου καλυτέρα. Δυστυχώς κάποια από τα παιδιά μου ξεφύγανε, ξεστρατίσανε γίνανε ανέντιμοι, ψεύτες, κλέφτες, απατεώνες και λαμόγια δεν θέλω ούτε να τους βλέπω από δω πάνω..»
- Ρε παππού και αυτά τα ξέρεις!! Χαμογέλασε και φωτίστηκε το πρόσωπο του από το φεγγάρι.
«Κράτα καλά στο μυαλό και στην καρδιά σου τα θετικά, τα διδάγματα μου. Σου έδωσα. πολλά από τότε που ήσουνα παιδάκι. Να μου ξαναέρθετε του χρόνου. Να ανέβεις στην κορυφή μου τεμπέλη, ξέφυγες από τη γη μου, θέλω να σας ευλογήσω από κοντά. Δεν έχω παράπονο με τιμάς στο μυαλό και στην καρδιά σου, γράφεις κιόλας τρομάρα σου!! Ρε κοίτα μην γράψεις ποτέ ψέματα και με ντροπιάσεις !!»
- Όχι ρε παππού αφού με ξέρεις. Αργότερα θα γράψω κανένα παραμυθάκι για νεράιδες τον Πάνα και τέτοια!!
-Παππού θέλω να σου πω για τα λαμόγια που κλέβουν το τσάι, τη ρίγανη και τα άλλα φυτά μας. Χάραξαν δρόμο να διευκολύνουν τους παράνομους, σου τρώνε τα σπλάχνα σου. Κάποια άλλα παιδιά σου σκούξανε ουρλιάξανε και γράψανε για την ασέβεια και την ανομία που έγινε σε βάρος σου. Πέρυσι το Φθινόπωρο σου είπα να πετάξεις κεραυνούς σε αυτούς που σκέπτονται να σε κάνουν οικόπεδα!! Είχα δίκιο; Τι θα κάνουμε μας στριμώξανε άσχημα;
                     
                                 Ο Παππούς ο Πάρνωνας ανταριασμένος.
Τον κοίταγα σιωπηλός, σκεπτικός, προβληματισμένος αλλά ήρεμος.
-« Παιδί μου μην έχεις την έννοια μου δεν μπορούν να σκεφτούν και να κάνουν κάτι καλό μόνο το κακό σκέπτονται. Είναι παλινθρωπάκια ούτε καν παλιάνθρωποι δεν είναι. Το καλό και το σωστό θα το επιβάλουν οι νέοι, η γενιά που σήμερα είναι στα πράγματα είναι σκάρτη…. Προσωπικά ένα με στεναχωρεί ¨που σκόρπισαν τα καλά παιδιά μου σαν του λαγού τα παιδιά¨!! Τώρα ξενιτεύονται και τα εγγόνια μου. Γέμισε η Αμερική, η Ευρώπη και όλος ο κόσμος. Δεν πειράζει έχουν μέσα τους την πνοή, τα χαρίσματα μου και μεγαλουργούν. Ένα παράπονο έχω αυτά που μείνατε εδώ και σε όλη  Ελλάδα είσαστε λίγο τζαναμπέτικα, τσακωνόσαστε, είσαστε τοπικιστές και δεν μονιάζετε. Έτσι είναι στους κλειστούς τόπους. Να τους λες πάντα ότι όλοι είμαστε ένα.»

-Με τα λαμόγια, τους κλέφτες και τους παρατρεχάμενους τους τι να κάνουμε; Να πάρω τη μαγκούρα του Λουφολιά ή την καραμπίνα;  
- «Χα, Χα, Χα ρε πειραχτήριο από σας εξαρτάται να τους συνετίσετε με το καλό ή με το κακό… αυτό το τελευταίο άστο. Πολλά αίματα έχουν ποτίσει τα χώματα μου. Προχθές πήγες στην Στραβόραχη και στον Αι Γιαννάκη με χαιρέτησες από μακριά. Σε είδα που ήσουν σκεπτικός, προβληματισμένος και λυπημένος. Δεν σου απήντησα γιατί κοιμόμουνα σε αισθάνθηκα. Ευχαριστήθηκα που προσκύνησες τους νεκρούς Ανυπότακτους, τα παιδιά μου που θυσιάστηκαν για τη λευτεριά. Όλα τα βλέπω τα αισθάνομαι και τα ακούω..»

Δεν μπόραγε να κρύψει τη χαρά του ο γέρο Πάρνωνας. Μου χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια του. Τα κάτασπρα μακριά μαλλιά του ανέμιζαν και το ήρεμο σοφό πρόσωπο του εξέπεμπε ηρεμία χαρά και ευτυχία. Το φεγγάρι ήταν λαμπερό φώτιζε τον κάμπο τις κορφές, τους ανθρώπους αλλά ο παππούς μας ήταν εξίσου λαμπερότερος.
-«Πες ευχαριστώ και στα άλλα παιδιά μου ότι είμαι χαρούμενος που με επισπευτήκατε. Δεν θέλω πολλούς, αφήνουν σκουπίδια, κόβουν ελατόκλαρες, κάνουν και άλλα που δεν μου αρέσουν. Θέλω λίγους και καλούς. Την ευχή μου να έχετε παιδιά μου και του χρόνου να είσαστε όλοι καλά να ανεβείτε στην κορυφή μου. Άντε τεμπέλιασες, πάχυνες, δεν περπατάς … σε έφαγε ο κάμπος ρεεε.. Εύχομαι να μη σε αρρωστήσει, να μη σε φάει έλα στα χώματα μου!!! Κάποτε κυνήγαγες τα ζωντανά μου, δεν μου άρεσε αλλά σε έβλεπα συχνότερα …..Προσπάθησε να έρχεσαι να ηρεμείς , να ανασαίνεις τον αέρα μου, να πίνεις το νερό μου. Σας περιμένω και το χειμώνα έστω και μέχρι τα πρόβουνα μου…»
-Ναι παππού θα προσπαθήσουμε να έρθουμε. Καλημέρα, ήρθε η καινούργια μέρα μας βρήκε η αυγή !!!!
-Άντε πηγαίνετε για ύπνο. Καλημέρα παιδιά μου!!!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου