Τρίτη 24 Μαΐου 2016

ΜΙΑ ΖΩΗ ΤΙΜΙΟΣ.





Γράφει ο Άγγελος Ρηγόπουλος
 Συγγραφέας Διδάκτορας Παν Αθηνών.
Απόσπασμα από το Βιβλίο του « η αποσύνθεση των ειδώλων»

        
Τώρα θα σου πω για τα φοιτητικά μου χρόνια. Ή, καλύτερα, ας πάρω τη ζωή μου από την αρχή.
Τα πρώτα μου χρόνια τα πέρασα στο Παράλιο Άστρος, το μικρό, αλλά πανέμορφο αυτό χωριό της Αρκαδίας. Το διώροφο, πέτρινο σπίτι ήταν μπροστά στη θάλασσα - να φανταστείς, τον χειμώνα το κύμα έφτανε μέχρι τον τοίχο. Το χωριό με χωματόδρομους, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, μ' έναν δάσκαλο για όλες τις τάξεις, που δεν εννοούσε ν' αφήσει από το χέρι τον χάρακα.

Δύσκολα εκείνα τα χρόνια, πόλεμος, κατοχή, πείνα, αντάρτικο, ξυπολυσιά, για το κρύο το μαγκάλι, η τσάντα για το σχολείο φτιαγμένη στο χέρι από πανί, αντί για τόπι δεμένα κουρέλια, βγάζαμε μέλι από τα χαρούπια, στα χωράφια μαζεύαμε πελεκούδια για το μαγκάλι. Θυμάμαι μια φορά που έψαχνα να βρω ψωμί, άνοιξα την ντουλάπα της κουζίνας, πάτησα στο πρώτο ράφι για να φτάσω να κοιτάξω στο πάρα πάνω, ανέβηκα άλλο ένα, τίποτα φαγώσιμο, απογοήτευση και γουργουρητό, η κατοχή είχε ρημάξει τα πάντα.

Με την υποχώρηση των Γερμανών μία μονάδα τους πέρασε κάποια νύχτα από το χωριό, πήραν τον πατέρα μου για να τους δείξει τον δρόμο. Μέχρι
εκείνος να ντυθεί, η μητέρα μου με ορμήνεψε κι έκανα τον άρρωστο. Εκείνοι δε με λυπήθηκαν. Είχε και μία χρυσή λίρα, την πρόσφερε στον Γερμανό αξιωματικό, δεν τον δελέασε, ήταν ευγενικός, της υποσχέθηκε πως θα άφηνε τον πατέρα μου να γυρίσει σώος, να μην ανησυχεί. Και τον άφησε. Αλλά ποιος μπορούσε να είναι βέβαιος για οτιδήποτε; Στον γυρισμό ο πατέρας μου, όπως μας διηγήθηκε μετά, έτρεμε τους αντάρτες, αν τον έπιαναν θα τους έλεγε την αλήθεια αλλά θα πίστευαν πως τον πήραν οι Γερμανοί με το ζόρι ή θα τον θεωρούσαν συνεργάτη τους;

                                           Η αποσύνθεση των ειδώλων.
 Μετά, άρχισε η επανάσταση και μετά ο εμφύλιος. Μία οι αντάρτες στο χωριό, μία ο στρατός, μία οι άρτια εξοπλισμένες ομάδες που έφτιαξαν οι δωσίλογοι και οι ταγματασφαλίτες για να κυνηγήσουν τους αριστερούς. Το σπίτι ήταν στον κεντρικό δρόμο, μεγάλο, διώροφο. Από τη μία πλευρά του επέβλεπε όλο το λιμάνι και την παραλία, το επιτάσσανε όλοι για όσον καιρό θα μένανε στο χωριό. Η μάνα μου μού είχε μάθει να τραγουδάω δύο τραγούδια, το ένα για τον βασιλιά, το άλλο για τους αντάρτες και τα τραγουδούσα ανάλογα με την περίσταση. Μέχρι που μια φορά μου έδωσε μια ανάποδη στο στόμα επειδή άρχισα να τραγουδάω το αντίθετο από αυτό που έπρεπε.

Όταν έρχονταν οι αντάρτες στο χωριό υποχρέωναν τον πατέρα μου να τους κάνει τον ταμία επειδή ήταν διαχειριστής στο Δημόσιο Ταμείο. Και όταν τελείωσε ο εμφύλιος οι νικητές ζητούσαν εξηγήσεις γιατί συνεργάστηκε μαζί τους λες και θα μπορούσε ν' αρνηθεί!

Αλλά τι να του κάνω, το κεφάλι του τα έφταιγε. Μια ζωή τίμιος, περίμενε να του πουν μπράβο! Μία ευκαιρία βρέθηκε στη ζωή του να γίνει πλούσιος και την κλώτσησε. Και του ζητούσαν και τα ρέστα μετά!

Πριν από την πληρωμή των μισθών και των συντάξεων πήγαινε στο Ναύπλιο με το καΐκι, μια και δεν υπήρχε τότε άλλος δρόμος, κι έπαιρνε από την τράπεζα το απαιτούμενο ποσό. Το Δημόσιο Ταμείο ήταν πάρα δίπλα από το σπίτι μας, τα κτίρια επικοινωνούσαν με την ταράτσα ενός ενδιάμεσου σπιτιού. Πολλές φορές, για να καταλάβεις, όταν ήθελα να πάω στο γραφείο του, πήδαγα από το παράθυρο μας στην ταράτσα κι αυτός με τραβούσε στο γραφείο από το δικό του παράθυρο. Άλλοτε, η μάνα μου έβγαινε στο παράθυρο και τον ρώταγε «Τι να φτιάξω το μεσημέρι για φαί;»

                                 Παρ Άστρος Φώτο θυρεατις γη. .
  Όταν, λοιπόν, μια φορά μπήκαν οι αντάρτες στο χωριό πήγαν στο Ταμείο, ζήτησαν τα χρήματα, ήξεραν πότε γίνεται η πληρωμή και τη διαδικασία της παραλαβής τους από το Ναύπλιο. Ο παππούς σου, με το που κατάλαβε πως μπήκαν στο χωριό, πέρασε τα δύο τσουβάλια με τα χρήματα στο σπίτι μας από το παράθυρο χωρίς να καταλάβει κανένας τίποτα. Έτσι, όταν εκείνοι του ζήτησαν ν' ανοίξει το χρηματοκιβώτιο δε βρήκαν παρά ελάχιστα χρήματα.
-Δεν έχω χρήματα γιατί δεν πήραμε από το Ναύπλιο, απάντησε Ψύχραιμα στην ερώτησή τους «Πού είναι τα λεφτά, συναγωνιστή;»,
-Συναγωνιστή, αύριο είναι μέρα πληρωμής, τα λεφτά πρέπει να τα πήρες από προχτές, είπαν οι αντάρτες.
-Ναι, αλλά δεν πήγε το καΐκι γιατί είχε τρικυμία, δε βλέπετε τι γίνετε έξω; Αν φτιάξει ο καιρός, θα πάω αύριο,

Δε το έψαξαν το ζήτημα, βιάζονταν να φύγουν μην έρθει ο στρατός, έκαψαν τα χαρτιά για ν' αλαφρώσουν τους φορολογούμενους από τα χρέη τους στην Εφορία, μάζεψαν τρόφιμα, έβγαλαν λόγο στην πλατεία και έφυγαν.

Θαύμασε τώρα! Ο παππούς σου, ο ξύπνιος, πήρε τα δυο τσουβάλια, που με το περιεχόμενό τους θα μπορούσαμε όχι μόνο να μην ξαναπεινάσουμε αλλά και να ζήσουμε ζωή χαρισάμενη, και τα γύρισε στο Ταμείο, Οι αντάρτες δεν άφηναν απόδειξη για τα λεφτά που έπαιρναν, όπως είπε πως του πήραν τα λίγα που βρήκαν στο χρηματοκιβώτιο, το ίδιο θα μπορούσε να πει πως τα πήραν όλα όπως θα έκανε, ας πούμε, ένας... βουλευτής!

Δεν ξέρω, ίσως εκείνη η γενιά να ήταν από άλλη πάστα. Σήμερα, αν ακούγαμε για κάποιον να κάνει κάτι τέτοιο- λέω- αν θα τον πηγαίναμε κατευθείαν για ζουρλομανδύα!

Από την άλλη πλευρά τώρα, οι άλλοι, οι κομμουνιστές, έλεγαν πως δεν έκαναν επιστράτευση, λες και στις περιοχές που κατείχαν αυτοί ο κόσμος πήγαινε μαζί τους στα βουνά και στις μάχες πετώντας από χαρά! Και το ισχυρίζονταν ακόμα και μετά από πολλά χρόνια - θα σου πω και γι' αυτό πάρα κάτω.

Λίγο πριν από το τέλος του εμφυλίου ο στρατός κατέλαβε το χωριό και το έκανε ορμητήριό του. Κάθε τόσο έκανε επιδρομές στα γύρω βουνά και τα χωριά. Μια φορά ο δάσκαλος μάζεψε όλες τις τάξεις και μας μίλησε:
«Ο ένδοξος στρατός μας έπιασε κάτι παλιοκουμμουνίστριες και θα τις περάσουνε από δω μπροστά. Θα βγούμε στο δρόμο και σεις θα τις φτύνετε, θα τις βρίζετε, θα τους πετάτε πέτρες.»
             Αυτή ήταν η διαπαιδαγώγηση μας!

Όχι, δεν ξύνω πληγές. Αυτές έχουν πια επουλωθεί. Κι αν έχουμε μείνει κάποιοι λίγοι, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ζήσαμε αυτή την περίοδο, σε λίγον καιρό θα έχουμε φύγει κι εμείς κι έτσι κι εσείς και οι επόμενες γενιές θα διαβάζετε και θα φρίττετε με τα τότε γεγονότα και θα γελάτε με το μέγεθος της βλακείας μας, που μας έφτασε να σκοτώνουμε ο ένας τον άλλο οδηγούμενοι από τους ξένους παράγοντες.
 Γι' αυτό χρειάζεται η καταγραφή και η εξιστόρηση των γεγονότων από όποια πλευρά τη βλέπει ο καθένας, ώστε ο αυριανός ιστορικός να μπορέσει να εντρυφήσει στα όσα τότε συνέβησαν και να βγάλει τα συμπεράσματά του. Γιατί, μπορεί να λέμε ότι την ιστορία πάντα τη γράφουν οι νικητές, όμως δεν μπορούν και να την κουκουλώσουν για πάντα θάβοντάς τη στο Ψέμα.

Κάναμε, λοιπόν, ό,τι μας είπε ο δάσκαλός μας. Θυμάμαι τρεις γυναικείες φιγούρες, αδύνατες, με τα χέρια δεμένα πίσω, στην πλάτη, ξυπόλυτες στον τραχύ χωματόδρομο, με ρούχα ξεσχισμένα, με μαλλιά ανακατεμένα, λασπωμένες, βρώμικες, ματωμένες, δεμένες μ' ένα σχοινί η μία πίσω από την άλλη.

Με συγχωρείτε γενναίες αγωνίστριες, το σημερινό δάκρυ μου δεν μπορεί ν' απαλύνει τον τότε πόνο σας, το ξέρω, αλλά παιδιά ήμασταν, δεν είχαμε καμία απολύτως συνείδηση των λόγων και των πράξεών μας, άλλοι μας οδηγούσαν, άλλοι ήταν οι υπεύθυνοι. Όταν εσείς πολεμούσατε τον κατακτητή, όταν εσείς πολεμούσατε για να μας χαρίσετε την ελευθερία, οι μανάδες μας στροβιλίζονταν στον ρυθμό των βαλς του Στράους με τους Γερμανούς, τους δωσίλογους, τους ταγματασφαλίτες και τους μαυραγορίτες.


                           Ροζ ιστορίες σε πορφυρό κοιτώνα (ιστορικό) .
 Και άλλοι πολλοί πρέπει κάποτε να ζητήσουν συγγνώμη για όλα εκείνα τα εγκλήματα που τότε διέπραξαν. Κι αν αυτοί έχουν "φύγει" από τη ζωή, πρέπει να το κάνουν οι απόγονοι και οι κληρονόμοι τους. Βέβαια, είναι πάρα πολύ δύσκολο να πεις εκείνη τη φοβερή, ταπεινωτική φράση «Συγγνώμη, έγιναν εγκλήματα, έγιναν φοβερά λάθη ». Αλλά πρέπει κάποτε να γίνει, όσο κι αν αυτό είναι ταπεινωτικό και κοστίζει στον εγωισμό…….. 

Βιογραφικό σημείωμα
Γεννήθηκα το 1939 στην Αθήνα. Κατάγομαι από το Ζυγοβίστι της Γορτυνίας. Τα δέκα πρώτα παιδικά μου χρόνια τα έζησα στο Παράλιο Άστρος. Επειδή ο πατέρας μου ήταν δημόσιος υπάλληλος έζησα ένα χρόνο στο Ναύπλιον και δύο χρόνια στο Άργος. Τελείωσα το γυμνάσιο Μελιγαλά και σπούδασα σε δύο σχολές του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου. Μετά από συμμετοχή μου σε διαγωνισμό του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών για μεταπτυχιακές σπουδές πήρα την πρώτη θέση. Ειδικεύτηκα στη Γναθοπροσωπική Χειρουργική. Έλαβα τον τίτλο του διδάκτορος του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετεκπαιδεύτηκα στη Γερμανία και θήτευσα στη Γναθοπροσωπική Χειρουργική του Πανεπιστημίου Αθηνών για μία δεκαετία. Υπήρξα τακτικό μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Γναθοπροσωπικής Χειρουργικής και της Στοματολογικής Εταιρείας της Ελλάδος. Από τα γυμνασιακά μου χρόνια άρχισα να γράφω και να συνεργάζομαι με διάφορα περιοδικά κι εφημερίδες. Το 1968 δημοσίευσα το πρώτο μου μυθιστόρημα. Είμαι τακτικό μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών. Εκτός από τις αυτοεκδόσεις, βιβλία μου εκδώσανε οι Οίκοι «Γκοβόστης», «Αφοί Ντουντούμη» και «Νέα Σύνορα-Λιβάνης». Σήμερα όλα τα βιβλία μου κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Λεξίτυπον».


                         Η χαμένη αθωότητα μιας πόρνης (ιστορικό-πολιτικό)
 Διακρίσεις: 2ο βραβείο διηγήματος από την Εταιρεία Ελλήνων Ιατρών Λογοτεχνών. Τιμητικό δίπλωμα από την Αδελφότητα των Μελιγαλαίων. Χρυσό Μετάλλιο Πνευματικής Αξίας Α΄ Τάξεως από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών.
ΕΡΓΑ ΜΟΥ
1)  Κάπως Έτσι… (μυθιστόρημα)
2)  Ξαφνικά τον είπανε τρελό (μυθιστόρημα)
3)  Ο δειλός (μυθιστόρημα)
4)  Κραυγές (διηγήματα)
5)  Η μεταξένια ευαισθησία της αξιοπρέπειας (μυθιστόρημα)`
6)  Οι γυναίκες λένε πάντα ψέματα (μυθιστόρημα)
7)  Έρως ερήμην (μυθιστόρημα)
8)  Ο παράδεισος είναι απέναντι (διηγήματα)
9)  Ροζ ιστορίες σε πορφυρό κοιτώνα (ιστορικό)
10) Η αποσύνθεση των ειδώλων (αυτοβιογραφικό)
11) Οι Συστημάνθρωποι (διηγήματα)
12) Η χαμένη αθωότητα μιας πόρνης (ιστορικό-πολιτικό)
 Το μυθιστόρημα «οι Γυναίκες λένε πάντα ψέματα» (2000) κυκλοφόρησε και από τις εκδόσεις «Νέα Σύνορα-Λιβάνης» με ελαφρά αλλαγμένο τίτλο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου