Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

ΒΡΑΔΙΝΉ ΘΕΆ.



                                         
  



©
    Γράφει 
ο Παν. Ι. Δ. Βλαχάκης.
  Σεπτέμβρης 2018 

Σαραντάψυχο του Aγιάννη, στοιχειωμένος ο τόπος, βαρύ το όνομα. Η παράδοση λέει ότι οι Τούρκοι είχαν σκοτώσει σαράντα ψυχές ! Πότε έγινε αυτό; άντε βρέστε το. Πάντως εμείς όταν οργώναμε με τα ζωντανά μας το Βουνό δεν είχαμε ανταμώσει καμιά ψυχή.
Ανταμώνανε πολλά παιδιά, όλα είχανε από ένα μικρό κοπαδάκι. Ελάχιστες φορές βλέπανε μεγάλους  στο βουνό συνήθως έβλεπαν πέντε έξι γυναίκες. Συχνά βλέπανε τη Βασίλω του Χρισταρά και μια γλυκύτατη γιαγιά με τη μαύρη γαϊδούρα της και δυο παράξενες διαλεχτές λιάρες γίδες με τα όμορφα κατσικάκια τους, την Αντώνα τη σύζυγο του αξέχαστου, του θρυλικού Λουφολιά.
Σήμερα βόσκανε τα ζωντανά στην Κοτρόνα του Μητσέλη. Για κάποιο λόγο το δεκάχρονο αναποδιασμένο έπιασε κουβέντα με τη γιαγιά Αντώνα. . Η κουρεμένη κεφάλα του είχε κατσαρώσει σχέδιο. Την προέτρεψε ράψει την στολή του «Αστυνόμου»! Η γιαγιά στην αρχή δεν κατάλαβε το σκοπό του και απάντησε φυσιολογικά ότι δεν είναι δυνατόν να την ξαναφτιάξει. Ο Μικρός με πρωτοφανή προθυμία ξεχώρισε τις γίδες που είχαν αρχίσει να παίζουν κουτουλιές. Από δω το έφερνε από εκεί το πήγαινε κατάφερε και έπεισε τη γιαγιά να προσέχει για λίγο τα παιδιά τις γίδες και τα κατσίκια. Η γιαγιά του έδωσε το λόγο της.
Πήρε το ραβδί του και προχώρησε χαρούμενο στον ανήφορο. Σκαρφάλωσε σχετικά εύκολα στην κορυφή στου Σαραντάψυχου. Ξεφώνησε πολύ δυνατά, να ο Πάρνωνας - ο Μαλεβός μου, να οι Σάρρες, να η Λεπίδα, να το Ξεροκάμπι, να το Κάστρο της Ωριάς στο βάθος τα βουνά του Αχλαδόκαμπου. Σκέφτηκε τυχερός είμαι που η ατμόσφαιρα είναι κατακάθαρη. Βλέπω την Ψηλή, τα Γαϊδουρονήσια, τη Σπετσοπούλα και αχνά πίσω είναι Σπέτσες ή η Ύδρα; Οι μεγαλύτεροι λένε ότι βλέπουν τα φώτα της Αθήνας !  Μπα ψέματα λένε εγώ δεν βλέπω τίποτα.


                                                 Πάρνωνας από τα Αυτάκια
Το παιδί μαγεύτηκε από τη θέα και έμεινε καθηλωμένο αρκετή ώρα μέχρι που δεν κατάλαβε ότι νύχτωσε για τα καλά. Τώρα είδε καθαρά τα φώτα των νησιών του Αργοσαρωνικού και της Αργολίδας. Ρε πως αφαιρέθηκα; Ας κατέβω σιγά σιγά.
 Από πάνω του ο παππούς ο Πάρνωνας, ο Μαλεβός μας άρχισε να κοιμάται και η ανάσα του χάιδευε τα κορακάτα μαλλιά του.  Ίσως αυτές ήταν από τις ποιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής του.
Άρχισαν να βγαίνουν αστέρια στο στερέωμα. Σαν πυγολαμπίδες ήταν έτσι και άπλωνες το χέρι σου θα τα έπιανες. Αμολήθηκε στον κατήφορο πήρε το μονοπάτι για το σπίτι. Πριν από ώρα τα μικρότερα παιδιά με την βοήθεια της γιαγιάς κατέβασαν μόνα τους τα ζωντανά. Στο σπίτι του Νικολάκη του Ματζουράνη του αγροφύλακα τα χώρισαν και τα οδήγησαν με ασφάλεια στα σπίτια τους.
Το αναποδιασμένο λαχανιάζοντας με μεγάλη καθυστέρηση. Η μάννα του είχε κουμαντάρει τα ζωντανά στο Κατώι. Ήτανε ανήσυχη μάλλον φοβισμένη περίμενε με μια κλαρούδα στο χέρι! Γιατί άφησες τα μικρά παιδιά με τα ζωντανά; Γιατί γυρίζεις νύχτα στο βουνό; Μπορεί να γκρεμοτσακιζόσουνα, να πάταγες κανένα φίδι τη νύχτα, μπορεί, μπορεί…
Μάνα ο φοβερός κοντοσιτέρης δεν βγαίνει τη νύχτα τα άλλα φίδια θα τα κανόνιζα με την μαγκούρα μου. Τριάντα πέντε έχω σκοτώσει αυτό το καλοκαίρι! Άκου ΄κεί που δεν μπορώ να φροντίσω τον εαυτό μου . Έβγαλε γλώσσα προσπάθησε να δικαιολογηθεί ότι τα παιδιά είχαν παρέα τα πρόσεχε η γιαγιά. Τι νομίζεις; δεν είμαι μικρός κοντεύω τα ένδεκα.
Πλησίασε κοντά και τις έδειξε περήφανα τις χαρακιές. Μια για κάθε φίδι σαν τους κάου –μπόι κόμπασε. Λάθος μέγιστο, άρπαξε μερικές με την κλαρούδα γιατί δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί. Τα πόδια του καρούλιασαν. Πόνεσε αλλά δεν έκλαψε, θύμωσε αλλά δεν μίλησε. Σκέφτηκε ότι δυστυχώς δεν υπήρχε Αστυνόμος να καταγγείλει τον άδικο ξυλοδαρμό!
Ανέβηκαν στο φτωχικό δωμάτιο. Η μάνα άναψε τη λάμπα βλέποντας τα καρουλιασμένα του πόδια στεναχωρήθηκε. Ρώτησε τα καθέκαστα, χαμογέλασε, φαινόταν κουρασμένη και μετανιωμένη που τον κτύπησε αλλά η τιμωρία, τιμωρία. Ο μικρός ανάπτυξε μια επιχειρηματολογία που η μητέρα δεν μπορούσε να την αντικρούσει. Τον βαρέθηκε και του είπε αυστηρά.
 «Νύχτωσε για τα καλά, δεν θα πας δυο μέρες στην Παναγία τη Λάκκα να παίξεις, είσαι τιμωρημένος από σήμερα το βράδυ. Όταν θα τηλεφωνήσει ο πατέρας σου, που παιδεύετε σαν την άδικη κατάρα στην αλωνιστική μηχανή, θα μάθει όλα τα κατορθώματα σου. Άντε τώρα να φας. Κανονικά θα πρέπει να κοιμηθείς νηστικός.»


                                            Άποψη του Αργολικού κόλπου.
Η μάνα κατέβηκε στη γειτονιά να πει δυο κουβέντες με τη θεία Τασσιά τη σύζυγο του καλού γείτονα του μπάρμπα Νίκου. Τους διηγήθηκε τα καθέκαστα, τα κατορθώματα του. Ο καλός γείτονας, αγαθός με την αρχαιοελληνική σημασία, πανέξυπνος και ψύχραιμος ξωμάχος, της είπε ότι δεν έκανε καλά που βάρεσε το παιδί. Ότι πρέπει να το αφήνει να γυρίζει και να εξερευνά τον τόπο μας. Η σύζυγος του είπε ότι καλά του έκανε και ακόμα έπρεπε να βαράει. Ο λόγος ότι είναι μικρός και υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι.
Ο Μικρός κρυφάκουγε σαν το γάτο και μονολογούσε: «Α ρε γυναίκες με τα κουτσομπολιά και τις φλυαρίες σας, σκοτίστηκα. Α ρε λεβέντη μπάρμπα Νίκο μεγάλο δίκιο έχεις πρέπει να ξέρω κάθε πέτρα από την μικρή πατρίδα μου. Αύριο θα εξερευνήσω στο Κάστρο της Ωριάς κοντά στη Λεπίδα. Ίσως πάρω μαζί μου και όλα «τα παιδιά »της γειτονιάς τα κορίτσια εξαιρούνται.
Από την «κρύπτη» των περιοδικών ξεχώρισε ένα «Μικρό Ήρωα». Τράβηξε τη λάμπα του πετρελαίου προς το μέρος του διάβασε και ονειρεύτηκε κατορθώματα και ηρωισμούς. Σίγουρα δεν είδε τον στον ύπνο μου Αστυνόμο - Λουφολιά. Ονειρεύτηκε, έφτιαξε με τη φαντασία του ένα Γερμανό με κράνος και με παρόμοια γκρίζα στολή σαν αυτή του Αστυνόμου, να του τη σκίζει ο Γιώργος Θαλάσσης, το παιδί φάντασμα! Να του πατάει κάτω την σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό και να σηκώνει την Ελληνική σημαία …
Κοιμήθηκε γλυκά και σε δυο ώρες και μετά ξύπνησε ! Βγήκε πατώντας στα νύχια έξω στην ταράτσα αθόρυβα σαν την γάτα. Οι Φωτοσκιάσεις είχαν φύγει. Τα αστέρια είχαν κρυφτεί. Το Αυγουστιάτικο φεγγάρι έκανε τη νύχτα μέρα! Έκατσε στο σκαμνί παρατηρούσε το φεγγάρι και τα γύρω βουνά. Μακριά στο βάθος προς τα ΄Γκώνια ακούγονταν γλυκά τροκάνια από τα πολλά κοπάδια.  
Στη σιγαλιά της νύχτας ακούστηκε η φωνή της μάνας. «Ρε πως βγήκες έξω και δεν σε κατάλαβα; Άντε μπες μέσα γρήγορα, θα σεληνιαστείς, θα σε πάρουν οι νεραΐδες. Άκου τα εξωτικά θα κλέψουν τη φωνή και το μυαλό σου. Πρόσεχε μην πέσεις από την ταράτσα, νεραϊδοπαρμένο μάσε το μυαλό σου, που άλλοτε κοιτάς το φεγγάρι άλλοτε τα αστέρια και άλλοτε τα βουνά…»
Μπες μέσα ρε μάνα ο άνθρωπος είναι το μεγαλύτερο θεριό. Αφού ξέρεις ότι δεν πιστεύω σε αυτά τα παραμυθία άσεμε στην ησυχία μου. ©



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου