Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΤΗΣ ΕΡΗΝΗΣ.



                                                  
                                                       

                                          Τ Ο   Χ Ω Ρ Α Φ Ι    Τ H  Σ    Ε Ρ Η Ν Η Σ
  

Χριστόφορος Β Νικολάου
 ΝΟΕΜΒΡΗΣ 2012

O Χριστόφορος Βασ. Νικολάου γεννήθηκε στην Περδικόβρυση(Τσερβάσι) το 1947. Πήγε στο δημοτικό σχολείο του χωριού του, στο γυμνάσιο του Περιστερίου Αθήνας και στο λύκειο του Αγίου Νικολάου Καστρίου. Μπήκε στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών απ' όπου και πήρε πτυχίο γεωπόνου και οινολόγου. Άσκησε το επάγγελμα του Oινολόγου και εμπόρου γεωργικών εφοδίων.    

   Παντρεύτηκε τη συμμαθήτριά του στο λύκειο Μαίρη Μενελάου Καπράνου με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Σήμερα είναι συνταξιούχος. Ασχολείται με γεωργία, κηπουρική, μαστορέματα - κατασκευές, μουσική, λογοτεχνία και ιστορία.
   Αγαπά και πονά ( απο το γεωπόνος) - πολύ τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε.
  ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ Χριστόφορε με τιμάς που μου εμπιστεύεσαι να αναρτήσω   τα κείμενα σου.
           
                                      Τ Ο   Χ Ω Ρ Α Φ Ι    Τ H  Σ    Ε Ρ Η Ν Η Σ

   Ιδρωμένοι και κατάκοποι, κοντομεσήμερο, ο ήλιος να μας ζεματάει, συνεχίζαμε την πορεία στον ατέλειωτο αυχένα  του Ζυγού.  Ήτανε ώρα για διάλειμμα.
   Πίσω μας είχαμε αφήσει τους Φονεμένους και πιο πίσω, στο βάθος, φάνταζε ο Μαλεβός. Κυρίαρχος και αιώνιος, λιτός και αυστηρός. Η κορφή του γυμνή, άγγιζε το θεό. Οι πλαγιές του δασωμένες και ζωηρές, άλλες στρωτές και ομαλές και άλλες απότομες και κακότροπες, σχηματίζοντας βαθιές ρεματιές, γκρεμούς και άγρια φαράγγια, κατεβαίνανε στον κόσμο των ανθρώπων κι ύστερα συνεχίζανε ξερακιανές και κακομαδημένες, φτάνανε στη θάλασσα και χανόντουσαν στα βάθη της… Κάτω μας δεξιά τα Καστριά και πέρα μακριά το Ξεροκάμπι, η θάλασσα, τ’ Ανάπλι...
   Ο Απρίλης να ΄χει στήσει τρελό πανηγύρι με τα χρώματα, τις ευωδιές και κάθε λογής πετούμενο. Για να υποδεχτεί το Μάη. Η βλάστηση να σε καταπιεί, οι αισθήσεις να μη χορταίνουνε, να μην προφταίνουνε να τα γευτούνε όλα. Κι ο νους να τρέχει…Σε ιστορίες και παραμύθια, σε θρύλους, στο είναι και στο δεν είναι, στα γιατί…
   Ξαφνικά, ακούστηκε η κραυγή:  Νικοοόλα,  Λεωνιίδα,  Μαριγωωώ…Και ξανά:  Νικοοόλα,  Λεωνιίδα,  Μαριγωωώ…
   Χρόνια τώρα προσπαθούσα να φανταστώ αυτή τη φωνή μα δεν μπορούσα. Σα λεπίδα αστραφτερή και κοφτερή, έσκιζε τον αέρα, έκοβε τις φυλλωσιές και τις ανάσες, μάτωνε την καρδιά , έσκιζε το λιθάρι… Σκληρή και μαλακή, δυνατή και σιγανή… Να παραπονιέται και να μαλώνει, να ρωτάει και να απαντάει, να απευθύνεται σε όλους και σε κανέναν, να προσπερνάει τον κόσμο τούτο, να θέλει να φτάσει μακριά…Ξερή, τσακισμένη, γοερή…
   Νικόοολα,  Λεωνίιιδα,  Μαριγώωω…
   Σάστισα. Μπροστά μας απλωνότανε μια λάκα. Αποκαμωμένος, έψαξα να βρω ένα απόσκιο, έν’ απόμερο να κρυφτώ απ’ τον  ήλιο και τη λεπίδα που σπάθιζε πέρα δώθε, ίσως να γύρευε εκδίκηση…Έγειρα σ’ έναν όχτο, στον ίσκιο μιας καστανιάς κατά το ξέφωτο. Και τότε την είδα!  Ήτανε η Ερήνη!  
                                        
   Μαυροντυμένη, ξεμαντήλωτη και ξέπλεκη, ζωσμένη με το πεσκίρι, στεκότανε στοιχειό  στη μέση της λάκας, αγέρωχη, τήραγε ψηλά και μακριά στον ορίζοντα, στη θάλασσα, πέρ’ απ’ τη θάλασσα, πέρ’ απ’ τον ουρανό…Να φωνάζει και να γυρνάει το κεφάλι πέρα δώθε…Και τα χέρια, μια να τεντώνουνε μπροστά και μια να μαζεύονται, να χτυπάνε το κεφάλι και το στήθος....
   Νικόοολα,  Λεωνίιιδα,  Μαριγώωω…Και πάλι, Νικόοολα,  Λεωνίιιδα  Μαριγώωω…
   Η φωνή της τώρα είχε μαλακώσει, είχε βραχνιάσει, δε γύρευε πια απάντηση, δε μάλωνε, δεν απευθυνότανε… Το κεφάλι χαμήλωσε σιγά-σιγά, τα χέρια πέσανε, οι ώμοι γείρανε…
   Πάνε χρόνια  πού ‘χα ακούσει την ιστορία απ’ την πεθερά μου την Ευγενία. Την έφερε η κουβέντα πάλι πριν λίγες μέρες..
  - Ήμουνα τριώ χρονώ, όταν η μάνα μου, η Μαριγώ, γέννησε την τέταρτη τσιούπα. Κανένα παιδί!  Ο Κοκκινιάς, ο πατέρας μου ντε, της φέρθηκε άσκημα ο παλιάθρωπος… Tην άφησε αβοήθητη κι έφυγε για το Παράλιο. Όταν, μετά από λίγες μέρες, γύρναγε στον Αγιονικόλα για να φορτώσει πράματα, άκουσε απ’ το Ξεροκάμπι την καμπάνα… Βάρυγε για τη Μαριγώ...
   Κράτησε τα δυο μεγάλα κορίτσια, τη Θανάσω και την Παρασκευή που μπόργανε να δουλέψουνε, εμένα και το μωρό μας έδωσε στη γιαγιά μας, τη μάνα της μάνας μου, την Ερήνη.
   Πολέμησε η γιαγιά  ν’ αναστήσει το μωρό της κόρης της, την αδερφή μου, έτρεχε σε λεχώνες, ζητιάνευε το γάλα, κέρδισε και μια κούτα Νουνού λέει, το ξεπέταξε… Τι χρώσταγε όμως η κακομοίρα του Θεού, έξι - εφτά χρονώνε της αρρώστησε το καημένο, το ‘χασε μες απ’ τα χέρια της…
    Η γιαγιά μου, η Ερήνη, εκτός από τη μάνα μου και τη μικρή, έχασε και δυο παιδιά ακόμα, το Νικόλα και το Λεωνίδα.       
   Ο Νικόλας, λεβέντης δυο μέτρα, αρρώστησε βαριά στον πόλεμο, στη Μικρασία. Κατάντησε. Τόνε στείλανε πίσω. Στ΄ Ανάπλι  δεν τον έπαιρνε το καΐκι πούκανε τη γραμμή με τ’ Άστρος. Τόνε φορτώσανε σε μια βάρκα και τόνε βγάλανε νύχτα στον Ατσίγγανο. Σούρθηκε το δόλιο μέχρι το πηγάδι… Περνάγανε ο κόσμος, που ξημέρωσε, να ποτίσουνε τα ζά, το τηράγανε από μακριά… Άνθρωπος είμαι τους έλεγε, δεν είμαι φάντασμα… Πέστε της μάνας μου να με πάρει…Μαθεύτηκε στο χωριό, τ’ άκουσε η αδερφή του η Σταυρούλα, η θειά μου που πήρε το Γύφτο, έτρεξε σκούζοντας στο πηγάδι, ήτανε δεν ήτανε δώδεκα το κακόμοιρο, αγκαλιαστήκανε… Τόνε πήρε καλικούσια και τον έφερε σπίτι...
   Μπήκε η άνοιξη, φορτώσανε για πάνω, τόνε βάλανε μισογόμι στο μουλάρι. Ξώλαμπρα, έσβησε ο Νικόλας… Τόνε κηδέψανε με τη φουστανέλα του. Της είπανε να κάνει χαρτιά να βγάλει σύνταξη, εγώ δεν πίνω το αίμα του παιδιού μου, τους είπε η Ερήνη...
   Ο Λεωνίδας, λεβέντης κι αυτός, σπούδαζε στην Αμερική γιατρός, τρία πτυχία! Αρρώστησε. Γύρναγε στους γιατρούς, δε γινότανε τίποτα. Σταμάτησε τις σπουδές, ήρθε στο χωριό να γιάνει. Χειροτέρεψε, κατάπεσε. Λέει της μάνας του μια μέρα, θέλω να με πας να  ιδώ τα χωράφια. Τον έβαλε στο μουλάρι η Ερήνη και τόνε πήγε στο χωράφι τους στο Ζυγό. Σε λίγες μέρες, άνοιξη πάλι ήτανε, της έφυγε κι ο Λεωνίδας.
   Έπινε μια καντήλα κρασί η γιαγιά μου, η Ερήνη, ζωνότανε στη μέση σφιχτά με το πεσκίρι κι ανέβαινε με τα πόδια στο Ζυγό, στο χωράφι τους. Την είχανε ακούσει που φώναζε:  Νικόοολα,  Λεωνίιιδα,  Μαριγώωω…
   Άκουσα φασαρία, συνήλθα. Έτοιμοι όλοι με τα σακίδια στην πλάτη να συνεχίσουμε την πορεία. Σηκώθηκα και ακολούθησα.
   Έριξα μια ματιά πίσω, στη λάκα. Δεν είδα την Ερήνη στο χωράφι. Κι ούτε φωνή ακουγότανε.                                                                                                                                                                            Απρίλης   2005,  Γιορβάσιος.                                                                                        
                                                    


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου