Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΣΗΜΟ.


         

 Γράφει  

ο Στολιώτης Συγγραφέας

Χρίστος Γεωρ. Κυρκιντάνος 






Ο Φώτης και το αντιγραφόσημο των τεσσάρων

 Ιούλιος μήνας, κατακαλόκαιρο. Στον κάμπο φυσούσε ένας λίβας φωτιά. Μαραινόταν το περιβόλι, θλιβόσουνα που το έβλεπες. Αμόλησα τη στέρνα, όρμησε το νερό στη βραγιά και δροσιζότανε η γης, βυζαίνανε με τη ρίζα τους τη δροσιά και ξεδιψάγανε τα κλαριά. Οι πορτοκαλιές φορτωμένες καρπό άγουρο, θέλανε ακόμα καιρό να πάρουνε χρώμα τα πορτοκάλια τους. Οι λεμονιές εφτάκοιλες, λεμόνια και άνθη μαζί . Νυφούλες μου! Έκοβα με το τσαπί το νερό, το άλλαζα στις βραγιές και στεκόμουνα τις καμάρωνα, ας είχανε τουλάχιστο τιμή τα λεμόνια, που τα τρώνε κοψοχρονιά οι εμπόροι, σκεφτόμουνα.
        
                                              Αργολίδα
Και έρχεται ο ξάδερφος ο Απόστολος με τ΄ αμάξι, συννεφιασμένος. Κομματάρχης αυτός, είχε τις πλάτες του βουλευτή μας κι εγώ τις δικές του. Ητανε το καμάρι του σογιού μας ο Απόστολος , είχε βγάλει γυμνάσιο, εμένα με είχανε για λειψό.
-      Μαύρα χαμπέρια Φώτη, μου λέει, μας φάγανε τη θέση. Τα λαμόγια της κλαδικής βάλανε τον δικό τους.
Θέση κλητήρα στη Νομαρχία της Αργολίδας. «Τελειωμένη δουλειά» με παραμύθιαζε ο Απόστολος κι ονειρευόμουνα την ημέρα που θα πιαστώ από το βυζί της μάνας πατρίδας, από το περιβόλι δεν είχα διάφορο, συμφωνημένη με τον ξάδερφο και η μίζα  του.
Με βάρεσε κεραυνός και πήρε φωτιά το κεφάλι μου, κράτησα την ανάσα μου και το βούτηξα στη στέρνα με το νερό να τη σβήσω. Έδιωξα σκοτοδίνη κι απελπισία και ξαστέρωσα δυνατός, πιάνω το μπράτσο του ξάδερφου.
-      Υπάρχει ελπίδα, Απόστολε; Την αλήθεια να πεις.
-      Σήκω να πάς στην Αθήνα , μου λέει, να δώσεις τα χαρτιά στο δικηγόρο  Καραναστάση, είναι μιλημένος. Παρασκευή αύριο, τελευταία μέρα, θα καταθέσει προσφυγή στο Διοικητικό Εφετείο του Πειραιά. Μόνο φύγε για να προλάβουμε, άμα περάσει η προθεσμία χαθήκανε όλα.
Ητανε κοντοχωριανός ο Καραναστάσης, τον ήξερα. Κάτι με κόψανε τα σημάδια.
-      Καλύτερα ν’ απευθυνθούμε στους ντόπιους συνήγορους τους δικούς μας. Τον ξέρουμε τον Καραναστάση.  Αποσκιερός άνθρωπος είναι, μην περιμένεις καλό.
-      Μην προβληματίζεσαι, αποκρίθηκε ο Απόστολος. Άστο σε μένα, την έχω τη δουλειά κανονίσει.
Κλείνω τη βάνα, στο έλεος του λίβα πια το περβόλι. Μπαίνω στ’ αμάξι του Απόστολου, πήγα στο σπίτι, άλλαξα συγυρίστηκα. Μου έδωσε  κι ο Απόστολος τα χαρτιά, τα σιγουρεύω στον κόρφο μου.
-      Τώρα που αρματώθηκα, λέω, βάλε τ’ αμάξι μπροστά να πάμε στο πρακτορείο.
Καβάλησα το λεωφορείο των πέντε για την Αθήνα, ώσπου να ξεκινήσει μπήκε μέσα ο ξάδερφος και μου έδωσε διαταγές:
-      Να του πεις να τους βαρέσει τους κερατάδες στ’ αυτιά. Να τους αλλάξει τον αδόξαστο. Και για λεφτά μην προβληματίζεται πες του.

Οκτώμισι η ώρα το βράδυ, μες στου Καραναστάση το γραφείο, οδός Ακαδημίας, εγώ.
Εκείνος δούλευε ανάμεσα σε στοίβες χαρτιά, γέμιζε κι άλλα χαρτιά να τις αυγατίσει. Πάνω από το κεφάλι του, ο ανεμιστήρας στο φόρτε.
Ξεκούμπωσα το πουκάμισο, έβγαλα και τα δικά μου χαρτιά, του τα έδωσα.
-      Κύριε Καραναστάση, του λέω, να τους αλλάξεις την Ανάσταση….όχι…τον αδόξαστο. Έτσι είπε ο Αποστόλης. Και για λεφτά μην προβληματίζεσαι, λέει.
Γύρισε και με κοίταξε θυμωμένος.
-      Δεν ξέρω κιόλας αλλά βάσει του νόμου….νομίζω, οπισθοχώρησα.
Πήρε από τα χέρια μου τα χαρτιά και τα έψαξε, μπρος πίσω , τα ξεψείρισε κάμποση ώρα. Ύστερα άνοιξε κάτι χοντρά βιβλία και έψαχνε. Θα γράφουνε μέσα τους νόμους σκεφτόμουνα. Ξαστέρωσε το κεφάλι, καμιά φορά, και με είδε που στεκόμουνα όρθιος.
-      Εδώ είσαι ακόμα, εσύ;
-      Που να πάω, κυρ Γιώργη αν δε φανεί φως;
Με λυπήθηκε και γλύκανε λίγο το πρόσωπό του.
-      Καλά θα πάμε, μου λέει, έχουμε δυνατό έρεισμα για την προσφυγή.
-      Έρεισμα είπες, κυρ Γιώργη;
-      Έρεισμα, αποκρίθηκε ο κυρ Γιώργης.
«Έρεισμα» – έγραψα στο μυαλό μου αυτή τη λέξη αλλά δεν ήτανε λέξη, γιατρικό ήτανε, έφερνε στα χείλη του πικραμένου χαμόγελο. Αν ήταν εικόνισμα θα γονάτιζα να την προσκυνήσω.
- Έλα αύριο στις δέκα, πρόσθεσε, να πας στον Πειραιά να την καταθέσεις εμπρόθεσμα. Αλλιώς η θέση ξεγράφεται.
-      Εμπρόθεσμα του λέω, κυρ Γιώργη, μη κακομελετάς.
    

                                                    Ομόνοια   
Πήγα στην Ομόνοια στο ξενοδοχείο, μες στη χαρά, πήρα τηλέφωνο τον Απόστολο.
-      Έχουμε «έρεισμα», ξάδερφε, τη σιγούρεψε ο συνήγορος τη δουλειά, αύριο στις δέκα την καταθέτω.
-      Έχετε ζέστη στην Αθήνα; Ακούστηκε από μακριά η φωνή του χαρούμενη.
-      Ζέστη διαβολεμένη, αποκρίθηκα.
Σταύρωσα το μαξιλάρι μου, πλάγιασα και βυθίστηκα ήσυχος σ’ ένα δίκαιο ύπνο στην αγκαλιά του θεού.

Το πρωί, ώρα εφτά και μισή, νάσου ο Φώτης μπάστακας στην πόρτα του συνήγορου του Καραναστάση. Δεύτερος όροφος γραφείο είκοσι τρία. Βρήκα την πόρτα κλειστή. Πηγαίνουν αργά στη δουλειά τους οι Αθηναίοι είναι και η ζέστη πολλή θα κακοκοιμήθηκαν συλλογίστηκα και κάθισα στα σκαλούνια, περίμενα.
Κατά τις εννιά φάνηκε η γραμματεύ η κυρία Μαρία, με καλημέρισε.
-      Θα έρθει ο κυρ Γιώργης; Τη ρώτησα.
-      Είναι στο δικαστήριο τώρα αλλά θα έρθει στις δέκα. Ξενύχτησε για να γράψει την προσφυγή σου.
Κάθισε στη γραφομηχανή να την δακτυλογραφήσει και πηγαίνανε πολυβόλο τα δάχτυλά της. Είχε αγοράσει με δόσεις αυτοκίνητο μεταχειρισμένο από πρώτο χέρι, ευκαιρία μεγάλη, και είχε χαρά.
-Άμα περάσεις από τα μέρη μας και καταδεχτείς, έλα στο περιβόλι να το γεμίσω λεμόνια κυρά Μαρία, της είπα βάζοντας ζάχαρη στη φωνή μου. Ητανε ζωντοχήρα, λίγο μπασμένη στα χρόνια όπως κι εγώ, καλή για γυναίκα κλητήρα του δημοσίου, και είπα να ρίξω μια γέφυρα τώρα που θα έπαιρνα τη θέση, ως περιβολάρης δεν είχα πρόσωπο να κοιτάξω τόσο ψηλά..
-  Δέκα η ώρα, μπήκε με το σακάκι στο χέρι και τη γραβάτα του ο Καραναστάσης. Ιδρωμένος, το πουκάμισό του μουσκίδι. Υπόγραψε τα χαρτιά στο πόδι και κίνησε βιαστικά να φύγει, μπήκα μπροστά τον σταμάτησα.
- Τρέχα, μου λέει,  στον Πειραιά να την καταθέσεις. Από το Συμβούλιο Επικρατείας πρώτα, στη Βουλή, να βγάλεις τα παράβολα. Και να μη ξεχάσεις τα ένσημα.
Μπήκε στο ασανσέρ, χάθηκε.
Κατέβηκα στο δρόμο εγώ κι έτρεξα , ίσια απάνω στην Ακαδημίας, μπουχός. Έφτασα στη Βουλή , μπήκα από την αριστερή πόρτα και είδα κατέβαινε από τις σκάλες ο Κάρπος ο Βουλευτής. Κοντοστάθηκα  και τον κοίταξα.
-      Καημένε  Οθωνα ,είπα μέσα μου, για σήκω να δεις τι κουμάσια μπαινοβγαίνουνε στο παλάτι σου. Θέλουνε να μας φάνε και τα περβόλια.
Στάθηκα στην ουρά και περίμενα, έβγαλα τα παράβολα όταν ήρθε η σειρά μου κι έχωσα πάλι στον κόρφο μου τα χαρτιά μη χαθούνε.

Κατέβηκα Φιλελλήνων, να πάρω το πράσινο λεωφορείο για Πειραιά, εκείνο το ρημάδι αργούσε. Και είχε μια ζέστη φωτιά, ο ιδρώτας ποτάμι. Έβγαλα το μαντήλι,  σκούπισα μέτωπο και σαγόνι και ύστερα το έβαλα γύρω στο σβέρκο μου να μη λερωθεί ο γιακάς.
-      Αμ, πύρι και φωτιά έριξες θεούλη μου πια; μονολόγησα.
-       Δεν είδατε καλέ; Αποκρίθηκε μια κυρία.
Ήρθε το πράσινο, στριμωχτήκανε μέσα ο κόσμος. Στάση Δημοτικό ήθελα να πω στον οδηγό ούτε πρόλαβα, ο κόσμος με σπρώξανε πίσω.

Ξεκίνησε το λεωφορείο και ήτανε πήχτρα οι δρόμοι, κυλούσε αργά, αν ήτανε χελώνα γρηγορότερα θα περπάταγε. Σταματούσε στις στάσεις, άφηνε κόσμο, έπαιρνε κόσμο και ξεκίναγε πάλι. Περάσαμε Καλλιθέα και Τζιτζιφιές, έδωσε ο θεός και φθάσαμε επί τέλους στον  Πειραιά. Ξαστέρωσα το κεφάλι στον ουρανό, είχε περάσει τα μεσούρανα από πάνω ο ήλιος και πήρε να γέρνει, η τούρλα του Σαββάτου ήταν μπροστά μου, πανικοβλήθηκα.. Ψάχνοντας και ρωτώντας, πάω στα δικαστήρια στους γραμματικούς, έβγαλα από τον κόρφο μου τα χαρτιά, τα παραδίνω στα χέρια τους, δόξα σοι ο θεός προλάβαμε, λέω. Εκείνοι τα είδανε και μου τα γυρίσανε πίσω. Τα πήρα απορημένος στα χέρια μου και τα είδα που ήτανε μουσκεμένα από τον ιδρώτα.
-      Είμαστε αναρμόδιοι εμείς, είπανε, εδώ είναι πολιτικό Πρωτοδικείο, να πάτε στο Διοικητικό Εφετείο.
Ητανε καλά παιδιά οι γραμματικοί, χαρούμενοι κιόλας που έφθασε μεσημέρι και είχανε  μπροστά τους αφάγωτο το  Σαββατοκύριακο.
-      Παλικάρια, τους λέω, διαβάστε καλά τα χαρτιά μη με κάψετε. Κιντυνεύω να χάσω την προθεσμία, να μου φάνε τη θέση.
-      Στην οδό Γούναρη, στο Διοικητικό Εφετείο, αποκριθήκανε τα παιδιά, τρέξε και μη ρωτάς περισσότερα..
Στην πιλάλα πάλι, μέσα στους δρόμους ο Φώτης. Πάω στο Διοικητικό Εφετείο, στον γραμματικό τελευταία στιγμή.
-      Κλείσαμε τώρα, ελάτε τη Δευτέρα, λέει ο γραμματικός και ήτανε τσαλακωμένο το πρόσωπό του και κίτρινο σα λεμόνι, κάποιος πόνος τον τρύγαγε μέσα του.
-      Κύριε γραμματεύ καίγομαι, του λέω, χάνω την προθεσμία, το και το.
-      Κι εγώ χάνω τη στεφανιαία μου είπε κι έβαλε το χέρι στο στήθος του σα να ήθελε να βγάλει από μέσα καρφί. Τέλος πάντων, δώσε μου τα χαρτιά ξαναείπε κι απλοχέρισε, πήρε με το δεξί τη σφραγίδα να τα σφραγίσει.
Σταυροκοπήθηκα πάλι, δόξα σοι ο θεός. Είχα στα χέρια μου τα χαρτιά για να στεγνώσουνε από τον ιδρώτα. Τ’ απόθεσα μαλακά στο γραφείο του, ούτε τα πήρε στα χέρια του.
-      Στην τούρλα του Σαββάτου έρχεσαι, χριστιανέ, και δεν έχεις κολλήσει τα ένσημα. Κατέβα στο περίπτερο γρήγορα να βάλεις παράσταση δικηγόρου.
Κατέβηκα στο περίπτερο, ήτανε ένα κοριτσόπουλο μαθητούδι, ίδια η ανιψιά μου η Ρηνούλα. Αναψοκοκκινισμένο το κορίτσι από τη ζέστη, σαν χάσικο ψωμί μόλις βγαλμένο από το φούρνο.
-      Ρε κοριτσάκι, της λέω, δώσε μου γρήγορα μια «παράσταση δικηγόρου» να μη μου φύγουνε απάνω οι υπαλλήλοι.
Το κοριτσάκι δεν καταλάβαινε, περιμένετε, λέει, έρχεται ο μπαμπάς μου. Τρέχω αλαφιασμένος στα άλλα περίπτερα, δεν είχανε ένσημα. Ξαναγυρίζω στο κοριτσάκι., νάτος μου λέει ο μπαμπάς μου. Ερχότανε ο γέρος της με κάτι κολιούς περασμένους στο βούρλο, κατευθείαν από το ψαροκάικο στάζανε θάλασσα, και τους είχε για το τηγάνι. Τρέχω τον πιάνω από το χέρι.
-      Μια «παράσταση» για την προσφυγή αδερφέ, σώσε με.
-       Να προωθήσω τους κολιούς, στην κυρία μου πρώτα.
 Έδωσε στο κορίτσι τα ψάρια.
-      Να της ειπείς να πάρει δεντρολίβανο από τη Βαγγελίτσα να τα κάνει σαβόρο, διάταξε το κορίτσι, και γύρισε πια και με ρώτησε.
-      Εφετείου ή Πρωτοδικείου;
Πήρα και τις δύο, καλύτερα πρόσβαρη παρά λειψή προσφυγή, από μια τσιγκουνιά μπορεί να χάσω τη θέση μου, σκέφθηκα και χούφτιασα τα χρωματιστά χαρτάκια. Έβγαλα  τη γλώσσα μου και όσο σάλιο μου είχε μείνει το ξόδεψα, κόλλησα στο χαρτί τα χρωματιστά πούλια. Τα κόλλησα καλά και ξαμολήθηκα στη σκάλα, ανέβαινα λαχανιάζοντας να προλάβω.
Απάνω που ανέβηκα βρήκα τον κύριο γραμματεύ και κλείδωνε το γραφείο να φύγει.
-      Πάταξον μεν άκουσον δε, παρακάλεσα, μας το είχανε μάθει αυτό  στο σχολείο.
-      Με λυπήθηκε ο άνθρωπος, άνοιξε το γραφείο και πήρε στα χέρια του το χαρτί, μέτρησε τα χρωματιστά πούλια.
Ημουνα σίγουρος ότι είχα κάνει καλή δουλειά. Τόσα λεφτά είχα δώσει.
-      Μην ψάχνεις καθόλου, είναι πρόσβαρη, δεν βλέπεις πώς την έχω στολίσει;
-      Έβαλες κάνα χιλιάρικο παραπάνω, μου λέει, αλλά λείπει το αντιγραφόσημο των τεσσάρων δραχμών. Κατέβα να το κολλήσεις, θα περιμένω.
-      Τώρα που φάγαμε το βόδι θ’ αφήσουμε την ουρά; είπα και όρμησα αποφασισμένος κάτω στη σκάλα.
                             
Κατέβηκα στον περιπτερά, «σώθηκε το αντιγραφόσημο των τεσσάρων» μου λέει. Κατέβαζε τα κουτιά του βαριεστημένα να ψάξει καλύτερα, πικαρίστικα.
-      Αργό καράβι είσαι πατριώτη, μην ψάχνεις ξημερωθήκαμε.
Έφυγα, πάω στο άλλο περίπτερο, πάω στο παράλλο, αντιγραφόσημο δεν είχε κανένας. Μόνο εκείνος ο περιπτεράς που ξεκίνησες, είπανε όλοι. Γύρισα και έβγαλα τη γλώσσα μου για να γλείψω εκεί που έφτυσα.
-      Από πού τα αγοράζεις τα αντιγραφόσημα, ρε πατριώτη; τον παρακάλεσα.
-      Στο δημόσιο ταμείο, μαζί με τα χαρτόσημα. Αλλά τώρα θα έχουνε κλείσει. Από Δευτέρα.
Εγώ είχα ακόμα ελπίδα, δεν ήθελα να παραδοθώ. Ο Περιπτεράς βγήκε από το περίπτερο να μου δείξει το δρόμο.
-      Προχώρα ίσια μπροστά, στον τέταρτο δρόμο δεξιά. Στρίψε και ξαναρώτα.
Βάζω φτερά στα πόδια μου τρέχω, πήγα το βρήκα κλειστό, από μέσα ακούστηκε χτύπημα γραφομηχανής. Χτύπησα την πόρτα με νεύρο δυο τρείς φορές, ήρθε άνθρωπος και μου άνοιξε. Μπήκα σ’ ένα γραφείο, σα μαραμένα βλήτα, μπροστά στα χαρτιά τους οι υπαλλήλοι μετράγανε την ώρα για να λακίσουνε. Με την ψυχή στα δόντια κι εγώ, από τη ζέστη την πολλή και την αγωνία. βαράω συναγερμό:
-      Αδέρφια χανόμαστε. Χάνουμε τη θέση για ένα αντιγραφόσημο των τεσσάρων.
                         

                                         παλαιά  χαρτόσημα
Ένας υπάλληλος σηκώθηκε και με πήγε στον κύριο διευθυντή, «κλείσαμε ταμείο» του λέει αλλά εκείνος με ψυχοπόνεσε.
-      Δώσε στον άνθρωπο, διάταξε, δεν τον βλέπεις που είναι έτοιμος να λιποθυμήσει;
Είχα κούραση και αγωνία μεγάλη, ανάσαινα βαριά και σκοτείνιαζε ο κόσμος μπροστά μου. Κάθισα στην καρέκλα, ακούμπησα τους αγκώνες στα γόνατα και κράτησα το κεφάλι μες στις  παλάμες μου.  Και είδα που μπήκε  το γκαρσόνι με το δίσκο και άφησε στο γραφείο του διευθυντή ένα ποτήρι νερό δροσερό, ιδρωμένο απόξω. Δίψαγα για νερό, είχα κορακιάσει, και κοίταξα παρακαλεστικά πρώτα το διευθυντή και ύστερα το ποτήρι. Ο διευθυντής σηκώθηκε από το γραφείο ανήσυχος και μου έβαλε το ποτήρι στο χέρι.
-Πιείτε λίγο νεράκι για να συνέλθετε.
Χεράκωσα το ποτήρι και το άδειασα μονορούφι, πήγε η καρδιά μου στη θέση της.
-      Τη δροσιά του νάχεις κυρ διευθυντή μου κι άμα κατέβης στ’ Ανάπλι με την παρέα σου, ελάτε στο περιβόλι μας να δείξουμε κι εμείς τον ανθρωπισμό μας.
Ο υπάλληλος έβγαλε από το συρτάρι μια αρμαθιά κλειδιά και προχώρησε στο σκοτεινό διάδρομο. Ακολούθησα και τον είδα που έστριψε βιαστικά στη γωνία και  σταμάτησε μπροστά σε μια πόρτα αμπαρωμένη. Πήγα και στάθηκα δίπλα του.
Έβαλε το κλειδί στο λουκέτο ξεκλείδωσε, κατέβασε την αμπάρα., ύστερα ξεκλείδωσε και την πόρτα, την άνοιξε, άνοιξε και το φώς, προχώρησε στο δωμάτιο. Εμένα με πρόσταξε να περιμένω απ’ έξω. Μέσα που μπήκε ξεκλείδωσε άλλη μια σιδεριά, πήγε στο χρηματοκιβώτιο, το ξεκλείδωσε κι εκείνο, πήρε το αντιγραφόσημο και μου το έδωσε.
Το πήρα στα χέρια μου και το θαύμαζα. Έδειχνε τη θεά της δικαιοσύνης μια λεβεντόκορμη με το σπαθί στο δεξί και τη ζυγαριά στο αριστερό, έτοιμη να γείρει κατά το δίκιο μου. Είχε μαντήλι δεμένο στα μάτια της  να μη βλέπει του κόσμου τα παράξενα και θολώνει η κρίση της. Την είδα που ήτανε αποφασισμένη να μου δώσει το δίκιο μου  αλλά τι να το κάνεις; η εικόνα της δούλευε για το άδικο.
-Τρέξε να προλάβεις, με κατέβασε στην κατακαημένη τη γης ο υπάλληλος, και άρχισε πάλι με τα κλειδιά τον ίδιο χαβά, ανάποδο χαβά αυτή τη φορά.
Του έβαλα ένα πενηντάρι στο χέρι, για τον κόπο του,  περήφανος άνθρωπος ήτανε δεν το καταδέχτηκε, τέσσερες δραχμές ήθελε μόνο. Το γκαρσόνι γύριζε τα γραφεία με το μπλοκάκι του, έσβηνε βερεσέδια και μάζευε από τους γραφιάδες τα χρωστούμενα της βδομάδας που πέρασε. Μου έκανε ψιλά  και έδωσα στον υπάλληλο δύο δίφραγκα.
-      Πάρε πατριώτη και να συχωρεθούνε τα γονικά σου.

Βγήκα στο δρόμο και περπατούσα παραδομένος στην τύχη μου, έσερνα τα πόδια μου, δεν είχα άλλη αντοχή.
Γύριζα πάλι στο δικαστήριο. Ο ήλιος είχε γείρει για τα καλά, μακραίνανε οι ίσκιοι, άδειοι οι δρόμοι από αυτοκίνητα και διαβάτες. Από μακριά είδα τον περιπτερά που κατέβαζε τα ρολά του περίπτερου. Στάθηκε και με κοίταζε που πλησίαζα.
-      Είναι απάνω ακόμα; τον ρώτησα.
- Σε περίμενε μέχρι που κλείδωσε όλες τις πόρτες ο θυρωρός. Στηθαγχικός άνθρωπος είναι, τί να σου κάνει; Ένα Σαββατοκύριακο κλειδωμένος σ’ αυτή την καζάρμα, με τέτοια ζέστη, πάει πολύ. Συμπάθα τον, αυτή την παραγγελία μου άφησε να σου δώσω.

Είχε μια πούμωση μέσα στη στοά. Έβγαλα το μαντήλι από το σβέρκο και σκούπισα πάλι το πρόσωπό μου. Μπροστά μου είχε κατέβει η σιδεριά που έκλεινε το κλιμακοστάσιο και την κράταγε κλειδωμένη ένα βαρύ λουκέτο ατσάλινο.
-      Πάει η θέση μου! Ξεφώνισα δυνατά τον καημό μου. Πάει. Τη φάγανε τα λαμόγια. Για ένα χαρτάκι ,  ένα αντιγραφόσημο των τεσσάρων! Φτούσου ξεφτιλισμένο κράτος! Κι εσύ, ρε Καραναστάση, τώρα κατάλαβα που είχες κολλεγιάσει με τα λαμόγια! Πίσω από τις πλάτες μου πουλημένε!
Έφτυσα στα σκαλούνια και χτύπησα το κεφάλι μου στον τοίχο δύο φορές, τη δεύτερη φορά με τα χαρτιά μου άλλα σκισμένα και σκόρπια ένα γύρω και άλλα δαγκωμένα στο στόμα.

Μ ‘ αυτά τα χτυπήματα του κεφαλιού μου στον τοίχο, ξεθύμανα και ξαστέρωσε το μυαλό μου από τη θολούρα. Συνήλθα και κάθισα ήσυχα στην καρέκλα του καφενείου. Μου φάνηκε ο τόπος, ένα γύρω, γνωστός όπως το δικό μας καφενείο το «Πατριωτικόν» στο Αργος. Ξεμπούκαρε από τη θάλασσα κι ένας μπάτης, όλο δροσιά, δόξα σοι ο θεός. Είχα εικοσιτέσσερις ώρες να μιλήσω σαν άνθρωπος και δίψαγα για κουβέντα.
Ο Περιπτεράς έβαλε στο ψυγείο του καφενείου ένα πακέτο σοκολάτες κι ένα πλαστικό μπιντονάκι με νερό και κίνησε να πάει στη φαμελιά του. Πέρασε από μπροστά μου και κοντοστάθηκε να με αποχαιρετήσει, «καλό Σαββατοκύριακο πατριώτη». «Καλό νάχεις  εσύ και η φαμελιά σου» αποκρίθηκα και σηκώθηκα  του έδειξα την άδεια καρέκλα δίπλα μου.
-Κάτσε να σε κεράσω μια πορτοκαλάδα, πατριώτη.
- Ευχαρίστως.
 Κάθισε στην καρέκλα και δροσιζόμασταν, μέσα στο καφενείο, εγώ κι ο περιπτεράς, πίνοντας την πορτοκαλάδα και κουβεντιάζαμε.
- Θέλω να μου μάθεις τη συνταγή για το Σαβόρο γιατί δεν τήνε ξέρω καλά, παρακάλεσα.
- Είναι νησιώτικη συνταγή. Η κυρά μου την έμαθε από μια Χιώτισσα θεία της κι εκείνη πάλι από μία Σαντορινιά συμπεθέρα της. Βάνεις σκόρδο, ξύδι και δύο κλωνάρια δεντρολίβανο για να νοστιμίσει. Μα δεν έρχεσαι στο φτωχικό μας να το δοκιμάσεις κιόλας τώρα που γνωριστήκαμε; Θα ‘φχαριστηθεί η κυρά μου.
 Είχα σηκωθεί κιόλας να φύγω, εκείνος περίμενε την απάντησή μου.
- Ευχαριστώ πατριώτη, αποκρίθηκα, αλλά πρέπει να τρέξω για να προλάβω το υπεραστικό για τον τόπο μου. Έχω ένα περιβολάκι κοντά στ’ Ανάπλι, κατάκαμπα και θέλω να το ποτίσω μπας και προλάβω και το γλιτώσω από το λίβα.
                                                                                        ΧΡ. ΚΥΡΚΙΝΤΑΝΟΣ


( Ακολουθεί σημείωμα)
Σ.Σ. Το διήγημα αναφέρεται σε αληθινά περιστατικά, με την προσήκουσα δόση αλατοπίπερου βέβαια. Πρωτοδημοσιεύθηκε στη «Φιλολογική Πρωτοχρονιά» του 1987, εδώ παρουσιάζεται ξαναδουλεμένο. Από τότε, τα δημόσια πράγματα στη Χώρα μας βελτιώθηκαν σημαντικά και το αντιγραφόσημο, ειδικό ένσημο που στόλιζε « επί ποινή ακυρότητος» τα δικαστικά έγγραφα, καταργήθηκε.
Η ανοργανωσιά, όμως, ο κομματισμός, η γραφειοκρατία και η διαφθορά, παρέμειναν, ως γνωστόν, άθικτες αν δεν αυξήθηκαν κιόλας. Έχουνε ρίζες  βαθιές.

  Βιογραφικό .
Ο Χρίστος Γεωρ, Κυρκιντάνος γεννήθηκε στο χωριό Στόλος Κυνουρίας. Με τα παιδικά μάτια, μυαλό και ψυχή. Βίωσε την Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο Πόλεμο σε μια από τις μικρές ηρωικές γωνιές της πατρίδας μας. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα, όπου δικηγόρησε πολλά χρόνια. Ζει στην Αθήνα άλλα η ψυχή και το μυαλό του είναι στα ηρωικά πρόβουνα του Πάρνωνα. Μας έχει χαρίσει εκλεκτά κείμενα σε εφημερίδες και περιοδικά. Ενδεικτικά αναφέρω το σοβαρό περιοδικό  «Φιλολογική Πρωτοχρονιά». Δεν είμαι ικανός να τα σχολιάσω αλλά διδάσκομαι και συγκινούμαι κάθε φορά που τα διαβάζω. Το 2010 μας χάρισε ΤΟ ΚΡΑΣΙ ΤΟΥ ΝΤΑΡΜΟΥ. Το ιστορικό αυτό μυθιστόρημα θα μπορούσε να είναι η ιστορία του πολύπαθου ρημαγμένου τόπου μας. Προτίμησε να μας χαρίσει ένα αριστούργημα στη λογοτεχνία. Υπάρχουν φυλαγμένα με σεβασμό ευλάβεια και αντικειμενικότητα, πολλά ιστορικά στοιχεία που διαδραματίστηκαν τα πέτρινα χρόνια. στην περιοχή.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου