Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

ΤΟ ΡΟΛΟ΄Ι








     
  Γράφει
ο Παν.Ι.Δ. Βλαχάκης.

 
Γλυκό φθινόπωρο στα υδροποτισμένα χώματα μας. Ο Φθινοπωρινός ήλιος ζωηρός και παιχνιδιάρης με τα σύννεφα φώτιζε και ζέσταινε τα πάντα ανθρώπους, ζωντανά, δένδρα, χορτάρια και το χώμα χαρίζοντας τους ζωή.
Δυο νέοι άνδρες με ένα ζευγάρι μουλάρια όργωναν και έσπερναν σιτάρι στην Πλατάνα του Καστιανού, στο Καλογεροβούνι δίπλα στα Αστραπάλωνα.
Εδώ ο μέγιστος των ζωοκλεφτών είχε φτιάξει μια καλατζιούκα και ένα πρωτόγονο υδραυλικό σύστημα. Έφερνε το νερό από μια πηγούλα και είχε τρυπήσει την πλατάνα με μια μικρή σε διατομή σωλήνα. Το νερό έτρεχε συνέχεια έδινε ζωή στο δένδρο στα ζωντανά, στον ίδιο και στην γριά του. Εδώ έζησαν με ηρεμία τελευταία καλοκαίρια της ζωής τους.
Το χωράφι ήταν <<προικώων>> μιας από τις εγγονές του της Τασίας. Ο ένας από τους ζευγολάτες ήταν ο άντρας της ο Βαγγέλης. Ο άλλος ήταν ο γαμπρός του ο Γιάννης. Παιδιά της Κατοχής, το χειρότερο ορφανά από μητέρα παιδικοί φίλοι που έγιναν συγγενείς. Ήταν για χρόνια σέμπρου και δούλευαν αρμονικά τη γη η οποία τους έδινε τα προ το ζην.
Όταν είχαν διαφωνίες στην εργασία το κουβέντιαζαν και έβγαζαν αποφάσεις. Μια από αυτές ήταν ότι στη σπορά ο Βαγγέλης έριχνε πυκνά τον σπόρο και έκανε οικονομία στο λίπασμα το πυκνό την αμμωνία στην άνοιξη την έριχνε ενισχυμένη. Ο Γιάννης έριχνε το σπόρο κάπως ποιο αραιά για να παίρνει αέρα και έριχνε λίγο ποιο πάνω λίπασμα και στις δυο περιόδους με μέτρο. Έτσι συμφώνησαν ο καθένας να σπέρνει στο χωράφι του και ο άλλος να κάνει ζευγάρι – να οργώνει.
Ο Ήρωας Ψαρής τράβαγε απέξω τον άλλο ψαρή του Βαγγέλη ένα χοντρό τεμπέλικο μουλάρι το οποίο δεν « πήγαινε καλά στο ζευγάρι » και το έδιωξαν την άλλη χρονιά στο Πανηγύρι της Τεγέας. Το δίφτερο, μονόχειρο αλέτρι με το ατσαλωμένο υνί του στο Γύφτικο του Ταλαρούγκα έσκιζε το χώμα το οποίο ανάβλυζε την τρομερή ζωογόνο αύρα της γης.
Τα πράσινα μάτια του έμπειρου και προσεκτικού ζευγολάτη «διαβάζανε» την γη πίσω από τα παλάτζα και λίγο μπροστά από το υνί. Οι «κόντρες » καιροφυλακτούσαν να κάνουν ζημιά στον ίδιο, στα αγαπημένα τους ζά του και στο πολύτιμο εργαλείο τους το αλέτρι. 
         
 
                                                                    Το Ρολόι
Ξαφνικά «πέταξε » το αλέτρι έξω από την αυλακιά, τράβηξε δυνατά τις δερμάτινες λουρίδες και φωνάζοντας στον Ψαρή να σταθεί. Το ανθρωπονόητο μουλάρι σταμάτησε παρασύροντας και τον έτερο ψαρή τον χοντρομουνταλά που άλλο που δεν ήθελε να σταματήσει για να τεμπελιάσει. Έσκυψε και σήκωσε ένα ρολόι που άστραφτε στον Φθινοπωρινό λαμπερό Ήλιο.
Το ρολόι έγινε «Μήλο της Έριδας» όσον αφορά την κυριότητα. «Στο δικό μου χωράφι το βρήκες, άρα μου ανήκει» είπε ο νοικοκύρης του χωραφιού. « Εξ άλλου εσύ έχεις το Venus από το 1951 τότε που εμείς δεν είχαμε…»
Η απάντηση ήταν αφοπλιστική: «Με τον γρήγορο αλλά απρόσεκτο τρόπο που κάνεις ζευγάρι σιγά μην το έβλεπες » Τέλος, εγώ το βρήκα και δεν στο δίνω. Το έβαλε στην τσέπη του εφαρμόζοντας το ότι όποιος έχει την καραμπίνα έχει και δίκιο!
Ο νοικοκύρης του χωραφιού δυσανασχέτησε αλλά δεν είπε τίποτα και συνέχισαν τις εργασίες τους. Στις αναβολές ο Γιάννης είχε συνήθειο να ξεκουράζει λίγο τα ζά και να καθαρίζει με το ξιόνι το αλέτρι. Τότε του ανακοίνωσε ότι την κυριότητα του ρολογιού θα το λύσουν στο κολατσιό.
Όταν ήρθε η ώρα του κολατσιού σκούπισαν τα ζά, τους έριξαν τις κουβέρτες τους και τους έβαλαν τους τουρβάδες τους με το χρυσό κριθάρι. Έλυσαν τις πετσέτες και άρχισαν να τρώνε το λιτό φαγητό τους συνοδευόμενο με ένα μπουκαλάκι Αγιαννίτικο νέκταρ.
«Σε βλέπω που στεναχωρήθηκες για το ρολόι. Αλήθεια ποιανού να είναι; Κυνηγός ή Βοσκός πρέπει να το έχασε γιατί το λουράκι είναι κομμένο» Δες το δούλευε. Το κούρδισε λίγο και του το έδειξε. Δεν θα μαλώσουμε για ένα ρολόι αλλά δεν σου το δίνω. Έχουμε και οι δυο ρολόγια και δεν μας χρειάζεται. Πρόταση να το δώσουμε στον Τάκη το μεγάλο που τον αγαπάς όπως το γιό σου και καλύτερα αν και τον δικαιολογείς στις σκανδαλιές του και τον κακομαθαίνεις!
Χωρίς δεύτερη σκέψη ο νοικοκύρης του χωραφιού συμφώνησε. Έτσι το αδύνατο – δεκαπέντε οκάδες με τα κόκαλα ήταν - το αναποδιασμένο που τότε πήγαινε στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού απέκτησε ρολόι που δεν είχε άλλο παιδί. Χτύπαγαν την καμπάνα για να πάνε σχολείο. Όταν τον έστελνε η θεία του δασκάλα στον Αγιώργη να κτυπήσει την καμπάνα κράταγε το χρόνο και την χτύπαγε ακριβώς στο λεπτό!
Το πρόσεχε, το κούρδιζε με προσοχή. Δεν έκανε πότε επίδειξη στα παιδιά. Τους έλεγε κρυφά την ώρα και όταν βαριόταν στο μάθημα το κρυφοκοίταζε. Έλα όμως που του μπήκε η ιδέα να του φορέσει μπρασελέ. Ο πατέρας του αρνήθηκε κάθετα λόγο χρημάτων. Ηρέμησε γιατί στο παίρνω πίσω. Ο θείος ήθελε να του το αγοράσει αλλά; Το Νοέμβρη που κατέβηκαν στα χειμαδιά στο Γιαλό – στο Άστρος πήγε στο ρολογάδικο του μπάρμπα Λιά.

                                          Αγιοπετρίτης Ζευγολάτης στη Λεπίδα
Ο καλός αυτός τεχνίτης και άνθρωπος προϋπάντησε το παιδί με χαμόγελο. Του είπε πως είναι καλό με το λουράκι και δεν του πολυπάει το μπρασελέ αλλά αν επιμένεις το πόσο είναι τόσες δρχ. Θα σου το περάσω στο ρολόι εφόσον συμφωνήσει ο πατέρας σου.
Τζίφος! Το αναποδιασμένο άρχισε να μαζεύει χαμολόγια από τις ελιές τους. Μάζευε και από κάποια παρατημένα κτήματα ρισκάροντας τις φωνές και το ξύλο από τη μάννα του. Τις πουλούσε στου Φούφα ή στου Μπιλιμέ και μάζευε τα χρήματα. Είπε τα κάλαντα σε όλο το χωριό μαζί με ένα μεγάλο παιδί από την Απάνω Γειτονιά και μάζεψε με το παραπάνω το ποσό.
Μάζευαν ελιές στον Πύργο. Ήταν γείτονες με το δάσκαλο το Λεωνίδα. Παρακάλεσε το δάσκαλο να πει καλά λόγια στον πατέρα για την απόδοση και το ήθος του. Ο Δάσκαλος γελώντας τον ρώτησε γιατί. Φυσικά του είπε το λόγο. Ο καλός Δάσκαλος χαμογέλασε με νόημα. Όταν ρωτήθηκε από τον πατέρα του είπε ότι ήταν καλός αλλά αν προσέξει θα γίνει άριστος.
Έτσι πήρε το πράσινο φως. Το αντικείμενο του πόθου δεν επιβάρυνε τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Μετά τις διακοπές λάνσαρε το ρολόι με τον μπρασελέ. Το κράτησε μέχρι που τέλειωσε το στρατό. Όταν απολύθηκε το έβαλε στο συρτάρι. Κατά καιρούς το κουρδίζει και δουλεύει θαυμάσια.
Στην πορεία το αναποδιασμένο απέκτησε κάποια ρολόγια πάντα με μπρασελέ! Έχει μανία με τον χρόνο. Όταν στο εργαστήριο μετρά με τον παλμογράφο μικρές υποδιαιρέσεις του χρόνου σε κυματομορφές. Λέει στους μαθητές του: « Παιδιά μου δεν μπορώ να χωρέσω στο μυαλό μου πόσος είναι ο χρόνος που μετράμε! Ένα τακ ίσον με ένα δευτερόλεπτο 1 (sec) για φανταστείτε πόσο είναι το 1μsec αφού το τακ το διαιρείς με ...;
Φυσικά του απαντούν και κάποιοι σκέπτονται με θαυμασμό το μεγαλείο του χρόνου. Παιδιά στην ουσία χρόνος δεν υπάρχει! Είναι ανθρώπινο δημιούργημα αλλά αυτό είναι φιλοσοφικό πρόβλημα… Ο άνθρωπος από ανάγκη τον έφτιαξε έτσι είμαστε αναγκασμένοι να τον μετράμε. Δυστυχώς δεν μπορούμε να τον παγώσουμε….
Χαμογελά και σκέπτεται τα χρόνια που μόνος του μάθαινε να μετρά το χρόνο από το επιτραπέζιο ξυπνητήρι με το φωσφόρο που τον φόβιζε τη νύχτα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου