Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

Ο ΙΕΡΕΑΣ ΜΑΣ.



      ΓΕΩΡΓΙΟΣ Β. ΓΑΡΔΙΚΙΩΤΗΣ - ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΟΥΛΗΣ (1909 –1987)
  Παν/της (Τάκης ) Ι. & Δ. Βλαχάκης
 Αγιάννης, γλυκό φθινοπωρινό Σαββατιάτικο απόγευμα, του 1967 στο Κουτρί. Παράξενο το φως την εποχή αυτή, παίζαμε ποδόσφαιρο προσέχοντας τα πεύκα μας. Πατάγαμε στα ιερά χαλάσματα της κατεστραμμένης Σχολής του Καρυτσιώτη. Φωνάζαμε, ιδρώναμε, βρίζαμε, σπάζαμε τα πόδια μας , ηταν βλέπεις πρωτόγονη η  μπάλα μας.
  Απο τον Κακολαίο ξαγάντισε ενας μαύρος γάιδαρος. Στην πλάτη του ο Παπα Γιώργης ο Γαρδικιώτης ή Γιωργουλής. Συνειρμικά στο μυαλό μου ήρθε η φράση  << ...μή φοβού θύγατερ Σιών΄ ο βασιλεύς σου έρχεται καθήμενος επί πώλον όνου >> κατά Ιωάννην ευαγ ιβ΄1-18.  Ασκητικός , ψηλός, λεπτός με τα άσπρα του γένια και το γαλήνιο πρόσωπο. Ο σεβάσμιος παπάς μας, ερχόταν απο το Χάραδρο – Ντρεστενά- για να μας λειτουργήσει. Σταματήσαμε τις  φωνές, τις  παιδικές βρισιές μέχρι να περάσει. Με αυτο τον τρόπο  τον υποδεχτήκαμε εμεις, χωρίς  βαγιόκλαρα  και φοινικόκλαρα. Ο σεβασμός στον ιερέα μας ηταν δεδομένος, δεν  μας τον επέβαλε κανείς. Ο κυρ Μεντιος ηταν κουρασμένος τα αυτιά του πεσμένα. Ο φουκαράς ειχε έρθει 1:30 ώρα δρόμο.
 Αύριο θα πρέπει να είμαστε καθαροί, κατακάθαροι για την εκκλησία. Είχε πλύσιμο στη σκαφίδα, μπαίνει και αυτο το λευκό σαπούνι  στα μάτια και τσούζει η καυστική σόδα. Ποίοι θα πηγαίναμε στο ιερό; Ποια καμπάνα θα κτυπήσει ; Του Προδρόμου ή του Αγιώργη; Μάλλον στον Πρόδρομο θα λειτουργήσει  αύριο. Μετά απο ώρα  ακούσθηκαν οι  γλυκείες δίδυμες καμπάνες στου Πρόδρομου. Αυτή του Αγιώργη είχε κάτι το αγριωπό, μας θυμίζει ότι πρέπει να πηγαίνουμε στο σχολείο πρωί- απόγευμα, την άκουγα σε λύπες , σε πυρκαγιά, σε συγκέντρωση των κατοίκων κ. α.  Η Βαριά μεταλλική φωνή της με τρόμαζε. Η αντίφαση ειναι ότι πολλά πρωινά την κτύπαγα κατόπιν εντολής της δασκάλας μας για να πάμε στο σχολείο. Οταν την κατέβασαν απο την Πλατάνα και την έβαλαν στο καμπαναριό χάλασε ο ήχος της.
     Ο Μακαριστός ιερέας μας ήταν υπόδειγμα ιερωμένου και ανθρώπου. Ηταν σωστός οικογενειάρχης . Η πρεσβυτέρα ήταν κόρη του  Αγιαννίτη πρακτικού γιατρού και ταβερνιάρη  + Ηλία  Άρχοντα. Απέκτησαν  δυο γιους και μια κόρη. Τα παιδιά τους έγιναν σωστοί άνθρωποι στην κοινωνία. Δυστυχώς ο μεγαλος γιος τους ο Βασίλης δεν ειναι πια κοντά μας. Ο εγγονός του ο Σταύρος  γιος της Ελένης  μου έδωσε τις χρονολογίες. Θα πρεπει καποτε να μαζευτούμε οι παλιοί να κάνουμε μια μικρή τιμητική γιορτή στη μνήμη του, καθώς και στη μνήμη των δασκάλων μας. Αν η σεμνότητα και το ήθος τους δεν θα το επέτρεπαν.  Από τους λιγοστούς ιερωμένους που εκτιμούσε το ποίμνιο του, έχοντας στον τομέα αυτό αμφίδρομη σχέση. Ήταν μειλίχιος ποτέ δεν μας μάλωσε αν και φωνασκούσαμε καμιά φορά στον Αγιώργη και στον Πρόδρομο.  Προσπαθούσαμε να τον κάψουμε βράζοντας υπερβολικά << το ζέον >>. Χαμογέλαγε καλοσυνάτα που  έβλεπε τις προσπάθειες μας, με το καμινέτο και τα κεριά.  Το έφτιαχνε, έκοβε τον άρτο με την λόγχη και με κατάνυξη τελούσε την θεια λειτουργία.
         Φώτο απο το κάδρο στο πρώην βενζινάδικο του Μήτσου Αλουπογιάννη – Φούντα .            
   Μόνο μια φορά τον είχα ακούσει να υψώνει λίγο τον τόνο της φωνής του στον αείμνηστο αδερφό του τον μπάρμπα Μαρίνο τον Γαρδικιώτη- Γιοργουλή ή Μαιστοπ. Το  θέμα, η διάφορα τους  ήταν αυστηρά θρησκευτικού περιεχομένου. Ακόμα και τότε η μορφή και η φωνή, του εξέπεμπαν μια γλυκιά ηρεμία. Ανάμεσα στα άλλα  του συνέστησε να εκκλησιάζεται, να  εξομολογηθεί,να μην βλαστημάει, να κοινωνήσει να, να, να...  
  Ο μπάρμπα Μαρίνος η  μεγάλη αυτή καρδιά, ο χιουμορίστας και πανέξυπνος άνθρωπος του απάντησε γελώντας το εξής: << Πολύ καλά όλα αυτά. Όταν πας στον παράδεισο να απλώσεις τη μαγκούρα σου να πιαστώ να έρθω και εγώ απάνω >>. Τότε του είπε << ο καθένας για την ψυχή του, δεν  βγάζω άκρη μαζί σου >>  !!    Χαμογέλασα, μέσα μου επικρότησα την θέση του μπάρμπα Μαρίνου ή Μαιστοπ – είχαν αρχίσει βλέπεις να με καβαλάνε τα  δαιμόνια της αμφισβήτησης - αλλά κουβέντα.  Εκτιμούσα τον μπάρμπα Μαρίνο. Κάποτε τα γαϊδούρια μας τσακώθηκαν εκεί στην πίσω γειτονιά. Δαγκωνιές κλωτσιές παραλίγο να γκρεμίσουν το γέροντα. Τράβαγα εγώ μικρο παιδί τίποτα. Κατόρθωσε και κατέβηκε, τότε  έριξε αρκετές  με τη μαγκούρα στο δικο του, εκείνο έφταιγε κατά την κρίση του. Ακουσα  και κάποιες ευλογίες  του !!! Τα παταλιακά παραλίγο να μας .... σκοτώσουν,  ηταν Άνοιξη βλέπεις!!! Εγώ τράβαγα τη γαϊδούρα απο τ αυτιά. Τότε  άρχισε να γελάει, λυθήκαμε στα γελια !!!!!!!
   Στον Αγιάννη οι άνθρωποι μιλάγανε μεταξύ τους . Μετά την εκκλησία αν είχαν χρήματα πίνανε καφέ, τα παιδιά καταβροχθίζαμε το περίφημο γλυκό κερασάκι, στο καφενείο της πλατείας. Είχαμε  επικοινωνήσει για 15 μέρες, δεν είχαμε κάθε Κυριακή εκκλησία. Ο παπα Γιώργης ήταν εφημέριος Χαράδρου. Αγαπούσε το Χωριό και χωριανούς του. Κατόπιν αδείας  του δεσπότη ιερουργούσε στις κατανυχτικές εκκλησίες μας. Ενα  περιστατικό η παπαδιά ειχε φέρει το μικρο τότε Γιώργη του αείμνηστου Βασιλη. Το ζωηρότατο αεικίνητο  παιδάκι έτρεχε, σα σφαίρα μέσα στην εκκλησία .  Ήθελε να πάει μέσα ιερό που έβγαζε τα άμφια ο παππούς του . Εγώ καθόμουνα έξω  χάζευα τα βγαλμένα μάτια των άγιων απο τις λόγχες των Αραπάδων του Ιμπραιμ. Μου αρέσει και τωρα να βλέπω τις αγιογραφίες στον Αγιώργη.  Οι γυναίκες με την πρεσβυτέρα  κουβεντιάζανε, ηταν έτοιμες να βγουν στη πλατεία.
                                     Φώτο Ηλία Κ. Άρχοντα απο το διαδίκτυο.
  - Μην αφήνεις παιδάκι να μπει μέσα ιερό δεν κάνει μου είπαν.
Έπιασα το μικρο κάτι του είπα, τον κράτησα από το χέρι. Τότε κρυφά του τράβηξα απαλά σχεδόν χαϊδευτικά  τ αυτιά  του για πλάκα. Αν το διαβάσει του χρωστάω κέρασμα για να εξιλεωθώ. Ο παπάς είδε τη σκηνή και χαμογέλασε. Κατάλαβε ότι έπαιζα με το μικρό. Βγήκε τον παρέλαβε και τον χάιδεψε  με αγάπη, θυμάμαι ότι αγαπούσε όλα τα παιδιά.
Τα παιδιά επικοινωνούν και θυμούνται εικόνες. Τέλος Οκτώβρη κοντεύαμε να κατεβούμε στο Γιαλό , οι γονείς μου  σπέρνανε στην Πλάκα, στο Ξερόρεμα, στο Ξεροκάμπι.  Χάζευα στο δρόμο και απολάμβανα τις τελευταίες μέρες στο Χωριό. Βαρύ πράγμα ο κάμπος και εκείνες οι ελιές ...  Ποιο πάνω απο του Λυσσαίου το μαγαζί ο σεβάσμιος ιερέας έσπερνε κριθάρι .
<< ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν......>> Παραβολή του Σπορέως : Λουκ. η΄ 4-15
    Κατόπιν άρχισε το όργωμα ( έκανε ζευγάρι ) με  δυο γαϊδουράκια. Εντύπωση μου προκάλεσε  ότι στην αναβολή δεν πέταγε το αλέτρι. Ρώτησα τον πατέρα μου, και μου απάντησε  ότι δεν βιαζότανε ο παππούς και ότι ειναι γέρος , το χωραφάκι ηταν λίγο. Ο τυχερός γάιδαρος  την άνοιξη θα ειχε το εκλεκτό φαγητό του το σανό. Με τις πράξεις του έσπερνε την αγάπη στους απλούς ανθρώπους. Δεν ακουσα γιαυτόν ποτέ κακό λόγο απο κανένα . Κατά τη ταπεινή μου γνώμη ετσι πρεπει να συμπεριφέρονται οι λειτουργοί του ύψιστου. Ανθρώπινα και ταπεινά ....
 Αργότερα  11- 12 χρονών τον βοηθούσα  ψάλλοντας μόνο την
ακολουθία του εσπερινού. Τι  νοήματα, τι γαληνή, αχ αυτή η Ελληνική γλώσσα της εποχής του ευαγγελίου, τι τρομερή γλώσσα. Με ενεθάρρυνε   να μάθω να ψάλω και τις άλλες ακολουθίες.  Κάποια στιγμή μου είπε: << Συζητήσαμε με τον μπάρμπα Αντρέα τον Αγρανιώτη, αν θέλεις να γίνεις παπάς στον Αγιάννη. Το εχει πει στον πατέρα σου αλλα εσύ πρεπει να αποφασίσεις. Είναι δύσκολη απόφαση >>. Δεν με πίεσε ούτε αντέδρασε οταν του είπα : <<  Όχι παππού θα κάνω κάτι άλλο στη ζωή μου>>. Αυτο το εκτιμώ αφάνταστα, ακολούθησα άλλους δρόμους.
Αν ο χρόνος γυρνούσε πίσω θα ήθελα να ψάλλω ξανά  το εξής :       <<  ..... Αναβαίνουσιν όρη και καταβαίνουσι πεδία εις τον τόπον, ον εθεμελίωσας αυτά. Όριον έθου, ο ου παρελεύσονται, ουδέ επιστρέψουσι καλύψαι την γην. Ο εξαποστέλλων πηγάς εν φάραγξιν, ανά μέσον των ορέων διελεύσονται ύδατα. Ποτιούουσι πάντα τα θηρία του αγρού, προσδέξονται όναγροι εις δίψαν αυτών. Επ’ αυτά τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσει, εκ μέσου των πετρών δώσουσι φωνήν. Ποτίζων όρη εκ των υπερώων αυτού· >>
Θα το έψαλλα μόνο με τον παπα  Γιώργη. Με τους σημερινούς ιερωμένους δεν θέλω ... << Θού Κύριε, φυλακήν τω στόματι μου ..>> Βάλε μου, Κύριε, φρουρά στο στόμα μου. εδφ 3 /141 μετ 70α    Ψαλ Δαβίδ.

1 σχόλιο: