Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2015

Ο ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΑΝΝΗ.



Γράφει ο 
Παν. Ι.Δ. Βλαχάκης. . ©  

                                 ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΑΝΝΗ.

Περίοδος της εθνικής Κυβερνήσεως, της δικτατορίας, της Χούντας επί το λαϊκότερο. Σε ένα πανέμορφο Kυνουριακό χωρίο οι άνθρωποι πάλευαν για να επιβιώσουν. Σκληρή η ζωή τους αλλά ζούσαν σε ένα μικρόκοσμο, μια κοινωνία με τα καλά της και τα άσχημα της.

Η Εξουσία στο χωριό είχε τρεις επίσημους πόλους: 
Την Αγροφυλακή που την υπηρετούσαν επάξια οι δυο αγροφύλακες. Ο Νικόλαος Ιωα. Σκραπέλος ή Νικολάκης Ματζουράνης (1922-2011) και ο Μήτσιος Κων. Τσιώρος. (1921- 2005).

Μεγάλο το όριο του Αγιάννη πολλά τα σπαρμένα χωράφια, αρκετά τα ελέη των περιβολιών και των οπωροφόρων δένδρων. Από την άλλη μεριά αρκετά και τα γιδοπρόβατα με τους κτηνοτρόφους, τους Βλάχους, τους τσοπάνηδες να κάνουν αγροζημίες άλλοτε ηθελημένες και άλλοτε αθέλητες.

 
 Μήτσιος Κων. Τσιώρος. (1921- 2005).
  
Tην Αστυνομία Ε.Β.Χ. ( Ελληνική. Βασιλική , Χωροφυλακή) στο χωριό δεν είχαμε. Έρχονταν από την υποδιοίκηση που έδρευε στο Παρ. Άστρος με το τζιπ, Land Rover. Στα πανηγύρια ο αστυνόμος με τους χωροφύλακες έκαναν αισθητή παρουσία τους. Κατόπιν πίνανε τις μπύρες FΙΧ σε κάποιο από τα μαγαζιά.  Στα πανηγύρια τους θυμάμαι στου Λυσσαίου πρώτο τραπέζι πίστα !!

Υπήρχαν τα Τ.Ε.Α. (Τάγματα Εθνικής Ασφαλείας) φανερά δεν είχαν κάνει την παρουσία τους. Έφερναν σινεμά στον τοίχο της Παναγίας στη Λάκκα. Ένας δεκανέας ονόματι Παρασκευάς έβαζε την κινηματογραφική μηχανή και έπαιζε «Επίκαιρα». Πηγή ηλεκτρικής ενέργειας ήταν μια γεννήτρια με μοτέρ εσωτερικής καύσεως μάλλον βενζίνη έκαιγε.

Προπαγάνδα υπέρ της εθνικής κυβερνήσεως - δεν είναι του παρόντος να τα σχολιάσω αν και θυμάμαι αρκετά. Κατόπιν έπαιζε ταινίες με το Βέγγο, τους γενναίους του Βορρά, τα σύνορα της προδοσίας και κανένα καουμπόικο κ.α.

Περίοδος της Χούντας ο Ταγματάρχης Κ.Ζ. ο γιατρός Μπαλαλάς και οι έφεδροι αξιωματικοί των Τ.Ε.Α.

Αυτές ήταν οι επίσημες εξουσίες στο Χωριό. Ξαφνικά από το πουθενά αποκτήσαμε δικό μας Αστυνόμο! Ποιός ήταν μαντέψτε; Ο Λιάς ο Λούφας ή Λουφολιάς ναι, ναι ο δικός μας. Πως έγινε όργανο της εξουσίας ο o ατίθασος, o σαλός,o οπαδός του Βάκχου και του Επικούρου; Έτσι για την πλάκα του για να γελάσουμε στην αρχή αλλά στο τέλος λούζουν το γαμπρό!

Ο Γιώργης ο Φάκλαρης του Φουλόπανου στο Γιαλό - Άστρος διατηρούσε το στεγνοκαθαριστήριο « Ο ΝΙΑΓΑΡΑΣ». Ήταν συνεταίροι με τον Γεώργιο Θ. Μαγκλή, το Νιαγάρα από το ομώνυμο καθαριστήριο τους. Κάποιος αστυνόμος φεύγοντας ξέχασε μια χλαίνη της Ε.Β.Χ.

 Ο Φουλόγιωργας ο Β΄ την καθάρισε, την σιδέρωσε και την φόρεσε στο Λουφολιά. Κουτί του πήγαινε, μια χαρά έστεκε στις τεράστιες πλάτες του. Ο Χιουμορίστας και καλόκαρδος Γιώργης ήταν φίλος του. Του την έδωσε για να μην κρυώνει και του είπε: «Από δω και πέρα είσαι Αστυνόμος του Αγιάννη!»
Μα έλα που στον Λουφολιά άρεσε η ιδέα και πήρε το ρόλο του στα σοβαρά! Φόρεσε τη χλαίνη χωρίς διακριτικά και καπέλο!! Καπέλο δεν φορούσε τον καλό καιρό τώρα θα φορούσε! Άρχισε υγειονομικούς ελέγχους στα μαγαζιά!

Το πρώτο από το Σφεντάμι, από τη δύση προς την πλατεία ήταν του Χαρούλη του Σπυράκη. Τώρα ήταν κλειστό γιατί ο μπάρμπα Χαρής είχε καταμήνει στο Γιαλό, στο Αστρος.

Έφτασε φουριόζος στη Λάκκα, εκεί που είναι σήμερα η Ταβέρνα – παντοπωλείο των αδελφών Καραματζάνη. Τότε ήταν το μπακάλικο- χασαποταβέρνα του Σπύρου του Μαχαίρα - Τρυποσκούφη. Την ημέρα εκείνη δεν είχα δουλεία. Σέρβιρα καμιά πορτοκαλάδα ΕΛΠΑ και νερό στους γέρους. Χάζευα αλλά τούρλωνα τα αυτιά μου να ακούσω καμιά ιστορία από την Μ. Ασία ή από το Αλβανικό μέτωπο. Ο μπάρμπα Σπύρος ήταν λεβέντης σε όλα του και η θεια Μάρω μας αγαπούσε. Μας έδινε καμιά φέτα από εκείνο το άσπρο κρουστό και συνάμα αφράτο ψωμί της.

 Το κατάστημα έλαμπε από καθαριότητα, είχε κλούβα - φανάρι - για το κρέας, στη γωνιά το κούτσουρο του χασάπη, όλα νοικοκυρεμένα.
Έφτασε ο μπάρμπα Λιάς γεμάτος περηφάνια, φορώντας τη στολή και κρατώντας το σύμβολο της εξουσίας του. Σαν σκήπτρο κρατούσε την ποιμενική ράβδο, τη φοβερή μαγκούρα του. Ρε καλώς τον, του είπαν όλοι οι θαμώνες χαμογελώντας. ©

- Σπύρο σήκω πάνω θα κάνω έλεγχο στο μαγαζί σου! Όρθιος ήταν ο λεβεντόγερος, πήγε κοντά του γελώντας, από κοντά και εγώ μην χάσω! Μπαίνει μέσα κοπανάει μια με τη μαγκούρα σε ένα τραπεζάκι, άλλη μια στο κούτσουρο.
- Τι χάλια είναι αυτά, παντού μύγες θα σου κάνω μήνυση.
- Γράψε να πάρε μπλοκ και μολύβι του είπαμε.

 Άρχισε να λέει για σκουπίδια στο πάτωμα, για άπλυτα ποτήρια, για χαλασμένα τρόφιμα και άλλα. Όλοι μαζί και ο μαγαζάτορας είχαμε λυθεί στα γέλια. Τρόμαξε η θεια Μάρω, βγήκε από την κουζίνα της και μας είπε να σταματήσουμε όλοι μας γιατί ήθελε ησυχία. Ο Αστυνόμος είχε πάρει φόρα άντε να τον σταματήσεις.

– Πάνο ακούστηκε η φωνή του μπάρμπα Σπύρου, δώστου δυο τσιγάρα να φύγει και τέλος τα αστεία.
 – Όχι κρασί θέλω.
– Είναι πρωί δεν έχει κρασί. Οι άνθρωποι ήταν σοβαροί, τον προστατεύανε.
– Τρία τρία τσιγάρα καμαράκι μου.

Του έδωσα δυο «από Κούτα ΕΘΝΟΣ» ήταν ποιο γλυκά. Τα «από Κούτα ΤΕΛΕΙΟΝ» της καπνοβιομηχανίας « Καρέλιᨻ ήταν βαριά μας πικρίζανε!!! Μην νομίζετε ότι είμαι άγιος, άφιλτρα ήταν μετά ήρθαν τα άλλα… Τα έβαλε στο πλακέ πακέτο «ΤΕΛΕΙΟΝ ». Μέσα στο πακέτο είχε μισό ξυραφάκι! Μαντέψτε που το χρησιμοποιούσε; Χαιρέτησε ευχαριστημένος και έφυγε ειρηνικά χαμογελώντας χωρίς να κάνει μήνυση για τις μύγες και τα άπλυτα ποτήρια!


Νικόλαος Ιωα. Σκραπέλος ή Νικολάκης Ματζουράνης (1922-2011).

Πήγε δίπλα στο μαγαζί του Φούντα, έκανε έλεγχο. Ο λεβεντόγερος ο Μητρούσης τον φίλεψε χαμογελώντας πλατιά. Συνέχισε την πορεία του προς τον Αγιώργη. Δεν ξέρω αν πήγε στου Μήτσου του Λούφα (Δημήτριος Β. Καμπύλης) και στου Λυσσαίου ( Οδυσσέας Χ. Σούρσος).
Σίγουρα πήγε στου Μακαρούνα (Κων. Μαρ. Δικαίου) Αμφίβολο είναι αν έκανε έλεγχο στο καφενείο της πλατάνας του Τζιορτζιόνα (Νίκος Γ Τζιβελόπουλος). Τον είδα που γύριζε χαρούμενος, πήγε στο σπίτι να βγάλει τη χλαίνη.

Το μεσημέρι περάσαμε στα νύχια πάνω από το Σφεντάμι του αλλά μας αντιλήφθηκε. << Τηράτε καλά ρε μην έρθει προς τα δω κανένα λιθάρι καήκατε! Είμαι ο Αστυνόμος του Αγιάννη και δεν σας επιτρέπω να κυνηγάτε σπουργίτια μεσημεριάτικα δρόμο στα σπίτια σας.>>
Ρε δεν μας είδε ούτε μας άκουσε που περιπατάγαμε, το λιθάρι άκουσε που ξέφυγε από το λάστιχο και κτύπησε στα κλαριά!

Το απόγευμα έκανε έλεγχο εν είδη τροχονόμου στο λεωφορείο της γραμμής. Ήταν ένα κοψομούρικο μερσεντεδάκι του ΚΤΕΛ Αρκαδίας με τη σχάρα γεμάτη καλάθια, σακιά και κούτες. Ο έλεγχος έγινε μέσα στην χαρά, τα γέλια τα παιχνίδια και τέλος το έπαθλο του τσιγάρα με φίλτρο από τον οδηγό. Ήθελα να δω πως θα τα έκοβε με το ξυραφάκι. Τα άφιλτρα ένταξη τα μισομοίραζε, αυτά με το φίλτρο ;; Έχασα τα έβαλε στο τσεπάκι του και έφυγε.

Κάθε θαύμα κρατάει το πολύ τρεις μέρες λέει ο λαός μας. Τόσο κράτησε η εξουσία του Αστυνόμου - Λουφολιά στον Χωριό. Ήμουν στο χωράφι στη Μάντρα και δεν είδα το άδοξο τέλος της στολής ούτε τον καυγά που του στήσανε, τα παλιοτόμαρα, τα χαρτόμουτρα στην πλατεία του Αγιώργη.

Πληροφορήθηκα από τους φίλους μου τα έξης: «Πέρασε σα σίφουνας από τη Λάκκα. Έβριζε, απειλούσε, μούντζωνε και φώναζε ότι δεν μπορεί ο καθένας να κάνει ότι θέλει στο Χωριό!! Κούναγε απειλητικά την μαγκούρα και έτρεχε προς την πλατεία. Κατέβηκε κουτρουβαλώντας το μονοπάτι μπροστά από το σπίτι του Μανεστρόγιαννη.

Στην πλατάνα του Αγιώργη άρχισε να φωνάζει σε πέντε έξι χαρτόμουτρα. Αυτοί τον είχαν προκαλέσει νωρίτερα. Πέσανε όλοι επάνω του και τον κτύπησαν πισώπλατα. Δυο τρεις τους καταχέρισε. Του σκίσανε τη στολή και τον μάτωσαν λίγο στο πρόσωπο.»

Ήταν ένας και αυτοί πολλοί, αν είχαν κότσια ένας εναντίον ενός. Πάντα έτσι λειτουργούν οι θρασύδειλοι. Κρύβονται στη μάζα μέχρι εδώ… - ονόματα δεν γράφω γιατί όλοι τους είναι πολίτες του άλλου κόσμου- Ο λεβέντης μπορεί να τα βάλει με πολλούς ξέρει ότι μπορεί να χάσει! Ορμάει και αγωνίζεται για τον αγώνα και για τον εαυτό του. Είχαν αρχίσει να τον παίρνουν και τα χρόνια.

Μετά από καιρό βόσκαμε τα αρνοκάτσικα στο Σαραντάψυχο κοντά στην Κοτρόνα του Μητσέλη. Δεν τα αφήναμε να σμίξουν με άλλα κοπαδάκια γιατί οι γίδες κουτουλιόντουσαν. Δίπλα από την Κοτρόνα καθόταν η θεια Αντώνα η γυναίκα του Λουφολιά. Πήγαμε κοντά της και την χαιρετήσαμε. Ήρεμη και γλυκομίλητη μας είπε να καθίσουμε, ήθελε παρέα. Τότε τη ρώτησα γιατί δεν ράβει τη στολή του μπάρμπα Λιά;

-.Αν δεν μπορείς να τη ράψεις να την πας στην μοδίστρα στην Κουτσομάρω (Μαρία Ι. Παπούλια) να του την ράψει. Είναι γειτόνισσα μας και καλή γιαγιά θα της πω να μην πάρει χρήματα! Του πάει η στολή…

- Μην ανακατεύεσαι μου είπε κάπως έντονα. Του την έχουν κάνει κομμάτια, αυτός έφταιγε. Μαθαίνω ότι όταν έρχεται στον παππού σου του δίνεις πολύ κρασί!

Δεν απάντησα, το σκέφτηκα αλλά δεν το ξεστόμισα. Πρέπει να σου ρίξει μαγκουριές, οι γυναίκες ξέρουν μόνο να γκρινιάζουν!!


 Λουφολιάς  Φώτο Νικολάου Δημ Άρχοντα.

Με το μυαλό μου γυρνώ συχνά στο Χωριό μου στα παλαιά για δικούς μου λόγους. Πολλές φορές αναρωτιέμαι πως ο κατατρεγμένος της εξουσίας, ο πρώην κατσικοκλέφτης, ο τρόφιμος του φοβερού Παλαμηδιού, ο ατίθασος, ο ορεσίβιος, ο αντιεξουσιαστής, ο σαλός, ο ελεύθερος, ο οπαδός του Διόνυσου - Βάκχου και του Επίκουρου, το μεγάλο παιδί, πως έγινε εξουσία; Αυτό δεν το κατάλαβα ποτέ μου.

 Εικάζω ότι ήθελε να ξεφτιλίσει κάθε μορφής εξουσία, να κάνει την πλάκα του και να λοιδορήσει το κατεστημένο του μικρόκοσμου μας. Απαντήσεις δεν θα πάρω ποτέ στις εικασίες μου. Τώρα από τον ουρανό σαν άστρο αν μας βλέπει σίγουρα γελάει με την πλάκα που μας σκάρωσε! Θα γελάνε τα άσπρα από τα χρόνια και με κίτρινες αποχρώσεις από τη νικοτίνη μουστάκια του!!!

Νομίζω ότι θα ακούσω τη φωνή του να μας κράζει: << Συμμορφωθείτε λέω, καμωθείτε λέω να περάσουμε καλά και αυτό το καλοκαίρι!!!! Ου να χαθείτε Κηφήνες … σας έκανα νοικοκυραίους και δεν με εκτιμάτε….! Ρολογάκια, κομπολογάκια ου να χαθείτε Κηφήνες, Κολαντεράδες, Τεμπέληδες….>>  ©

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου